Ο συγγραφέας Αντώνης Χαριστός απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφιρνη την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου “Αγία Οικογένεια”.
- Κυκλοφορεί το νέο σας μυθιστόρημα «Αγία Οικογένεια» από τις εκδόσεις Γράφημα. Τι πραγματεύεται;
Το μυθιστόρημα με τίτλο «Αγία Οικογένεια» περιστρέφεται γύρω από την πράξη τής παιδεραστίας. Μεταφερόμαστε στη Σουηδία τού 1970. Θύμα και θύτης συμπλέκονται με επίκεντρο την καθολική εκκλησία και μια κοινωνία η οποία κατασκευάζει ρόλους και πρότυπα στον δημόσιο χώρο/λόγο, υπονομεύοντας βάναυσα την υποκειμενική διάσταση της βούλησης. Ένας πρωταγωνιστής με τραυματικά βιώματα, σε έναν κύκλο προσώπων ανατροφοδότησης, ασκεί την ίδια σωματική και ψυχική βία τής οποίας υπήρξε δέκτης. Κάθε ενέργεια και σκέψη λαμβάνει χώρα υπό τον μανδύα τής ιδιωτικής ηθικής, ως άμεση συνέπεια των συλλογικών περιορισμών. Το άτομο συνθλίβεται υπό το βάρος τής ευθύνης. Το παρελθόν ετεροπροσδιορίζει το εκάστοτε παρόν, στο οποίο ο πρωταγωνιστής αναζητά λύση διεξόδου. Η απώλεια της προσωπικότητας, ως αυτόνομο πεδίο αναφοράς, ολισθαίνει στην αναπαραγωγή των ίδιων εμπειριών υπό την ιεραρχική θέση εξουσίας, την οποία ο κοινωνικός ρόλος υπαγορεύει. Ο Alfred Johansson, παιδίατρος, αναγνωρισμένος για τα αποτελέσματα της τελευταίας επιστημονικής έρευνας, καλείται να παρέμβει στον δημόσιο λόγο και να στρατευτεί με ιδεολογικούς πυλώνες τής σουηδικής πραγματικότητας, σε νομοθέτημα του κόμματος των Χριστιανοκοινωνιστών, που επιβάλλει τον έλεγχο και τον περιορισμό των αμβλώσεων. Μέσα απ’ το ξεδίπλωμα της προσωπικής του ιστορίας, τα τραύματα του παρελθόντος τον εξωθούν στην αυτοκριτική και την αναζήτηση της αληθινής του ταυτότητας. Βυθισμένος σε ένα πλέγμα διανοητικού, ψυχικού και συναισθηματικού ευνουχισμού, ήδη από τα χρόνια κατά τα οποία υπήρξε οικότροφος σε καθολικό σχολείο, μένει μετέωρος ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση. Αγγίζει τα όρια της ηθικής και καταλήγει να αναπαράγει τις ίδιες μορφές βίας και εξουσιαστικής επιβολής. Η «Αγία Οικογένεια» περιστρέφεται, επί της ουσίας, γύρω από την έννοια της ιδιωτικής και της δημόσιας ηθικής. Το άτομο δεν αντανακλά το περιεχόμενο των δύο επιπέδων διαμόρφωσης του υποκειμενικού και του συλλογικού λόγου. Με άλλα λόγια, ολόκληρο το έργο αρχίζει και ολοκληρώνεται μέσα σε ένα πλέγμα δομών του λόγου και του σώματος. Η θρησκευτική εξουσία, τόσο ως θεσμικός φορέας ιδεολογίας, εντός της σουηδικής κοινωνίας, όσο και ως ερμηνευτική προσέγγιση του δόγματος, αποτελεί μία εκ των πλευρών αυτής της «αλήθειας» των πραγμάτων. Η εκάστοτε «αλήθεια» στο συλλογικό ασυνείδητο εκπροσωπείται από μορφές έκφρασης και ειδολογικής αναφοράς δίχως να υπεισέρχεται σε μία μονοδιάστατη σχέση εξουσίας με ιεραρχικά προσδιορισμένες ταυτότητες. Δηλαδή, δεν επρόκειτο για μία καθετοποιημένη σχέση θύτη-θύματος, αλλά για μία ολοκληρωτική σύνδεση των ατόμων στην ίδια νόρμα αναπαραγωγής των συνθηκών παραβίασης των όρων ηθικής διαπαιδαγώγησης. Υπεύθυνοι για την εξέλιξη πορείας των γεγονότων είναι συνολικά οι πρωταγωνιστές, ανεξαρτήτου κοινωνικής αφετηρίας. Όλοι συμβάλλουν στη δομική αναπαράσταση του συστήματος αξιών, στο πλαίσιο του οποίου συμπεριλαμβάνεται η έννοια του εγκλήματος ως παρέκκλιση.
- Πώς θα χαρακτηρίζατε τους ήρωες σας. Ποια είναι τα κίνητρα και οι στόχοι τους;
Κατά κύριο λόγο ο πρωταγωνιστής του έργου (και συνακόλουθα και σχεδόν κυκλωτικά τα συμβαλλόμενα μέλη τής κοινότητας) εκπροσωπεί την έννοια και την πραγμάτωση του όρου «κατασκευή». Είναι η ομοιόμορφη αντανάκλαση των κοινωνικών συσχετικών δύναμης, όπως επιβάλλεται (η τελευταία) από τις οικονομικές δομές εξουσίας. Επεξηγώ τη θέση μου: Ο ήρωάς μας έχει ενταχθεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον εκ των προτέρων προσδιορισμένο. Δέχεται και υιοθετεί συγκεκριμένες νόρμες συλλογικής ταυτότητας και μέσα από αυτές προσδίδει περιεχόμενο στην ατομικότητά του. Είναι αδύνατο να υπερβεί το ασφυκτικό πλαίσιο που το σύνολο ορίζει. Διαρκώς ετεροπροσδιορίζεται και καλείται να νομιμοποιήσει την αφετηριακή του υπόσταση μέσα από την επιβεβαίωση της καθολικότητας των όρων επανάληψης της καθημερινότητας. Λειτουργεί ως προέκταση και συνάμα μεγεθύνει τα όρια αποδοχής τού κοινωνικού συνόλου, προκειμένου να ισορροπήσει την ατομική εμπειρία με την ταυτόχρονη διασφάλιση αναγνώρισης στο κοινωνικό σύνολο. Είναι, δηλαδή, ο ετεροπροσδιορισμός συνειδητός ως ελεγχόμενο πεδίο προσωπικής επιβίωσης. Η εμπειρία τής ζωής, μέσα από τις πολλαπλές αντηχήσεις επιβολής εξουσιαστικών σχέσεων στο πρόσωπό του, αντανακλά τις αισθητικές, νομικές και ηθικές προωθήσεις ενός συστήματος αξιών του οποίου η αναγνώριση θεωρείται εκ των προτέρων επιβεβλημένη για την ατομική διατήρηση στην επιφάνεια των πραγμάτων.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα, ο αναγνώστης;
Θα βιώσει μία εσωτερικευμένη μορφή αβυσσαλέας σύγκρουσης. Θα κληθεί να αναμετρηθεί με τις ιδιότητες, τις ηθικές νόρμες, τις συγκλήσεις και τις αποκλίσεις του κοινωνικού συνόλου στη δική του καθημερινότητα. Είναι έργο βαθιά ψυχαναλυτικό, με έντονες τις ψυχογραφικές περιγραφές της κεκαλυμμένης βίας των δομών εξουσίας. Αυτές ακριβώς θα ανακαλύψει με τρόπο εκκωφαντικά ρεαλιστικό και άμεσο. Οι σκηνές τής καθημερινής αποκτήνωσης δεν αφορούν μία συγκεκριμένη πράξη με τελικό σκοπό την πρόκληση του αναγνώστη. Αντίθετα, στοχεύουν στην εμβάθυνση των αιτιών που οδηγούν σε μία ενέργεια και, παράλληλα, αναδεικνύουν το κοινωνικό υπόβαθρο του αποτελέσματος. Επρόκειτο για σύμπλεγμα διαφορετικών αιτιακών αναφορών οι οποίες, ωστόσο, εδράζονται στις δομές οικονομικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης στάθμης εξέλιξης. Είναι οι τελευταίες που ορίζουν το περιεχόμενο των κοινωνικών ρόλων και ιδιοτήτων, διαμορφώνοντας τεχνητές ανάγκες και ειδικές ζώνες «αυτογνωσίας» για το εκάστοτε μέλος τής συλλογικής ζωής. Από αυτό το πλέγμα προκαθορισμένων περιθωρίων πράξης είναι αδύνατο το υποκείμενο να αναγνώσει την ιστορική εξέλιξη έξω από το πλαίσιο της καθορισμένης πραγματικότητας που του ορίζουν ως αυθεντικό πεδίο δράσης. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης καλείται να διαπιστώσει το ολικό αδιέξοδο του ανθρώπινου πολιτισμού στο οποίο συμμετέχει και ο ίδιος ως αναπόσπαστο γρανάζι ατομικής και συλλογικής εκμηδένισης.
- Μέσα από το βιβλίο σας αναδεικνύεται η βαναυσότητα της εξουσίας, πέρα και πάνω από ιδεολογήματα, σε μια δύσκολη ιστορική περίοδο. Υπάρχουν ψήγματα ομοιότητας με σημερινές καταστάσεις και ποια είναι τελικά η απάντηση στον φανατισμό;
Η εξουσία γεννιέται με τον πολιτισμό. Δεν αποτελεί μονοπώλιο ενός συγκεκριμένου επιπέδου οικονομικής εξέλιξης, αλλά συστατικό και συνθετικό στοιχείο της οργανωμένης κοινωνίας, ως προέκταση της ιδιοκτησίας. Η τελευταία ορίζεται ως η αρχή τής συλλογικής ζωής στο πλαίσιο κατασκευής ενός ολοκληρωτικού οπλοστασίου νομικής, ηθικής και αισθητικής διαπαιδαγώγησης. Δεν αποτελεί, επομένως, μία δοσμένη οπτική νομικής καταγραφής και αποτύπωσης, αλλά συνδιαμορφώνει το πλέγμα πολλαπλών κοινωνικών ρόλων και ιδιοτήτων, κάθε μία εκ των οποίων, με τη σειρά της, συγκροτεί αυτόνομα πεδία άσκησης εξουσίας υπό την επιρροή τής αισθητικής τού ανήκειν. Είναι εξαιρετικά οδυνηρό για τον άνθρωπο η υποχρέωση να ανήκει κάθε στιγμή τής ζωής του, τής καθημερινότητάς του, σε ταυτότητες έξω από τον ίδιο και εκ των προτέρων κατασκευασμένες, προκειμένου να υπηρετηθούν στόχοι και σκοποί που δεν σχετίζονται με τις δικές του επιθυμίες (τις οποίες ποτέ εν τέλει δεν γνωρίζει). Επί της ουσίας, ο άνθρωπος καλείται να αναπαράγει ένα σύστημα αξιών δίχως να συνειδητοποιεί ούτε το περιεχόμενο ούτε την ταυτότητά του. Παραμένει εγκλωβισμένος στην όψιμη αξία τής αισθητικής τού ανήκειν, μέσα από την πολλαπλότητα των εικόνων/ρόλων τις οποίες υιοθετεί και μέσα από τις οποίες, αν και ετεροπροσδιορίζεται, πιστεύει ότι διαχειρίζεται αυτοβούλως. Είναι τρομακτική η εκμηδένιση του υποκειμένου. Η εξουσία, επομένως, δεν είναι ζήτημα φανατισμού, αλλά των ιδιοκτησιακών δομών τής οικονομικής διάρθρωσης, όπως έχουν εξελιχθεί ήδη από τις πρωτόγονες κοινωνίες. Δεν υπάρχει δυνατότητα υπέρβασης αυτής της κατάστασης πραγμάτων. Ο εγκλωβισμός και ο ταυτόχρονος ακρωτηριασμός, που υφίσταται κάθε λεπτό τής ζωής του το δρων υποκείμενο, έχουν απόλυτο χαρακτήρα. Η κορύφωση αυτής της εξέλιξης ολικής αδυναμίας διεξόδου επιβεβαιώθηκε μέσα από τις επαναστάσεις του 18ου, του 19ου και, κυρίως, του 20ου αιώνα. Αναπαραγωγή των ίδιων δομών εξουσίας με νέα μορφή. Η αποκτήνωση του ανθρώπινου είδους δεν θα πάψει να αποτελεί κυρίαρχο μοτίβο στις ανθρώπινες σχέσεις κοινωνικής οργάνωσης εάν δεν καταργηθεί, ως λέξη, ως περιεχόμενο και ως ταυτότητα, η ιδιοκτησία.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Πιστέψτε με, δεν είχα πρόθεση να ασχοληθώ ούτε με τη λογοτεχνία γενικότερα, ούτε με τη συγγραφή ειδικότερα. Ήδη από τα γυμνασιακά μου χρόνια, χάρη σε μία εμπνευσμένη καθηγήτρια, την οποία ευγνωμονώ μέχρι σήμερα, ασχολήθηκα συστηματικά με ζητήματα φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας. Το θέμα τής ηθικής, οι κοινωνικοί κανόνες αναπαραγωγής, οι ιδιότητες και οι ρόλοι, ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονται τα αξιακά συστήματα, οι μέθοδοι καθυπόταξης της γνώσης, οι οικονομικοί παράγοντες καθορισμού τής αισθητικής τού δικαίου κ.α. αποτελούσαν μόνιμη ενασχόληση. Η λογοτεχνία αποτέλεσε για εμένα την αντι-πρόταση, τον αντίλογο στο σύνολο της γνώσης. Επηρεασμένος από τους Ρώσους πεζογράφους τού 19ου και αρχών τού 20ου αιώνα, θεώρησα ως κατάλληλο πεδίο αναφοράς για μία ανατομία των αιτιών τής κοινωνικής παρακμής. Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε αυτό του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, αποτελεί το χειρουργικό νυστέρι μέσα από το οποίο επιχειρούμε αφενός να κατανοήσουμε τους όρους λειτουργίας του πολιτισμού και τους τρόπους συσσώρευσης της γνώσης και αφετέρου να διαμορφώσουμε τη νέα πρόταση, το νέο λόγο στον αναγνώστη, αναμένοντας από τον τελευταίο να αναλάβει πρωτοβουλία. Επομένως, η συγγραφή δεν αποτελεί μία διαδικασία έκφρασης, αλλά στοχευμένη, στρατευμένη για την ακρίβεια, αντίληψη της πραγματικότητας και μεθοδολογικά προσδιορισμένη στην απόπειρα αναδιάταξης των συνθετικών της υλικών. Το ερέθισμα αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί η επιθυμία για γνώση.
- Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία ενός βιβλίου;
Η έμπνευση αποτελεί τον σπόρο γύρω από τον οποίο θα εξελιχθεί το έργο. Λειτουργεί ως την πρώτη πράξη ενός συνθετικού δράματος. Διότι κάθε έργο συσπειρώνει γύρω του στοιχεία δραματικής εξέλιξης και πλοκής, ακόμη και το πλέον αισιόδοξο. Ωστόσο, η ιδέα δεν είναι αρκετή από μόνη της να ορίσει το περιεχόμενο του έργου. Σε αυτό το κομβικό σημείο παρεμβαίνει η τέχνη τού ποιητή/πεζογράφου και μορφοποιεί την ιδέα σε εκτενή ανάλυση και λεπτομερή καταγραφή στοιχείων, προσώπων, χαρακτήρων, γεγονότων. Η μυθοπλασία ή ο ποιητικός λόγος ενισχύονται μέσα από την ποιοτική αναβάθμιση της ιδέας σε πρόταση, σε λόγο και σε εικόνα. Αυτή είναι και η βασική παράμετρος του καλλιτέχνη/δημιουργού. Μετατρέπει την αφορμή σε αιτία μίας πράξης (ή πολλαπλών πράξεων), ώστε να αποκτήσει η εικόνα ταυτότητα και περιεχόμενο. Επομένως, η λογοτεχνία είναι το αποτέλεσμα συστηματικής εργασίας και ενασχόλησης, όχι της έμπνευσης.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Η ψηφιακή εποχή δεν αφορά την υλική υποδομή επέκτασης των ορίων τής επικοινωνίας και τής έκφρασης, αλλά το πεδίο ελέγχου της γνώσης και την επιβολή νέων μορφών έκτασης της μεσολάβησης ανάμεσα στον δημιουργό και τον δέκτη. Το βιβλίο, πέραν της αισθητικής αξίας, αποτελεί μέσο προβολής, προώθησης και τεκμηρίωσης σειράς αξιακών δεδομένων στην καθημερινή επικοινωνία. Τεκμηρίωσης ιδεών, αντιλήψεων, αλλά, κυρίαρχα, του κεντρικού συλλογικού αφηγήματος. Όπως κάθε αφήγημα, με τον ίδιο τρόπο γύρω από το βιβλίο συγκροτήθηκε και η βιομηχανία αυτού, με καθαρά ιεραρχημένες εμπορικές δομές και ιδιοκτησιακές προσλήψεις. Δεν αναφέρομαι στη σχέση συγγραφέα-αναγνώστη, αλλά στη θέση που το βιβλίο κατέχει στην οικονομική αλυσίδα κοινωνικών ρόλων και ιδιοτήτων. Με άλλα λόγια, το βιβλίο και οι περιστρεφόμενες γύρω από αυτό εμπορικές, οικονομικές και συλλογικές ταυτότητες, αποτέλεσε δομή εξουσίας, με περιορισμένο, ωστόσο, πεδίο αναφοράς. Η τεχνολογία ήρθε να διαμορφώσει το παράλληλο πεδίο διεύρυνσης των ορίων αυτών, υπονομεύοντας την κριτική αξιολόγηση και την αρχή τεκμηρίωσης θέσεων και πολιτικών, μεταφράζοντας την έκφραση σε εμπορικό δείκτη μαζικοποίησης. Η εξατομίκευση της μάζας των αναγνωστών, μέσα από το βιβλίο, μετατράπηκε σε εξειδίκευση της μάζας των αναγνωστών, μέσα από το διαδίκτυο. Το τελευταίο, δίχως περιορισμούς και στοχεύσεις, έχει καταστεί χώρος «ελεύθερης» (δηλαδή άναρχης) έκφρασης και συμμετοχής (εξ αποστάσεως και υπό την ασφάλεια του πληκτρολογίου), μεταφέροντας την ευθύνη του δημόσιου λόγου στη μαζική εκτόπιση του ατόμου από τον χώρο αυτού. Έχει εγκλωβίσει το άτομο στην παθητικότητα της οθόνης, δημιουργώντας του την αίσθηση της ελευθερίας βούλησης και πράξης. Φυσικά, θα πρέπει να διερωτηθούμε εάν το βιβλίο είχε κατορθώσει να κινητοποιήσει το άτομο, να μορφοποιήσει τη ροπή τής ιστορίας για υπερβάσεις, να καλλιεργήσει την αμφισβήτηση και την ανάγκη για παρέμβαση στο δημόσιο χώρο. Είναι ερώτημα με εξαιρετικά αμφίβολη απάντηση. Επομένως, τόσο η εμπορευματοποίηση του βιβλίου όσο και η ψηφιακή εποχή είναι δύο όψεις του ιδίου συστήματος εξουσιαστικών δομών.
- Ένας μήνας «καραντίνα». Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Εάν έπρεπε να διαλέξω πέντε έργα για συντροφιά αυτά θα ήταν τα εξής: Ανατολικά της Εδέμ (Τζων Στάινμπεκ), Η κυρία με το σκυλάκι (Άντον Τσέχωφ), Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα (Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ), Ο καλός στρατιώτης Σβέικ (Jaroslav Hasek), Η μενεξεδένια πολιτεία (Άγγελος Τερζάκης)
- Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;
Τους εκπροσώπους τής γενιάς τού ’30 στην πεζογραφία, μεταξύ των οποίων: Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη, Στρατή Μυριβήλη, Γιώργο Θεοτοκά και Μ. Καραγάτση
- Θα πρέπει ο συγγραφέας να αρθρώνει λόγο για τις κοινωνικές εξελίξεις ή οφείλει να παραμένει αφοσιωμένος αποκλειστικά στο δημιουργικό του έργο;
Στη δική μου αντίληψη, όσο και σε αυτήν την οποία υπερασπίζεται ο Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης, ο πνευματικός δημιουργός οφείλει να υπηρετεί στρατευμένα την τέχνη του. Αυτό σημαίνει ότι μέσα από το/τα έργο/έργα του περιγράφει, αναλύει, εμβαθύνει, επεξηγεί και κατευθύνει τον αναγνώστη στην αιτιακή σχέση γεγονότων και αποτελεσμάτων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Για τον λόγο αυτόν υποστηρίζω/ουμε ότι ο λογοτέχνης υποχρεούται να κινείται ερευνητικά ταυτόχρονα στα πεδία τής ιστορίας, τής φιλοσοφίας, τής οικονομίας, τής ψυχολογίας, τής φιλολογίας, τής κοινωνιολογίας. Μελετώντας συστηματικά και αναζητώντας τη ρίζα των προβλημάτων που ανά εποχή εμφανίζονται στο προσκήνιο ή επανεμφανίζονται από προγενέστερες περιόδους με νέες μορφές. Επομένως, οποιαδήποτε παρέκκλιση από την πειθαρχημένη, συγκροτημένη, στοχευμένη και στρατευμένη συμμετοχή, αποκλειστικά μέσα από το/τα έργο/έργα του, στον δημόσιο λόγο υπονομεύει τον ρόλο και τη δυναμική του. Η αμεσότητα του να λαμβάνει θέση και να διατρανώνει άποψη για θέματα που επί της ουσίας δεν γνωρίζει, βρίσκεται στον αντίποδα της θέσης του στον άξονα παραγωγή γνώσης-διαφάνεια της γνώσης-διεύρυνση της γνώσης. Ο λογοτέχνης οφείλει, σύμφωνα με τον ρόλο του, να είναι συντεταγμένος παραγωγός μετά από ενδελεχή έρευνα και αξιολόγηση τεκμηρίων και δεδομένων. Η κριτική ανάλυση των δύο αυτών συστατικών στοιχείων είναι απαραίτητη και επιβάλλεται από τις συνθήκες που περιστρέφονται γύρω από τη διαδικασία τής έρευνας. Μέσα από το έργο του και μόνο επιτρέπει τη διαφάνεια των σκοπών τής γνώσης (η τεκμηρίωση της θέσης τού διασφαλίζει την ασφάλεια έκθεσης στη δομή τού λόγου) ώστε αυτή να διευρυνθεί στο πλαίσιο του αναγνωστικού κοινού. Ωστόσο, ο ρόλος του δεν ολοκληρώνεται στο στάδιο της διεύρυνσης, αλλά νωρίτερα σε αυτό της διαφάνειας. Συμπερασματικά, ο λογοτέχνης οφείλει να απαντά στα ερωτήματα της εποχής μέσα από το έργο του όταν αυτό είναι αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας και μελέτης. Οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση στο δημόσιο χώρο είναι δημοσιογραφική και ουδεμία σχέση έχει με τη λογοτεχνία και τον λογοτέχνη, όπως εγώ/εμείς τον ορίζω/ουμε.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Χρειαζόμαστε απλότητα και ηρεμία. ΠοιΌ όνομα θα δώσει κανείς/καθεμιά στις δύο αυτές παραμέτρους εξαρτάται από τις προσωπικές στοχεύσεις και επιθυμίες. Ωστόσο, ο ιδεολογικός μανδύας, είτε του ρεαλισμού είτε του ρομαντισμού, δεν είναι αρκετός για να καλύψει τα τραυματικά κενά που διαπιστώνει ο άνθρωπος στην πορεία εξέλιξης του πολιτισμού. Για να υπάρξει ο τελευταίος έπρεπε να θυσιαστεί η αυτονομία τού υποκειμένου, και να επαναπροσδιοριστεί μέσα από τις ιδιοκτησιακές δομές και τις νόρμες τής οικονομικής αναπαραγωγής.