/Μικρό Διήγημα: Το κορίτσι του χαμένου χρόνου (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Μικρό Διήγημα: Το κορίτσι του χαμένου χρόνου (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Τις τελευταίες εβδομάδες η σκέψη της τον βασάνιζε  διαρκώς. Την έβλεπε παντού και κάθε ώρα της ημέρας ή της νύχτας. Πότε στο σταθμό του τρένου να περιμένει κάποιον, πότε στο δρόμο του για τη δουλειά, πότε τη νύχτα να βγάζει βόλτα το σκυλάκι της. Η μορφή της τον είχε πραγματικά στοιχειώσει, σε τέτοιο σημείο ώστε του φαινόταν πως άρχιζε ήδη να χάνει τα λογικά του. 

Ήταν πάντοτε η ίδια. Πρόσωπο πανέμορφο, κορμί αθλητικό, παράστημα αγαλματώδες. Η μόνη διαφορά κάθε φορά που την έβλεπε, δεν ήταν άλλη απο τα διαφορετικά της ρούχα. Δεν του μιλούσε, παρά τον κοίταζε επίμονα με τα ολοστρόγγυλα μεγάλα της απορημένα μάτια και την άλλη στιγμή χανόταν μέσα στο πλήθος ή μέσα στην σιγαλιά της νύχτας ή ακόμη ακόμη και μέσα στο καταμεσήμερο, το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανιζόταν. 

Πραγματικά έδειχνε να τα είχε χαμένα. Αυτό το κορίτσι που θα ταν δεν θα ταν εκεί γύρω στα είκοσιπέντε, τον είχε σχεδόν αφήσει μισότρελο. Σε λίγο άρχισε να του γίνεται μιά έμμονη ιδέα και λίγες μέρες έπειτα κι απο αυτό, τρόμος. Φοβόταν τόσο να την συναντήσει και πάλι με την κάθε αφορμή, μα περισσότερο φοβόταν πως άρχισε ήδη να τα χάνει και πως σε λίγο καιρό αν όλο αυτό το παράξενο αντικειμενικά φαινόμενο συνέχιζε, θα χρειαζόταν την βοήθεια το δίχως άλλο κάποιου ειδικού. 

Να ταν λέει πλάσμα της νοσηρής του φαντασίας, που βρήκε την ευκαιρία να ξεπηδήσει απο το ταραγμένο του μυαλό έπειτα απο τόσα μα τόσα χρόνια απόλυτης μοναξιάς και αποχής απο κάθε μορφή κοινωνικότητας και ιδιαίτερα με το άλλο φύλο, ή απλά ένα φάντσμα κανονικό που τον κυνηγούσε κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας, θέλοντας να τον τρελάνει εντελώς, να τον κάνει να απομονωθεί ακόμη περισσότερο απο τον κόσμο ; 

Αγνωστες οι βουλές του σύμπαντος για αυτόν. Τόσο άγνωστες και ανεξερεύνητες, που καμιά φορά σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Μα την ίδια ώρα δεν το αποφάσιζε γιατι τον τρομοκρατούσε η σκέψη και μόνο πως θα ξανασυναντούσε πάλι, σε κάποια άλλη διάσταση της ύπαρξης, αυτό το ίδιο κι απαράλλακτο νεαρό κορίτσι, να τον κοιτάζει με το ίδια απορημένο του βλέμμα, δίχως να έχει ακούσει ποτέ την φωνή της, σε σημείο που άρχισε ο ίδιος να πιστεύει πως αν αυτό το πλάσμα ήταν αληθνινό, δεν είχε φωνή, παρά μόνο εκείνα τα τεράστια μάτια που τον κοιτάζουν με απορία κάθε φορά την ίδια και κάθε φορά τόσο μα τόσο διαφορετικά. 

Σκέφτηκε, μέσα στην απελπισία του, να ζητήσει την βοήθεια του μοναδικού ανθρώπου στον οποίο επέτρεπε στον εαυτό του να έχει κάποιου είδους προσωπική επαφή. Ήταν ένας παλιός του φίλος απο τα χρόνια του σχολείου, που δεν τον ξεμάκρυνε ο χρόνος και οι καταστάσεις απο δίπλα του, ανύπαντρος όπως κι αυτός και λιγομίλητος όπως κι αυτός. Τώρα που το ξανασκεφτόταν και γύριζε στο μυαλό του την μορφή του μάλιστα, παρατήρησε πως όσο περνούσε ο καιρός, του έμοιαζε όλο και περισσότερο. Μα θα τον καταλάβαινε, έστω και αυτός που του έμοιαζε τόσο ή μήπως θα γελούσε μαζί του με οτι θα του έλεγε και τον απασχολούσε τόσο  ; 

Δίσταζε λοιπόν να ανοιχτεί ακόμα και σε εκείνον τον γνωστό του άγνωστο. Δίσταζε να παραδεχτεί πως είχε ένα πρόβλημα τέτοιας ύφης και φύσης. Δίσταζε κι όλο έβρισκε φτηνές δικαιολογίες ώστε να εξηγήσει όλο αυτό που του συνέβαινε τον τελευταίο καιρό. Πότε έλεγε μέσα του πως είναι κουρασμένος, πότε οτι παραγνώρισε, πότε οτι ήταν η ιδέα του έτσι στα βιαστικά καθώς περνούσε τρέχοντας στον δρόμο προκειμένου να πάει στο σπίτι του και να κλειστεί μέσα διαβάζοντας. Καμιά φορά το απέδιδε μάλιστα, και στο πολύ διάβασμα που έκανε τώρα τελευταία όλο αυτό που περνούσε και που τον βασάνιζε ολοένα και περισσότερο, αλλά και στις ακούσιες ονειροπολήσεις του, που όλο και πύκνωναν αυτό το διάστημα και γενικώς άρχισε με κάθε αφορμή, όλο και πιο συχνά να αμφιβάλει για τον εαυτό του και την πραγματικότητα την οποία βίωνε. 

Ένιωθε μάλιστα μιά τέτοια ταραχή κάθε φορά που συναντούσε αυτήν την σκιά, αυτήν την μορφή του κοριτσιού των εικοσιπέντε χρόνων, που έπιασε τον εαυτό του ώρες ώρες να σκέφτεται πως θα πρέπει με κάποιον τρόπο να πολεμήσει αυτόν του τον φόβο και τι άλλος τρόπος υπήρχε, παρά να την πλησιάσει και να της μιλήσει. Να της μιλήσει μόνο και μόνο ώστε να βεβαιωθεί πως είναι ζωντανός και πως έχει σώας τας φρένας. Πως αυτό το κορίτσι, δεν ήταν τίποτε άλλο απο ένα απλά όμορφο κορίτσι και πως δεν είχε και πολλά μεταφυσικά να του πεί ή να του εξηγήσει, πως ήταν απλά ένα κορίτσι που συναντά κανείς κάθε μέρα, κάθε νύχτα στους δρόμους της μικρής του επαρχιακής πόλης και τίποτε παραπάνω, τίποτε ξεχωριστό πέρα απο την απόκοσμο ομορφιά του.

Έτσι λοιπόν θα έκανε. Την επόμενη φορά το είχε πάρει ήδη απόφαση πως αν τυχόν την ξανάβλεπε, οχι μόνον δεν θα τα έχανε εμπρός της κοκκινίζοντας απο ντροπή όπως το συνηθιζε με τα κορίτσια απο παιδί, αλλά με θάρρος, θα την έπιανε απο το χέρι, θα γατζώνονταν εν ανάγκη απο ένα της ρούχο, θα την άγγιζε, θα σιγουρεύονταν πως είναι πραγματική και θα της μιλούσε. Τι θα της έλεγε ; αδιάφορο. Σημασία έχει στην περίπτωση του να επιβεβαιώσει πως είναι πλάσμα ζωντανό και οχι πλάσμα της ολοένα και περισσότερο αρρωστημένης φαντασίας του, που κόντευε να τον κάνει να χάσει τα λογικά του, αν ποτέ του δηλαδή είχε και λογικά για να χάσει, γιατι εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος τον απέφευγε διακριτικά αφήνοντας τον να νομίζει πως αυτός τους αποφεύγει. 

Κι η μεγάλη ώρα της συνάντησης, δεν άργησε να έρθει. Την ξανάδε. Αυτή την φορά ήταν κοντά στο σπίτι του, εκείνο το παλιό πλουσιόσπιτο το ρημαγμένο απο τον χρόνο που το χε κληρονομιά απο τους δικούς του που τώρα ήταν όλοι στον κόσμο των σκιών και τον είχαν αφήσει εκεί μέσα να περιπλανιέται περιμένοντας τι άραγε, πέρα απο τον θάνατο του. Την είδε λοιπόν. Αυτή την φορά δεν επρόκειτο να του ξεφύγει με τίποτα. Άνοιξε το βήμα του και την ακολούθησε. Εκείνη τον είδε επίσης. Μόλις κατάλαβε οτι την ακολουθεί, άρχισε να περπατά γρηγορότερα μέσα στα στενά της μικρής επαρχιακής πόλης και με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό στο βήμα της, στο τέλος κατήντησε να τρέχει. Και πίσω της έτρεχε και κείνος, είπαμε πως είχε συνεννοηθεί με τον εαυτό του, τα είχε συμφωνημένα ήδη απο τα πριν, το να μην την αφήσει να του ξεφύγει αυτή τη φορά. Ήθελε να ξεκαθαρίσει μαζί της το ποιά ήταν, το τι γύρευε απο αυτόν μιά για πάντα. Ή τώρα ή ποτέ λοιπόν. 

Σε κάποια στιγμή, έφτασε σε σημείο αναπνοής απο δίπλα της. Ήταν ξεκάθαρο πως αυτό το κορίτσι αν μη τι άλλο ήταν πολύ αθλητικό για τα δικά του χρόνια. Είχε κουραστεί να το κυνηγά μέσα στην πόλη που έζησε όλη του τη ζωή, μη νιώθοντας ποτέ του την ανάγκη να ταξιδέψει πουθενά αλλού στον κόσμο. Είχε πιά μεσημεριάσει. Ο ήλιος των αρχών του καλοκαιριού τον έκαιγε στο πρόσωπο και σε συνδιασμό με το τρέξιμο που είχε κάνει εδώ και αρκετά λεπτά και την υπερβολική ζέστη για την εποχή,  είχε αρχίσει να νιώθει κάπως περίεργα. Δεν ήταν βλέπετε πιά ο νέος των είκοσι ετών που ήταν κάποτε αν και κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να τον χαρακτηρίζει αθλητικό τύπο έστω και τότε, που ήταν νέος. 

Περνώντας στα ξαφνικά εμπρός απο την τζαμαρία μιάς καφετέριας, παρατήρησε ένα τσούρμο απο νεαρούς να γελάνε πίσω απο το τζάμι. Την ίδια στιγμή κι ενώ είχε σχεδόν αγγίξει το κορίτσι που κυνηγούσε τόση ώρα, παραπάτησε κι αυτό έγινε καπνός και χάθηκε απο εμπρός του μέσα στο καταμεσήμερο. Το μόνο που έμεινε εκεί μέσα στην ζέστη και την άπνοια που έκανε περισσότερο αποπνικτική την ατμόσφαιρα, ήταν τα παρατεταμένα γέλια των νεαρών θαμώνων της καφετέριας στα αυτιά του να τον κοροΐδεύουν και στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα ζευγάρι γερόντων να κινούν απαξιωτικά τα κεφάλια τους κρυφομιλώντας ποιός ξέρει τι, πίσω απο την πλάτη του. 

Γύρισε σπίτι απογοητευμένος. Απογοητευμένος που δεν κατάφερε τίποτα με το κορίτσι και γοητευμένος την ίδια ώρα και στιγμή απο αυτό το πλάσμα που ποιός ξέρει πως και γιατι ασκούσε πάνω μιά περίπεργη έλξη μα και τρόμο συνάμα. Άνοιξε την μεγάλη εξώθυρα του κήπου και κουρασμένος καθώς ήταν, ανέβηκε την μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε απο τον κήπο τον αφρόντιστο απο χρόνια, στην μεγάλη πόρτα την κεντρική, του σπιτιού του. 

Μα εκεί, στο τελευταίο σκαλοπάτι μέσα στο θάμπος  του καλοκαιριάτικου μεσημεριού, την ξανάδε. Δεν μπορεί να έκανε πάλι λάθος, το κορίτσι ήταν εκεί, σε απόσταση αναπνοής απο το χέρι του. Ξανάδε την ίδια στιγμή όμως  και τον μοναδικό του φίλο που τόσο μα τόσο του έμοιαζε. Τους είδε μάλιστα πιασμένους χέρι – χέρι, σφιχτά ο ένας με τον άλλον, να του χαμογελούν και ήταν τόσο κοντά του και οι δύο που αν έκανε μιά κίνηση μονάχα, θα τους άγγιζε το δίχως άλλο. Τους είδε να του χαμογελούν και στο τέλος να γελάνε τόσο δυνατά και  εκκωφαντικά που τρυπούσαν τα αυτιά του αλλά την ίδια στιγμή δονούσαν κάθε κύτταρο του εαυτού του σε σημείο που η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και ακανόνιστα, όσο ποτέ του άλλοτε. 

Το άλλο πρωί, τον βρήκαν νεκρό. 

Εκεί, στην βάση της μαρμάρινης σκάλας μέσα στον  αφρόντιστο απο χρόνια κήπο και την μεγάλη  πόρτα του παλιού αρχοντικού κλειστή, με το κλειδι κρατημένο σφιχτά μέσα στο παγωμένο του χέρι, με τα μάτια ορθανοιχτα, με το βλέμμα του γεμάτο απορία και το στόμα του να χάσκει, θαρρείς και ο τρόμος ζωγραφιζόταν ολάκερος στο πρόσωπο του με έναν τρόπο απροσδιόριστο. 

 Το νέο διαδόθηκε γρήγορα σε εκείνη την μικρή επαρχιακή πόλη όπως συνηθίζεται πάντα με τα άσχημα νέα και όλοι μιλούσαν για πολύ καιρό μετά, για το περίεργο εκείνο ατύχημα του μοναχικού απο χρόνια συμπολίτη τους…