Γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης, Συγγραφέας, ποιητής, πρώην δημοσιογράφος
Σπινόζα ήταν ο πρώτος φιλόσοφος μετά τον Μεσαίωνα που μίλησε για την ανάγκη της «κατανόησης». Το 1660 ήθελε πολύ θάρρος για να σταθεί κάποιος Εβραίος απέναντι στις εβραϊκές αντιλήψεις για το τι είναι ορθό ή όχι και, βεβαίως, ο Σπινόζα, το πλήρωσε αυτό. Μέσα στον ευρύ χώρο τής «κατανόησης», πασχίζω να βρω τα μονοπάτια τα οποία ακολουθούν οι άνθρωποι που οι συμπεριφορές τους είναι αντικοινωνικές, αλλά, παράλληλα, συνεπείς με κάποιες δικές τους αρχές.
Οι αντικοινωνικές συμπεριφορές αντιστρατεύονται το «εμείς».
Οι συμπεριφορές τού ατόμου, που είναι συνεπείς προς τις αρχές του, θεραπεύουν το «εγώ».
Άραγε, στην αιώνια αντιπαλότητα του «εμείς» με το «εγώ», υπάρχει νικητής;
Υπάρχει μια φράση που έρχεται από πολύ μακριά: «Ουκ εά με καθεύδειν το Μιλτιάδου τρόπαιον». Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ειπώθηκε από τον Θεμιστοκλή, μετά την μάχη τού Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Εάν στη θέση τού ονόματος του Μιλτιάδου, βάλουμε το όνομα του κ. Τσιόδρα, αρκετά μπορούν να γίνουν κατανοητά. «Ουκ εά με καθεύδειν το Τσιόδρα τρόπαιον». Μόνο που ο ίδιος ο Τσιόδρας αποδεικνύει καθημερινά με την σεμνότητά του πως δεν το θεωρεί τρόπαιο, αλλά χρέος.
«Η δυστυχία να είσαι Έλληνας» είναι ο τίτλος παλιού βιβλίου του Νίκου Δήμου. Μια δυστυχία που περιφέρεται ήδη στις σελίδες του f/b. Από τον πλέον αναλφάβητο, που η ορθογραφία δεν τον άγγιξε ποτέ, μέχρι τον δήθεν (τελικά) υπεύθυνο, που είναι σε θέση (οποία αυταπάτη) να κρίνει και κρατικές στρατηγικές, και θέσεις ηγετών ξένων χωρών, αλλά και ειδικές επιστημονικές έρευνες.
Σε τελική ανάλυση, διαπιστώνω πως αδικήθηκαν πολλοί. Έπρεπε αντί για νοικοκυρές, κάποια καλή μάγισσα να τις είχε κάνει υπουργούς, αντί για δημοσίους υπαλλήλους, η ίδια καλή μάγισσα να τους είχε κάνει κυβερνήτες, αντί για κοινούς πτυχιούχους μιας επιστήμης, να τους είχε αναθέσει την προεδρία επιτροπών που αποφασίζουν για τα κοινά.
Θα μας είχαν λύσει πολλά προβλήματα.
Ίσως και να είχαν λύσει και δικά τους. Αυτά που τρομάζουν να τα αναγνωρίσουν και έτσι δεν ανοίγουν τις καταπακτές για να βυθιστούν μέσα τους και να κατανοήσουν την καταγωγή τους.
Γιατί δεν ανοίγουν τις καταπακτές τού εσωτερικού τους κόσμου, οι άνθρωποι; Φοβούνται μήπως αντικρίσουν τι; Την κενότητά τους; Την ανυπαρξία κάποιου υπόβαθρου; Την μνησικακία τους; Τι είναι αυτό που τους τρομάζει; Τι κρύβει η ψυχή τους που φοβούνται να το δουν; Τι είναι αυτό που τους εμποδίζει να δουν πόσο μικρό είναι το μέγεθός τους, απέναντι σε μεγέθη άλλων ανθρώπων; Τι επιδιώκουν, σε τελική ανάλυση;
Πριν από χρόνια, όταν ακόμα δεν είχε μπει το f/b στη ζωή μας, δεν είχα φανταστεί πόση κενότητα είναι φορτωμένη η κοινωνία τών ανθρώπων. Πλέον διαπιστώνω πως αυτό το f/b είναι ένας τεράστιος χάρτης που αποτυπώνει τα πάντα. Μεγαλοϊδεατισμούς, μικροπρέπειες, φλυαρίες, κενοδοξίες, αναλφαβητισμούς, σύνδρομα ερωτικής στέρησης, άγονους αυτοθαυμασμούς, επιδειξιομανίες, νοσηρότητες…
Πλέον αντιλαμβάνομαι πόσο οικτρά απομυθοποιείται ο καθένας και μάλιστα χωρίς κανείς να του το ζητήσει. Ιδιαίτερα σ’ αυτές τις ημέρες. Σαν, η κρίση που βιώνουμε, να άνοιξε κάποιες τεράστιες πύλες και μέσα απ’ αυτές ξεχύθηκαν ειδήμονες, απολογητές, δικαστές, ψυχολόγοι, ψυχοθεραπευτές, ιεροφάντες, φιλόσοφοι, προφήτες, που μόνο ένα πράγμα δεν έμαθαν στην ζωή τους: Να βγάζουν τον σκασμό. Έτσι απλά και πολύ λαϊκά.
Αν δεν έχεις κάτι σημαντικό να πεις, σιώπα. Αν πάλι φρονείς πως αυτό που θέλεις να πεις είναι σημαντικό, πέρασέ το από δεκαπέντε κόσκινα. Δεν είναι τιμητικό για σένα η γελοιοποίησή σου. Κι αυτή, άσχετα αν δεν την βλέπεις, ελλοχεύει σε κάθε σου λέξη. Η σοφία, όσο και αν εξελίχθηκαν οι εποχές, δεν μετριέται με τα «λάικ».