Γράφει ο Τάκης Γεράρδης, συγγραφέας
Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Ο πατέρας κυνηγούσε τα μεροκάματα, η μάνα μου στον αργαλειό τσοντάριζε κι αυτή. Δούλευαν τα καλοκαίρια και στα καπνά, τρία παιδιά είχαν να ταΐσουν. Στο Αγρίνιο οι χειμώνες είναι άγριοι. Το σπίτι έμπαζε, το μαγκάλι τι να πρωτοζεστάνει; Η μύξα πήγαινε σύννεφο. Αρρώσταινε το ένα, φάρμακα και ενέσεις και μέχρι να γίνει καλά, αμέσως μετά σήκωνε πυρετό το άλλο. Εγώ ήμουν ο μικρότερος. Συνήθως φορούσα τα αποφόρια του μεγαλύτερου αδερφού μου.
Ένα τέτοιο αποφόρι πρωτοφόρεσα εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς. Το είχε φυλαγμένο στην ντουλάπα η μάνα. Ήταν ένα παλιό μακρύ παντελόνι του αδερφού μου. Τα πόδια μου, όταν μπήκα μέσα του για να το δοκιμάσω, για πρώτη φορά ζεστάθηκαν. Δεν είχα ξαναφορέσει μακρύ παντελόνι! Μέχρι εννιά χρονών φορούσα κοντά παντελονάκια. Εκείνο έπεφτε μεγάλο, περίσσευε κι ανέμιζε. Όμως καμάρωνα κι ένιωθα ευτυχής! Και βέβαια δεν ήταν για κάθε μέρα και ώρα. Περίμενα λοιπόν την περίσταση να φορέσω το καινούργιο μακρύ παντελόνι και να βγω έξω. Να ζεσταίνομαι και να καμαρώνω.
Εκείνες τις μέρες θα λέγαμε με τον αδερφό μου στη γειτονιά τα κάλαντα. Φόρεσα το μακρύ μου παντελόνι και ξεκινήσαμε. Δεν ήμασταν φανατικά θρήσκοι στην οικογένεια. Δεν ήμασταν και άθεοι. Τα κάλαντα όμως κάθε χρόνο τα λέγαμε. Για να βγούμε στο δρόμο έπρεπε να διασχίσουμε την αυλή των γειτόνων. Εκεί υπήρχε ο Νταβέλης, ένας σκύλαρος σχεδόν όσος κι αυτός. Μας γνώριζε καλά ο Νταβέλης, τόσα χρόνια παίζαμε με τα άλλα παιδιά στην αυλή και όποτε περνούσαμε από δίπλα του κουνούσε την ουρά. Εκείνη τη μέρα έριχνε χιονόνερο, ο Νταβέλης μπερδεύτηκε, γαύγισε άγρια και όρμησε στο παντελόνι που έβλεπε να το φυσάει ο αέρας και να κυματίζει σαν σημαία. Τον αδερφό μου δεν τον πείραξε. Εμένα όμως με ξέσκισε στις δαγκωνιές. Και μέχρι να τον ησυχάσει ο αδερφός μου μακέλεψε και το παντελόνι.
Το σοκ που βίωσα ήταν καθοριστικό. Δεν ξαναπέρασα από εκεί. Και ένας φόβος με ακολουθεί για τα σκυλιά από τότε. Για όλα τα σκυλιά. Αλλά και η περιπέτεια που έζησα αμέσως μετά μένει αξέχαστη. Ο πατέρας είχε να αποφασίσει: θα με πάει στο Μεσολόγγι που είχε λυσσιατρείο για ενέσεις; ή θα με πάει για μια πρώτη γνωμάτευση στο Θέρμο;
Εκεί ζούσε ένας πρακτικός λύσσατρος, πασίγνωστος σε όλο το νομό. Από το περπάτημα και τη φωνή καταλάβαινε αν έχεις λύσσα. Έλεγαν πως αρκετούς που διέγνωσε με την αρρώστια τούς φόρτωσαν αμέσως στην καρότσα ενός φορτηγού, για να τους έχουν υπό έλεγχο, τους έτρεξαν στο Μεσολόγγι και τους γλύτωσαν. Δυο μέρες το παζάρευε. Οι ενέσεις ήταν μια οδυνηρή κι επώδυνη εμπειρία γιατί τις έκαναν στην κοιλιά και όχι στα οπίσθια. Κοιτούσε κάθε μέρα τον Νταβέλη. Δεν έδειχνε να έχει αλλαγές στη συμπεριφορά του. Τελικά αποφάσισε και με πήγε στο Θέρμο.
Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, ρωτήσαμε πού θα τον βρούμε και μας έδειξαν το δρόμο για το χωράφι του έξω από το Θέρμο. Ο «γιατρός», με αραιά μαλλιά, καλοσυνάτο πρόσωπο και γυαλιά μας σταμάτησε σε απόσταση. Στα χέρια του για να σκάβει, αλλά και για προστασία, κρατούσε μια τσάπα. Πώς σε λένε; Τάκη τον λένε, απάντησε αυθόρμητα ο πατέρας. Σκάσε εσύ ρε. Το παιδί να μιλήσει. Τάκη με λένε. Για περπάτα πέρα δώθε να σε δω. Περπάτησα και ξαναπερπάτησα. Πας σχολείο; Πάω. Τι τάξη πας; Τετάρτη. Φευγάτε από δω. Δεν έχει τίποτε ο μικρός.
Στην Αθήνα που μετακομίσαμε αργότερα δεν ασχολήθηκα με κάλαντα, θρησκείες και σκυλιά. Όμως μέσα μου αναίτια ή αιτιατά γράφτηκε ο φόβος και η απέχθεια. Φόβος για τα σκυλιά, απέχθεια για τις παραδόσεις και τα εκκλησιαστικά. Όσο μεγάλωνα ένιωθα μάγκας όταν πήγαινα κόντρα στο ρεύμα, νόμιζα πως εκδικιόταν την εκκλησία καθώς υποστήριζα με εμπλουτισμένα επιχειρήματα την αθεΐα μου.
Αν υπάρχει Θεός, σκεφτόμουν, δεν θα με δάγκωνε ο Νταβέλης αναίτια και δεν θα μου έκαναν δέκα ράμματα στις πληγές. Δεν θα μου χάλαγε το μακρύ παντελόνι που πρωτοφόρεσα. Θα ήμουν υγιής και θα μπορούσα να ζεσταίνομαι και να καμαρώνω κι εγώ πάρα τη φτώχεια μας. Κι εδώ που τα λέμε για κάτι τέτοια τον χρειαζόμαστε το Θεό. Να προβλέπει και να μεριμνά.
Αλλά από το άλλο μέρος ας πούμε πως δεν υπάρχει Θεός. Αυτό το Πράγμα ή η Υπερνόηση, αυτό που υπάρχει, στη θέση του Θεού που δεν υπάρχει, φροντίζει να λειτουργούν τα πάντα εύρυθμα, σαν ελβετικό ρολόι, από μικρόβια μέχρι γαλαξίες. Και τι κάνει; Και γιατί όλοι οι φιλόσοφοι λένε πάνω κάτω το ίδιο πράγμα: Υπάρχει λένε οι μεν, δεν υπάρχει λένε οι δε. Ρε φίλε, εσύ που λες δεν, πες μας τότε από πού ήρθαμε και που πάμε; Εσύ δεν υποστηρίζεις πως από το τίποτε δεν δημιουργείται τίποτε; Αυτό σημαίνει πως αν ξεκινήσουμε από το τίποτε τότε θα έχουμε στην πορεία της εξέλιξης ένα τίποτε. Γιατί αν ξεκινάμε από κάτι, αυτό το κάτι πώς υπήρξε; Για ποιο Big Bang μιλάς; Για να φτάσεις εκεί χρειάζεσαι να έχεις σε έναν χώρο κάτι μικρό ή μεγάλο, πολύ η λίγο. Και χρειάζεσαι Κάποιον που θα δώσει την εντολή γίνει αυτή η έκρηξη.
Γαμώ την πίστη μου, σε τελική ανάλυση, υπάρχουμε ή δεν υπάρχουμε; Και γιατί άραγε ο Θεός ή το Πράγμα γράφει στα γεννητικά του όργανα αρρώστιες ατυχήματα, πολέμους, πνιγμούς και αδικίες. Έτσι ρε φίλε δουλεύει το Σύμπαν; Να ξέρουμε δηλαδή τι μας γίνεται.
Ο Θεός ή η Υπερνόηση δεν ήθελαν να φοράω εκείνη τη μέρα που έκανε τσουχτερό κρύο το μακρύ παντελόνι. Δεν ήθελαν να χαρώ κι εγώ ο ασθενικός και μικρούλης λιγάκι. Με φθόνησαν κι έκαναν το σκύλο να παραφρονήσει. Και λέω έκαναν γιατί για μένα υπάρχουν και τα δύο: και Αυτός που υπάρχει και Αυτό που δεν υπάρχει. Και στην περίπτωσή τους έχουμε συμπαιγνία και αδιαφορία. Έχουμε αναλγησία και ανηθικότητα.
Έχω έναν φίλο, τον Μητσάρα. Τρελάθηκε κι άρχισε τα μπες βγες στο Αιγινήτειο. Τον είχαν κυριέψει περίεργες και ακατανόητες ιδέες. Φοβόταν να στρίψει στη γωνία γιατί νόμιζε πως εκεί καραδοκεί ένας με ένα μαχαίρι για να τον σκοτώσει. Βγαίνει από το Αιγινήτειο και συναντιόμαστε.
«Τι έγινε Μητσάρα; Τώρα δεν φοβάσαι αν στη γωνία περιμένει κάποιος με ένα μαχαίρι να σε σκοτώσει; Στρίβεις φυσιολογικά ή περιμένεις να φύγει;»
«Στρίβω άφοβα τώρα Τάκη. Λέω να κι αν υπάρχει, να κι αν δεν υπάρχει. Και προχωράω.