6 Μαρτίου του 1927 γεννιέται, στην Αρακατάκα της Κολομβίας, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους λογοτέχνες. ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Λένε και γράφουν πως η τελευταία νουβέλα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είναι η άρνηση του «Μαγικού ρεαλισμού», ή ένας ύμνος στην τρίτη ηλικία. Αυτοί που τα γράφουν αυτά είναι μάλλον άνθρωποι που δεν ερωτεύθηκαν ποτέ, ή που νομίζουν ότι ερωτεύθηκαν, αλλά δεν ερωτεύθηκαν πραγματικά. Γιατί ο έρωτας δεν έχει σχέση με τη λογική, αλλά με μία άλογη, μεταφυσική ανατροπή του Εγώ και της θέασης του κόσμου. Γι’ αυτό ο έρωτας είναι όχι μόνο μία πραγματική, αλλά μία φυσική κατάσταση που δεν επιδέχεται λογικό έλεγχο, και γι’ αυτό είναι μαγική, δηλαδή μεταφυσική. Γιατί ο έρωτας είναι «τρέλα», είναι μία θέωση, ένα ενθουσιαστικό, ευτυχισμένο παραλήρημα. «Ανακάλυψα, τελικά,», λέει ο Μάρκες, «πως ο έρωτας δεν είναι μία ψυχική κατάσταση, αλλά ένα ζώδιο στο ζωδιακό κύκλο»!
Όλα τ’ άλλα, όλη η ζωή χωρίς τον έρωτα, δεν είναι ζωή, αλλά μία νευρωτική προσομοίωση της ζωής. Κάνουμε ότι ερωτευόμαστε, παριστάνουμε τους ερωτευμένους, τακτοποιώντας τον «έρωτα» σε μία λογική τάξη και σ’ ένα από εκείνα τα «κουτάκια» όπου τοποθετούμε με καταναγκαστική εμμονή «το καθετί στη θέση του, κάθε υπόθεση στην ώρα της, κάθε λέξη στο ύφος της…». Ο Μάρκες, ή καλύτερα ο ενενηντάχρονος δημοσιογράφος-δάσκαλος του αφηγήματος «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» ανακαλύπτει το ρομαντισμό που είχε αποκηρύξει. Η δεκατετράχρονη κοιμώμενη παρθένα πουτάνα γίνεται η πριγκίπισσα των ονείρων του, η Ντελγαδίνα του, κατά το ανάλογο του ονειροπαρμένου έρωτα του Δον Κιχώτη που μεταμορφώνει μια χοντρή χωριάτισσα σε Δόνα του. Ο Μάρκες επαναλαμβάνει τον Θερβάντες που λέει ότι «Καλά κάνει όποιος αγαπάει πολύ. Και πως εκείνη η ψυχή είναι πιο λεύτερη που είναι πιότερο σκλαβωμένη στου έρωτα την πανάρχαια τυραννία». Και η ευτυχισμένη τυραννία συνίσταται στο γεγονός ότι ο ερωτευμένος εξαιτίας ακριβώς του έρωτά του αλλάζει ριζικά, κάθεται μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας μάταια να βρει ποιος είναι, ενώ την ίδια στιγμή πετάει «αλλοπρόσαλλα στα σύννεφα». Κι εδώ όπως στον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας», ο έρωτας είναι μία υπόθεση του φαντασιακού. Η διαφορά είναι ότι εδώ το φαντασιακό διαπλέκεται με το πραγματικό, όπως δηλαδή συμβαίνει με την πραγματική τρέλα, ή μ’ αυτό που οι ανέραστοι νευρωτικοί της τάξης, της προσομοίωσης και της υποκρισίας εκλαμβάνουν ως αποκλίνον της ισχύουσας κανονικότητας, δηλαδή ως τρέλα.
Ο πρωταγωνιστής του Μάρκες ερωτεύεται για πρώτη φορά στη ζωή του στα ενενήντα χρόνια του και συνειδητοποιεί –άλλο δάνειο από τον Δον Κιχώτη(Θερβάντες)- πως «η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη Γη να γυρίζει δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες, αλλά όσοι συναντούν εμπόδια». Γενικά, εδώ έχουμε την περίπτωση της άτοπης σχέσης –τον έρωτα για μια κοιμισμένη πόρνη- που κλονίζει τα ερωτικά στερεότυπα της ζήλιας, της εγκατάλειψης και της ματαίωσης, τον τρόπο δηλαδή που ερωτεύεται όλος ο κόσμος, και γι’ αυτό γίνεται το «κυνήγι της εικόνας ενός ειδικού πόθου», όπως θα έλεγε ο Ρόλαν Μπαρτ. Γι’ αυτό εδώ ο έρωτας είναι άλαλος. Και όταν η μικρή πουτάνα προσπαθεί να ψελλίσει κάτι, η γλώσσα ξεσκίζει την εικόνα, η φωνή της είναι παράταιρη σε σχέση με αυτό που ανέδινε το άλαλο πλην φλύαρο κορμί της.
Ο ερωτευμένος υπέργηρος δεν κάνει έρωτα με την μικρή, γιατί όπως λέει «Το σεξ είναι η παρηγοριά που έχει κανείς όταν δεν υπάρχει έρωτας». Το σεξ συνεπώς είναι ένα απλό υποκατάστατο. Αυτό, όμως, που δεν λέγεται είναι ότι ο ηλικιωμένος δεν θέλει να ξεσκίσει τη φαντασιακή εικόνα του ειδικού πόθου του μέσω του σεξ. Αλλά ότι δεν συνέβη με το σεξ συνέβη με το ηχόχρωμα της φωνής της μικρής Ντελγαδίνας. «Η φωνή της είχε μια λαϊκή χροιά, σαν να μην ήταν δική της, αλλά κάποιου ξένου που βρισκόταν μέσα της. Κάθε σκιά αμφιβολίας εξαφανίστηκε τότε από την ψυχή μου: την προτιμούσα κοιμισμένη»!
Ο πρωταγωνιστής του Μάρκες ερωτεύεται με τον ηδονικά μελαγχολικό τρόπο ενός διανοούμενου που αναζητάει καθρέφτη του υπερδιογκωμένου Εγώ του. Αυτόν τον τρόπο περιέγραψε ο Τζιάκομο Λεοπάρντι στο «ημερολόγιό» του και στην ποίησή του: «Αλίμονο σε μένα, αν αυτό είναι έρωτας, πόσο με κατατρύχει». Κάποια στιγμή η πραγματικότητα επέρχεται ως κεραυνός, το ερωτικό στερεότυπο διασαλεύει τη φαντασιακή εικόνα, ο καθρέφτης σπάει και τότε η ζήλια ξεσπάει με τη φοβερή ύβρη: «Πουτάνα»!
Τελικά, όμως, οι υποχωρήσεις θα προσγειώσουν τον έρωτα και θα τον καταστήσουν συμβατό με την πραγματικότητα και ο ιδιότυπος καθρέφτης της μικρής πόρνης θα καταστεί ικανός να καθρεφτίσει τον ηλικιωμένο διανοούμενο. Η μικρή πουτάνα θα «ξετρελαθεί» με τον γέρο κι εκείνος θα αναγνωρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό «στον απόμακρο ορίζοντα του πρώτου αιώνα» του! Ο καθρέφτης, ένας εξωτερικός καθρέφτης, τον κατόπτρισε για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά υπήρξε ταύτιση αυτού που «αισθάνεται κανείς μέσα του» μ’ αυτό που «απέξω όλος ο κόσμος το βλέπει». Κι έτσι ο ηλικιωμένος έγινε ωραίος, δηλαδή αποδέχθηκε την ώρα του, στα ενενήντα του!