Η περίοδος που ακολούθησε την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα είναι γνωστή ως Σκοτεινοί χρόνοι ή ελληνικός Μεσαίωνας. Η επιλογή του όρου “ελληνικός Μεσαίωνας” είναι ενδεικτική της μεγάλης ρήξης με το μυκηναϊκό παρελθόν που σημειώθηκε στους αιώνες μεταξύ του 1050 και 900 π.Χ.
Η παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού ξεκίνησε σταδιακά από τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Γύρω στο 1200 π.Χ. μαρτυρούνται αρχαιολογικά καταστροφές στα μεγάλα κέντρα της Πελοποννήσου και της κυρίως Ελλάδας, με συνέπεια να ξεκινήσει κύμα μεταναστεύσεων προς τα παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικών μετακινήσεων προς τη δυτική Ελλάδα. Οι αναστατώσεις αυτές προκάλεσαν τη συρρίκνωση του πληθυσμού στην ενδοχώρα. Η ολοκληρωτική καταστροφή των ανακτόρων στα χρόνια μεταξύ του 1150-1050 π.Χ. σηματοδότησε το τέλος της μυκηναϊκής εποχής, αφού οδήγησε στην οριστική κατάλυση των βασικών πολιτικών και οικονομικών δομών της.
Η μετάβαση στη νέα εποχή συνοδεύτηκε από τόσο έντονες αλλαγές, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, ώστε οι Έλληνες των ιστορικών χρόνων -που είχαν διατηρήσει την ανάμνηση του παρελθόντος- συνέδεσαν το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού με την “κάθοδο των Δωριέων”. Κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. εισήχθη μεν στην Ελλάδα η χρήση του σιδήρου καθώς και νέα ταφικά έθιμα, αλλά δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία που να αποδίδουν τις αλλαγές αυτές στην εμφάνιση ενός νέου φύλου. Σύμφωνα πάντως με την ίδια παράδοση, τη “δωρική κατάκτηση” ακολούθησε η “ιωνική μετανάστευση”, δηλαδή η μετακίνηση μεγάλου μέρους των αυτόχθονων κατοίκων της κυρίως Ελλάδας προς το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία, γεγονός που επιβεβαιώνεται ως ένα βαθμό και από την κατανομή των γλωσσικών ιδιωμάτων στις περιοχές αυτές.
Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για τα αίτια της πτώσης του μυκηναϊκού πολιτισμού, ενώ η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την περίοδο που ακολούθησε είναι μάλλον αδύνατη, λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών.
Η Ελλάδα των Σκοτεινών χρόνων παρουσίαζε μια εικόνα φτώχειας και απομόνωσης σε σύγκριση με την προηγούμενη εποχή, που όμως δεν ήταν ομοιόμορφη για όλες τις περιοχές και κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου. Η Αθήνα και η Κρήτη για παράδειγμα φαίνεται ότι επηρεάστηκαν λιγότερο από τις συνθήκες αυτές. Είναι σίγουρο πάντως ότι η γνώση της γραφής χάθηκε, καθώς και το ενδιαφέρον για την εικονιστική τέχνη. Οι οικισμοί και τα ιερά κατασκευάζονταν από ευτελή υλικά και έχουν αφήσει ελάχιστα υλικά κατάλοιπα. Μόνο η κεραμική παρουσίαζε αδιάσπαστη συνέχεια με το μυκηναϊκό παρελθόν, με τη δημιουργία ενός απλουστευμένου εικονογραφικού ρυθμού, του λεγόμενου “υπομυκηναϊκού”.
Παρά την έλλειψη επαρκών στοιχείων πάντως, είναι σίγουρο πως τα χρόνια αυτά ήταν περίοδος επώασης του γεωμετρικού πολιτισμού που αναδύθηκε από την Ελλάδα των Σκοτεινών χρόνων. Ήδη τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης άρχισαν να διαφαίνονται από τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ., εποχή σταδιακής αποκατάστασης των εμπορικών σχέσεων με την Ανατολή.
Η σταδιακή κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, που την τοποθετούμε με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ανάμεσα στο τέλος του 13ου και το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., είναι σημαντικό ιστορικό ορόσημο για την Ελλάδα. Σημασία έχει ακόμη η διαπίστωση ότι στους επόμενους αιώνες, τον 11ο και τον 10ο, σημειώνεται στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής μια σημαντική τεχνολογική αλλαγή: εξαπλώνεται η τεχνική κατεργασίας του σιδήρου και το νέο αυτό μέταλλο υποκαθιστά τον χαλκό σε διάφορες χρήσεις, όπως η κατασκευή όπλων και εργαλείων. Με αυτή την εξέλιξη η ανθρώπινη ιστορία περνάει από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου. Παράλληλα, στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου σημειώνονται πολεμικές επιδρομές και μετακινήσεις πληθυσμών και συντελούνται κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Στην Ελλάδα η αρχή του τέλους της μυκηναϊκής εποχής σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη των κτηριακών συγκροτημάτων που ονομάζουμε ανάκτορα, που ήταν χτισμένα σε οχυρωμένες ακροπόλεις με τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη· από εκεί ένας ηγεμόνας που λεγόταν ἄναξ, πλαισιωμένος από αξιωματούχους, ήλεγχε οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μια ευρύτερη περιοχή (όπως είναι οι κάμποι της Αργολίδας και της Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο, της Κωπαΐδας στη Βοιωτία ή η κοιλάδα του Ευρώτα στη Λακωνία).
Η αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησης, όποια και αν ήταν η αιτία που την προκάλεσε, δημιούργησε χωρίς αμφιβολία νέα πολιτικά δεδομένα και οδήγησε σε μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση, η οποία, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που δεν μας είναι επαρκώς γνωστοί, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός νέου πολιτισμού.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν πράγματι ότι, με την πάροδο του χρόνου, στη θέση του μυκηναϊκού πολιτισμού διαμορφώνεται ένας νέος, με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερα στην τέχνη οι αλλαγές είναι, όπως θα δούμε, σημαντικές. Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, από τα πιο απλά ως τα πιο πολυτελή, τα σπίτια όπου κατοικούσαν, οι χώροι λατρείας έχουν ελάχιστες ομοιότητες με εκείνα της προηγούμενης περιόδου. Η εξήγηση δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή για την οποία μιλήσαμε. Αλλά η αιτία που προκάλεσε την ανατροπή του συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος το οποίο είχε αναπτυχθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα παραμένει ουσιαστικά άγνωστη.
Η απουσία αξιόπιστων ιστορικών μαρτυριών οδήγησε στη διατύπωση υποθέσεων που, παρά το ενδιαφέρον τους, δεν προσφέρουν ικανοποιητική εξήγηση. Ανεξάρτητα πάντως από τις αβεβαιότητες που παραμένουν οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου συμπίπτει χρονικά (και ενδεχομένως συνδέεται) με σημαντικές εξελίξεις και ανακατατάξεις που εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Γνωρίζουμε πράγματι ότι την ίδια περίπου εποχή η Αίγυπτος συνταράσσεται από τις επιδρομές των «λαών της θάλασσας», ενώ διαλύεται το ισχυρό κράτος των Χετταίων στην κεντρική Μικρά Ασία.
Το ερώτημα «τι ήταν αυτό που προκάλεσε μια τόσο σημαντική πολιτική και πολιτιστική αλλαγή» έκανε αρχικά τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους να σκεφτούν ότι η απάντηση βρίσκεται στην αρχαία παράδοση σχετικά με την Κάθοδο των Δωριέων, ενός νέου ελληνικού φύλου, το οποίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, εμφανίστηκε πράγματι στην Ελλάδα στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η σκέψη αυτή φαίνεται καταρχήν απόλυτα δικαιολογημένη. Οι ίδιοι οι αρχαίοι ήταν πεπεισμένοι ότι η Κάθοδος των Δωριέων ήταν ιστορικό γεγονός και τη συνέδεαν με ένα κύμα ταραχών και μεταναστεύσεων που το τοποθετούσαν στα χρόνια μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει συνολικά την περίοδο που μας απασχολεί ο Θουκυδίδης (1.12) στην «Αρχαιολογία», στην αρχή της ιστορικής του συγγραφής:
«Και μετά τα Τρωικά εξακολούθησαν στην Ελλάδα οι μεταναστεύσεις και οι εισβολές και η έλλειψη ησυχίας την εμπόδισε να αναπτυχθεί. Η μακρόχρονη απουσία των Ελλήνων στην Τροία προκάλεσε πολλές αναταραχές και σε πολλές πολιτείες έγιναν επαναστάσεις που ανάγκασαν πολλούς να φύγουν και να πάνε να ιδρύσουν άλλες πολιτείες. Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας οι Θεσσαλοί έδιωξαν από την Άρνη τους σημερινούς Βοιωτούς, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που λέγεται σήμερα Βοιωτία και άλλοτε ονομαζόταν Γη του Κάδμου. Μερικοί Βοιωτοί ήσαν κιόλας εγκατεστημένοι εκεί και μερικοί από αυτούς πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας.
Ογδόντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, οι Δωριείς με τους Ηρακλείδες κατέκτησαν την Πελοπόννησο. Μόνο μετά από πολλά χρόνια η Ελλάδα ησύχασε οριστικά, σταμάτησαν οι μετοικεσίες και έτσι μπόρεσε να ιδρύσει αποικίες. Οι Αθηναίοι εγκαταστάθηκαν στις Ιωνικές πολιτείες και στα περισσότερα νησιά. Οι Πελοποννήσιοι εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία και στη Σικελία και σε μερικά μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Όλες αυτές οι αποικίες ιδρύθηκαν μετά τα Τρωικά.» (Μτφρ. Ά. Βλάχου)
Είναι δύσκολο να πούμε πόσο αξιόπιστη μπορεί να θεωρηθεί αυτή η ιστορική αναδρομή του Θουκυδίδη, γιατί μας είναι άγνωστο από πού αντλεί τις πληροφορίες του· υποθέτουμε ότι η κυριότερη πηγή του ήταν η επική ποίηση.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εμφάνιση στην Ελλάδα νέων πληθυσμιακών ομάδων (που μπορούμε να τις ταυτίσουμε με τους Δωριείς) ανάμεσα στον 11ο και τον 8ο αιώνα π.Χ. είναι αναμφισβήτητη. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι αν αυτή η μετακίνηση πληθυσμών ήταν μια από τις αιτίες που προκάλεσαν το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού ή συνέπεια της αποσύνθεσής του.
Βέβαιο είναι ότι οι Δωριείς απουσιάζουν από τις παλαιότερες μυθολογικές παραδόσεις καθώς και από τα ομηρικά έπη, ενώ η μόνη αναντίρρητη μαρτυρία για την παρουσία τους, η δωρική διάλεκτος, εμφανίζεται στα ιστορικά χρόνια, μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. Αναπάντητο παραμένει επίσης το ερώτημα κατά πόσο η εγκατάσταση των πληθυσμών αυτών είχε τη μορφή βίαιης εισβολής ή βαθμιαίας και ουσιαστικά ειρηνικής διείσδυσης.
Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι δίνουν συχνά στην εποχή ανάμεσα στο τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού και τον 8ο αιώνα π.Χ. την ονομασία «Σκοτεινοί Αιώνες» εξαιτίας των λίγων σχετικά αρχαιολογικών ευρημάτων και της έλλειψης ιστορικών μαρτυριών. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως στοιχεία που φωτίζουν αρκετά ορισμένες πλευρές της σκοτεινής αυτής περιόδου. Τα αρχαιολογικά λείψανα μαρτυρούν ότι στο τέλος της 2ης και στην αρχή της 1ης χιλιετίας π.Χ. ο πληθυσμός στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο μικρότερος από ό,τι στα χρόνια της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού αλλά, το κυριότερο, κατοικούσε διάσπαρτος σε μικρούς οικισμούς, σε σπίτια κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά που δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν.
Οι εμπορικές ανταλλαγές ήταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, περιορισμένες, όπως δείχνει ανάμεσα στα άλλα και το γεγονός ότι τα πολύτιμα μέταλλα απουσιάζουν σχεδόν εντελώς. Από πολιτική άποψη οι οικισμοί της εποχής αυτής φαίνεται ότι αποτελούσαν, μόνοι τους ή μαζί με άλλους γειτονικούς, ανεξάρτητες και αυτοδιοίκητες κοινότητες. Επικεφαλής της κάθε κοινότητας πρέπει να ήταν ισχυρές οικογένειες που εξουσίαζαν μικρές σχετικά περιοχές, περίπου σαν τα μεσαιωνικά τιμάρια.
Φαίνεται ακόμη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αρχηγοί των οικογενειών αυτών (που μπορούμε να τις ονομάσουμε αριστοκρατικές) συμμαχούσαν μεταξύ τους και επέλεγαν έναν κοινό ανώτερο άρχοντα, που ονομαζόταν βασιλεύς και είχε ταυτόχρονα πολιτικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες. Αργότερα το σύστημα που περιγράψαμε έδωσε τη θέση του σε μια συλλογικότερη μορφή διακυβέρνησης, καθώς διευρύνθηκε ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετείχαν στα κοινά.