/Μικρό Διήγημα: Ένα φιλικό τηλεφώνημα (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Μικρό Διήγημα: Ένα φιλικό τηλεφώνημα (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Απο τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ήταν μόνος. Έλεγε πως ήταν μουσικός αλλά στην ουσία χρησιμοποιούσε την μουσική για να ξεχνιέται, εξάλλου κάποιος είχε πει πως οτι κάνουμε σην ζωή είναι απλώς μιά προσπάθεια του να ξεχαστούμε ως να έρθει το τέλος που αργά ή γρήγορα έρχεται για όλους. Όμως το τέλος δεν είναι τίποτε εμπρός απο το να υπάρχεις αλλά να μην ζείς, μα αυτό είναι άλλη φιλοσοφικής διάθεσης συζήτηση και οχι της παρούσης.

Αυτός λοιπόν, ο μοναχικός ήρωας της ιστορίας μας, εκτός απο την αγάπη του για την μουσική που κάποτε προσπάθησε να την κάνει επάγγελμα αλλά δεν του συνέβει, είχε έναν εξίσου μοναχικό φίλο “συνάδελφο” τόσο στις μουσικές διαδρομές, όσο και στην μοναξιά. Μαζί έλεγαν όσα δεν έλεγαν σε κανέναν άλλον γύρω τους και προσπαθούσε να δίνει ο ένας δύναμη στον άλλον. Ένας απο τους τρόπους για να δίνει λοιπόν ο ένας δύναμη στον άλλον, ήταν και ένα άτυπο ραντεβουδάκι τηλεφωνικό κάθε Σάββατο βράδυ περίπου την ίδια ώρα περί της εννιά. Τώρα θα αναρωτηθεί κάποιος γιατι να βρίσκονται τηλεφωνικώς και οχι απο κοντά. 

Ο λόγος ήταν μάλλον πιο σύνθετος απο οτι φαινόταν. Γιατι με το τηλεφώνημα ο καθένας απο τους δύο μοναχικούς φίλους, νόμιζε οτι μπορούσε να εκμυστηρευθεί περισσότερα στον άλλον. Αυτή η έλλεψη της εικόνας του άλλου με τα μάτια τους να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, τους έδινε την εντύπωση οτι μιλάνε συνάμα σε έναν γνωστό μα και σε έναν άγνωστο, ήταν λοιπόν αυτός ο τρόπος που είχαν επιλέξει να επικοινωνήσουν τα πιο βαθιά μυστικά της μοναχικής τους ύπαρξης και όταν βρίσκονταν δια ζώσης, έφταναν στο σημείο να μην λένε σχεδόν τίποτα. Σαν να ντρέπονταν ο ένας τον άλλον, σαν να είχαν αδειάσει συναισθηματικά απο οτι τους βάραινε. Το πολύ πολύ όταν βλέπονταν απο κοντά, να αλλάξουν ορισμένες τυπικές κουβέντες για το πως πηγαίνουν τα πράγματα και να ξαναδώσουν εκείνο το άτυπο ραντεβού τηλεφωνικώς κάθε Σάββατο. Κάθε Σάββατο ανελλιπώς. 

Αυτή η ιστορία, αυτός ο τρόπος της επικοινωνίας κράτησε πολλά πολλά χρόνια. Οι δύο μοναχικοί φίλοι βυθισμένοι ολοένα και περισσότερο στις σκέψεις τους και όλοένα και περισσότερο απομονωμένοι απο τον κόσμο, έβρισκαν μιά αδιόρατη ανακούφιση σε εκείνη την άτυπη συνάντηση του Σαββάτου, σε σημείο που να τους είχε γίνει απαραίτητη, να τους είχε γίνει προσμονή, δίχως να το καταλαβαίνουν, σε λίγο αυτό το τηλεφώνημα κατήντησε σχεδόν η μοναδική ή έστω απο τις ελάχιστες επαφές τους, με τον εξω κόσμο. 

Έτσι, εκείνο το Σάββατο βράδυ, τα πράγματα έγιναν όπως και κάθε Σάββατο βράδυ. Ο ήρωας μας άκουσε για ακόμα μια φορά την γνώριμη φωνή του φίλου του που του έλεγε τα εσώψυχα του με όσο πιο απλό τρόπο μπορούσε, μιλούσαν για την μουσική, για την γενικότερη κατάσταση της κοινωνίας και το μόνο ίσως για το οποίο δεν μιλούσαν ήταν η τρομακτική τους μοναξιά, την οποία καταλάβαινε κάποιος απο τα συμφραζόμενα. 

Κάποια στιγμή εκείνος ας τον πούμε Νίκο θέλησε να δεί απο κοντά τον φίλο του, ας τον πούμε Σωτήρη. Τον έψαξε σε όλα τα παλιά τους στέκια, εκεί που μαζί με τα όνειρα τους νεαροί τότε είχαν πρωτογνωριστεί κάνοντας όνειρα για μια πετυχημένη καριέρα στη μουσική και μιά ζωή ευτυχσιμένη, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά. Παρά ταύτα, το τηλεφώνημα του επόμενου Σαββάτου έγινε κανονικά κι αυτό συνεχίστηκε αδιάκοπα. 

Ο Νίκος παραξενεύτηκε πολύ που δεν μπορούσε να βρεί τον φίλο του, απο κοντά αλλά το τηλεφώνημα του γινόταν την ίδια ώρα, την ίδια μέρα πάντα. Προσπάθησε να τον ρωτήσει που είχε χαθεί, όμως εκείνος απο την άλλη άκρη της γραμμής, φαινόταν να μιλά σαν αυτόματο, να επαναλαμβάνει φράσεις και λέξεις και να μην καταλαβαίνει σχεδόν τίποτα απο τις συνεχείς ερωτήσεις που ο φίλος του ο Νίκος του έκανε σχετικά με τον χαμό του απο παντού.

 “Πάει αυτός, αποτρελάθηκε” μονολόγησε έπειτα απο το τέλος του τηλεφωνήματος εκείνο το Σαββατόβραδο ο Νίκος. Θέλοντας να δικαιολογήσει την συμπεριφορά του Σωτήρη που έμοιαζε σαν να επικοινωνούσε μαζί του σε εντελώς αυτοματοποιημένη βάση, με μιά φωνή που να μοιάζει με την δική του αλλά να έχει αλλάξει σημαντικά, παρά ταύτα ο Νίκος το απέδιδε κι αυτό σε κάποιο κρυολόγημα ή σε κάποιο πρόβλημα στην τελεφωνική σύνδεση και την γραμμή. 

Μετά απο μήνες, κόντευε χρόνος που ο Νίκος είχε να δεί τον Σωτήρη δια ζώσης και ενώ το τηλεφώνημα του Σαββάτου γινόταν πάντα την ίδια ώρα, έμαθε απο άλλους πως ο Σωττήρης είχε πεθάνει εδώ και οκτώ με εννιά μήνες. Πως τον είχαν βρεί ένα Σάββατο βράδυ, δίπλα στην τηλεφωνική του συσκευή προσπαθώντας να πάρει κάποιο τηλέφωνο, με το ακουστικό πεταμένο στο πάτωμα. Του είπαν πως τον βρήκαν μετά απο δύο μέρες νεκρό και πως μάζεψαν χρήματα για την κηδεία γιατι ήταν άπορος. 

Ο Νίκος ένιωσε την γή να χάνεται κάτω απο τα πόδια του και αρνούνταν να το πιστέψει αυτό το δυσάρεστο νέο, την ίδια όμως στιγμή δεν ήθελε να ομολογήσει τίποτε περί των τηλεφωνημάτων στους άλλους του γνωστούς, μην τυχόν τον περνούσαν για τρελό. Ζήησε απο τους άλλους να τον πάνε στο νεκροταφείο. Του έδειξαν τον τάφο του. Τότε βεβιαώθηκε πως εκείνη η τρελή σκέψη που του είχε περάσει απο το μυαλό αλλά αδυνατούσε να παραδεχθεί, ήταν πραγματικότητα.

Το Σάββατο, το τηλέφωνο χττύπησε και πάλι στις εννιά το βράδυ. Ο Νίκος δεν σήκωσε το τηλέφωνο. Αρνήθηκε να το κάνει. Ντύθηκε και βγήκε μιά βόλτα να πάρει λίγο αέρα και να ηρεμήσει απο οτι του συνέβαινε. Το τηλέφωνο του παρά το οτι άλλαξε την συσκευή, είχε καλέσει τεχνικό που βρήκε την γραμμή διχως πρόβλημα και γενικώς είχε πάρει όλα τα μέτρα που μπορούσε, κάθε Σάββατο βράδυ στις εννιά ανελλιπώς,  χτυπούσε με επιμονή, στο τέλος ο Νίκος συνήθισε, γιατι στην ζωή αυτή όλα συνηθίζονται Ακόμα και ο Θάνατος. 

Βλέπετε, καλοί φίλοι και ιδιαίτερα οι φίλοι που τους δένει σφιχτά η μοναξιά, δεν ξεχνούν ποτέ….