Γράφει ο Δημοσθένης Δέπος
Οι άνθρωποι, με τους οποίους ήρθαμε κοντά, κατοικούν όλοι σ’ ένα νησί. Νησί μακρινό κι ακατοίκητο απ’ άλλους, στο κέντρο του Ειρηνικού. Έχει μια άσπρη αμμουδιά, τιρκουάζ νερά και φοίνικες παντού.
Είναι ίδιοι, όπως τότε που τους πρωτογνωρίσαμε. Δεν γέρασαν ποτέ, λες και δεν έχουν το χρόνο πίσω τους να τους καταδιώκει. Παραμένουν στη μνήμη μας νέοι, στιλπνοί κι αστραφτεροί. Η λαλιά, η κίνηση, τα χαμόγελα τους δεν έχουν φθαρεί απ’ τον καιρό.
Κάποιες σπάνιες στιγμές βγαίνουμε απ’ το καράβι της ζωής μας, αφήνοντας τις σάλες, τις μουσικές και τους χορούς, και μπαίνουμε στη βάρκα.
Είναι η βάρκα, που θα μας βγάλει στο νησί – στενή, τρύπια στη σεντίνα, σαπισμένη. Έχει κάτι σπασμένα κουπιά, που τα κουνάμε με κόπο. Πανί δεν έχει, ούτε άνεμος την σπρώχνει.
Με τα πολλά, μας αφήνει πάνω στην αμμουδιά και τα πόδια μας βουλιάζουν. Δεξιά κι αριστερά στέκονται οι άνθρωποι, που σημάδεψαν το διάβα μας. Όλοι φοράνε λουλούδια στα μαλλιά, κάποιοι ανοίγουν τα χέρια, κλείνουν αργά τα μάτια και σιγοψιθυρίζουν τ’ όνομα μας. Μερικοί μας τραγουδούν, όπως παλιά οι Σειρήνες στον Οδυσσέα. Εμείς τους χαιρετάμε, κουνώντας το κεφάλι και συνεχίζουμε.
Στο τέλος υπάρχει ένας καταρράκτης και στη σπηλιά μέσα του αχνοφαίνεται μια μορφή. Λες, να είναι αυτή, η μία; Γρήγορα γίνονται τότε τα βήματα μας, να φτάσουμε, να προλάβουμε… Όσο όμως πλησιάζουμε, τόσο πιο βαθειά στην άμμο χωνόμαστε. Δέκα μέτρα πριν το τέλος δεν μπορούμε πια να κουνηθούμε. “Ήρθα” της λέμε, μα εκείνη δεν αποκρίνεται. Μας κοιτά και χάνεται…