Ένα επίκαιρο κείμενο του μεγάλου διανοητή, γραμμένο το 1928 για τις εξετάσεις και τα μεγάλα ποσοστά αποτυχίας των υποψηφίων
Σημείωμα του Δημήτρη Γληνού (γράφτηκε το 1928 υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το κύμα της αγραματοσύνης»). Εκτενές απόσπασμα με την ορθογραφία και τον τονισμό του συγγραφέα του.
«Η ελληνική κοινωνία υποκρίνεται τον κατάπληχτο. Εφημεριδογράφοι, αποθηκάριοι της σοφίας στο Πανεπιστήμιο, Πρυτάνεις, «γονείς» και πολίτες, «που πονούν τον τόπο», βγήκαν στις εφημερίδες και σκίζουν τάχα τα ρούχα τους, γιατί πλάκωσε «κύμα αγραματωσύνης». Και αναζητούν τα αίτια και τη θεραπεία. Μα αν είναι κάτι θλιβερό, θλιβερότερο και από την αγραματωσύνη είναι ο τρόπος, που αντικρίζεται το πρόβλημα. Αληθινή παράκρουση. Καμιά αντικειμενικότητα. Ο καθένας, όπου μισεί, εκεί και λαλεί και καταλαλεί. Φταίει ο Βενιζέλος, φταίει το Πανεπιστήμιο, φταίνε οι καθηγητές της Μέσης Παιδείας, φταίνε οι δημοδιδάσκαλοι, φταίνε οι ελληνοδιδάσκαλοι, φταίει ο πόλεμος, φταίνε τα θρανία, φταίνε οι μιστοί, φταίει το Κράτος, μα προ πάντων φταίνε οι μαλιαροί, οι κομουνιστές, οι άθεοι. Ποιοι άλλοι; Αν δεν ήταν… η κ. Ρόζα Ιμβριώτη δε θα είχαμε αφτό το απαίσιο κατάντημα. Και κανένας δεν αντικρίζει νηφάλια την κατάσταση. Κανένας δεν αναλύει το φαινόμενο, που είναι τόσο πολυσύνθετο, τόσο βαθιά ριζωμένο στον οργανισμό μας, με αληθινή στοργή, με αληθινό πόνο για το λαό, που γι’ αφτόν ουσιαστικά πρόκειται.
Δεν έχει καμιά σημασία να ρίξουμε και μεις μια κραβγή οποιαδήποτε μέσα στην οχλοβοή. Χρέος μας είναι να κοιτάξουμε το πρόβλημα ψύχραιμα και να πούμε τη γνώμη μας χωρίς προκατάληψη. Όσοι θέλουν, ας μας προσέξουν και ας μας ακούσουν. Όσοι θέλουν, ας ρίξουν το ανάθεμα πάνω μας.
Σήμερα θα διαγράψουμε στις γενικές του γραμμές το ζήτημα, προσπαθώντας να βάλουμε ένα κάποιο σύστημα στην εξέταση του. Θα συνεχίσουμε τη μελέτη μας και με ομιλίες και άρθρα και θα δώσουμε την άποψή μας πλατιά. Με τους βάρβαρους δε θα γίνουμε βάρβαροι και με τους πρωτόγονους πρωτόγονοι.
Και πρώτα πρώτα τι πιστοποιήθηκε και πώς; Στις εισιτήριες εξετάσεις του Πανεπιστήμιου ένας μέγιστος αριθμός από τελειόφοιτους του Γυμνάσιου έγραψαν ελεεινά. Από τα γραφτά τους, από όσα στοιχεία δόθηκαν στη δημοσιότητα βγαίνουν τα ακόλουθα πορίσματα. 1) Οι νέοι αφτοί ανορθογραφούν κατά τρόπο φριχτό. 2) Δε μπορούν να διατυπώσουν τα νοήματά τους 3) Δεν έχουν ακριβολογημένες γνώσεις ή καλύτερα δεν έχουν γνώσεις. 4) Δεν έχουν νοήματα, δε στοχάζονται λογικά.
Εδώ ανοίγεται ένα πρώτο ερώτημα. Με ποιο τρόπο πιστοποιήθηκε το φαινόμενο και σε ποιο βαθμό είναι πραγματικό και για τα τέσσερα αφτά σημεία; Με τις εισιτήριες εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Μα αφτό είναι μια φράση. Τι θα πει «εισιτήριες εξετάσεις;» δηλαδή τι είδος δοκιμασία για την πνεβματική ικανότητα ενός ανθρώπου είναι αφτή; Με ποιους όρους έγιναν; Τι θέματα δόθηκαν; Με ποιες ψυχολογικές συνθήκες έγραψαν τα παιδιά; Αφτό είναι ένα στοιχείο του προβλήματος πολύ σημαντικό. Έπειτα σε ποιο βαθμό αληθέβουν όλα τα στοιχεία του φαινόμενου; Εδώ δε μας δόθηκαν αρκετά στοιχεία για να κρίνουμε. Μόνο η ανορθογραφία φαίνεται οριστικά και απόλυτα πιστοποιημένη. Μα ας υποθέσουμε πως η πιστοποίηση του φαινόμενου είναι αντικειμενική για όλα του τα μέρη.
Ένα δέφτερο ερώτημα θα ήταν, είναι νέο το φαινόμενο; Σημερινό μόνο ή και παλαιότερο; Είναι μόνο μεταπολεμικό; Εδώ θα είχε κανείς να παρατηρήσει, πως εισιτήριες εξετάσεις γίνονται μόνο τα τρία τελεφταία χρόνια. Αν γινότανε και πριν από τον πόλεμο, δε θα είχαμε τα ίδια αποτελέσματα; Όλα τα δεδομένα μας απαντούν, πως το φαινόμενο δεν είναι μόνο τωρινό. Αν παρακολουθήσουμε την παιδαγωγική φιλολογία μας και την κίνηση γύρω από το πρόβλημα της Παιδείας τα τελεφταία πενήντα χρόνια, θα ιδούμε πάντα τις ίδιες κατηγορίες να λέγονται και από καθαρεβουσιάνους και από δημοτικιστές, ότι δηλαδή τα παιδιά, που τελειώνουν το Γυμνάσιο ούτε ένα γράμα δε μπορούν να γράψουν σωστά. Ούτε το φαινόμενο ούτε τα αίτια, που το γενούν, είναι σημερινά, είναι πολύ βαθύτερα. Μπορεί βέβαια σήμερα να έγιναν εντονότερα και τα αίτια και τα αποτελέσματα. Είναι όμως χρήσιμο και απαραίτητο να πιστοποιήσουμε τα χρονικά όρια του φαινόμενου, για να πάμε ως τις ρίζες του.
Ας αφήσουμε ένα τρίτο ερώτημα, που θα μπορούσε να τεθεί σχετικά με κείνους, που φωνάζουν σήμερα τόσο πολύ για την κατάντια των νέων, δηλαδή τους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Το ερώτημα δηλαδή, όχι με ποια εφόδια έρχονται για να μπουν, μα με ποια εφόδια γλωσικά και πνεβματικά βγαίνουν από το Πανεπιστήμιο οι νέοι. Και όχι μόνο σήμερα, μα πάντα. Γιατί είναι βέβαιο και αν ήταν ειλικρινείς, θα το ομολογούσαν πρώτοι αφτοί οι καθηγητές, ότι η αγραματωσύνη, που παρουσιάζουν οι τελειόφοιτοι του Πανεπιστήμιου στις εξετάσεις τους, είναι ακόμη φριχτότερη. Αν παρακαθήσει κανείς στις διπλωματικές εξετάσεις οποιασδήποτε Σχολής για λίγες μέρες, θα φρίξει για τις απαντήσεις, που δίνουν οι υποψήφιοι επιστήμονες. Αν τους δώσει να γράψουν, θα ιδεί την ίδια ασυναρτησία, το ίδιο πελάγωμα, την ίδια αδυναμία στοχασμού και γνώσης. Είναι γνωστό, πως στις δέκα αράδες, που γράφουν για θέμα αφτοί οι τελειόφοιτοι της φιλολογίας υπάρχουν κατά κανόνα λάθη ορθογραφικά, πολλές φορές χειρότερα από αφτά που έκαμαν εφέτος οι νέοι στην εισιτήρια δοκιμασία τους. Εγώ ο ίδιος θυμάμαι στα 1900 φοιτητή, που απάντησε σε καθηγητή, που τον αρώτησε, πόση είναι η διάμετρος του θερμομετρικού σωλήνα; – «Τεσσάρων μέτρων». Ένας άλλος τελειόφοιτος της φιλολογίας δεν ήξερε να απαντήσει πότε έγινε η εν Μαραθώνι μάχη. Και όμως τα διπλώματα δίνονται αράδα και δεν υπάρχει ίσως παράδειγμα νέου, που να μπήκε στο Πανεπιστήμιο και να μη βγήκε με δίπλωμα για λόγους αγραματωσύνης.
Ένα τέταρτο ερώτημα πολύ σημαντικό θα ήταν τι σημαίνει αφτή η ένδειξη της ανορθογραφίας, της φραστικής ανικανότητας και της αμάθειας, για την αληθινή μόρφωση των νέων, για τις καθολικές ικανότητες τους, για την προετοιμασία τους για τη ζωή και μάλιστα την ανώτερη ζωή του επιστήμονα, που έρχονται να ζήσουν;
Και ένα πέμπτο τέλος ερώτημα θα ήταν. Τι σημαίνει το φαινόμενο, που πιστοποιήθηκε και οι ανησυχίες, που το παρακολούθησαν, για το σύνολο του λαού, και προπάντων για τον εργάτη, το χωρικό και το μικροαστό, που δεν πηγαίνει ούτε στο Γυμνάσιο ούτε στο Πανεπιστήμιο; Για τη δική του Παιδεία, για τη δική του μόρφωση, για τη δική του ζωή, τι αξία έχουν οι γραματισμένοι ή αγράματοι νέοι του Πανεπιστήμιου, το ιδανικό, που προβάλεται για τη μόρφωσή τους και οι απαιτήσεις της αστικής τάξης για την Παιδεία της;
Αφτά είναι τα πρώτα ερωτήματα, που θα έθετε ένας επιστήμονας, αν πρόκειται να καταπιαστεί σοβαρά, νηφάλια και αντικειμενικά, χωρίς προκατάληψη φωνασκίες και βάρβαρες κραβγές, χωρίς τύφλωση από πάθη και φόβους για ένα τέτιο σπουδαίο πρόβλημα, που μέσα του καθρεφτίζεται όλο το ζήτημα του πολιτισμού μας, της ικανότητας μας για τη ζωή, της πνεβματικής και ηθικής οργάνωσης μας…»