Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς, συγργαφέας
Ο άντρας στάθμευσε πρόχειρα το αμάξι έξω από το κλάμπ Lido στον παράδρομο της λεωφόρου Συγγρού. Έσβησε την μηχανή και άναψε τσιγάρο με αργές κινήσεις με το βλέμμα καρφωμένο σε ένα μεγάλο και χάρτινο πακέτο που αναπαυόταν στο κάθισμα του συνοδηγού.
-Αυτό πάει Γιάννενα του είχε πει ο Venom και τα λόγια του ηχούσαν ξανά και ξανά στο κεφάλι του.
Η δουλειά έμοιαζε εύκολη. Το είχε ξανακάνει άλλωστε. Τα τελευταία χρόνια έβγαζε καλά χρήματα μεταφέροντας τέτοια πακέτα παντού. Το όμορφο και πάντοτε περιποιημένο παρουσιαστικό του αλλά και το καινούργιο του γρήγορο αυτοκίνητο, ολόκληρη η παρουσία του ήταν τέτοια που δεν ενέπνεε κανέναν αστυνομικό να τον σταματήσει σε μπλόκο. Μα κι όταν ταξίδευε στην εθνική ήταν διπλά προσεκτικός μην τύχει και πέσει σε μπλόκο λόγω ταχύτητας. Για να μην συμβεί αυτό οδηγούσε πάντοτε συντηρητικά και φροντίζοντας να αποφεύγει τα σημεία που ήταν δεδομένη η παρουσία της αστυνομίας. Δεν ήθελε βέβαια ο Ανέστης, παιδί καθώς πρέπει στα 42 του, από καλή οικογένεια και με σπουδές στο εξωτερικό να ακούσει καμιά εξοντωτική καμπάνα. Γιατί βέβαια αν τον τσιμπάγανε με την ποσότητα ηρωίνης που μετέφερε κάθε φορά, το δικαστήριο θα τον καταδίκαζε σίγουρα σε πολλά χρόνια κάθειρξης. Αυτή την φορά ο VENOM, τον έστελνε στα Γιάννενα. Το ταξίδι δεν ήταν μεγάλο, σε τρεις τέσσερις ώρες πηγαίνοντας από τους καινούργιους δρόμους θα βρισκόταν εκεί. Ο Venom του είχε μηνύσει πως έπρεπε να βρίσκεται το αργότερο μεθαύριο στην πόλη. Ο τύπος που χρώσταγε το ψευδώνυμό του στην λατρεία του για το Black metal, ήθελε να ανοίξει για λογαριασμό του Μεγάλου νέες αγορές. Τον Μεγάλο δεν τον ήξερε κανείς αλλά και μόνο που τον άκουγαν έφτανε για να τον σεβαστούν. Κανείς δεν διανοείτο να κάνει λαδιά στην οργάνωση γιατί όχι μονο ο ”Μεγάλος” αιωρείτο πάντοτε απειλητικά στην ατμόσφαιρα αλλά και το χέρι του Venom καθώς και των άλλων παιδιών ήταν βαρύ και δεν θα δίσταζαν να πελεκήσουν με αυτό οποιονδήποτε έκανε την απόπειρα να τους κοροϊδέψει.
Όχι δηλαδή, πως του Ανέστη του περνούσε από το μυαλό κάτι τέτοιο. Τα λεφτά που τσίμπαγε για να κάνει τον ντελιβερά ήταν πάρα πολύ καλά. Η δουλειά αυτή του έδινε την δυνατότητα να κάνει μια ζωή που μόνο να την ονειρευτεί θα μπορούσε περιμένοντας τον διορισμό του ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης σε κάποιο σχολείο της χώρας. Κάθε τέτοιο αγώι σήμαινε γι αυτόν λεφτά που δεν θα τα έβγαζε ούτε με πολλούς μήνες εργασίας. Καμιά φορά όμως ερχόταν ο δαίμονας της απληστίας και κεντούσε την συνείδηση του χτυπώντας τον με βελόνες στα κατάλληλα σημεία : «δεν θα ήταν καλό να κρατήσεις τα λεφτά και το πακέτο;» «Γιατί να είσαι εσύ απλώς ένας μεταφορέας;» «Τι είναι ένα τάλιρο μπροστά στα κατοστάρικα που καθαρίζει η οργάνωση από ένα μόνο μικρό πακετάκι σαν και αυτό που πρέπει να πας στα Γιάννενα;»
Τέτοια κι άλλα πολλά του ψιθύριζε στο αυτί ο δαίμονας κεντρίζοντας τον κι ωθώντας τον σε κάτι που η λογική του ξόρκιζε. Αλλά επειδή ο δαίμονας αυτός είχε μια πολύ επιθυμητή όψη συχνά νικούσε έστω και πρόσκαιρα και δινόταν μέσα του μάχη μέχρι να καταφέρει πάλι να τον απωθήσει. Και αυτό το παιχνίδι με τον δαίμονα του πειρασμού συνεχιζόταν για καιρό γιατί του εμφανιζόταν τακτικά στο πρόσωπο της Νατάσα, μιας χορεύτριας του κλαμπ Lido. O Ανέστης ήταν τακτικός επισκέπτης του Lido. Δεν είχε μόνιμο δεσμό οπότε αυτό σήμαινε ότι ήταν ελεύθερος να τρώει τα λεφτά του με πολλές και διαφορετικές γυναίκες. Τούτο μάλιστα ήταν και το κίνητρο του για να μπλέξει με την οργάνωση του Venom. Κανένα άλλο επάγγελμα δεν μπορούσε να του παράσχει την απαραίτητη οικονομική άνεση ώστε να χαλάει κάθε βράδυ 300 ευρώ στα κορίτσια. Μαζεύτηκε κάπως όταν γνώρισε την Νατάσα με την έννοια ότι αντί πλέον να γυρνάει δεξιά κι αριστερά όλα τα κωλόμπαρα της Αθήνας απέκτησε μόνιμο προορισμό το Lido στην Συγγρού και τα ακούμπαγε εκεί. Όλοι γνώριζαν την καψούρα του και την σέβονταν. Ο Μπάμπης ο νταλικέρης, όπως ήταν γνωστός στην πιάτσα ο Σαράντογλου, ο επιχειρηματίας του μαγαζιού, είχε προβλέψει να υπάρχουν κάποιες έξτρα ανέσεις για τους καλούς πελάτες ώστε να μπορούν να έχουν τις προσωπικές τους στιγμές με τα κορίτσια. Σκεπτόμενος έξυπνα, αυτός ο παλιός νταλικέρης που έκανε λεφτά μεταφέροντας εκτός από διάφορα προϊόντα(συχνά λαθραία) και κορίτσια, και γνωρίζοντας καλά τον νόμο της πιάτσας που λέει πως ”οι πουτάνες δεν έχουν μπέσα” είπε μέσα του : ”αφοί θα μου γαμηθούν στο τέλος γιατί να μην το κάνουν εντός καταστήματος με όποιο κορόιδο τα σκάσει γερά;”
Έτσι έκανε μια επιτυχημένη και κερδοφόρα μετατροπή του επιτηδεύματος του προσθέτοντας ακόμα μια υπηρεσία χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να το δηλώσει στην εφορία. Βλέπετε τα παιδιά από το κοντινό αστυνομικό τμήμα ήταν μιλημένα και καλά πιασμένα με τα δωράκια τους σε είδος. Επιπλέον ο διοικητής προσωπικός του φίλος. Μόνο αν γινόταν η στραβή στο μαγαζί του και μπιστολιαζόταν κανείς μόνο τότε θα κινδύνευε αφού σε εκείνη την περίπτωση θα επενέβαινε η ασφάλεια και κει δεν είχε δόντι. Αλλά και αυτή η πιθανότητα είχε γίνει σοβαρή προσπάθεια να αποκλειστεί με την αρωγή μιας ομάδας από επίφοβους Γεωργιανούς πρώην παλαιστές και πυγμάχους. Αυτοί όποτε είχε χρειαστεί είχαν επιβληθεί χωρίς να τραβήξουν σιδερικό. Αυτά λοιπόν τα καλά προστατευμένα ιδιαίτερα διαμερίσματα επισκεπτόταν τακτικά ο Ανέστης με την Νατάσα καταβάλλοντας βεβαίως το ανάλογο αντίτιμο. Σε ένα από αυτά τα δωμάτια ήταν που του το χε ρίξει για πρώτη φορά η Νατάσσα. Γιατί να μην κρατούσε αυτός το πακέτο και το χρήμα από αυτό ; Γιατί να μην έφευγαν διακοπές οι δυο τους κάπου μακριά; Ύστερα ήταν και και κείνο το ακριβό ρολόι για το οποίο τον έψηνε καιρό τώρα. Ρόλεξ μισό χρυσό μισό ατσάλι. Τιμή 4.000 με πολλά παζάρια. Τέσσερα το Ρόλεξ και κανα δυο χιλιάρικα μια εβδομάδα διακοπών με την γυναίκα των ονείρων του. Μόνο αν κράταγε το πακέτο για την πάρτι του θα μπορούσε να τα χει αυτά. Δεν το άξιζε δηλαδή να περάσει κι εκείνος ενα διάστημα σαν άρχοντας; Στο κάτω κάτω αυτός έπαιζε το κεφάλι του κάθε φορά μεταφέροντας τα πακέτα. Υστερα…ύστερα θα τα γύρναγε τα λεφτά με τις γνωριμίες του. Σπρώχνοντας παντού στην πιάτσα θα τα έβγαζε γρήγορα και θα μπορούσε να τα γυρίσει πίσω το ποσό που θα κρατούσε; Έπρεπε όμως να πάρει μιαν απόφαση. Η Νατάσα του το είχε ρίξει επιτακτικά την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί στο κόκκινο δωμάτιο του Lido. Αν δεν της αγόραζε εκείνο το γαμημένο ρολόι δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της του είχε πεί. Δεν γουστάριζε τσιγγούνηδες ούτε και δειλούς του είχε ξεκαθαρίσει όταν αυτός αντί για θετική απάντηση μουρμούρισε μόνο κάτι μισόλογα. Και την είχε δει πράγματι αποφασισμένη, το εννοούσε. Και τώρα ο Ανέστης τα σκεφτόταν και τα ζύγιζε μέσα του καθώς, έχοντας παρκάρει το αμάξι έξω από το μαγαζί, κάπνιζε κοιτώντας το πακέτο που αναπαυόταν στο διπλανό κάθισμα. Έπρεπε κάτι να της απαντήσει. Αν της έλεγε όχι αυτομάτως εκείνη θα τον περνούσε για δειλό, για άτολμο. Είναι γνωστή η αδυναμία των γυναικών στα ριψοκίνδυνα αρσενικά. Διαθέτουν οι γυναίκες έναν μοναδικό τρόπο να οσμίζονται την τεστοστερόνη. Την αναγνωρίζουν στον τρόπο που κανείς παίρνει αποφάσεις . Τους δειλούς, τους άτολμους δεν τους θέλουν,. Αν λοιπόν της έλεγε όχι θα έχανε την εκτίμηση της, η μυστηριώδης αύρα που συνόδευε την παρουσία του κάνοντας τον πιθανώς ερωτεύσιμο στα μάτια της, θα διαλυόταν όπως η πρωϊνή ομίχλη με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου και ύστερα τι θα έμενε;
Τι είναι ένα αρσενικό που δεν το σέβεται η γυναίκα ακόμα κι αν μιλάμε για πουτάνα; Τίποτα δεν είναι. Όλα είναι θέμα σεβασμού, εκτίμησης. Μόλις χαθεί αυτό χάνεται η γοητεία. Το ήξερε αυτό ο Ανέστης. Από την άλλη δεν μπορούσε να της πει και ναι. Δεν μπορούσε να τολμήσει τέτοια στραβή στον Venom. Πρώτον γιατί είχε μπέσα και δεν ήθελε να την φέρει σε κάποιον που τον είχε εμπιστευθεί και δεύτερον γιαπί τον φοβόταν. Θα ήταν καλύτερο να μην δοκιμάσει τα όρια του φανατικού μπλακμεταλά με την κοτσίδα. Πέταξε έξω το τσιγάρο παίρνοντας την απόφαση του: θα της έλεγε πως θα της το αγόραζε το γαμημένο το ρολόι με την πρώτη ευκαιρία, μόλις έπιανε στα χέρια του κάποια λεφτά που περίμενε. Έτσι θα κέρδιζε χρόνο. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και κατέβηκε.
– Καλησπέρα Ανέστη τον χαιρέτησε ο Αλβανός παρκαδόρος του μαγαζιού που τον ήξερε πολύ καλά ως έναν από τους πιο τακτικούς πελάτες.
– Καλησπέρα Ακίμ, αντιγύρισε ο Ανέστης. Τακτοποίησε το Γκόλφ σε παρακαλώ.
Ο Αλβανός του έκλεισε το μάτι.
– Έγινε. Το μωρό είναι μέσα, είπε με νόημα.
Ένας τύπος περασμένης ηλικίας, με γκρίζα στολή σιρίτια στα μανίκια και κασκέτο σαν καρικατούρα στρατάρχη, τον χαιρέτησε καθώς πήγαινε να κατεβεί τα σκαλιά. Το Lido -από τα παλιά μαγαζιά της Συγγρού – όταν υπόγειο. Εκτός αυτού διατηρούσε μια σκηνοθεσία αλα παλαιά.
– Καλησπέρα Αντώνη, είπε ο Ανέστης με κάποιο σεβασμό λόγω της ηλικίας του ανθρώπου. Εχει δουλειά;
– Λίγα πράγματα κύριε Ανέστη.
– Ε, είναι νωρίς μάλλον ακόμα, σχολίασε ο Ανέστης κοιτάζοντας το ρολόι του που έδειχνε έντεκα.
Κατεβαίνοντας την σκάλα πέρασε σε ένα μεγάλο και μισο φωτισμένο χώρο όπου επικρατούσε ένας πρόστυχος κόκκινος φωτισμός από κρυμμένες απλίκες στους τοίχους. Κοντοστάθηκε για λίγο στο έμπα της αίθουσας και άναψε τσιγάρο. Χτένισε τον χώρο με το βλέμμα. Πράγματι ξεραϊλα για την ώρα. Δυο τρία τραπέζια μόνο και στην σκηνή δύο κοπέλες, όχι από τα δυνατά χαρτιά της επιχείρησης, κουνιόντουσαν και τριβόντουσαν ανόρεκτα μεταξύ τους προσπαθώντας μάλλον μάταια να ξυπνήσουν τον πόθο στους λιγοστούς πελάτες. Το ένα από τα τρία πιασμένα τραπεζάκια ήταν κατειλημμένο από τον σεβαστό όγκο του αφεντικού. Η μυρωδιά από το πούρο του κάλυπτε σαν σύννεφο ολόκληρη την αίθουσα.
Στο διπλανό κάθονταν δυο τύποι που έμοιαζαν με επιχειρηματίες της επαρχίας. Φορούσαν ετοιματζίδια κοστούμια της κακιάς ώρα και οι τσέπες των σακακιών τους φούσκωναν σαν να είχαν μόλις πουλήσει όλη την σταφίδα και είχαν σκάσει στα κωλάδικα της πρωτεύουσας φορτωμένοι με σκοπό να κάνουν ζημιές. Στην άκρη της σκηνής στα αριστερά χωμένο με τρόπο αμφίβολο ένα τραπεζάκι με αυτό που τον ενδιέφερε. Το βλέμμα του καρφώθηκε εκεί. Τα φρύδια του έσμιξαν, μια βαθιά πτυχή σχηματίστηκε ανάμεσα τους. Στο τραπεζάκι βρισκόταν η Νατάσα μαζί με έναν χυδαίο γέρο που τόλμαγε να απλώνει χέρι κατακτητικό πάνω της. Λύσαξε μέσα του. H Νατάσα ήταν δικιά του. Είχε επενδύσει έναν σκασμό λεφτά πάνω της και δεν θα άφηνε κανένα να του την πάρει. Πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα, το έσβησε με την σόλα του παπουτσιού και κίνησε μπροστά αποφασισμένος να κάνει φασαρία. Πριν όμως πλησιάσει στο τραπέζι ένα τετράγωνο αγόρι με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρο σακάκι που τσιτωνε επικίνδυνα στα μπράτσα και στους ώμους, έφραξε τον δρόμο του.
– Σε θέλει το αφεντικό του ψιθύρισε στο αυτί και αφοί τον έσπρωξε μαλάκα έστριψε κατόπιν μονοκόμματα το τεράστιο σώμα του συνοδεύοντας τον.
– Κάτσε είπε το αφεντικό, στρεφόμενος στον Ανέστη όταν ζύγωσαν το τραπέζι. Ταυτόχρονα με ένα νόημα δήλωσε στον σύσσωμο τύπο πως δεν τον χρειαζόταν άλλο κι εκείνος έκανε μεταβολή και γύρισε στο πόστο του.
– Λοιπόν; έκανε ο παλιός νταλικέρης τι ζόρι ταβάς και μπήκες έτσι φουριόζος;
Ο Ανέστης τον κοίταξε με απορία. Ήταν πράγματι δυσνόητο το πως αυτός ο αετονύχης πρώην φορτηγατζής με το κομπολόι και το πούρο μπορούσε να ελέγχει τα πάντα ενώ φαινομενικά καθόταν αραχτός φουμάροντας και μπεγλερίζοντας.
– Δεν ανέχομαι να διπλαρώνουν την Νατάσα;
– Μπα ! Σάμπως νομίζεις ότι είναι ιδιοκτησία σου μικρέ; Σύνελθε ! Πουτάνες είναι. Αυτή είναι η δουλειά τους. Σύρε διάλεξε όποια θέλεις από το κατάστημα.
Έκανε νέο νόημα στην μπάρα και αμέσως δυο κορίτσια πλησίασαν το τραπεζάκι και κάθισαν στα γόνατα των δύο ανδρών. Αυτή που προτίμησε τον Ανέστη ήταν πρώτης τάξεως μωρό, μιγαδούλα με σοκολατί δέρμα και στήθος για όσκαρ, λατίνα με αράπικό λευκό και ινδιάνικο αίμα που θα κόλαζε οποιονδήποτε έτσι όπως τριβόταν πάνω του αλλά και η άλλη που είχε χώσει το χέρι της στο παντελόνι του αφεντικού και χουφτιών δυνατά τον ανδρισμό του, δεν πήγαινε πίσω σε ομορφιά. ‘Έμοιαζε Πολωνεζα με γαλατένιο δέρμα και γαλάζια αθώα μάτια.
– Διάλεξε, είπε ο Μπάμπης ο παλιός νταλικέρης. Θές ταύτη εδώ, είπε δείχνοντας την δικιά του, κανένα πρόβλημα. Πάρτη, έκανε σπρώχνοντας την έτσι που κι αυτή τώρα βρέθηκε στην αγκαλιά του. Αλλά το μυαλό του Ανέστη ήταν αλλού και δεν μπορούσε να απολαύσει τις θωπείες που είχαν αρχίσει με μεγάλη μαεστρία τα κορίτσια.
Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από το τραπέζι της Νατάσας και η οργή φούντωνε μέσα του όσο το γέρικο αρπαχτικό άπλωνε τα πετσιασμένα του βρωμόχερα πάνω της. Το αεικίνητο μάτι του πρώην νταλικέρη δεν είχε πάψει να παρατηρεί προσεκτικά τον Ανέστη. Το αφεντικό τα ήξερε αυτά, τα είχε ξαναδεί. Έπρεπε να δύσει μερικές καλές συμβουλές σε τούτο τον ερωτοχτυπημένο νέο. Κάνοντας ένα καινούριο νόημα οι γκόμενες έσπευσαν να απομακρυνθούν αν κι ελαφρώς κατσουφιασμένες εξαιτίας της αποτυχίας τους.
– Άκου, είπε ο Σαραντογλου σκύβοντας προς τον Ανέστη και κοιτάζοντας τον πατρικά.
-Εμένα που με βλέπεις κάνω αυτή την δουλειά πολλά χρόνια. Πρωτύτερα έκανε τον μεταφορέα με φορτηγό. Παντού στην Ευρώπη πήγα και νταραβερίστικα με ένα σωρό γυναίκες. Γι αυτό μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή κι αν θέλεις κράτα την.
– Τι πράμα; είπε ο Ανέστης.
– Ποτέ μην μπλέκεις με πουτάνες. Ποτέ! Δεν έχουν μπέσα…
-Ξέρετε κύριε Μπάμπη εγώ…
Ο Ανέστης προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά το αφεντικό τον έκοψε.
– Ξέρω, ξέρω, είπε. Όλοι τα έχουμε περάσει αυτά. Και ενώ, αγόρι μου λεφτά θέλω να βγάλω και με συμφέρει η δικιά σου η καψούρα αλλά να …δεν μ αρέσει να βλέπω άντρες δύο μέτρα να ξεροσταλιάζουν για τα σκατόμουνα αυτά. Πουτάνες…Κατάλαβες;
– Κατάλαβα, κύριε Μπάμπη τραύλισε ο Ανέστης που αισθανόταν πως είχε γίνει ρεζίλι πλέον με τον έρωτα του για την Νατάσα, .Όμως ενώ
– Ξέρω, ξέρω, τον έκοψε πάλι ο άλλος. Ξέρω. Δεν λέω πως δεν αξίζει…Αξίζει. Είναι το καλύτερο κόμματι στο μαγαζί μου. Μα να ακριβός γι αυτό δεν είσαι ο μόνος που τα ακουμπάει στο μουνι της. Κι άλλοι την θένε. Λοιπόν κάνε λίγο υπομονή και θα σπάσει γλήγορα το ραμολί ύστερα είναι δικιά σου. Όμως θυμήσου τι σου είπα: μην μπλέκεις περαιτέρω με δαύτες. Δεν έχουν μπέσα.
Ο παλιός νταλικέρης πρόσθεσε ένα με συγχωρείς και κατόπιν μάζεψε το κομπολόι του και το τεράστιο πουρο που κάπνιζε και αριβάρισε αφήνοντας τον Ανέστη μόνο στο τραπέζι. Τα γκαρσόνια ήρθαν αμέσως. Παράγγειλε διπλό κονιάκ και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο προβληματισμένος. Η Νατάσα σηκώθηκε από το τραπέζι
.Έστριψε μερικές μοίρες το κεφάλι της και του έριξε μια λοξή ματιά όλο ειρωνεία μετά κίνησε προς τα ενδότερα ακολουθούμενη από το ραμολί. Στην σκηνή το πρόγραμμα ζεσταινόταν. Κόσμος έμπαινε, τα τραπέζια γέμιζαν σιγά σιγά. Κάτι πήγαινε να γίνει. Πριν περάσουν είκοσι λεπτά η Νατάσα ανέβηκε στην σκηνή. Το ραμολί κάθισε ξανά στο τραπέζι. Ήταν πράγματι γρήγορη όταν ήθελε, σκέφτηκε ο Ανέστης. Οι πελάτες είχαν συγκεντρωθεί στα τραπέζια που βρίσκονταν κοντά στην σκηνή. Οι περισσότεροι ήταν γνωστοί θαμώνες και γνώριζαν πάνω κάτω την ώρα που βγαίνουν οι καλές. Και η Νατάσα ήταν η καλύτερη. ” Την γκόμενα αυτή την πηδάω εγώ ” σκέφτηκε ο Ανέστης καθώς τα φώτα στην σκηνή έσβησαν εκτός από ένα μοναδικό προβολέα. Η Νατάσα στάθηκε ακριβώς στο κέντρο του φωτεινού κύκλου και κάτω από τους ήχους τζαζ μουσικής άρχισε να γδύνεται αργά, αισθησιακά, προκλητικά Καθώς το κομμάτι που ακουγόταν από τα ηχεία ξετυλιγόταν αργά χάιδευε και κείνη νωχελικά το ημίγυμνο κορμί της. Όταν ο ήχος της ντράμς της έδινε το σύνθημα αποχωριζόταν και κάποιο από τα λιγοστά της ρούχα. Οι θεατές που στο μεταξύ είχαν πυκνώσει ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα και σφυρίγματα σε κάθε της κίνηση και κείνη τους χάριζε μόνο ένα μισοειρωνικό χαμόγελο. Αυτό συνεχίστηκε έτσι για μερικά λεπτά μέχρι που έμεινε μόνο με ένα χρυσαφί κομμάτι ύφασμα τυλιγμένο γύρω από τους γοφούς της. Τότε αλλάζοντας στυλ ξεκίνησε να τυλίγει και να ξετυλίγει, προκλητικά το ελαστικό λευκό κορμί της γύρω από έναν στύλο, αποκαλύπτοντας σε κάθε κίνηση των ποδιών της όσα έκρυβε το χρυσαφί εκείνο κομμάτι υφάσματος. ”Δεν θα αφήσω να μου την φάει άλλος” αποφάσισε. Το νούμερο συνεχίστηκε για κάπου δεκαπέντε, βασανιστικά για τον Ανέστη, λεπτά. Η Νατάσα, κάθε φορά που αφαιρούσε αργά και προκλητικά από πάνω της κάτι που φορούσε, του έριχνε λοξές ματιές που πετούσαν σπίθες. Κάπου κάπου του χαμογέλαγε ειρωνικά η τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνος. Τα ποτά πάντως κατά την διάρκεια του νούμερου της έδιναν και έπαιρναν. Σε μια γωνιά της αίθουσας κοντά στην μπάρα από όπου μπορούσε να παρακολουθεί ολόκληρο τον χώρο, ο Σαράντογλου ο παλιός νταλικέρης, πλαισιωμένος από την φρουρά των Γεωργιανών, έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση. Μόλις τελείωσε η Νατάσα υποκλίθηκε στο κοινό της που την επευφημούσε με σφυρίγματα απαιτώντας κι άλλο και κατευθύνθηκε στα καμαρίνια. Την ίδια κι όλας στιγμή σηκώθηκε από το τραπέζι του, αναψοκοκκινισμένος ο Ανέστης και την ακολούθησε. Η κίνηση αυτή δεν διέφυγε από την προσοχή του Σαράντογλου που άφησε το πούρο του προβληματισμένος και έχωσε μια οδοντογλυφίδα ανάμεσα στα δόντια του. Οι Γεωργιανοί σωματοφύλακες στέρεψαν για λίγο το κεφάλια τους προς την μεριά των καμαρινιών για να γυρίσουν αμέσως πάλι προς την σκηνή με την ίδια πάντοτε παγερή έκφραση πετρωμένη στην μορφή τους. Δεν ενεργούσαν ποτέ δίχως εντολή… Ο Ανέστης πρόλαβε την Νατάσα πριν εκείνη ανοίξει την πόρτα του καμαρινιού της.
– Τι θές; γύρισε και του είπε απότομα
Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο επιθετική απέναντι του. Τα έχασε.
– Να σε δώ…Να τα πούμε λίγο, τραύλισε εκείνος προσπαθώντας να συγκρατήσει το ξάφνιασμα του.
Η Νατάσα άνοιξε και μπήκε στον χώρο της χωρίς να κρύβει την δυσαρέσκεια της για την παρουσία του Ανέστη εκεί. Κάθισε στον καθρέφτη της και άρχισε να βουρτσίζει τα μαλλιά της κοιτώντας μέσα από αυτόν.
– Τι να πούμε, είπε. Ένα χρόνο τώρα βαρέθηκα να λέμε τα ίδια.
Εκείνος σωριάστηκε σε μια καρέκλα που βρήκε πρόχειρη. Παρατήρησε πως ήταν λουσμένος στον ιδρώτα και ήξερε πως δεν έφταιγε η ζέστη. Εκείνη συνέχιζε να τον πυροβολεί.
– Σου το είπα τόσες φορές. Δεν πάει άλλο. Τέλος, Ανέστη. Εκτός…
– Εκτός τι; είπε εκείνος αρπάζοντας αυτή την μοναδική πιθανότητα που του έδινε εκείνη έτοιμος τώρα να κάνει ότι του ζητούσε προκειμένου να μην την χάσει.
– Εκτός αν είσαι διατεθειμένος να ξοδέψεις κάποια λεφτά για μένα. Σου το είπα κι άλλοτε δεν θέλω δειλούς και τσιγγούνηδες στο κρεβάτι μου.
Ώστε αυτό ήταν! Τελικά δεν είναι και τόσο δύσκολο, σκέφτηκε εκείνος. Έχω το γαμημένο πακέτο. Μπορώ να την κερδίσω, είπε μέσα του συνθηκολογώντας με την ιδέα ότι έτσι θα εξαπατούσε τον Venom. Στο κάτω κάτω συνέχισε να συλλογίζεται αυτοί κερδίζουν τα χοντρά λεφτά από τα πακέτα κι εγώ που αναλαμβάνω το ρίσκο της μεταφοράς ικανοποιούμε με ψίχουλα. Αποφάσισε μέσα του πως η Νατάσα είχε δίκιο να μην θέλει δειλούς, άντρες λίγους στο κρεβάτι της και κατάλαβε ότι τώρα έπρεπε να ποντάρει όλα του τα λεφτά αλλιώς την έχανε την παρτίδα για πάντα. Φροντίζοντας να αλλάξει μούτρα σφύριξε για λίγο έναν σκοπό παριστάνοντας τον αδιάφορο και είπε:
– Μα γι αυτό ήρθα απόψε εδώ να σου μιλήσω, Νατάσα. Έχω τα λεφτά για το ρολόι που θέλεις και θα στο αγοράσω. Αύριο κιόλας θα πάμε μαζί στην Αθήνα και θα το πάρουμε. Το μεσημέρι αύριο το ρολόι θα είναι πάνω στον ωραίο σου καρπό. Και ακόμα έχω λεφτά για να περάσουμε καλά οι δυο μας για ένα διάστημα. Είσαι να την κοπανήσουμε;
Τον κοίταξε καχύποπτα μέσα από τον καθρέφτη ενώ έβαζε κραγιόν στα χείλη της.
– Έχεις; Που τα βρήκες;
– Αυτός είναι δικός μου λογαριασμός αποκρίθηκε εκείνος ανακτώντας την χαμένη του αυτοπεποίθηση. Λοιπόν λέγε είσαι;
Εκείνη σάστισε για μια στιγμή αλλά αμέσως μετά έτρεξε και πήδηξε στην αγκαλιά του Ανέστη και άρχισε να τον φιλάει παντού…
Ο Ανέστης άναψε τσιγάρο κοιτάζοντας το κύμα που έσκαγε απαλά στην ακτή βρέχοντας το πόδια του. Η Νατάσα κολυμπούσε κι έπαιζε με την θάλασσα σαν μικρό παιδί. Αυτές οι εφτά ημέρες που είχαν μεσολαβήσει ήταν οι πιο ωραίες της ζωής του. Είχε ρισκάρει παίζοντας με την οργάνωση αλλά άξιζε τον κόπο. Είχε ενεργήσει αστραπιαία. Το ίδιο κιόλας βράδυ που η Νατάσα του είπε το ναι, βρήκε τον Τσολιά έναν τύπο που χρώσταγε τούτο το παρανόμι στο γεγονός πως καμάρωνε συνεχώς για την θητεία του στην Προεδρική Φρουρά. Ο Τσολιάς που εκτός από εκείνη την θητεία, δεν είχε κάτι άλλο για να υπερηφανεύεται, αγόρασε το πακέτο. Λιγότερα λεφτά από όσα περίμενε ο Ανέστης αλλά πάντως αρκετά για να περάσει βασιλιάς για κάμποσο καιρό, στην Ανάφη, στην άγονη γραμμή. Έπειτα, με τα λεφτά που οπωσδήποτε θα του περίσσευαν -έτσι τα είχε κανονίσει- θα έστηνε το δικό του κόλπο και τότε θα επέστρεφε και στον Venom εκείνα που του χρώσταγε. Φυσικά το ρόλεξ ήταν πάντοτε στο χέρι της. Δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Όσο για τον Μεγάλο ούτε που του περνούσε από μυαλό. Σαν και τις γριές που φοβούνται πιότερο τους αγίους -επειδή τους βλέπουν στις εικόνες – παρά τον Θεό που δεν βλέπουν, έτσι κι ο Ανέστης. Τούτη στην στιγμή πιότερο φοβόταν τον υπαρκτό Venom,παρά τον ‘Μεγάλο ‘που δεν τον είχε δει ποτέ του και του οποίου η ύπαρξη του ολόκληρη καλυπτόταν από την αχλή του μυστηρίου. Άλλωστε δεν το είχε σκοπό να τα κρατήσει για πάντα. Όχι δεν ήταν κλέφτης ούτε αγνώμων. Ας πούμε ότι ένα δάνειο γύρευε μόνο και το πήρε. Ένα δάνειο για να κάνει τις διακοπές των ονείρων του. Διάολε, δεν άξιζε ένα δάνειο;
– Μωρό μου ;
Η φωνή της Νατάσας τον έβγαλε από τις σκέψεις στις οποίες είχε βυθιστεί. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την ψιλόλιγνη εντυπωσιακή σιλουέτα. Ήταν ακόμα πιο ωραία τώρα χάρις στο μαύρισμα αυτών των ημερών. Η Νατάσα του χαμογελούσε ξέγνοιαστα. Τα δόντια της ήταν λευκά σαν μαργαριτάρια. Το νερό έσταζε από πάνω της, το μαγιό κολλούσε στο κορμί της. Ήταν ολόκληρη η προσωποποίηση της χάρης και της ανεμελιάς.
-Που ταξιδεύεις; τον ρώτησε
– Ε; ω τίποτα. Απλώς έκανα σχέδια για το μέλλον.
– Και; έκανε εκείνη παιχνιδιάρικα ξαπλώνοντας δίπλα του. Συμπεριλαμβάνομαι κι ενώ στα μελλοντικά σου σχέδια;
– Ασφαλώς! αναφώνησε και γύρισε να την φιλήσει. Τα δυο κρίμα αγκαλιάστηκαν με πάθος πάνω στην καυτή άμμο. Ήταν μόνοι τους σε ολόκληρη την παραλία… Κάποτε αφού χόρτασαν το ερωτικό παιχνίδι άναψαν τσιγάρα κι απόμειναν εκεί ξαπλωμένοι να κοιτούν την θάλασσα. Τότε ένα τηλέφωνο χτύπησε βγάζοντας τους από την ονειροπόληση της στιγμής. Ο Ανέστης με χέρια αδέξια σαν κάποιος που μόλις ξυπνά από ύπνο βαθύ σκάλισε τα πράγματα του ανασύροντας από εκεί το κινητό του. Δεν χτυπούσε όμως το δικό του κινητό. Γύρισε προς την Νατάσα:
– Το δικό σου χτυπάει, μωρό μου.
Εκείνη σηκώθηκε ανόρεχτα και έψαξε το σακίδιο της. Πράγματι ήταν το δικό της που χτυπούσε αλλά ο αριθμός στην οθόνη της ήταν άγνωστος.
– Εμπρός, είπε.
– Το καλό που σου θέλω γύρνα αμέσως πίσω μωρή καριόλα. Έχω τα χαρτιά σου μην το ξεχνάς. Σε στέλνω στην αστυνομία η ακόμα καλύτερα πεσκέσι πίσω στην Μολδαβία όπου υπάρχουν κάποιοι που σε περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες.
Η φωνή της ήταν γνώριμη. Ταράχτηκε. Τραβήχτηκε πιο μακριά ώστε να μην προσέξει την ταραχή της ο Ανέστης.
– Πως με βρήκες;
– Δεν σε βρήκα ακόμα. Εσύ θα μου πεις που είστε μαζί με τον άλλον τον μαλάκα και θα μου το πεις τώρα αμέσως.
Έκλεισε το τηλέφωνο με χέρια που έτρεμαν χωρίς να δώσει απάντηση. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Την είχαν ανακαλύψει. Έπρεπε επειγόντως να σκεφτεί ψύχραιμα την υπόθεση και τι θα μπορούσε να κάνει χωρίς να την αντιληφθεί ο Ανέστης. Ξάπλωσε ξανά δίπλα του προσπαθώντας να μην φανεί η ταραχή της. Ο Ανέστης σαν να διαισθάνθηκε ότι κάτι είχε αλλάξει στράφηκε και με το ένα μάτι ανοιχτό την κοίταξε και είπε:
– Ποιός ήταν ;
– Κανείς, απάντησε εκείνη ψυχρά.
– Τι κανείς; Αφού μίλησες στο τηλέφωνο.
-Μίλησα ναι.
– Αλλά τότε πως λες ότι δεν ήταν κανείς.
Γύρισε και τον κοίταξε σταθερά στα μάτια. Το βλέμμα της του θύμισε την παλιά Νατάσα. Εκείνη που του μιλούσε σκληρά στα καμαρίνια του LIDO το τελευταίο βράδυ πριν το σκάσουν.
– Ξέρεις Ανέστη δεν είμαστε παντρεμένοι για να σου δίνω αναφορά για κάθε τι.
Αιφνιδιάστηκε. Νόμιζε ότι οι μέρες που είχαν περάσει εδώ μαζί σαν ερωτευμένοι αρκούσαν για να μην ξαναεμφανιστεί ποτέ ξανά εκείνο το επιθετικό ύφος που τόσο μισούσε.
– Εντάξει,. μωρό μου, ειπώ συγκαταβατικά αλλά εσύ φαίνεσαι χλωμή. Έχεις κάτι;
Θα ήταν καλύτερα για εκείνον να μην της είχε πει αυτά λόγια. Οι γυναίκες είναι μυστήρια πλάσματα και ποτέ δεν ξέρεις μαζί τους. Δεν συγχωρούν την αδυναμία και επιθυμούν έστω και αν δεν το ομολογούν ο άντρας να είναι πιο δυνατός από εκείνες. Αν ο Ανέστης την είχε χτυπήσει ξεσπώντας πάνω της την οργή του για το τρόπο που του μιλούσε περιφρονητικά ενώ αυτός είχε παίξει το κεφάλι του για χάρη της, τότε ίσως να τον συγχωρούσε. Αν πάλι δεν είχε μιλήσει καθόλου και με ύφος έστω και εντέχνως αδιάφορο την αγνοούσε τότε σίγουρα θα της είχε κεντρίσει τον εγωισμό. Με τον τρόπο όμως που της μίλησε εκείνη συμπέρανε ότι την φοβάται η μάλλον καλύτερα ότι φοβάται μην την χάσει. Αλλά αν φοβάσαι να χάσεις μια γυναίκα την έχεις ήδη χάσει. Από εκείνη την στιγμή ο Ανέστης είδε την συμπεριφορά της Νατάσας να αλλάζει. Σαν κάποιο αόρατο χέρι να πάτησε ένα κουπί αλλάζοντας πίστα. Οι επόμενες τρεις ημέρες πέρασαν με γκρίνια και μουρμούρα. Η μαγεία μεταξύ τους είχε χαθεί. Η Νατάσα γκρίνιαζε για τα πάντα ακόμα και για το φαγητό παρόλο που το ξενοδοχείο ήταν πεντάστερο και ένα από τα καλύτερα που μπορούσε κανείς να βρει σε Ελληνικό νησί. Ακόμα και έρωτα έκαναν σαν αγγαρεία. Ήταν φανερό πως κάτι την απασχολούσε αλλά ο Ανέστης δεν τόλμαγε πια να την ρωτήσει φοβούμενος να αντικρίσει ξανά το παγερό της βλέμμα, φοβούμενος να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα. Ο Ανέστης δεν μπορούσε να ξέρει με ακρίβεια τις διεργασίες που λάμβαναν χώρα στο μυαλό της Νατάσας αλλά το ένστικτο του που του έλεγε ότι όλα είχαν να κάνουν με εκείνο το μυστηριώδες τηλεφώνημα δεν τον γελούσε καθόλου. Πράγματι ο Μπαμπης Σαράντογλου, ο παλιός νταλικέρης και νυν ιδιοκτήτης του Lido είχε χτυπήσει διάνα υπενθυμίζοντας της πως όποια στιγμή ήθελε θα μπορούσε να την στείλει πίσω στην Μολδαβία όπου κάποιοι την περίμεναν. Ο Ανέστης δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η όμορφη Νατάσα το καλύτερο κομμάτι του Lido, το είχε σκάσει από τις επιχειρήσεις που έλεγχε στην χώρα της ο διαβόητος Γιακόμπ Λοβοσένκο, ένας πρώην αρσιβαρίστας βαρέων βαρών που με την κατάρρευση του καθεστώτος βρέθηκε να διοικεί σχεδόν όλους τους οκίου ανοχής της παλιάς Σοβιετικής δημοκρατίας της Μολδαβίας. Ο Λοβοσένκο με παρατσούκλι Τάιγκερ μαν χάρις στο μεγάλο τατουάζ με την Σιβηρική τίγρη που κοσμούσε τον αυχένα του δεν ανεχόταν να χάνει λεφτά. Το αιδοίο της Νατάσας σήμαινε συνάλλαγμα σε δολάρια γι αυτόν. Η Νατάσα του την είχε κοπανήσει κι αν ποτέ την έπιανε στα χέρια του δεν θα μπορούσε να την βγάλει καθαρή όποιο ερωτικό κόλπο και αν μεταχειριζόταν. Αν την έπιανε ο Λοβοσένκο το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο. Πρώτα θα την βίαζε ομαδικά ολόκληρη η συμμορία και ύστερα θα την πέταγαν στα παγωμένα νερά του Μόλντοβα με κάτι βαρύ στα πόδια της. Δεν θα την έβρισκαν ποτέ. Στο μυαλό της Νατάσας γύριζαν συνέχεια τα λόγια του αφεντικού της. Με το νου της δεν έπαυε να βλέπει την ίδια σκηνή συνεχώς. Πενήντα κτήνη με ξυρισμένα κεφάλια και τατουάζ να την βιάζουν επί ώρες στο υπόγειο της βίλας του Λοβοσένκο στα προάστια της Κισινάου. . Ο Ανέστης δεν της έφταιγε σε τίποτα το ήξερε και κατά βάθος λυπόταν που τον είχε παρασύρει σε αυτό το παιχνίδι. Ωστόσο έχοντας μάθει από πολύ μικρή να επιβιώνει μόνη της αφού και οι δύο γονείς της είχαν εξοριστεί και πεθάνει στην Σιβηρία ως αντικαθεστωτικοί, έπρεπε να βρει μια λύση για τον εαυτό της χωρίς να σκεφτεί τον Ανέστη. Και ως μοναδική λύση φάνταζε μονάχα η επιστροφή στο L;ido. Από την άλλη ο Ανέστης όσο έβλεπε την αποστασιοποίηση της Νατάσας τόσο συνειδητοποιούσε το λάθος του να παρασυρθεί από το πάθος του γι αυτή. Ένα πρωί χτύπησε πάλι εντελώς ξαφνικά το τηλέφωνο της και χτυπούσε επίμονα χωρίς εκείνη να το σηκώσει. Βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι ξεκλέβοντας μερικές στιγμές απόλαυσης που όμως δεν είχαν την παλιά σπιρτάδα.
– Δεν θα το σηκώσεις, είπε εκνευρισμένος ο Ανέστης.
Εκείνη τον κοίταξε λοξά και σηκώθηκε τεμπέλικα από το κρεβάτι σχεδόν γυμνή. Ο Ανέστης θαύμασε γι ακόμη μια φορά τις καμπύλες του κορμιού της. Γι αυτές τις καμπύλες είχε διάολε κινδυνεύσει. Άξιζε τον κόπο.
– Εμπρός, είπε όταν το σήκωσε
Από την άλλη μεριά ακούστηκε η χοντρή φωνή του Σαράντογλου, του αφεντικού της .
– Είναι η τελευταία φορά που σε προειδοποιώ. Η μου λες που βρίσκεστε η σε δίνω στην Αστυνομία και πας για απέλαση πίσω στην Μολδαβία. Και ξέρεις καλά τι σημαίνει αυτό…Μην ξεχνάς αχάριστη ότι εγώ σε έσωσα όταν σε κυνηγούσαν και σε έφερα στην Ελλάδα.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια το βλέμμα της Νατάσας καρφώθηκε στο κενό αφηρημένο. Το μυαλό για λίγα δευτερόλεπτα ταξίδεψε πίσω στον χρόνο όταν για να ξεφύγει από τον Λοβοσένκο χώθηκε μόνη της στην καρότσα του φορτηγού του Σαραντογλου και για να μην την μαρτυρήσει αυτός παραδίδοντας την στην συμμορία που την γύρευε, εκείνη είχε αναγκαστεί να τον αποζημιώσει με τον μοναδικό τρόπο που μπορούσε και ήξερε καλά.
– Ποιος είναι ρώτησε ο Ανέστης παρατηρώντας το ωχρό παγωμένο της πρόσωπο.
-Κανείς, αποκρίθηκε εκείνη βιαστικά και κατευθύνθηκε στο μπάνιο μαζί με το τηλέφωνο.
– Είναι κι εκείνος μαζί σου έτσι δεν είναι;
– Ναι…
– Που είστε;
– Στην Ανάφη στο Μπητς χοτελ της χώρας.
– Το καλό που σου θέλω να είστε εκεί όταν θα έρθουμε να σας βρούμε. Δεν θα σε πειράξει κανείς εσένα. Τον άλλον θέλουνε. Κοίτα να μην τον βάλεις σε υποψίες εντάξει;
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά κι έκλεισε το τηλέφωνο. Τι θα συνέβαινε στ αλήθεια στον Ανέστη; Δεν ήθελε να του συμβεί κακό αλλ’ είχε μάθει πάντοτε να τοποθετεί τον εαυτό της, την δική της επιβίωση, πάνω απ όλα. Είχε πουλήσει τον Ανέστη και δεν ένιωθε τύψεις γι αυτό.
– Νατάσα που είσαι; Τρέχει τίποτα, ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο η φωνή του Ανέστη
– Τίποτα μωρό μου, έρχομαι.
Τώρα θα έκανε όπως ακριβώς της είχε πει ο Σαράντογλου.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ευχαριστημένος ο Σαράντογλου σήκωσε το σταθερό (κατά βάθος ήταν της παλιάς σχολής) και σχημάτισε ένα νούμερο στο καντράν.
– Εμπρός.
Η φωνή από την άλλη μεριά του σύρματος ακούστηκε σαν κρώξιμο πουλιού κι όχι φωνή ανθρώπου. Ο Σαραντογλου που είχε συνηθίσει τις τελευταίες ημέρες τις επαφές με αυτόν τον εφιαλτικό τύπο που άκουγε στο ψευδώνυμο Venom μπόρεσε και κράτησε το ακουστικό χωριά να το απωθήσει ενστικτωδώς μακριά από το κεφάλι του όπως συνέβαινε στις προηγούμενες μεταξυ τους συνομιλίες.
– Στον βρήκα, είπε. Είναι στην Ανάφη.
– Ευχαριστώ απάντησε ο Venom κι έκλεισε.Με αυτάρεσκη ικανοποίηση χαμογέλασε στον καθρέφτη που είχε απέναντι του. Κάποια μπροστινά δόντια του έλειπαν και το πρόσωπο του ήταν άσπρο σχεδόν σαν σοβαντισμένο. Τα ζυγωματικά του ήταν πεταχτά και τα μάτια του στενά με το ασπράδι να έχει σχεδόν κιτρινίσει. Το κεφάλι του ήταν αδειανό από μαλλιά στην κορυφή αλλά τελείωνε σε χαίτη μακριά. Όλοι συμφωνούσαν ότι η όψη του Venom ήταν εφιαλτική όσο και η αγαπημένη του μουσική. Ο ίδιος όμως θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο καρδιοκατακτητή και τώρα έτριβε τα χέρια του καθώς όχι μόνο θα έπαιρνε εκδίκηση από τον Ανέστη που τον πούλησε αλλά θα μπορούσε ίσως να δοκιμάσει και την περίφημη Νατάσα…
O Ανέστης βυθισμένος στα παγωμένα νερά του Αιγαίου κυνηγούσε χταπόδια με το ψαροντούφεκο ενώ σκεφτόταν την συμπεριφορά της Νατάσας που είχε και πάλι αλλάξει τις τελευταίες δυο ημέρες το ίδιο ανεξήγητα όπως και την προηγούμενη φορά. Τώρα με μια καινούργια απότομη στροφή η Νατάσα είχε ξαναγίνει η γλυκιά συνοδός, η ερωτευμένη γυναίκα που είχε υπάρξει για αυτόν την πρώτη εβδομάδα της διαμονής τους στην Ανάφη. Όπως όμως και την πρώτη φορά δεν είχε καταφέρει να εξηγήσει την απότομη μεταστροφή της έτσι ούτε και αυτή την φορά είχε μπορέσει να δώσει μια εξήγηση. Ασφαλώς δεν ήταν ηλίθιος, ούτε ‘έπασχε από κάποιο είδος αμνησίας. Μπορούσε δηλαδή πολύ καλά να συνδέσει τις μυστηριώδεις μεταπτώσεις της διάθεσης με τα ύποπτα τηλεφωνήματα που είχε λάβει αλλά ακόμα κι έτσι του αρκούσε το γεγονός ότι η Νατάσα έδειχνε και πάλι ερωτευμένη μαζί του και δεν είχε κανένα λόγο να σκαλίζει περαιτέρω το ζήτημα. Η επιστροφή στην Αθήνα ήταν επίσης κάτι που τον απασχολούσε. Γνώριζε βέβαια πως τα λεφτά του δεν θα διαρκούσαν για πάντα. Είχε ωστόσο ακόμα αρκετά. Αλλά όταν θα γύριζε είχε αποφασίσει να βρει τον Venom να του εξηγήσει και να του ζητήσει να δουλέψει πάλι δωρεάν για εκείνον μέχρι που να ξεχρεώσει απέναντι του. Εντούτοις όλες αυτές οι σκέψεις και τα σχέδια για την Αθήνα και το τι θα έκανε μετά έμοιαζαν τόσο μακρινά εδώ που βρισκόταν κάτω από τον καταγάλανο ουρανό του Αιγαίου μέσα στα παγωμένα νερά….
Κάτι γλίστρησε δίπλα του για να κρυφτεί αμέσως μετά κάτω από ένα βράχο με μεγάλη ταχύτητα. Χωρίς να το σκεφτεί ο Ανέστης χτύπησε και όταν τράβηξε το ψαροντούφεκο διαπίστωσε ότι στο καμάκι είχε πιαστεί ένα χταπόδι. Ενθουσιασμένος με την επιτυχία του κολύμπησε προς την ακτή και ύστερα με το χταπόδι στο ΄χερι βγήκε από το νερό αναφωνώντας με ενθουσιασμό :
– Μωρό μου, κοίτα τι έπιασα!
Εκεί όμως που θα έπρεπε να βρίσκεται η Νατάσα βρίσκονταν τώρα τρεις άντρες, τρεις γνώριμες άσχημες φάτσες, που τον κοίταζαν εχθρικά κι ένα όπλο που τον σημάδευε. Στην μέση ήταν ο Venom, που κρατούσε στα χέρια του ένα τεράστιο αυτόματο πιστόλι. Στα αριστερά του ο Αλβανός και στα δεξιά του ο Σαραντογλου. Ο Σαράντογλου φορούσε ένα λινό λευκό κοστούμι. Από το στόμα του κρεμόταν το αιώνιο χοντρό του πούρο. Ειρωνικό χαμόγελο είχε σχηματιστεί κάτω από το παχύ μουστάκι του. Έμοιαζε με αρχηγό του καρτέλ του Μεντεγίν. Ούτε ο Venom είχε αλλάξει. Η ίδια πάντα μοχθηρή και χλωμή φάτσα, τα ίδια φιδίσια μάτια, τα ίδια μαύρα ρούχα. Όσο για τον Αλβανό αυτός ήταν ο υπαρχηγός της οργάνωσης. Βλογιοκομμένος και άσχημος όσο δεν παίρνει κι ωστόσο λιγότερο άσχημος από τον Venom. Ο Αλβανός είχε σαν χόμπι την παρακολούθηση ταινιών πορνό στο ιντερνετ ( πρέπει να ειχε δει μερικές χιλιάδες) και την επίσκεψη στους οίκους ανοχής όπου και κατέθετε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που έβγαζε από τις δουλειές της οργάνωσης. Ωστόσο οι γνωριμίες του με τα Αλβανικά κυκλώματα διακίνησης είχαν αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμες στην οργάνωση. Ακόμα μια μικρή λεπτομέρεια που πρόσεξε αμέσως ο Ανέστης: τα παντελόνια των δυο ανδρών που συνόδευαν τον Venom φούσκωναν χαρακτηριστικά στην μέση σημάδι σίγουρο πως κάποιο κουμπούρι διέθεταν και αυτοί Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του Ανέστη μέσα στον πανικό του ήταν να βουτήξει, και ύστερα να κολυμπήσει μακριά, να σωθεί. Αλλά πόσο μακριά θα πήγαινε κολυμπώντας; Μόλις έβγαζε το κεφάλι του για αέρα θα του έριχναν. Την απέρριψε αμέσως αυτή την σκέψη κι έμεινε καρφωμένος στην θέση του μέσα στο νερό κρατώντας στα χέρια του το χταπόδι. Η Νατάσα όμως που ήταν;
– Βγες έξω αμέσως, διέταξε ο Venom με την χαρακτηριστική φωνή του.
– Που ειναι η Νατάσα; τι την κάνατε;
Ο Venom κοίταξες τον Σαραντογλου με την άκρη του ματιού του. Εκείνος είπε ειρωνικά:
– Βγες έξω και μην σε νοιάζει για αυτή. Σου είπα και άλλοτε στην Αθήνα μην μπλέκεις με πουτάνες. Δεν μ άκουσες…
Τι σήμαινε αυτό; Τα πόδια του Ανέστη άρχισαν να τρέμουν. Τον είχε άραγε προδώσει η Νατάσα; η γυναίκα που για χάρη της είχε εμπλακεί σε αυτήν την περιπέτεια; Άραγε τώρα θα μπορούσε να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της οργάνωσης ; Κοίταξε τον Venom παρακλητικά.
– Θα στα γυρίσω όλα Θανάση. Ότι σου έκλεψα. Έχω ακόμα αρκετά από τα λεφτά. Και ακόμα υπόσχομαι να δουλέψω για σένα δωρεάν μέχρι να σε ξεπληρώσω.
– Βγες έξω, πρόσταξε ψυχρά ο Venom σημαδεύοντας τον σταθερά με το όπλο.
O Aνέστης υπάκουσε, μην έχοντας άλλη επιλογή και με πόδια που έτρεμαν βγήκε από το νερό και στάθηκε αντίκρυ στους τρεις άντρες και το όπλο που τον σημάδευε. Που ήταν η Νατάσα;
Ο Venom κυρίαρχος του παιχνιδιού συνέχισε τις διαταγές με την περίεργη σαν κρώξιμο πουλιού φωνή του.
-Εξαφανίσου να φέρεις τα λεφτά, είπε και γυρίζοντας; στον Αλβανό, πρόσθεσε: Τράβα μαζί του και πρόσεχε τον μην κάνει μαλακία. Αν πάει να φύγει ρίχτου.
Ο Αλβανός έβγαλε το δικό του σιδερικό και κουνώντας το έγνεψε στον Ανέστη να προπορευτεί. Εκείνος σαν καταδικασμένος που οδηγείται στην αγχόνη τράβηξε μπροστά τον δρομάκο μέχρι το ξενοδοχείο που αποτελείτο από μικρά μπανγκαλόου.
– Αν βγάλεις άχνα σου έριξα αμέσως, είπε ο Αλβανός.
Στα μισά της διαδρομής συνάντησαν ένα ζευγάρι Γερμανών τουριστών. Ο Ανέστης τους χαμογέλασε βεβιασμένα. Ο Αλβανός μόλις που πρόλαβε να κρύψει το όπλο. Οι Γερμανοί- άνθρωποι ηλικιωμένοι – δεν αντιλήφθηκαν τίποτα Άλλωστε δύσκολα κανείς θα μπορούσε να υποψιαστεί το δράμα που παιζόταν σε αυτό το απομονωμένο μέρος σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο, το έγκλημα σε αυτό το μικρό νησί ήταν τόσο σπάνιο όσο και το χιόνι στην Σαχάρα.
Φοβισμένος ο Ανέστης άνοιξε την πόρτα του μπαγκαλόουζ του και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Νατάσα ετοίμαζε τις βαλίτσες της σιγο μουρμουρίζοντας έναν σκοπό. Έδειχνε αρκετά ευδιάθετη.
– Φεύγεις; ρώτησε ο Ανέστης, ενώ ο Αλβανός τον έσπρωχνε μέσα κι έκλεινε βιαστικά πίσω του την πόρτα.
Η Νατάσα γύρισε και τον κοίταξε με έναν τρόπο που δεν φανέρωνε καμιά έκπληξη για την παρουσία ενός άγνωστου οπλισμένου άνδρα στο δωμάτιο.
– Πίστεψες ότι θα έμενα για πάντα μαζί σου εδώ στην ερημιά που με έφερες;
Μην πιστεύοντας σε αυτά που άκουγαν τα αυτιά του ο Ανέστης κούνησε απότομα το κεφάλι του δεξιά και αριστερά σαν κάποιος που προσπαθεί να αποδιώξει ένα κακό όραμα..
– Μα μαζί σχεδιάσαμε τούτες τις διακοπές, τράυλισε. Την ίδια μέρα που σου πηρα το ρολόι τα κανονίσαμε.
Γύρισε και τον κοίταξε ειρωνικά. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες θυμού. Ποτέ δεν την είχε δει τόσο όμορφη ο Ανέστης. Ποτέ δεν του είχε φανεί τόσο επιθυμητή όσο τώρα, την στιγμή που η προδοσία της ξετυλιγόταν ολοκάθαρα μπροστά στα μάτια του. Του χαμογέλασε φαρμακερά.
-Τίποτα δεν κρατάει για πάντα, μωρό μου,
Και τότε με μιας τα κατάλαβε όλα. Πόσο ηλίθιος είχε σταθεί;
– Πουτάνα, ούρλιαξε ο Ανέστης και με ένα σάλτο την άρπαξε από τον λαιμό και άρχισε να την σφίγγει με όλη την δύναμη των μπράτσων του. Εκείνη κάτω από το βάρος του δυνατού του κορμιού υποχώρησε και σωριάστηκε στο κρεβάτι. με εκείνον πάντοτε από πάνω της να την σφίγγει ανελέητα. Τα μάτια της είχαν ήδη πεταχτεί από τις κόχες του και το πρόσωπο της είχε αρχίσει να μελανιάζει καθώς χτυπιόταν ολόκληρη προσπαθώντας να ξεφύγει από την θανάσιμη λαβή του Ανέστη. Ο Αλβανός παρακολουθούσε ακίνητος με ένα μορφασμό που έμοιαζε με χαμόγελο χαραγμένο στο σκληρό του στόμα.
Τα χέρια της Νατάσας με μια τελευταία ικμάδα δύναμης αναζήτησαν κάτι βαρύ στο διπλανό κομοδίνο και βρήκαν ένα μεγάλο ατσαλιού ψαλίδι από αυτά που χρησιμοποιούν οι μοδίστρες.. Με μια τελευταία αναλαμπή της ζωτικής της δύναμης η γυναίκα κάρφωσε το φονικό αυτό εργαλείο στην κοιλιά του πρώην εραστή της. Εκείνος στιγμιαία χαλάρωσε την λαβή. Η γυναίκα άδραξε την ευκαιρία για να επαναλάβει το θανάσιμο χτύπημα με μεγαλύτερη σφοδρότητα αυτή την φορά. Το αίμα του Ανέστη έρεε σαν χείμαρρος από την ανοιγμένη του κοιλιά. Αντί όμως να χάσει τις αισθήσεις του και να απελευθερωθεί η Νατάσα από την λαβή του, ο Ανέστης μάνιασε ακόμα περισσότερο από τον πόνο του χτυπήματος και έσφιξε τον λαιμό της γυναίκας πατώντας την ταυτόχρονα στο στήθος με το γόνατο του. Αυτό ήταν το τέλος. Το μεγάλο ψαλίδι γλίστρησε από το χέρι της Νατάσας. Τα πόδια της τινάχτηκαν κανά δυο φορές ακόμα και ύστερα κάθε κίνηση σταμάτησε και το κεφάλι της έγειρε άψυχο στο πλάι. Ο Ανέστης σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Έπιασε την κοιλιά του προσπαθώντας να συγκρατήσει την αιμορραγία κι έριξε μια αδιάφορη ματιά στο έργο του, στον φονο που μόλις είχε διαπράξει. Μέχρι πριν λίγο η Νατάσα ήταν ένα νέο πανέμορφο πλάσμα όλο ζωντάνια και όνειρα που θα πραγματοποιούσαν μαζί αλλά τώρα το επιθυμητό κορμί της κοιτόταν άχαρα σαν σπασμένη μαριονέτα και το πρόσωπό της είχε γίνει μια άσχημη, μπλαβιά μάσκα με την γλώσσα κρεμασμένη έξω. Της άξιζε, σκέφτηκε προσπαθώντας να πάρει ανάσα, Ήταν προδότρια. Κατόπιν έκανε προσπάθεια να στραφεί προς τον Αλβανό αλλά δεν πρόλαβε. Σωριάστηκε στο πάτωμα του μικρού δωματίου κι έμεινε εκεί. Ο Αλβανός πλησίασε και κλώτσησε τον Ανέστη στα πλευρά. Με έκπληξη διαπίστωσε πως δεν σάλευε.
– Τι έγινε εδώ;
Ο Αλβανός στράφηκε προς την πόρτα. Ο Venom και ο Σαράντογλου είχαν μόλις μπει και κοιτούσαν τα δυο πεσμένα κορμιά με μάτια ψυχρά.
– Σκοτώθηκαν μεταξύ τους.
-Πως έγινε;
– Αυτός, είπε δείχνοντας τον Ανέστη της χύμηξε να την πνίξει και αυτή του κατάφερε δυο τρεις γερές με το ψαλίδι..
Τα μάτια του Venom στράφηκαν προς τα δυο πεσμένα κορμιά. Ένας μορφασμός που μπορεί να σήμαινε και αηδία σχηματίστηκε στην έτσι κι αλλιώς αποκρουστική μορφή του. Πλησίασε. Για την γυναίκα δεν υπήρχε αμφιβολία. Για τον άλλον όμως; Έσκυψε και έβαλε το χέρι του στον λαιμό του αναζητώντας σφυγμό. Μάταια όμως.
– Νεκρός γύρισε και ανακοίνωσε στους άλλους που τον κοιτούσαν . Τιμωρήθηκαν μόνοι τους. Και πρόσθεσε κοιτώντας τον Αλβανό: Μάζεψε οτι λεφτά βρεις και φύγαμε. Τους αφήνουμε εδώ όπως είναι.
Με γοργές κινήσεις ο Αλβανός έψαξε το διαμέρισμα και πήρε ότι βρήκε, κάπου πέντε χιλιάδες ευρώ ακόμα. Κατόπιν οι τρεις άντρες με πρωτοδώ τον Venom έκαναν μεταβολή. Πριν περάσει το κατώφλι του μπανγκαλόου ο Σαράντογλου ο παλιός νταλικέρης και νυν αφεντικό του LIDO, ο άνθρωπος που είχε βρει και φέρει την Νατάσα από την Μολδαβία, έστρεψε το βλέμμα του προς τον πεσμένο άντρα.
– Σε είχα προειδοποιήσει, είπε. Μην μπλέκεις με πουτάνες. Δεν με άκουσες…