/Περιάνδρου Αρ. 5, στα χνάρια του ποιητή

Περιάνδρου Αρ. 5, στα χνάρια του ποιητή

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος

Η ποίηση σου ανέγγιχτη

υμνήτρα των αιώνων

βροντά λαλιά ακατάληπτη

σε πλήθος απογόνων !

Ο Νικηφόρος Βυζαντινός για τον Κωστή Παλαμά

Το χω συνήθειο θαρρείς απο αλλού, κάποια απομεσήμερα των παλιότερων εποχών, εποχών που μοιάζουν στην συνείδηση μας, τόσο μακρινές λόγω και των σημερινών συνθηκών, να περιδιαβαίνω όπου μαθαίνω πως έζησαν και περπάτησαν λαμπρές πνευματικές φωνές του παρελθόντος κόσμου. Θα έλεγε κανείς πως έτσι προσμένω αδόκητα μήπως (μα να ναι τέτοια η φαντασία που με ξεγελά) κάποια στιγμή ανοίξει απο το πουθενά μιά πύλη χωροχρονική και συναντήσω σα να ταν ζωντανοί ακόμη, τόσους μα τόσους που η γραφή τους με έχει συναρπάσει, με έχει συγκινήσει, με έχει κάνει να κλάψω απο ευτυχία και πνευματική πλήρωση που είμαι Έλλην και μπορώ να τους διαβάσω, να τους ακούσω και να τους απαντήσω αν χρειάζεται, να σαν μια μασκαράτα φαντασμάτων.

Φαντασμάτων όμως που πέρασαν απο τούτη την γη, τούτα τα χώματα και θαρρείς πως δεν τους άγγιξε ο θάνατος, η λησμονιά, η λήθη του Μαβίλη. Που δεν τους άγγιξε τούτος ο κόσμος ο τραχύς. Ο κόσμος της καθημερινότητας που μας κάνει να ξεχνούμε οτι αξίζει και να θυμόμαστε και να κυνηγούμε ώρες ώρες, οτι δεν αξίζει, δεμένοι όλοι μας πίσω απο κείνο το άρμα το αδιόρατο του υλισμού με αλυσίδες αόρατες, το άρμα εκείνο των ανθρώπινων, των αναγκών του σώματος, της ζήσης καθ όλην την υλική της υπόσταση, που πολλές είναι η αλήθεια οι φορές που μας κάνει να ξεχνάμε πως δεν είμαστε μόνον σώμα – χώμα, μα και ψυχή. Ψυχή που προσπαθεί να ζήσει και τούτη με τα ξεροκόματα που της πετούμε, έτσι απότιστη, αφρόντιστη, μιαρή και ελεινή, κακομεγαλωμένη και καχεκτική σαν παρακόρη, εμπρός στην αδελφή της την ύλη.

Μέσα σε μια διάθεση μεθυστική απο τα αττικά απομεσήμερα τα έμπλεα λαμπρού φωτός, σαν σε όνειρο θολό που βαδίζει αναμεταξύ ρομαντικής διάθεσης και φαντασίας και σκληρής πραγματικότητας, είναι πολλές οι φορές ούτε και γώ θυμάμαι το πόσες, όπου νιώθω την ανάγκη να βρεθώ εκεί, διότι κάτι με τραβά δίχως να το θέλω, εκεί στο παλιό ρημαγμένο σπίτι όπου κάποτε κτυπούσε, πάλλονταν ολάκερη η παλιά Ελλάδα. Η Ελλάδα του ποιητή. Η Ελλάδα του Παλαμά.

Το νιώθω σαν προσκύνημα τούτο τον περίπατο. Τον νιώθω σαν να αντικρίζω με τα μάτια της ψυχής μου, εκείνη την αδιόρατη πομπή όσων υπήρξαν πριν απο μένα και περπάτησαν στα ίδια χνάρια με τον ποιητή, στα χνάρια που και γώ ακολουθώ αθέλητα καιρό κι όλα αυτά τα βήματα όσων πέρασαν και πάνε πια στον κόσμο των σκιών, με οδηγούν σε κείνον τον ναό τον παρατημένο στην τύχη του και στις ορδές του χρόνου. Στον ναό της τέχνης, στο σπίτι της οδού Περιάνδρου αρ.5 στην αρχαία μας γειτονιά της Πλάκας, που παραδίπλα της στέκουν ακόμη (και για πόσους αιώνες ακόμη θα στέκουν), οι στήλες του Ολυμπίου Διός που σήμερα μεν, προσκαίρως μπορεί να ενοχλούνται απο την οχλοβοή των αυτοκινήτων, μα κάποτε γνώρισαν στιγμές απείρου κάλλους, μεγάλες στιγμές για τον άνθρωπο και την ιστορία του επί γης.

Είναι τόση η ενέργεια εκεί. Ενέργεια θετική, παρά την προφανή εγκατάλειψη. Παρά την αδιαφορία μιάς κοινωνίας που αργοπεθαίνει κλεισμένη μέσα στα υπερσύχρονα κλουβιά της και φωτισμένη οχι πια απο το φυσικό αττικό αιώνιο υπέρλαμπρο φώς, αλλά απο τους δυνατούς προβολείς των τεχνητών λαμπτήρων. Κι εκεί μέσα στα κοσμοσυντρίμματα ενός παλιού κόσμου, ενός κόσμου που ζεί παραδίπλα μας αλλά δυστυχώς οχι εντός μας, ξεδιακρίνεις τον ιερό τόπο όπου εκεί εντός του έγραψε, έζησε και έσβησε ο Παλαμάς.

Τι είναι ο Παλαμάς σήμερα ; Τι σημαίνει ο Παλαμάς σήμερα για την ξεδοντιασμένη γραία πόρνη Ρωμιοσύνη που δεν σκέφτηκε να αναδείξει τον τόπο αυτόν σε τόπο προσκυνήματος των πνευματικών ανθρώπων όλων των ηπείρων ; Τι είναι για μας ο Παλαμικός στίχος πέρα απο βουρδουλιά, πέρα απο ένα διαρκές “κατηγορώ” για το κατάντημα μας που θαρρείς το κρύβει ολάκερο μέσα στην αγκαλιά του, αυτή η εικόνα της εγκατάλειψης του σπιτιού του Παλαμά ; Που εκατήντησε να χρησιμοποιείται ως και για δημόσιο ουρητήριο απο κάθε είδους ανθρώπους και φυλές που στο κάτω κάτω της γραφής έχουν και ένα ελαφρυντικό μιάς και δεν γνωρίζουν τίποτα απο όσα εμείς δήθεν γνωρίζουμε και παρά ταύτα σιωπούμε.

Τι σημαίνει ο Παλαμάς για μια ξεθωριασμένη νεοελληνική κοινωνία, που αναλώνεται σε οτι πιο σάπιο μπορεί να βρεί για να γεμίσει την ψυχή της, οτι πιο ποταπό, οτι πιο άθλιο και συνάμα προσποιείται πάντα οτι “δεν γνώριζε”, ενώ γνωρίζει στην εντέλεια κάθε αθλιότητα, κάθε σκουπίδι που της πετούν για να τραφεί, μέσα στον λάκκο των φιδιών που την έχουν πεταμένη που εκεί της είπαν πως θα μπορεί να ζήσει ελεύθερη ; Είναι δυνατόν να ζείς ελεύθερος με αλυσίδες κάθε λογής να σε περιζώνουν ; είναι δυνατόν να είσαι υγιής όταν τρώς οτι σκουπίδι έχουν την ελεήμονα διάθεση να σου πετάξουν επάνω στο χώμα, όταν ζείς ως ζητιάνος, ως επαίτης της ιστορίας, ως μνημοσυνολάτρης όπου αυτό με το θράσσος που σε διακρίνει, νομίζεις οτι σε απαλλάσσει στην εντέλεια απο τις ιστορικές και προσωπικές σου ευθύνες ;

Κι ενώ την ίδια ώρα νιώθω την ανάγκη, την δίψα να βρεθώ εκεί στον ιερό αυτόν χώρο τόσο πολύ, επιστρέφωντας σέρνωντας τα μοναχικά μου βήματα στην μικρή μου κάμαρη, στην δική μου προσωπική αρένα, πέφτω στην θάλασσα της μελαγχολίας και της στενοχώριας για έναν τόπο όπου για αλλού ξεκίνησε και αλλού βρέθηκε. Αλλού ονειρεύτηκε πως ήθελε να πάει και αλλού τον οδήγησαν. Και λέγω πολλές φορές μέσα μου, έτσι όπως περιδιαβαίνω μονάχος δίχως να δίνω σε κανέναν σημασία και δίχως κανείς να μου δίνει σημασία πως να, αν θέλαμε να παραστήσουμε σαν σκηνικό, σαν σπίτι την χώρα μας αυτή την δοξασμένη που χιλιοτραγούδησαν στα πέρατα της γης για χιλιάδες χρόνους, δεν θα μπορούσαμε να βρούμε καλύτερο σπίτι για να την παραστήσουμε. Ένα σπίτι ρημαγμένο, ένα σπίτι κατάκλειστο που δεν δέχεται πια επισκέπτες. Που έχει χάσει απο καιρό τα φώτα του γιατι δεν πληρώθηκε το ηλεκτρικό, διότι δεν συναισθανθήκαμε ποτέ τι αξίζει και τι οχι, ένα σπίτι ρημαγμένο, που ούτε μια λάμπα δεν αντιφεγγίζει μέσα απο τα παλιά της παράθυρα, να σαν τότε που έγραφε εκεί μέσα στο σπίτι της οδού Περιάνδρου αρ. 5 ο ποιητής.

Σε εκείνο το σπίτι κοιμάται η Ελλάδα για να παραφράσω τον Σικελιανό.

Σε κείνο το σπίτι θάφτηκε η Ελλάδα. Που απο τον λήθαργο επέρασε στον θάνατο, στον θάνατο δίχως ελπίδα γυρισμού, ελπίδα ανάστασης και ανάτασης πνευματικής. Και μην νομίζει κάποιος πως τιτλοφόρισα αυτό το άρθρο με την οδό του Παλαμά για να κατηγορήσω κάποιον συγκεκριμένα.

Ο Παλαμάς δεν είναι μια οδός, ο Παλαμάς δεν είναι ένα ρημαγμένο σπίτι και μερικοί σωροί απο τούβλα και ξύλα. Ο Παλαμάς δεν είναι ένα στενό ανήλιαγο δρομάκι της Πλάκας, θα ναι τόσο οικτρό λάθος να το νομίσει κανείς αυτό και θα ταν τόσο μικρός ο Παλαμάς αν μπορούσε κάποιος να τον κλείσει μέσα σε όλα τούτα.

Ο Παλαμάς είναι παντού και πουθενά. Είναι ήλιος, είναι λεωφόρος δαφνοστεφανωμένη, είναι ΦΩΣ γιατι κατέστη φώς ερχόμενος σε επαφή με το πνευματικό φώς αυτής της χώρας, αυτού του τόπου. Κολύμβησε στα καθάρια νερά της γνώσης, του Πολιτισμού, μιάς Κασταλίας πηγής που δεν υπάρχει εδώ, μα υπάρχει στους άπιαστους πνευματικούς αιθέρες.

Και για να σα είμαι και ειλικρινής, ο Παλαμάς δεν μας έχει ανάγκη. Δεν μας είχε ποτέ ανάγκη ένα τέτοιο φωτεινό πνεύμα που μεταλαμπάδευσε ως άλλος προμηθέας το φώς σε απογόνους ανίκανους να δούν πέρα απο τα χωμάτινα πρόσκαιρα τους μάτια, ανίκανους να σηκώσουν το βάρος τόσο του ίδιου, όσο και της Ελλάδας όπως την ένιωσε εκείνος βαθιά μέσα του.

Ναι ο Παλαμάς καμιά ανάγκη δεν μας έχει, δεν μένει πιά στο σπίτι της οδού Περιάνδρου αρ. 5, κατοικεί μέσα στα βιβλία, τις λέξεις και τους στοχασμούς του εδώ και πάρα πολύ καιρό. Μετέστη εις το ΦΩΣ το αρχαίο, το Ελληνικό, το υπέρλαμπρον.

ΕΜΕΙΣ έχουμε ανάγκη τον Παλαμά.