/Συνέντευξη του Χρήστου Μαρκογιαννάκη στο CulturePoint.gr

Συνέντευξη του Χρήστου Μαρκογιαννάκη στο CulturePoint.gr

Συνέντευξη του συγγραφέα Χρήστου Μαρκογιαννάκη στον συνεργάτη μας, Νίκο Ναούμη

Συνήθως, ένας συγγραφέας, ξεκινάει το εκδοτικό ταξίδι των έργων του, από την χώρα που γεννήθηκε και αν τα καταφέρει να μπει στις καρδιές του αναγνωστικού κοινού, ανοίγει τα φτερά του και στο εξωτερικό.

Στην περίπτωση όμως του φιλοξενούμενου μας σήμερα στο CulturePoint, συμβαίνει εντελώς το αντίθετο. Έχει συστηθεί ως συγγραφέας στο εξωτερικό και αφού καταξιώθηκε εκεί, εμφανίζεται και στην πατρίδα του!

Ο λόγος, για τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη, έναν συγγραφέα του οποίου η εμφάνιση με το πρώτο μυθιστόρημα στην Ελλάδα, αφήνει υποσχέσεις για μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία.

Το βιβλίο του «Μυθιστόρημα με κλειδί», έχει ήδη κερδίσει κριτικούς και αναγνώστες. Σίγουρα, αυτό δεν είναι τυχαίο…

Απόλαυσα ιδιαίτερα τη κουβέντα μου μαζί του. Άνετος, ευγενής, με χιούμορ και θετική ενέργεια, κάνει τον συνομιλητή του να αισθάνεται όμορφα και να βλέπει τα πράγματα λίγο πιο αισιόδοξα.

Λοιπόν, αρκετά είπα, ώρα να τον γνωρίσετε κι εσείς… 

 

Αγαπητέ Χρήστο, 

ευχαριστώ πολύ για την αποδοχή της πρόσκλησης μου για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Δεν σου κρύβω, ότι παρακολουθώντας την πορεία σου, ήθελα να σε γνωρίσω. Επειδή φαντάζομαι θα το ήθελαν κι άλλοι, θα ήθελα να μας συστηθείς και να μας πεις λίγα λόγια για εσένα.

Καλησπέρα Νίκο, εγώ σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση να τα πούμε. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου κι επέστρεψα μετά το πέρας των σπουδών μου στη Νομική Αθηνών και το μεταπτυχιακό μου στην Εγκληματολογία στο Πάντειο. Ξεκίνησα να δουλεύω σαν δικηγόρος στην Κρήτη, και κάπου γύρω στα 30 μου, αποφάσισα να αλλάξω ζωή, οπότε και με αφορμή ένα διδακτορικό έφυγα στο Παρίσι. Πέρασαν 10 χρόνια έκτοτε, το διδακτορικό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά ξεκίνησα να γράφω και να δημοσιεύω στη Γαλλία αστυνομική λογοτεχνία και δοκιμιακά κείμενα πάνω στην αισθητική του εγκλήματος. 

Μίλα μας λίγο για το Παρίσι. Πως προέκυψε και πόση αλήθεια άραγε κρύβεται πίσω από την φράση που το συνοδεύει ως «η πόλη του φωτός».

Ο χαρακτηρισμός Πόλη του Φωτός είναι κυριολεκτικός—ιστορικά—αλλά και μεταφορικός. Επί βασιλείας του o Λουδοβίκος ο 14ος προκειμένου να μειωθεί η εγκληματικότητα, δημιούργησε το πρώτο σώμα αστυνομίας, με επικεφαλής τον de la Reynie. Ένα από τα μέτρα  που υιοθετήθηκαν ήταν η τοποθέτηση φανών σε κάθε δρόμο της πόλης, προκειμένου να μην αφήνει περιθώρια σε εγκληματίες να κρύβονται στο σκοτάδι. (Ανοίγω μια παρένθεση για να πω πως είτε από σύμπτωση είτε από συμπαντική συγκυρία μένω στην οδό de la Reynie, και γράφω αστυνομικά!) Αυτός ιστορικά και κυριολεκτικά είναι ο λόγος όπου πρωτοαποκαλέσθηκε το Παρίσι Ville Lumière

Πιο σημαντική όμως είναι η μεταφορική χροιά του χαρακτηρισμού: ο Διαφωτισμός του 18ου αιώνα, αλλά και η καλλιτεχνική δημιουργία, η επιστημονική εξέλιξη που έγιναν συνώνυμα με το Παρίσι, κάνοντάς το κέντρο των Τεχνών, των Γραμμάτων και των Επιστημών στη συνέχεια. Την ηχώ αυτών των περιόδων και το δημιουργικό – παραγωγικό φως τα αντιλαμβάνεται και τα ζει ο κάτοικος ή ο επισκέπτης της πόλης ακόμα και σήμερα. 

Είναι δύσκολη η ζωή ενός Έλληνα στο εξωτερικό και ειδικά ενός ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τα γράμματα και τις τέχνες γενικότερα;

Κάθε μεγάλη αλλαγή έρχεται με δυσκολίες αλλά και με υποσχέσεις. Δεν μιλούσα τη γλώσσα, ήμουν άγνωστος μεταξύ αγνώστων, έπρεπε να βρω μια δουλειά και παράλληλα να κάνω την έρευνα για το διδακτορικό. Όλα αυτά σε μια εποχή—το 2011—οπότε και η επικαιρότητα της Ελλάδος δεν ήταν θετική, φέρνοντάς με αντιμέτωπο και με μια καχυποψία (σε μια χώρα ωστόσο παραδοσιακά φιλελληνική). Με τον καιρό και με επιμονή, παρά τις πολλές αναποδιές τα πράγματα βελτιώθηκαν. Πλέον αισθάνομαι εδώ σαν στο σπίτι μου.

Το Παρίσι, η Γαλλία, γενικότερα αγκαλιάζουν τη δημιουργία. Αγαπούν τη λογοτεχνία, τις τέχνες, δείχνουν ενδιαφέρον και δίνουν ευκαιρίες σε νέα πρόσωπα. Ως προς το πρακτικό κομμάτι δε, ένας συγγραφέας μπορεί στη Γαλλία να ζήσει από το πάθος του.

Πως προέκυψε η συγγραφή στη ζωή σου; Ήταν η ανάγκη, η επιθυμία ή κάτι άλλο που σε έσπρωξε στην αλλαγή της επαγγελματικής σου πορείας;   

Η συγγραφή προέκυψε οργανικά. Άλλωστε απ’ τη σύνταξη δικογράφων ή την αγόρευση σε ακροατήριο ή συγγραφή μυθιστορήματος δεν απέχει και τόσο: Εισαγωγή, Κύριο Σώμα, Συμπεράσματα, σε μια προσπάθεια να πείσεις το κοινό σου (αναγνώστες στη μία περίπτωση, δικαστές/ ενόρκους στην άλλη). Το μόνο που αλλάζει είναι η έκταση και η φαντασία (αν και συχνά η ζωή ξεπερνά τη μυθοπλασία). 

Αυτό που μου έλειπε στην Ελλάδα για να γράψω ήταν ο χρόνος, τον οποίο βρήκα στο Παρίσι. Κι όταν το πρώτο βιβλίο μου στη Γαλλία «Σκηνικά Εγκλήματος στο Λούβρο» (Scènes de Crime au Louvre) κυκλοφόρησε, απέσπασε το εθνικό βραβείο λογοτεχνικού δοκιμίου και πήγε πολύ καλά εμπορικά, αποφάσισα να κάνω ένα τρελό βήμα και να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη συγγραφή. Παρά τις δυσκολίες, τον τελείως διαφορετικό ρυθμό και τρόπο ζωής, δεν το έχω μετανιώσει. 

Πως κυλάει ένα τυπικό 24ωρο ενός επαγγελματία συγγραφέα στο Παρίσι; Προλαβαίνεις να διαβάζεις τα έργα συναδέλφων σου και ποιο πιστεύεις είναι το επίπεδο των Ελλήνων συγγραφέων στις μέρες μας;

Δεν μπορώ να μιλήσω για άλλους συγγραφείς, μιας και ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο, ωράρια, τελετουργικά. Εγώ περνάω 8 με 10 ώρες την ημέρα μπροστά στον υπολογιστή κάνοντας έρευνα ή γράφοντας, διορθώνοντας, μεταφράζοντας. Κι έπειτα το απόγευμα βλέπω φίλους, κάνω καμιά βόλτα να καθαρίσει το μυαλό για την επόμενη ημέρα. Προ πανδημίας σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο το πέρναγα σε φεστιβάλ βιβλίου, ανακαλύπτοντας τη Γαλλία. Ελπίζω σύντομα να επανέλθω σ’ αυτούς τους ρυθμούς. 

Συνεχίζω να είμαι φανατικός αναγνώστης (ποιος συγγραφέας δεν είναι, άλλωστε;), προσπαθώντας να διαβάζω τουλάχιστον 1 με 2 βιβλία ανά βδομάδα, κυρίως ιστορικά μυθιστορήματα, βιογραφίες, ιστορία τέχνης, true-crime και φυσικά αστυνομική λογοτεχνία. 

Όπως σε όλες τις χώρες, έτσι και στην Ελλάδα υπάρχουν εξαιρετικοί συγγραφείς τους οποίους αξίζει να ανακαλύψει το διεθνές αναγνωστικό κοινό. Θα τους προέτρεπα λοιπόν ν’ ανακαλύψουν τη νέα πλατφόρμα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού GreekLit που αναλαμβάνει τα έξοδα μετάφρασης για προώθηση σε διεθνείς αγορές.  

Αν και έχεις διαγράψει ήδη μια πορεία στα εκδοτικά γεγονότα της Γαλλίας, το μυθιστόρημα σου με …κλειδί, είναι το πρώτο έργο που κυκλοφόρησε με την υπογραφή σου στην πατρίδα. Γιατί συνέβη αυτό; Ήταν επιλογή σου ή υπήρξαν συγκυρίες που δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο;

Υπάρχει μια παροιμία που λέει «όποιος καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι»! (γέλια) Είχα κάποιες αρνητικές εμπειρίες, κι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα κυκλοφορήσω βιβλίο στην Ελλάδα αν δεν βρω κάποιον εκδοτικό οίκο που θα με κάνει να αισθάνομαι σιγουριά, που θα πιστέψει σ’ εμένα, θα με αντιμετωπίσει με τον τρόπο που οι γαλλικοί εκδοτικοί οίκοι αντιμετωπίζουν τους συγγραφείς τους, θα μου αφήνει δημιουργική ελευθερία, αλλά παράλληλα θα με καθοδηγεί στα πρακτικά. Κι έτσι προέκυψε η συνεργασία μου με τον ΜΙΝΩΑ, την οποία ξεκινήσαμε με το ακυκλοφόρητο στη Γαλλία Μυθιστόρημα με κλειδί και θα συνεχίσουμε με τις προηγούμενες και τις επόμενες περιπέτειες του αστυνόμου Χριστόφορου Μάρκου. Οι συγκυρίες ήταν θετικές, η συνεργασία μου με το ΜΙΝΩΑ άψογη, οι αναγνώστες με υποδέχτηκαν με αγάπη, η επιστροφή λοιπόν του … ασώτου έγινε υπό τις καλύτερες συνθήκες! 

Πες μας λίγα λόγια για το «Μυθιστόρημα με κλειδί». Σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει;

Το Μυθιστόρημα με κλειδί είναι ένα αστυνομικό τύπου whodunit, στο οποίο ψάχνουμε τον δολοφόνο της Αγγλίδας δημοσιογράφου Λούσι Ντέιβις, η ταυτότητα του οποίου αποκαλύπτεται στο τέλος. Όπως σε όλα μου τα βιβλία η αφήγησή μου δεν περιλαμβάνει βία, αλλά επικεντρώνεται στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών, στα κίνητρα, στις αντιδράσεις.  

Ο αστυνόμος Χριστόφορος Μάρκου περνάει τις διακοπές του στη Νήσο, σε ένα ψαρονήσι που έχει γίνει καλοκαιρινός προορισμός του διεθνούς jet-set, όταν κατά τη διάρκεια ενός πάρτι ανακαλύπτεται το πτώμα της Ντέιβις στην αποθήκη της οικοδέσποινας. Το νησί είναι αποκλεισμένο από τον αέρα, κι έτσι κανείς δεν μπορεί να έλθει να τον βοηθήσει με την έρευνα αλλά και κανείς δεν μπορεί να φύγει. Ο Μάρκου έχει λίγες μέρες για να ανακαλύψει με τη βοήθεια ενός δοκίμου τον δράστη, ανάμεσα σ’ επισκέπτες πολλών εθνικοτήτων, πριν πέσει ο άνεμος και καταφέρει να διαφύγει.  

Με τις συνθήκες που επικρατούν, έχεις αλήθεια προγραμματίσει κάποιες παρουσιάσεις του βιβλίου σου στην Ελλάδα;

Περιμένω να δω πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση με την πανδημία προκειμένου να οριστικοποιήσω ή να ακυρώσω σχέδια, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Ελπίζω χάρη στο εμβόλιο να κλείσει σύντομα η κακή αυτή παρένθεση. 

Οι εποχές αλλάζουν και το μέλλον είναι εδώ. Το βιβλίο θα επιβιώσει πιστεύεις και ποια η γνώμη σου για το ηλεκτρονικό βιβλίο; Πιστεύεις ότι θα «καταπιεί» το συμβατικό;

Το βιβλίο έχει αποδειχτεί πολύ σκληρό για να πεθάνει (γέλια), ευτυχώς! Είδαμε μάλιστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας και των συνεχών lockdown πως οι πωλήσεις βιβλίων παγκοσμίως ανέβηκαν. Το ηλεκτρονικό βιβλίο, όπως και το ηχητικό είναι ευπρόσδεκτες πρακτικές λύσεις εναλλακτικής ανάγνωσης (ή «ανάγνωσης» για τα audio-books). Επιτρέπουν την πρόσβαση στη λογοτεχνία σε ομάδες που τη στερούντο ή σε χρόνο όπου η κλασική ανάγνωση δεν θα ήταν δυνατή (σε πολύωρα ταξίδια οδηγώντας αυτοκίνητο επί παραδείγματι). 

Το συμβατικό βιβλίο, θα συνεχίσει να ζει και να βασιλεύει δίπλα στις νέες αυτές μορφές βιβλίου. Μην ξεχνάμε πως το έντυπο βιβλίο είναι αντικείμενο που πιάνοντάς το στα χέρια μας, ανοίγοντάς το, βλέποντας, μυρίζοντας, αγγίζοντας τις σελίδες του μας μεταφέρει όχι μόνο στον κόσμο του συγγραφέα αλλά και σε ένα κόσμο δικό μας, χτισμένο με αισθητικές εμπειρίες κι αναμνήσεις.   

Αργά ή γρήγορα, η πανδημία του κορωνοϊού θα εξαληφθεί. Θα αφήσει θεωρείς σημάδια στο σώμα της ανθρωπότητας;

Κάθε συλλογική τραυματική εμπειρία αφήνει σημάδια, δίνει μαθήματα, δημιουργεί ευκαιρίες και επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή. Και τη λογοτεχνία, φυσικά. 

Ποια γνώμη έχουν στη Γαλλία για τους Έλληνες; Αγαπούν οι Γάλλοι τη χώρα μας και πόσο πιστεύεις ταιριάζουν τα χνώτα μας με τους Γάλλους;

Οι Γάλλοι είναι στο σύνολό τους φιλέλληνες. Το διαπιστώνω συνεχώς, στην αλλαγή τόνου κι έκφρασης όταν στο ελαφρά καχύποπτο «ce petit accent vient d’où?»  (από που είναι η προφορά σας;) απαντάω πως είμαι Έλληνας, στην επιθυμία τους να μοιραστούν τις ίδιες εμπειρίες τους απ’ την Ελλάδα, το ενδιαφέρον για την κατάσταση στη χώρα, την κοινωνία, την ελληνική λογοτεχνία. Πρόσφατα βρέθηκα σε ένα Λύκειο στο Nancy για μια γνωριμία και συζήτηση με μαθητές. Μου έκανε εντύπωση η βαθιά γνώση της μυθολογίας, και οι ερμηνείες τους επ’ αυτών. Η αγάπη αυτή των Γάλλων είναι για μένα και τη δουλειά μου μεγάλη τύχη! 

Τέλος, αφού σε ευχαριστήσω, θα ήθελα να μας περιγράψεις με μια λέξη τον εαυτό σου… 

Αποφασισμένος!