Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλάσκας
Ο κύριος Συνετός είναι ένας βετεράνος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και μάλιστα υπήρξε από τους πρώτους φαντάρους που μπήκαν στην Κορυτσά. Μετά, τον πόλεμο έζησε μια ήρεμη ζωή με τη γυναίκα και το γιο του. Τόσο ήρεμη ήταν αυτή η ζωή, που κάποιος θα την θεωρούσε βαρετή. Ωστόσο, όλα άλλαξαν όταν ξέσπασε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τότε, ο γιος του κυρίου Συνετού κατατάχθηκε εθελοντικά και βρήκε έναν ηρωικό, αλλά και τραγικό θάνατο στα αιματοβαμμένα πεδία της Μεγαλονήσου. Ο πόνος του κυρίου Συνετού είναι απερίγραπτος και μες στη στεναχώρια του ρίχνει όλες τις ευθύνες για το θάνατο του γιου του σε έναν συμπολεμιστή και παιδικό φίλο του γιου του ο οποίος κατά τα λεγόμενα δεν τον βοήθησε να σωθεί.
Το απόγευμα πέρασε απροσδόκητα γρήγορα και προσέφερε πρόθυμα τη θέση του στο ανυπόμονο δειλινό. Το ρολόι, που βρισκόταν στο σαλόνι του σπιτιού του κυρίου Συνετού σήμανε ράθυμα εννιά φορές. Κρεμιόταν βασανιστικά εδώ και δεκαετίες στο σαλόνι πάνω από έναν γερασμένο και ξεφτισμένο πίνακα του Εγγονόπουλου. Το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα γαλλικό λαμπατέρ με οκνηρό φωτισμό δημιουργώντας σκιές στο γύρω χώρο πολύ φοβερότερες απ’ ότι θα έπρεπε να είναι. Οι τοίχοι της μονοκατοικίας σκεπάζονταν από ταπετσαρίες ενός ανιαρού γαλάζιου χρώματος με πέρλες στο επάνω μέρος, ενώ οι σοβάδες στο ταβάνι άρχιζαν να ξεφλουδίζουν σιγά σιγά από την υγρασία. Ο κύριος Συνετός, ξαφνιάστηκε με τις εννιά φορές που σήμανε το κεντρικό ρολόι και έβγαλε από την τσέπη της βαθυπράσινης ρόμπας του ένα μικρό ασημένιο ρολογάκι για να βεβαιωθεί. Μόλις επιβεβαιώθηκε κούνησε το κεφάλι του απορώντας πώς πέρασε έτσι η ώρα. Ο κύριος Συνετός ήταν ένας ηλικιωμένος, αν και αρκετά καλοστεκούμενος για την ηλικία του, και πολύ θεοσεβούμενος κύριος. Το πελιδνό πρόσωπό του είχε κάποιες ρυτίδες τις οποίες έκρυβε πίσω από το μεγάλο μυωπικό σκελετό, που κρεμόταν από τη γαμψή μύτη του. Τα μάτια του ήταν καστανά, σκιερά και ξεθωριασμένα. Πάντα ήταν φρεσκοξυρισμένος δίχως να αφήνει ποτέ ίχνος τρίχας γύρω από το πιγούνι και το στόμα του, μια συνήθεια που είχε υιοθετήσει από τα πρώτα χρόνια της στρατιωτικής του υπηρεσίας. Τα φρύδια του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, ενώ τα μαλλιά του ήταν λευκά εδώ και δέκα χρόνια. Καθόταν σε μια ιταλική πολυθρόνα μάρκας, κειμήλιο από τα πεθερικά του. Ήταν η αγαπημένη του θέση μέσα στο σπίτι. Πάντα εκεί καθόταν για να ξεκουραστεί, ακόμη και για να πάρει τους μεσημεριανούς υπνάκους του. Το μόνο που δεν του άρεσε για αυτήν ήταν ότι έτριζε με την παραμικρή κίνηση που έκανε. Τα ελατήριά της είχαν γεράσει προ πολλού. Ακόμη, η οικεία Συνετού είχε έναν άλλοτε πολύ όμορφο κήπο. Ωστόσο, με τα χρόνια είχε αρχίσει να μαραζώνει. Ο κήπος φαίνονταν από τις κουρτίνες του σαλονιού. Πάντα άφηναν ανοικτές τις κουρτίνες, γιατί είχαν καταντήσει κιτρινιάρες από τον καπνό. Το ζεύγος Συνετού δεν κάπνιζε ποτέ. Μόνο ύστερα, από το χαμό του παιδιού τους είχαν στραφεί για παρηγοριά στα τσιγάρα.
Τα τζάμια είχαν γεμίσει πένθιμες ψιχάλες. Εκείνο το δειλινό επρόκειτο να ήταν βροχερό. Αυτή την ώρα, ο κύριος Συνετός έκλεισε την τηλεόραση και αναστέναξε βαριά. Δεν μπορούσε να χαζεύει άλλο τις ασπρόμαυρες σαχλαμάρες της Δικτατορικής κυβέρνησης και έπιασε από το κομοδίνο που βρισκόταν δίπλα του μια τσαλακωμένη χθεσινοβραδινή φυλλάδα και βάλθηκε να διαβάζει τα άρθρα. Πάντα του άρεσε να διαβάζει άρθρα για ένα σωρό θέματα. Κυρίως, για να περνάει το χρόνο του και να ενημερώνεται. Τις ειδήσεις των πρώτων σελίδων δεν τις διάβαζε σχεδόν ποτέ. Είχε κουραστεί από τα ψέματα και τις ανόητες αερολογίες του Δικτάτορα.
Αφού, διάβασε τρία άρθρα και ήταν πλέον περασμένες δέκα άφησε τυλιγμένη την εφημερίδα στο κομοδίνο και αποφάσισε ότι ήταν ώρα να κοιμηθεί. Σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες του και κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο, στο οποίο διάβαζε λογοτεχνία η κυρία Συνετού εδώ και
ώρες. Ωστόσο, πριν πέσει στο κρεβάτι του κοντοστάθηκε στο σύνθετο, που βρισκόταν στο διάδρομο ανάμεσα από το σαλόνι και την κρεβατοκάμαρα. Το κάτω ράφι φιλοξενούσε μερικά από τα προικιά της κυρίας Συνετού. Χειροποίητα σεμεδάκια, ασημικά και κάποια επίχρυσα διακοσμητικά χώρου περασμένης εποχής γεμάτα σκόνη. Το μεσαίο ράφι κοσμούσαν μετάλλια και βραβεία, ενώ την καρδιά του ματωμένα ιδανικά. Το λιγότερο αγαπημένο από τα δικά του ήταν ένα παράσημο που ανάγραφε σκαλιστά τα νούμερα 731, γιατί του θύμιζε τις φρίκες του πολέμου περισσότερο από όλα τα άλλα. Κάποιοι θα υπερηφανεύονταν για δαύτο, αλλά κάθε φορά που το έβλεπε ο κύριος Συνετός έτρεμε από φόβο. Τα περισσότερα βραβεία ήταν τιμής και ανδρείας του ίδιου του κυρίου Συνετού για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Κάποιες φορές ευχόταν να πάγωνε ο χρόνος σε εκείνες τις μέρες. Να μην έρχονταν ποτέ οι επόμενες… Ωστόσο, ένα μετάλλιο ξεχώριζε, γιατί φάνταζε πιο λαμπερό από όλα τα άλλα. Φυλασσόταν στο κέντρο του ραφιού, ανάμεσα από τα άλλα και είχε την καλύτερη θέση. Ο κύριος Συνετός το είχε κορνιζώσει μέσα σε μια ασημένια κορνίζα. Όλα τα μετάλλια καλύπτονταν από ένα ελαφρύ πέπλο σκόνης εκτός από αυτό. Το ξεσκόνιζε κάθε μέρα και το ξεσκόνιζε μονάχα ο ίδιος, δεν άφηνε κανέναν άλλο να φέρει εις πέρας αυτό το λειτούργημα, ούτε καν την κυρία Συνετού. Αυτό το μετάλλιο ήταν το μετάλλιο ανδρείας του γιο του… Το επάνω ράφι βούλιαζε από φωτογραφίες του Αντώνη, του μονάκριβου, του αδικοχαμένου, του νεκρού γιου του. Ήταν όμορφος σαν την αυγή. Ξανθός, εύρωστος, διαυγής, γεροδεμένος με πράσινα αμυγδαλωτά μάτια. Δραστήριος και αγαπητός, μα πάνω από όλα ήταν ζωντανός, κάποτε. Πλέον δεν είναι.
Τα μάτια του κυρίου Συνετού βούρκωσαν, όπως κάθε φορά που χάζευε τις φωτογραφίες του γιου του. Έκλεισε τα φώτα μελαγχολικός, προσπέρασε νωχελικά το διάδρομο σέρνοντας τα πόδια του και πέρασε στην κάμαρη. Η κυρία Συνετού είχε αποκοιμηθεί. Πάλι καλά που μπορεί να κοιμηθεί και κανένας Χριστιανός σε αυτό το σπίτι. Ας βοηθήσει ο Θεός, να απαλύνει τον πόνο για να μπορέσω να κλείσω και εγώ τα βλέφαρά μου. Συλλογιζόταν ο κύριος Συνετός, παρότι γνώριζε ότι η κυρία Συνετού βασανιζόταν απερίγραπτα, ίσως περισσότερο από τον ίδιο.
Μόλις έκανε αυτές τις σκέψεις, πριν προλάβει να πέσει κάτω από τα ζεστά παπλώματα ήχησαν τρία χτυπήματα στην πόρτα. Ποιος να είναι τέτοια ώρα; Αναρωτήθηκε ο κύριος Συνετός. Ήταν προφανές ότι δεν περίμενε επισκέψεις. Οι επισκέψεις τελείωσαν ύστερα από την κηδεία του Αντώνη. Ένας μήνας είχε περάσει από τότε.
Ο κύριος Συνετός πέρασε σαν θύελλα από το διάδρομο και διέσχισε ταχύτατα το σαλόνι. Μέχρι να φτάσει στην πόρτα είχαν ακουστεί άλλα δυο χτυπήματα. Μέσα στην αλλοφροσύνη του δεν πρόσεξε να ανάψει τα φώτα και κινούνταν στα σκοτάδια. Κοίταξε από το σιδερένιο ματάκι της πόρτας, αλλά δεν κατάφερε να καταλάβει ποιος ήταν ο νεοφερμένος. Άνοιξε την εξώπορτα και από μια σχισμή ξεπρόβαλε το πρόσωπό του μέσα από τις σκιές. Ένας νεαρός αλαφιασμένος και λαχανιασμένος στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας. Τα βρόμικα από την βροχή παπούτσια του γέμισαν το πλατύσκαλο λάσπες. Ωστόσο, αυτό δεν ενόχλησε τον κύριο Συνετό. Αγαπούσε πολύ το παλικάρι που στεκόταν αντίκρυ του και μόλις συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο επισκέπτης του, άνοιξε διάπλατα την εξώπορτα.
<<Παντελή! Πώς και τέτοια ώρα από το σπιτικό μου; Τι γυρεύεις;>> ρώτησε το νεαρό ο κύριος Συνετός. Ο Παντελής ήταν ένα παιδί ορφανό και φτωχό. Ζούσε στην εκκλησία υπό την προστασία του πάτερ Πορφύριου. Κάθε Κυριακή πήγαινε ο κύριος Συνετός στην εκκλησία και σε κάθε λειτουργία ο Παντελής ήταν εκεί βοηθώντας τον ιερέα. Ο κύριος Συνετός έτρεφε πολύ καλοσυνάτα αισθήματα για το παιδί αυτό και δεν ήταν λίγες οι φορές που το είχε βοηθήσει, όπως μπορούσε.
<<Συγγνώμη για την ενόχληση κύριε Συνετέ. Σε γυρεύει ο πάτερ Πορφύριος.>> απάντησε με μια ανάσα ο νέος, ενώ σταγόνες μούσκευαν τα μαλλιά του.
<<Ο πάτερ Πορφύριος; Ξέρεις τον λόγο;>> είπε μπερδεμένος ο ηλικιωμένος άντρας.
<<Δυστυχώς, όχι. Το μόνο που μου είπε είναι να σε μηνύσω να περάσεις από την εκκλησία. Απόψε κιόλας.>> ο Παντελής ύψωσε το γιακά του όσο ψηλότερα μπορούσε για να προστατέψει το πρόσωπό του από τις δροσοσταλίδες. <<Ας είναι.>> αναφώνησε απρόθυμα ο κύριος Συνετός. Έβαλε το χέρι του στη δεξιά του τσέπη, έπιασε ένα χαρτονόμισμα και το έχωσε στο γιλέκο του Παντελή. Εκείνος δέχθηκε με ευγνωμοσύνη. <<Πήγαινε παλικάρι. Θα πιάσει μπόρα. Είναι ώρα να πας στα ζεστά σου. Όσο για ‘μένα μην ανησυχείς, θα απαντήσω στην έκκληση του πάτερ.>> Ο Παντελής ένευσε καταφατικά, διέσχισε τρέχοντας τον κήπο, άφησε ανοιχτή τη σιδερένια πύλη, πιθανότατα από βιασύνη και χάθηκε στο απέραντο σκότος της νυκτός. Ο κύριος Συνετός φόρεσε βιαστικά πρόχειρα ρούχα και βρέθηκε στο δρόμο. Έκλεισε την εξώπορτα με στόμφο και ξεκίνησε για την εκκλησία. Φορούσε μια κατάμαυρη καπαρντίνα, για καπέλο ένα μαύρο δερμάτινο καβουράκι, ένα στρατιωτικό μαύρο παντελόνι και μέσα από την καπαρντίνα ένα τσαλακωμένο γκριζοκίτρινο γιλέκο. Κάτι βάραινε την καρδιά και το γιλέκο του και αν τον ρωτούσες τι τον βαραίνει θα σου απαντούσε ότι ήταν τα βάσανα. Στην πραγματικότητα, όμως ήταν οι ανασφάλειες, που τον έκαναν να βλέπει εχθρούς παντού ολόγυρα… και όχι μόνο…
Συννεφιά είχε απλωθεί πάνω από τον αστικό ουρανό της Αθήνας. Οι μέχρι πρότινος αραιές ψιχάλες άρχισαν να πληθαίνουν και να σχηματίζουν παχιές σταγόνες. Τα κιτρινωπά φώτα που πλαισίωναν τους δρόμους χάριζαν μια ζεστασιά στο ψυχρό τοπίο δίχως αυτό να σημαίνει ότι περιοριζόταν ο βοριάς. Ο κύριος Συνετός ανέβαινε τη λεωφόρο φουριόζος. Το οδόστρωμα ήταν καλυμμένο με πίσσα και σε αρκετά σημεία είχε λακκούβες που φιλοξενούσαν όσο περισσότερο βρόχινο νερό μπορούσαν. Διέρχονταν αυτοκίνητα όλων των ειδών και βύθιζαν τις λασπωμένες ρόδες τους στο νερό της βροχής πιτσιλώντας δεξιά και αριστερά ότι έβρισκαν στο διάβα τους με κηλίδες λάσπης. Οι προβολείς τους φώτιζαν το δρόμο σαθρά και θολωμένα εξαιτίας των σταγόνων που τους τύφλωναν. Όλοι οι περαστικοί έτρεχαν βιαστικά να καλυφτούν κάτω από κάποιο ασφαλές υπόστεγο ή προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο μέσα στο μισοσκόταδο κάτω από τις τέντες των καταστημάτων που όδευαν να κλείσουν για το βράδυ. Φυσούσε πολύ δυνατός άνεμος παίρνοντας στο διάβα του καρέκλες, φυλλάδες, φύλλα δέντρων, τα οποία δέντρα χτυπούσε λυσσαλέα. Ο κύριος συνετός βάδιζε κόντρα στον άνεμο και ήταν ο μοναδικός εναπομείναντας άνθρωπος στο πεζοδρόμιο. Κρατούσε με το αριστερό του χέρι το σκουρόχρωμο καπέλο του πάνω στο κεφάλι του και με το δεξί απομάκρυνε παρασυρόμενα αντικείμενα με την μπαστούνα του. Οι αέρηδες ανέμιζαν την μαύρη καπαρντίνα του και τα μάτια του είχαν κοκκινίσει από το κρύο και τη σκόνη που ξεσήκωσε ο Αίολος. Κοίταζε τα διερχόμενα αυτοκίνητα, που πλησίαζαν και απομακρύνονταν από όλες τις κατευθύνσεις, να κυλούν πάνω στους υδαρείς δρόμους δίχως σταματημό, ενώ σκεφτόταν αυτά που του είχε πει πριν ο Παντελής. Τι να θέλει τέτοια ώρα και με σήκωσε άρον άρον ο πάτερ Πορφύριος. Πρέπει να είναι κάτι πολύ σπουδαίο αυτό που θέλει να μου πει. Ο κύριος Συνετός περνούσε μέσα από στενά βρεγμένα σοκάκια δίχως φωτισμό με μόνο σύντροφο τις σκέψεις και τις παχιές δροσοσταλίδες που ξάπλωναν στην υδαρή επιφάνεια του καπέλου του. Που και που καμιά αστραπή άστραφτε και φεγγοβολούσε το νυχτερινό ουρανό. Ίσα ίσα που προλάβαινε ο κύριος Συνετός να ρίξει τη ματιά του ολόγυρα για να μην χάσει το δρόμο του. Άρχισε να βλέπει από μακριά το ψηλό καμπαναριό της εκκλησίας, το οποίο ήταν επαρκώς φωτισμένο. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, το λευκό καμπαναριό έμοιαζε με πύργο και ο κύριος Συνετός το χρησιμοποιούσε για να προσανατολιστεί. Ξαφνικά, η βαριά καμπάνα χτύπησε άλλη μια φορά και αντήχησε εκκωφαντικά στα αυτιά του κυρίου Συνετού. Αρχικά, τρόμαξε, αλλά μετά χαλάρωσε καταλαβαίνοντας ότι δε βρισκόταν μακριά. Ύστερα, από μερικά λεπτά της ώρας βρέθηκε φουριόζος, βρεγμένος και βαρυγκωμώντας στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Η σιδερένια πύλη γυάλιζε και κάποιο μέρος της χτυπούσε σε ένα γειτονικό δέντρο. Είχε ξεχαρβαλωθεί, καθώς τα δεσμά της είχαν σπάσει και οι αλυσίδες που τη βάσταζαν μια ζωή είχαν φαγωθεί από την υγρασία και τη σκουριά. Έτριζε σαν γέρικη μαούνα και τα ουρλιαχτά της ηχούσαν απειλητικά στα αυτιά του κυρίου Συνετού. Τα παρτέρια του πάτερ Πορφύριου με τα πολύχρωμα κυκλάμινα και τα περβάζια με τα γιασεμιά έδειχναν αναζωογονημένα από το θεϊκό υδάτινο δώρο της βροχής. Η μοσχοβολιά τους είχε ανακατευθεί με την οσμή της βροχής, αφού αναμειγνυόταν με το χώμα των γύρω κήπων και δημιουργούσε ένα συνονθύλευμα ανοιξιάς και βαρυχειμωνιάς. Λίγο παραδίπλα ένα νεογνό δεντράκι είχε ξεριζωθεί, μάλλον από τους ισχυρούς αέρηδες. Δεν είχε προλάβει να ριζώσει ουσιαστικά στα σπλάχνα της αγίας γης και οι ρίζες του, που είχαν φανερωθεί για πρώτη φορά στον κόσμο έδειχναν πιο απειλητικές και φοβερές από ποτέ. Κάποια καημένα περιστέρια που φώλιαζαν στα κλαδιά του πέταξαν μακριά τρομαγμένα σε μια προσπάθεια εύρεσης νέου καταφυγίου. Συνεχώς, άστραφτε ο ουρανός και ο κύριος Συνετός δεν έχασε άλλο χρόνο. Πέρασε ανάμεσα από δυο ομοιώματα Αγγέλων, φιλοτεχνημένα με μεράκι από χέρια βιρτουόζου, κατασκευασμένα από ποιοτικό μάρμαρο. Ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας βιαστικά. Ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας, όπου τελέστηκε η κηδεία του μοναχογιού του. Έφτασε έξω από την ξύλινη πόρτα, αλλά κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Σκούπισε τα ματόκλαδά του από τις ψιχάλες και τα δάκρυα και κοίταξε τον φεγγίτη που κοσμούσε τον εκκλησιαστικό τρούλο. Ένας σιδερένιος φοίνικας ορθωνόταν στο παραθύρι. Ο φοίνικας που αναγεννιέται από τις στάχτες του. Σύμβολο της αναγέννηση… και της Δικτατορίας. Συλλογίστηκε ο κύριος Συνετός. Έπειτα, κοίταξε την αντανάκλασή του στο πολύχρωμο τζάμι. Λυπήθηκε βλέποντας αυτό το αποτρόπαιο θέαμα και χαμήλωσε το βλέμμα του στο μαρμάρινο δάπεδο. Αφού, το καλοσκέφτηκε ώθησε την βαριά ξύλινη πόρτα, σταυροκοπήθηκε αλαφιασμένος και εισήλθε μέσα στον ναό. Μέσα στην εκκλησία έκανε παγωνιά. Όλα τα φώτα παρέμεναν σβηστά εκτός από τα αναμμένα κεράκια που σιγόκαιγαν στα μανουάλια. Χθες ήταν ψυχοσάββατο και υπήρχαν παντού κεριά, λαμπάδες και καντηλέρια. Ας συγχωρέσει ο Θεός την ψυχή όλων των νεκρών. Ας συγχωρέσει τον Αντωνάκη μου. Αλλά γιατί να τον συγχωρέσει; Λες και έκανε κανένα κακό στη σύντομη ζωή του. Ο κύριος Συνετός αναστέναξε αγανακτώντας και τα μάτια του λαμπύριζαν έχοντας αντίκρυ τις μικρόσωμες φλόγες. Μέσα από τα σκοτάδια ξεπρόβαλε ο πάτερ Πορφύριος. Είχε μακριά λευκή και πλούσια γενειάδα, που καλλιεργούσε και φρόντιζε εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν πολύ ηλικιωμένος, σίγουρα αρκετά χρόνια μεγαλύτερος από τον κύριο Συνετό. Φορούσε τα λειτουργικά του άμφια. Μπορεί να μην τα είχε βγάλει από το πρωί, που έγινε η λειτουργία. Ωστόσο, μύριζαν φρεσκάδα σαν να είχαν βγει μόλις από πλυντήριο. Γιατί να φοράει φρέσκους μανδύες ο ιερέας τέτοια ώρα; Αναρωτήθηκε ο κύριος Συνετός.
<<Δώσε μου το παλτό σου Κυριάκο.>> είπε εύθυμος ο πάτερ Πορφύριος. Φαινόταν ευχαριστημένος που έβλεπε τον κύριο Συνετό. Μάλλον δεν περίμενε ότι θα τον έπειθε να μεταβεί στην εκκλησία τέτοια ώρα και με αυτήν τη μπόρα. <<Είναι μούσκεμα. Θα πιάσεις καμιά πούντα να το αφήσεις να στεγνώσει πάνω σου.>> ο πάτερ Πορφύριος πλησίασε τον κύριο Συνετό και άγγιξε το γιακά της καμπαρντίνας του για να την πάρει και να την κρεμάσει στον πλησιέστερο καλόγερο. Παρόλα αυτά, ο κύριος Συνετός σκίρτησε και κούμπωσε καλά το πανωφόρι του. Δεν θα άφηνε τον ιερέα σε καμία περίπτωση να του το πάρει. Ύστερα, έσκυψε ελαφρά και φίλησε το χέρι του παπά.
<<Όπως, επιθυμείς.>> αναφώνησε εκείνος και χάθηκε μέσα στο ιερό. Ύστερα, από ένα ή δύο λεπτά επανήλθε κρατώντας δύο μεγάλα κηροπήγια, που βαστούσαν ισχυρές λαμπάδες. Κράτησε το ένα και έδωσε το άλλο στον κύριο Συνετό. Οι δύο άντρες στάθηκαν ακριβώς κάτω από τον τρούλο του ναού βλέποντας, πλέον ο ένας το πρόσωπο του άλλου ακούγοντας τον απόηχο της βροχής να σμίγει με τα γέρικα κεραμίδια του οικοδομήματος. <<Δεν έχει περάσει καιρός από… την κηδεία του Αντώνη. Πώς αισθάνεσαι;>> ρώτησε παρηγορητικά ο γέροντας.
<<Τα ξέρεις πάτερ. Ο πόνος είναι βασανιστικός. Ποτέ δε θα με αφήσει. Θα με συντροφεύει μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Πιο πολύ, όμως, δεν ανησυχώ για μένα. Έχω βιώσει δύο πολέμους, έναν εμφύλιο και τώρα μία χούντα, αλλά από όλα αυτά… ο χαμός του γιου μου είναι με διαφορά το πιο επώδυνο. Δεν συγκρίνονται στο ελάχιστο.>> η φωνή του κυρίου Συνετού άρχισε να ραγίζει λέγοντας τις τελευταίες λέξεις. <<Αλλά, η καημένη η γυναίκα μου δε θα αντέξει. Κάθε μέρα κλαίει σπαρακτικά και με λυγμούς. Προσέχει να το κάνει όταν δεν την βλέπω για να μην με στεναχωρεί, αλλά καταλαβαίνω. Δεν τρώει, δε γελάει, με το ζόρι μιλάμε και ο καημός της είναι μεγάλος…>> στο άκουσμα αυτών των φράσεων ο πάτερ Πορφύριος συνοφρυώθηκε και συσπάστηκε το πρόσωπό του. <<Ξέρεις τι εύχομαι μερικές φορές πάτερ; Εύχομαι τίποτα από όλα αυτά να μην είχαν συμβεί. Να χανόμουν στις μάχες στη Βόρεια Ήπειρο. Να με έβρισκαν παγωμένο στα βουνά της Αλβανίας ή διατρυπημένο από χίλιες σφαίρες και οβίδες στο ύψωμα 731!>> φώναξε αγανακτώντας γεμάτος πόνο ο κύριος Συνετός, ώστε η φωνή του να αντηχήσει σε όλες τις γωνιές του ναού και ο αντίλαλος που προξένησε να επιστρέψει δύο ή τρεις φορές.
<<Μη λες τέτοια πράγματα, Κυριάκο. Σε εκλιπαρώ.>> ο πάτερ Πορφύριος χωρίς να νοιάζεται για τα βρεγμένα ρούχα του κυρίου Συνετού έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο κύριος Συνετός ανταπέδωσε με μια ψυχρή αγκαλιά. <<Ο Θεός είναι μεγάλος. Μπορεί να βοηθήσει όλα τα τέκνα του. Και ξέρω τι κατατρώει τα σωθικά σου. Τι πνίγει την ψυχή σου. Τι σκέφτεσαι ολημερίς και ολονυχτίς. Αλλά, νομίζω ότι υπάρχει φάρμακο ισχυρό για την περίπτωσή σου.>> παρότι τα ράσα του πάτερ Πορφύριου είχαν γεμίσει ψιχάλες, η φωνή του γέμισε φλόγα και μιλούσε παθιασμένος.
<<Πλέον δεν πιστεύω σε γιατρικά και σε μαντζούνια.>> απάντησε λυπημένος με κάπως νιχιλιστικό ύφος ο κύριος Συνετός.
<<Αυτό το φάρμακο είναι ισχυρότερο από όλα τα φάρμακα που έχει εφεύρει γιατρός ποτέ!>> ζωήρεψε ο πάτερ Πορφύριος. Ο κύριος Συνετός τον κοίταξε εξεταστικά. <<Μιλώ για την αγάπη, βέβαια… και για την συγχώρεση.>> είπε ο ιερέας, ενώ ξαφνικά έσβησε το κερί του, ίσως από τις περιδινήσεις μιας αμυδρής ριπής αέρα που ξεσηκώθηκε στην αίθουσα. Η μόνη λάμψη που υπήρχε στο τεράστιο δωμάτιο ήταν το κηροπήγιο που κρατούσε ο κύριος Συνετός και φώτιζε έντονα το πρόσωπό του σαν να φορούσε φωτοστέφανο. Οι σταγόνες που έπεφταν στην οροφή ηχούσαν όλο και δυνατότερα. Η μπόρα δυνάμωνε. Ο πάτερ Πορφύριος έτεινε το δικό του κηροπήγιο στο μέρος εκείνου του κυρίου Συνετού για να ανάψει ξανά η σπίθα.
<<Σε κάλεσα εδώ σήμερα για να σε βοηθήσω. Να σε βοηθήσω να συγχωρέσεις και να σε βοηθήσω να ξανά αγαπήσεις. Ο Αντώνης θα ήθελε να είσαι χαρούμενος. Έτσι, ήθελα να σε φέρω σε επαφή με έναν άνθρωπο που γνωρίζεις καλά… Με τον Ασημάκη.>> ψέλλισε ο ιερέας και κοίταξε προς το ιερό. Εκείνη τη στιγμή αναδύθηκε από μέσα ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος και όμορφος. Το βλέμμα του ήταν σπινθηροβόλο και έξυπνο, αλλά κατεβασμένο στο πάτωμα. Πλησίασε με γρήγορο βηματισμό προς το μέρος των δύο αντρών και στάθηκε καμπουριαστός και μετανιωμένος δίπλα από τον πάτερ Πορφύριο. Ο κύριος Συνετός ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Τα γόνατά του έτρεμαν και ένιωσε αρρυθμίες να κατακλύζουν την καρδιά του. Δεν είναι δυνατόν… αυτό να συμβαίνει σε μένα. Το πρόσωπό του έγινε τραχύ και σκληρό, ενώ οι κόρες των ματιών του μίκρυναν. Απέναντί του έβλεπε το φονιά του γιου του. Τον είχε βάλει στο σπιτικό του, γνώριζε τους γονείς του και γελούσε με τα παιχνίδια και τα αστεία του. Και τι του ανταπέδωσε εκείνος; Πόνο, τρόμο και δυστυχία.
<<Αυτός είναι ο φονιάς του γιου μου Πορφύριε! Πώς μπόρεσες να με καλέσεις εδώ για να…>> η φωνή του έσπασε τελείως. Έκανε έναν μορφασμό αηδίας και αποδοκιμασίας. Πριν προλάβει να απαντήσει ο γερασμένος ιερέας πήρε το λόγο ο Ασημάκης. <<Αφήστε με να σας εξηγήσω κύριε Συνετέ. Αφήστε με να σας εξηγήσω τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μοιραίο πρωινό στην Κύπρο.>> Μόλις άκουσε ετούτα τα λόγια ο κύριος Συνετός εξοργίστηκε και κοκκίνισε από το θυμό του. Νόμιζε ότι θα πέσει από τα πόδια του και στηρίχτηκε με όλη του τη δύναμη στη μαγκούρα του.
<<Ξέρω πολύ καλά τι συνέβη! Νομίζεις δεν έψαξα, δε μίλησα, δεν άκουσα τις ιστορίες!>>
<<Επιτρέψτε μου να σας τα διηγηθώ από τη δική μου σκοπιά. Μόνο αυτό σας ζητώ. Ούτε να με συγχωρέσετε, ούτε να με αγαπήσετε όπως θέλει ο πάτερ Πορφύριος. Μόνο να με ακούσετε θέλω. Γι’ αυτό πλησίασα τον πάτερ Πορφύριο και σας αναστατώσαμε. Θέλω να ακούσετε την σκοπιά μου… Μόνο έτσι, θα καθαρίσει η ψυχή μου.>> έμεινε να κοιτάζει με απογοήτευση, αλλά και κάποια απρόσμενη ελπίδα τον σιωπηλό κύριο Συνετό. <<Ξέρω ότι είστε θρησκευόμενος άνθρωπος και βρισκόμαστε μέσα στον οίκο του Θεού επί της γης. Κάντε μου αυτή τη χάρη.>> ο κύριος Συνετός δεν απάντησε.
<<Βρισκόμαστε κάτω από τον τρούλο του ναού.>> είπε ψιθυρίζοντας ο πάτερ Πορφύριος. <<Πάνω μας ακριβώς πέφτει η ματιά του Ιησού. Μας παρακολουθεί ο κύριος… Σε εκλιπαρώ Κυριάκο, μη μεροληπτείς και δώσε μια ευκαιρία σε αυτή τη συνάντηση… Σου είπα και πριν… μόνο η αγάπη και η συγχώρεση θα σε βοηθήσει.>> Αφού, ειπώθηκαν αυτά τα λόγια, ο κύριος Συνετός έμεινε για λίγο σκεπτικός κοιτώντας μια τον ιερέα και μια τον φονιά περιφέροντας τη δάδα του μια προς το μέρος του ενός και μια προς το μέρος του άλλου. <<Προχώρα Ασημάκη.>> είπε τελικά, κάπως αγριωπά. Το πρόσωπό του είχε γεμίσει ρυτίδες και το χέρι, που κρατούσε το μπαστούνι του, έτρεμε. Ωστόσο, πλέον ήταν πιο ήρεμος και άνοιξε καλά τα μάτια και ακόμα καλύτερα τα αυτιά του. Ο Ασημάκης γέμισε ελπίδα που του δόθηκε η ευκαιρία να λυτρωθεί. Να λυτρώσει τον εαυτό του, να εξαγνιστεί. Χάρηκε, επίσης, που άκουσε τον κύριο Συνετό να τον προσαγορεύει με το όνομά του, παρά την τραχιά χροιά της φωνής του. Μπορεί να μην ήταν χαμένη υπόθεση τελικά. Έτσι, ο Ασημάκης άρχισε να αφηγείται συνοπτικά την ιστορία πάντα σε συντροφιά με τις γλυκές μελωδίες της βροχερής χορωδίας: <<Βρισκόμασταν τέσσερις φαντάροι διακόσια μέτρα μακριά από μια γέφυρα την οποία είχαμε σκοπό να ανατινάξουμε αν τυχόν περνούσε εχθρικό στράτευμα από εκεί. Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι τη στιγμή που μας μήνυσαν να κάνουμε περιπολία μήπως ανιχνεύσουμε ύποπτες κινήσεις. Έτσι, αφήσαμε τους άλλους δύο φαντάρους πίσω και εγώ με τον Αντώνη κατεβήκαμε κάτω προς τη γέφυρα. Βρισκόμασταν κάπου στα μισά της γέφυρας, όταν ένιωσα τα χαλίκια κάτω από τα πόδια μου να ταλαντώνονται και καπνοί να αναδύονται στην ατμόσφαιρα. Κοιταχτήκαμε και οι δύο και καταλάβαμε ότι πλησίαζε ο θάνατος. Τότε, ο Αντώνης μου είπε να επιστρέψω και να ειδοποιήσω τους άλλους να ανατινάξουν τη γέφυρα. Εγώ του απάντησα ότι δε θα τον άφηνα μοναχό, αλλά ο Αντώνης μου πήρε το όπλο και το πέταξε κάτω στον ποταμό. Εγώ ανήμπορος να πολεμήσω έκανα αυτό που με παρότρυνε ο Αντώνης. Όταν έφτασα στο λόφο με τους άλλους φαντάρους άκουσα τους πρώτους πυροβολισμούς. Ο Αντώνης τους καθυστέρησε πάνω από πέντε λεπτά, έτσι, ώστε καταφέραμε να ανατινάξουμε τη γέφυρα. Εκείνη τη μέρα ο Αντώνης θυσιάστηκε, αλλά πήρε μαζί του στον τάφο πολλούς εχθρούς και έσωσε πολλές ζωές. Ο Αντώνης είναι ένας ήρωας. Είμαι πολύ περήφανος που τον γνώρισα και που μοιράστηκα τόσες όμορφες στιγμές μαζί του.>>
Τα βλέφαρα του κυρίου Συνετού είχαν γεμίσει δάκρυα. Όλες οι αναμνήσεις του παιδιού του ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια του και τώρα είχε ακούσει από το στόμα του τελευταίου ανθρώπου που τον είδε ζωντανό, τον χαμό του. Πολλές φορές είχε ακούσει αυτήν την ιστορία, ίσως όχι με τόσες λεπτομέρειες, αλλά κάθε φορά συγκινούνταν και πονούσε όλο και περισσότερο. Είχε συναντήσει και τους άλλους δύο φαντάρους που ανέφερε ο Ασημάκης, αλλά οι αναφορές τους δεν ήταν αξιόπιστες. Ο ένας μετά τον πόλεμο είχε διαγνωσθεί ψυχικά ασταθής με σχιζοφρένεια και ο άλλος έπεσε τόσο χαμηλά που έγινε βασανιστής για χάρη του Δικτάτορα. Από την άλλη, ρώταγε συνεχώς τη γειτονιά για τον Ασημάκη. Πάντα άκουγε καλά λόγια και όλοι τον χαρακτήριζαν ειλικρινή άνθρωπο. Ο κύριος Συνετός, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα του έλεγε την αλήθεια. Αλλά, βαθιά μέσα του δεν ήταν απολύτως σίγουρος.
<<Μπορούσες να τον σώσεις;>> ρώτησε ο κύριος Συνετός με τρεμάμενη φωνή.
<<Έτσι, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα… όχι, δεν μπορούσα… Όμως, θα μπορούσα να σταθώ πιο ανδρείος, να θυσιαστώ εγώ και όχι αυτός, αλλά δεν τα κατάφερα.>> είπε ο Ασημάκης με χαμηλωμένο βλέμμα, ντροπιασμένο και συμπονετικό.
<<Γιατί έπρεπε να είναι ο Αντώνης μου! Και όχι εσύ…>> Ο κύριος Συνετός σκούπισε τα δάκρυά του με το ήδη βρεγμένο μανίκι του.
<<Μη λες τέτοιες κουβέντες, Κυριάκο.>> επενέβη ο πάτερ Πορφύριος.
<< Είναι βλάσφημο. Αυτή ήταν η μοίρα που επιφύλασσε ο Θεός για το γιο σου.>> Ακούμπησε την πλάτη του κυρίου Συνετού ο πάτερ Πορφύριος με το χέρι του. <<Ο Θεός τους αγαπάει όλους, αλλά κυρίως τους αγαθούς και τους θέλει κοντά του συντομότερα.>> εξήγησε ο ιερέας προσπαθώντας να παρηγορήσει τον κύριο Συνετό. Εκείνος αποτραβήχτηκε απότομα.
<<Πιστεύετε στο Θεό κύριε Συνετέ;>> του απήθυνε το λόγο ο Ασημάκης. Εκείνος τον κοίταξε διερευνητικά. Το μυαλό του στριφογυρνούσε από ‘δω και από ‘κει, χανόταν μέσα σε σκέψεις και πλάνες και εξέταζε το χώρο και τους συνομιλητές του εξονυχιστικά.
<<Ναι.>> ήρθε η απάντηση διστακτικά από τα χείλη του κυρίου Συνετού.
<<Φοράτε σταυρό στο λαιμό σας;>>
Ο κύριος Συνετός έβγαλε το χρυσό βαφτιστικό σταυρό που φορούσε στο λαιμό του. Ήταν υγρός και η λεία του επιφάνεια κρύα. Τον έσφιξε σφιχτά στο χέρι του. Ο Ασημάκης με μια αργή κίνηση έβγαλε και τον δικό του σταυρό. Ήταν μαύρος, σιδερένιος και βαρύς. Τον έτεινε προς το μέρος του κυρίου Συνετού και ζήτησε εκείνον που κρατούσε. Θέλει να ανταλλάξουμε σταυρούς;
<<Έτσι, θα επικυρωθεί η συγχώρεση και θα επισφραγίσουμε αμοιβαία αγάπη.>> Ο κύριος Συνετός άκουσε τα λόγια του Ασημάκη μπερδεμένα μέσα στη σύγχυσή του. Να αλλάξω σταυρό με το φονιά του ίδιου μου του παιδιού; Να αγαπήσω αυτόν που μου στέρησε τη μεγαλύτερη αγάπη της ζωής μου, που μου προσέφερε απλόχερα τόσο πόνο και δυστυχία; Να συγχωρέσω ποιον; Αυτόν;
<<Έτσι, θα ήθελε ο Αντώνης.>> είπε ο πάτερ Πορφύριος και έγνεψε προς το μέρος του κυρίου Συνετού. Έτσι, θα ήθελε ο Αντώνης; Ο κύριος Συνετός κοίταξε προς την οροφή και αντίκρισε την απεικόνιση του Ιησού Χριστού. Συγχώρεση; Έμεινε σιωπηλός για πολλές στιγμές μετά την προσφορά του Ασημάκη και αφού το καλοσκέφτηκε ενέδωσε στη χειρονομία. Άραγε, είχε καρποφορήσει αυτός ο κυκεώνας στοχασμού; Άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαύρο σταυρό του Ασημάκη, ενώ ταυτόχρονα παρέδωσε το δικό του χρυσαφένιο. Πρώτος ο Ασημάκης πέρασε την ψυχρή χρυσή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό και ύστερα από πολύ απροθυμία το ίδιο έκανε και ο κύριος Συνετός. Μόλις ο σιδερένιος σταυρός ακούμπησε το στέρνο του ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά την καρδιά του.
<<Εύγε!>> αναφώνησε ο πάτερ Πορφύριος. <<Θέλει ψυχικό σθένος και μεγαλοψυχία για να κάνει κανείς αυτό που έκανες σήμερα Κυριάκο. Συγχώρεσες και άνοιξες τον δρόμο σου στην Αγιοσύνη! Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια πόσο περήφανο με κάνεις.>> αναφώνησε χαρούμενος ο ιερέας και έκανε χαρμόσυνες χειρονομίες χαϊδεύοντας τη γενειάδα του. Ξαφνικά, το πρόσωπο του κυρίου Συνετού άλλαξε. Δεν ένιωσε τη γαλήνη και την ανακούφιση που ένιωθε ο Ασημάκης, ούτε τη χαρά και την ελπίδα του πάτερ Πορφύριου. Έχασε το χρώμα του και η χλομάδα τον έκανε να μοιάζει σαν να έπαθε ίκτερο. Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν φριχτά και τα μάτια του άστραψαν. Αισθανόταν το στέρνο του να φλέγεται. Έβαλε τα χέρια του στο στήθος του βαρυγκωμώντας σαν να πνιγόταν. Οι ανάσες του ήταν βαριές και έβγαιναν με δυσκολία.
<<Πρέπει να φύγω, με… με συγχωρείτε…>> κατάφερε να ψελλίσει και άφησε στο δάπεδο το κηροπήγιο που κρατούσε. Ύστερα, σαν σίφουνας διέσχισε το ναό ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην εικόνα του Χριστού, που αναπαυόταν κάτω από τον τρούλο. Ο ιερέας και ο Ασημάκης είχαν μείνει εμβρόντητοι και παρατηρούσαν τη σκηνή ανήμποροι να αντιδράσουν. Ο κύριος Συνετός τυλίχθηκε στην καμπαρντίνα του, χτύπαγε απερίσκεπτα το πάτωμα με το μπαστούνι του, πέρασε τον πρόναο, άνοιξε με τρέμουλο την πόρτα, την οποία αργότερα έκλεισε θορυβωδώς και χάθηκε μέσα στην ομίχλη και το ψύχος της βροχής. Ο κύριος Συνετός κατέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας τρεκλίζοντας, αλαφιασμένος σαν κυνηγημένος. Το κορμί του είχε σκεβρώσει από το κρύο και τα γυαλιά του είχαν γεμίσει ψιχάλες θολώνοντας την όρασή του. Με ένα σάλτο βρέθηκε στο κέντρο του προαυλίου χώρου, ακριβώς όπου είχε βρεθεί και προηγουμένως. Οι μενεξελιές σκιές ορθώνονταν κορδωμένες και τρομακτικές, το φεγγάρι ήταν ταραγμένο φωτίζοντας τα σταχτιά μάτια του κυρίου Συνετού, ο οποίος παραπατούσε στα χαλίκια και τους παρασυρμένους από τον άνεμο σβόλους. Ύστερα, κοίταξε προς την εκκλησιά και παρατήρησε ότι έξι μάτια τον κοιτούσαν. Στον διάβολο! Σκέφτηκε. Και πού ξέρουν αυτοί τι θα ήθελε ο Αντώνης; Να χαθεί και ο Σατανάς και ο τρελόπαπας και πράσσειν άλογα! Και ο Ιησούς; Με αφήνει αδιάφορο αν ο Ιησούς είναι Θεός! Μόνο να κρίνει κανένα στραβοπάτημα ξέρει και να κάνει λάθη. Λάθη! Και εγώ κάνω λάθη. Έχω βάλει αυτό το φίδι στον κόρφο μου. Τα φυλλώματα των γύρω δέντρων θρόιζαν και ούρλιαζαν σαν να ήθελαν να βγάλουν μιλιά και να ρωτήσουν τον κύριο Παρανοϊκό: Αυτό θα ήθελε ο Αντώνης; Να συγχωρέσετε τον φονιά του παιδιού σας; Θα μπορούσε να τον σώσει και δεν το έκανε. Προτίμησε να σώσει το τομάρι του! Οι αέρηδες φούντωναν και βρυχιούνταν. Ο άνεμος μπήκε και αυτός στο χορό: Απάντα κύριε Συνετέ! Τι θα ήθελε ο Αντώνης; Να τα βρεις με το φονιά του; Ενέργησε τώρα κύριε Συνετέ. Τώρα, που είναι καιρός. Σφάξε αυτό το φίδι, ξετρύπωσέ το από τον κόρφο σου! Τα αστέρια έσβησαν από τον ουρανό και το φεγγάρι κοκκίνισε από το κακό του, που έβλεπε τέτοια αδικία να μένει ατιμώρητη. Λουλούδια μαραμένα πλανήθηκαν και έριχναν γυροβολιές δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του κυρίου Συνετού. Οι σεληναίες αχτίδες αντιφέγγιζαν στα γυαλιά του και χάθηκαν και αυτές πίσω από τον τρούλο του Θεού. Επιτέλους απλώθηκε ολόγυρα σκοτάδι. Ακούστηκε να ανοιγοκλείνει η πόρτα και βήματα ήχησαν στο σκοτάδι. Κάποιος ερχόταν φουριόζος τσαλαπατώντας στα λασπόλουτρα. Ο κύριος Συνετός κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν από την ελαφροπερπατησιά του.
<<Παντελή!>> βροντοφώναξε. Ο νέος κοκάλωσε από το φόβο του. <<Φώναξε την αστυνομία γρήγορα! Γρήγορα τους αστυφύλακες!>> Ο νέος απόρησε, αλλά ήταν πολύ τρομαγμένος για να σαλέψει. Τότε, ο κύριος Συνετός άνοιξε την καμπαρντίνα του για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν την κλείσει πάλι σφιχτά. Ο Παντελής χλόμιασε, μόνο που δε λιποθύμησε. Ύστερα, έτρεξε προς το πλησιέστερο τηλέφωνο. Ο κύριος Συνετός άρχισε να ζαλίζεται και να βλέπει σαθρά τα πράγματα γύρω του. Δεν ήξερε αν αυτό συνέβαινε λόγω των μυωπικών ματιών του ή εξαιτίας της παράνοιας που σιγότρωγε το μυαλό του. Με λαχτάρα έγλειφε τα χείλη του και επίμονα επαναλάμβανε ψιθυριστές λέξεις ακανόνιστες. Ύστερα, ο κύριος Συνετός άρχισε να ακούει τρεχαλητά και χάχανα. Γέλια και κακό. Τα αγάλματα των Αγγέλων που είχε παρατηρήσει νωρίτερα είχαν μετατραπεί σε Δαίμονες. Εγκατέλειψαν τις μαρμάρινες κατοικίες τους και κατευθύνθηκαν προς το μέρος του κυρίου Συνετού. Τι γίνεται, τώρα; Οι Δαίμονες φορούσαν κάτι χαμόγελα χαιρέκακα, μεφιστοφελικά και τριγύριζαν κυκλικά το θήραμά τους. Το κεφάλι του κυρίου Συνετού πήγαινε να σπάσει. Όπου και αν κοίταζε έβλεπε παντού μπροστά του αυτά τα άθλια δαιμόνια που στοίχειωναν την κρίση του.
<<Αφήστε με ήσυχο!>> ούρλιαξε ο κύριος Συνετός. <<Χαθείτε από εκεί που ήρθατε!>> όλο στροβίλιζαν στο αδύναμο μυαλό του σε αυτό το παραλήρημα. Τα γέλια και τα χάχανα όλο και δυνάμωναν. Οι Δαίμονες εγέρθηκαν για να ευχαριστηθούν παιχνίδι και ήταν πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν το ντελίριο του κυρίου Συνετού στο έπακρο. Τους έτρεχαν τα σάλια, καθώς ταλαιπωρούσαν τον ασταθή κύριο. Ο κύριος Συνετός έβλεπε παντού τα γαμψά τους δόντια που ήταν κοφτερά σαν λεπίδες και τα μάτια τους, που ήταν μαύρα σαν το θάνατο, ενώ περιστρέφονταν κυκλικά γύρω του με τεράστια ταχύτητα.
<<Δεν αντέχω άλλο!>> έγρουξε ο κύριος Συνετός. <<Πέφτω στα πόδια σας! Αφήστε με ήσυχο!>> Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να σε αφήσουμε κύριε Συνετέ; Ακούστηκαν και οι δυο μαζί σαν χορωδία. <<Ναι! Σας… παρακαλώ…>> Ας είναι… όμως, να ξέρεις ότι δε σε αφήνουμε από την καλή μας την καρδιά. <<Αλλά;>> Έρχεται ο Άγγελος που δε θέλουμε να συναντήσουμε. <<Ποιος είναι αυτός;>> αναρωτήθηκε ο κύριος Συνετός, αλλά οι Δαίμονες είχαν εξαφανιστεί. Τότε, ο κύριος Συνετός άκουσε βαριά βήματα πίσω από την πλάτη του. «Ποιος είναι εκεί!» Κραύγασε με όση δύναμη είχε μέσα στα πνευμόνια του. Φανερώσου αχρείε! Είτε είσαι άνθρωπος είτε είσαι Θεός, είτε ψοφίμι. Βγες έξω αν σου βαστάει! Τα μάτια του κυρίου Συνετού λαμπύριζαν λυσσασμένα και γύρναγαν γύρω γύρω με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δειλέ! Αυτή η λέξη αντήχησε εκκωφαντικά. Όχι πατέρα… δεν είμαι δειλός. Είμαι ήρωας. Ήχησε βροντερή η φωνή του Αντώνη στα μηνίγγια του κυρίου Συνετού. Ξαφνικά, το κεφάλι του σταμάτησε να γυρίζει ξέφρενα. Οι δροσοσταλίδες της βροχής πάγωσαν και οι αιθέρες ημέρεψαν. Ο κύριος Συνετός ένιωσε σαν να βρίσκεται στο κενό. Το μυαλό του ανέκαμψε μυστηριωδώς και μπορούσε να σκεφτεί κατά κάποιον παράξενο τρόπο καθαρά. <<Αντωνάκη μου…>> κατάφερε να αρθρώσει. Ναι, πατέρα. Ώστε, με αναγνώρισες. <<Πώς θα μπορούσα να μην σε αναγνωρίσω γιόκα μου. Παιδί μου είσαι.>> το πρόσωπο του κυρίου Συνετού γαλήνεψε και κοίταζε το πρόσωπο του γιου του με απεριόριστη αγάπη και τρυφερότητα. Με απογοήτευσες πατέρα. <<Μα γιατί Αντωνάκη μου; Αυτό δεν ήθελες; Να συγχωρέσω το φίλο σου, να τον αγαπήσω, να γίνω καλύτερος άνθρωπος;>> Όχι πατέρα. Αυτά τα λένε οι θρησκόληπτοι για να πουλάνε τα ανούσια βιβλία τους και να κλέβουν τα παγκάρια με τρόπο. Ποτέ δεν θέλησα κάτι τέτοιο και εσύ το ήξερες. Αλλά, αντί να κάνεις το σωστό… πήγες και αντάλλαξες σταυρούς με το φονιά μου. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι πατέρα… <<Αντωνάκη…>> ο κύριος Συνετός άρχισε πάλι να τρελαίνεται, να χάνει τα λογικά του. Ακόμη, υπάρχει χρόνος να επανορθώσεις… πατέρα. Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που του είπε ο γιος του πριν γίνει σκόνη και εξαφανιστεί το αγγελικό του πρόσωπο. Με το χαμό του θέριεψαν περισσότερο οι αέρηδες, η βροχή δυνάμωσε και ο κύριος Συνετός άρχισε να ακούει σειρήνες περιπολικών στο διάβα του. Έχει δίκιο ο Αντωνάκης μου. Πώς μπόρεσα να συγχωρέσω το φονιά του παιδιού μου. Να βάλω τον απαίσιο σταυρό του στο στέρνο μου. Τότε, άρχισε να τον καίει το στήθος του περισσότερο από ποτέ άλλοτε και να βαραίνει ακόμη περισσότερο η καπαρντίνα του. Ο κύριος Συνετός τράβηξε με μανία το σιδερένιο σταυρουδάκι από το λαιμό του και το πέταξε μακριά. Τόση ήταν η μανία του που έσκισε το λαιμό του σε αυτή την προσπάθεια. Ξάφνου, ο κύριος Συνετός διαπίστωσε πώς εξαφανίστηκαν όλοι οι συνομιλητές του. Τον είχε ντραπεί και το φεγγάρι και ο Αίολος και όλα τα δέντρα της αυλής. Είχε αρχίσει πλέον να ξημερώνει. Κρίμα που δεν πρόλαβε να δει το γλυκοχάραμα ο Αντωνάκης μου. Συλλογίστηκε ο κύριος συνετός και βυθίστηκε ενστικτωδώς σε περισσότερες σκέψεις. Αλλά, έτσι είναι. Μόνο ο Αντώνης μου με ξέρει. Ούτε λύτρωση θέλω, ούτε συγχώρεση, ούτε άλλα σαχλά παραμύθια!
Ο κύριος Συνετός ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά της εκκλησίας. Τα τέσσερα μάτια που τον παρακολουθούσαν χάθηκαν στη στιγμή. Έβγαλε την καπαρντίνα του και έμεινε με το γιλέκο. Έβγαλε από το πανωφόρι το όπλο που είχε στον πόλεμο και πέταξε το παλτό όσο πιο μακριά μπορούσε. Δεν ήξερε γιατί το είχε πάρει μαζί του από το σπίτι, αλλά εκείνη τη στιγμή ερμήνευσε αυτήν την επιλογή ως θέσφατη. Με το πόδι του κλώτσησε την πόρτα και μπήκε μέσα μισότρελος. Ο πάτερ Πορφύριος και ο Ασημάκης στέκονταν λευκοί από το φόβο τους μπροστά του.
<<Σε παρακαλώ, Κυριάκο…>> είπε ο πάτερ Πορφύριος κοιτώντας αποσβολωμένος την κάννη του όπλου, αλλά μάταια… ήταν πλέον πολύ αργά. Τα μάτια του κυρίου Συνετού έλαμψαν μια τελευταία φορά και έσφιξε τόσο δυνατά τη λαβή, όπως ποτέ άλλοτε. Η σκανδάλη δελέαζε τόσο πολύ το σαλεμένο μυαλό του και θυμήθηκε ότι ο γεμιστήρας ήταν γεμάτος σφαίρες. Ο κύριος Συνετός πυροβόλησε τρεις φορές κατά το μέρος του Ασημάκη σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Το άψυχο κορμί έπεσε ανάσκελα μπροστά από μια εικόνα της Παναγίας και αίμα ανάβλυζε από το στήθος του. Ο χρυσαφένιος σταυρός του κυρίου Συνετού είχε χρωματιστεί στο βαθύ κόκκινο. Ο ιερέας έβγαλε μια κραυγή και ύστερα λιποθύμησε. Σωριάστηκε δίπλα στη λίμνη αίματος του Ασημάκη και μπροστά στα πόδια του κυρίου Συνετού. Ο Κύριος Συνετός μόλις πάτησε τη σκανδάλη αναδύθηκε από τον λήθαργο και ήταν πλέον ξανά νηφάλιος. Η κάννη του όπλου μύριζε μπαρούτι, η εικόνα του Χριστού τον κοίταζε με απογοήτευση και στο κατόπι του δύο χωροφύλακες μόλις μπήκαν στο ναό και αντίκρισαν με φρίκη το αποτρόπαιο θέαμα. Ο κύριος Συνετός ένιωθε κενό. Ούτε δάκρυα μπορούσε να χύσει, ούτε ανακούφιση να νιώσει, ούτε λύτρωση. Έδωσε το όπλο του στον έναν χωροφύλακα και πήρε από τον άλλο τις χειροπέδες. Τις έβαλε μοναχός του στα ίδια του τα ματωμένα χέρια… Δύο άνθρωποι χάθηκαν εκείνη τη μέρα. Άγγιξαν τις καρδιές τους, προσπάθησαν να λυτρωθούν, να τιμωρηθούν και τέλος να εξαγνιστούν. Νόμιζαν ότι τα κατάφεραν και οι δύο, αλλά στην πραγματικότητα δεν τα κατάφεραν. Τιμωρήθηκαν και οι δύο, αλλά μονάχα ο ένας λυτρώθηκε και εξαγνίστηκε πραγματικά, με τίμημα την ίδια του τη ζωή. Εκείνος που άνοιξε την ψυχή του. Εκείνος που δεν επέτρεψε στις τύψεις να φάνε την καρδία του. Εκείνος που προσπάθησε να ζήσει λεύτερος. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να άξιζε…
Λένε ότι είναι ξεχωριστός για τον κάθε άνθρωπο ο σταυρός που κουβαλάει. Ωστόσο, μπορεί τελικά όλοι μας να κουβαλάμε τον ίδιο σταυρό. Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος που τον κουβαλάει ο καθένας μας. Ο πάτερ Πορφύριος τον κουβαλούσε πνευματικά, ο Ασημάκης στον κόρφο του, ενώ ο κύριος Συνετός τον κουβαλούσε στις πλάτες του. Και γιατί κουβαλάμε το σταυρό; Γιατί αγαπάμε. Αγαπάμε το παιδί μας, αγαπάμε την ελευθερία μας, αγαπάμε την ελπίδα…
Τέλος