Ο ποιητής Κωνσταντίνος Γεωργίου συνομιλεί με τον Κωνσταντίνο Μανίκα, με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ποιητικής συλλογής “Σε πτώση δοτική” από τις Εκδόσεις Ιωλκός.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική σας συλλογή “Σε πτώση δοτική”. Τι την διαφοροποιεί από αλλά έργα σας;
Αγαπητέ κύριε Μανίκα, σας ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία που μου δίνετε να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες σας και το βιβλιόφιλο κοινό. Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να τονίσω ότι το νέο μου ποιητικό έργο, «Σε πτώση δοτική», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιωλκός, αποτελεί την εξελικτική συνέχεια και την φυσική ολοκλήρωση του προ τριετίας εκδοθέντος έργου, «Σε πρώτο πληθυντικό». Και το λέω αυτό, γιατί, παρά την διακριτή τους αυτοτέλεια, συμπλέουν στην ίδια κοίτη με κοινό προσανατολισμό, που δεν είναι άλλος από την κριτική επαναξιολόγηση του σύγχρονου αυτιστικού τρόπου ζωής, την ριζική αναθεώρηση μιας συνεχώς, και δυστυχώς θα έλεγα, ολοένα και περισσότερο κλιμακούμενης σήμερα, ανερμάτιστης ηθικά και ιδεολογικά, λογοκρατικής αντιμετώπισης του βίου και των συν αυτώ ανθρωπίνων σχέσεων. Συμπλέουν, λοιπόν, με την κοινή στόχευση της εμπέδωσης ενός διαφορετικού ιδεολογικού και ποιητικού οράματος για έναν κόσμο δικαιοσύνης, ειρήνης, προόδου, αλληλεγγύης και αδελφοσύνης ανάμεσα σε ανθρώπους και λαούς, έναν κόσμο στον οποίο θα πρωταγωνιστεί ο έρωτας, η αγάπη και η ομορφιά. Αυτή η ποιητική σύλληψη συνδέεται βαθιά με την ριζοσπαστική αναδιάταξη των κοινωνικών και πολιτικών όρων και μπορεί να ευοδωθεί μόνο συλλογικά (Σε πρώτο πληθυντικό) με την προϋπόθεση της επικράτησης του πνεύματος της ανυποχώρητης δοτικότητας και της θυσιαστικής προσφοράς (Σε πτώση δοτική). Αν υποθέσουμε ότι η ποιητική συλλογή «Σε πρώτο πληθυντικό» είναι το εποικοδόμημα της ποιητικής μου μυθοπλασίας, η παρούσα ποιητική συλλογή, «Σε πτώση δοτική», αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της.
Τι σηματοδοτεί ο συγκεκριμένος τίτλος και πώς διαμορφώνει και το περιεχόμενο της συλλογής;
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής προδιαγράφει μια καθορισμένη στάση ζωής, η οποία ευθαρσώς αρνείται να υπακούσει στους κανόνες του ανεξέλεγκτα χυδαίου, ανθρωποφαγικού πολλές φορές σήμερα, καπιταλιστικού συστήματος, του εμπορευματοποιημένου τρόπου ζωής, της υπερφίαλης ατομοκεντρικής αντίληψης των πραγμάτων και όλων εκείνων των πνιγηρών νοσηρών εξουσιαστικών μηχανισμών που τείνουν να ελέγξουν τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Αντίθετα, σηματοδοτεί την στροφή της επαναστατημένης συνείδησης στις αρχέγονες δυνάμεις της ωραιότητος και της αγαθότητος του ανθρωπίνου προσώπου, καθότι η υπαρκτική του υπόσταση αληθεύει και επιβεβαιώνεται μόνον στην ποιοτική αγαπητική σχέση με τον άλλον, στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζει τον εαυτό του αλλά και όλο το ανθρώπινο γένος στην ιστορική του συνέχεια τόσο ως προγονικό παρελθόν όσο και ως μελλοντικό κληροδότημα. Κι αυτή η σχέση είναι μια σχέση, η οποία αφενός συστρέφεται γύρω από βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα στην σκοτεινή ζώνη της ελλειμματικότητας της ανθρώπινης κτιστότητας, αφετέρου περιπλέκεται με τις πιο δυναμογόνες, με τις πιο ζωοφόρες και πιο φωτεινές ψυχικές και πνευματικές απολήξεις της ελλόγου νοήσεως που προοικονομούν την υπέρβαση της φθοράς και την παλλιγγενεσία της αθανασίας. Είναι μια σχέση αφοσίωσης στην οποία καταδεικνύεται η ανάγκη του μεταπτωτικού ανθρώπου να παραχωρήσει ελευθέρως με διάθεση συγχωρητική, χωρίς βέβαια να χάνει την ιδιαιτερότητα της μοναδικότητας του προσώπου, πεδίο της ατομικής του διάστασης σε ένα Εσύ, το οποίο θα επανανοηματοδοτήσει τις ορίζουσες του βίου στο πλαίσιο της πιο μικρής και πιο μεγάλης συλλογικότητας, της συντροφικής ερωτικής σχέσης, της συντροφικής κοινωνικής σχέσης, της συντροφικής αγαπητικής σχέσης των ανθρώπων και των λαών. Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτό το ποιητικό έργο συγκροτεί έναν χώρο στον οποίο οι άνθρωποι με πίστη και βεβαιότητα μπορούν από κοινού να πορεύονται και να ονειρεύονται έναν κόσμο δίχως την ευτέλεια της ηθικής έκπτωσης αλλά μόνο με την γενναιότητα της δοτικής τους πτώσης.
Ποιες είναι οι πηγές έμπνευσης;
Οτιδήποτε με οδηγεί με τρόπο απροσδόκητο και μυστηριακά απροσδιόριστο σε μια εν εκστάσει βιωματική ψυχοπνευματική διέγερση και συναισθηματική ένταση, δημιουργώντας, παράλληλα, την εσώτατη ανάγκη εκδήλωσής της στις ακυβέρνητες πολιτείες των λέξεων. Βιώματα της καθημερινότητας και οι λεπτομέρειές τους, καταστάσεις, πρόσωπα, ο έρωτας, η αγάπη, ο θάνατος, οι αγωνίες και οι ανησυχίες των απλών ανθρώπων, οι συλλογικοί αγώνες αποτελούν πάντα ερεθίσματα που λιπαίνουν τις ροές της συνείδησης και επιζητούν επιτακτικά την στοιχειοθέτησή τους στο αλφαβητάρι της ποίησης. Μπορεί, όμως, άλλες φορές, η αφετηρία της έμπνευσης να είναι και το «ελάχιστον» (με όρους συμβατικής νοηματοδότησης), το οποίο ο ποιητής το καθιστά «μέγιστον» μέσα από την δική του ματιά και την ποιητική του ευαισθησία, όπως, για παράδειγμα, το κελάηδημα ενός πουλιού, το τρίξιμο της πόρτας την νύχτα, το ασβεστωμένο πεζούλι στην αυλή του σπιτιού, το σχήμα και το χρώμα ενός λουλουδιού.
Γιατί επιλέξατε την ποίηση ως μέσο έκφρασης; Αποκλείεται να στραφείτε κάποια στιγμή και στον πεζό λόγο;
Τίποτα δεν αποκλείεται… Ο πεζός λόγος όμως έχω την αίσθηση ότι είναι λόγος, κυρίως, ιστορικός, συμβατικός, αναπαραστατικός, ενώ η ποίηση εκ φύσεως είναι λόγος ενορατικός, υπερβατικός, μη οριακός, ανατρεπτικός και της πιο μεγάλης δεδομένης “αλήθειας”. Εκεί που ο πεζός λόγος αδυνατεί να εισχωρήσει, αναλαμβάνει η ποίηση, δηλαδή ο μη οριοθετημένος λόγος και γι’ αυτό από την φύση του επαναστατικός. Και ως λόγος επαναστατικός η ποίηση οφείλει, έχει το χρέος, χρέος ιερό και απαράβατο, κατά την γνώμη μου, να μην αναλώνεται διαπιστωτικά μόνο σε μια μονήρη αναπαραγωγή του ζόφου της εποχής και της υποκείμενης κοινωνικής παθογένειας, ούτε να αναλίσκεται στην αναμόχλευση απλώς κάποιων ατομικών, εσωτερικών βιωμάτων χωρίς αποδέκτη, που καθηλώνουν την ύπαρξη σε μια στατική ανατροφοδοτούμενη εσωστρέφεια, αλλά να είναι παράλληλα και μια δυναμική πρόταση ανακατεύθυνσης της ζωής, ένας τρόπος εξωστρεφής που θα εμπνεύσει τους ανθρώπους με τρόπο ερωτικό να συναντήσουν την ελπίδα και ν’ απλώσουν το χέρι τους στο φως, τολμώντας να ονειρευτούν και να αγωνιστούν για την πραγμάτωση των κοινών τους οραμάτων. Με λίγα λόγια, θα μπορούσα να παραλληλίσω τον πεζό λόγο -χωρίς να υποτιμώ διόλου την σημασία του και τις υψηλές απαιτήσεις παραγωγής του, ίσως και υψηλότερες και δυσκολότερες από αυτές της ποίησης- με θάλασσα και την ποίηση με ωκεανό. Και στην παρούσα τουλάχιστον φάση προτιμώ περισσότερο τα ωκεάνεια ταξίδια.
Πώς εξηγείτε το ότι οι Έλληνες διαβάζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;
Πιστεύω ότι η σχέση του ανθρώπου με το βιβλίο οικοδομείται από τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Δυστυχώς, όπως φαίνεται, οι Έλληνες δεν τα πάνε και τόσο καλά με την ανάγνωση. Αναμφίβολα, αυτό δεν είναι παράγωγο ούτε μιας εγγενούς εθνικής μειονεξίας ούτε μιας ιδιαίτερης, κλινικού τύπου, φυσικής τους διαταραχής, αλλά πιθανότατα να οφείλεται, εκτός των άλλων, και στην κακή σχέση που διαμόρφωσαν με τα σχολικά βιβλία στην διάρκεια των μαθητικών τους χρόνων. Βιβλία κακογραμμένα, χωρίς αισθητική αποτέλεσαν για χρόνια ολόκληρα τον κύριο μοχλό του εξετασιοκεντρικού εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο πριμοδοτεί τον ανταγωνισμό, την βαθμοθηρία, την μηχανική πρόσληψη πληροφοριών, την στείρα αποστήθιση, τον παπαγαλισμό και την επιφανειακή γνώση. Έγινε το βιβλίο, συνειδητά ή ασυνείδητα, ισοδύναμο σύμβολο ενός ψυχοφθόρου, καταπιεστικού μηχανισμού ελέγχου, που σώρευσε στις ψυχές των νέων μας πίεση, άγχος και συνδέθηκε με την υποχρεωτικότητα και όχι με την δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, την απόλαυση και την ψυχαγωγία. Το αποτέλεσμα ήταν και είναι η συνεπακόλουθη παγίωση αρνητικών συναισθημάτων για το βιβλίο, την ανάγνωση, στις ευαίσθητες παιδικές ψυχές και η δια βίου αποστροφή των παιδιών γι’ αυτά. Η υποβάθμιση της αναγνωστικής μας κουλτούρας συνεπάγεται και έλλειμμα παιδείας.
Τι αποτελεί για εσάς, λογοτεχνία;
Λογοτεχνία για μένα αποτελεί κάθε γραπτό κείμενο που, πληρώντας τους όρους της υψηλής αισθητικής, μπορεί να συγκινήσει, να τέρψει, να ευαισθητοποιήσει, να προβληματίσει και να εμπνεύσει τους αναγνώστες του.
Οφείλει ένας λογοτέχνης να εκφράζει την άποψη μου για τα κοινωνικά ζητήματα ή πρέπει να μένει αφοσιωμένος αποκλειστικά στο έργο του;
Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και ο λογοτέχνης, όπως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, είναι γέννημα μιας κοινωνίας σε έναν συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο, αποτελεί ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας, είναι οργανικό κομμάτι του κοινωνικού συνόλου και έχει την ιδιότητα του πολίτη. Είναι φυσικό, λοιπόν, ως υπεύθυνος πολίτης, να εκφράζει άποψη και στάση απέναντι στα πράγματα, να συμμετέχει στις κοινωνικές διεργασίες και να είναι ενεργός. Ως άνθρωπος των γραμμάτων, όμως, με ανησυχίες και ευαισθησίες, επιφορτίζεται με μια ιδιότητα παραπάνω, την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου, η οποία του υπαγορεύει ένα πρόσθετο χρέος απέναντι στην κοινωνία και στο οποίο θα πρέπει να ανταποκριθεί επαρκώς με φρόνηση, εντιμότητα, ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, χωρίς βέβαια μωροφιλοδοξίες, διδακτισμούς και διάθεση ελιτίστικη. Ο λογοτέχνης δεν μπορεί να είναι ερημικό νησί προσωπικής ιλαρότητας. Πρέπει με συναίσθηση της ευθύνης και της κοινωνικής του αποστολής να είναι στρατευμένος στην υπηρεσία του Ανθρώπου, να αγωνίζεται για την δικαίωση των λαϊκών αιτημάτων και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να εμπνέει και να φωτίζει τους ανθρώπους με τον βίο και το έργο του. Οφείλει, λοιπόν, να αφουγκράζεται τα μηνύματα των καιρών και να εκφράζει με παρρησία την άποψή του.
Πιστεύετε στη μοίρα ή την τύχη;
Πιστεύω στις ανεξάντλητες δυνάμεις του ανθρώπου και στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών που του παρουσιάζονται στο διάβα της ζωής του. Δεν νομίζω ότι ακολουθούμε τυφλά, ως όργανα μιας ανώτερης δύναμης, ένα προκαθορισμένο και προδιαγεγραμμένο σχέδιο. Θα ήταν, εξάλλου, πολύ οδυνηρό για τον άνθρωπο… Το απροσδιόριστο και το τυχαίο, φυσικά, διαδραματίζει έναν κάποιον ρόλο στην ζωή μας, αλλά κι αυτό θεωρώ ότι μπορεί να συμβεί μόνο στην περίπτωση που ο άνθρωπος έχει τις κεραίες του ανοιχτές, που, διατηρώντας καταρχήν την εσωτερική του ισορροπία και αυτοτέλεια, καταφέρνει να εναρμονίσει την ατομική του ψυχή με την ένθεη συμπαντική δημιουργία, επιδεικνύοντας σύνεση και σοφία με την λήψη κάθε φορά των ορθών αποφάσεων. «Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων», έλεγε ο Ηράκλειτος. Ο χαρακτήρας μας, οι επιλογές μας είναι αυτές, τελικά, που διαμορφώνουν την ευ-τυχία μας ή την δυσ-τυχία μας.