/Μικρό Διήγημα: Το άγγιγμα (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Μικρό Διήγημα: Το άγγιγμα (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Κάθε φορά που το σκεπτόταν η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα και δυνατά. Ήταν κάτι σαν να αυτό που ορίζουμε ως αρχέγονο φόβο. Απο παιδί φοβόταν το σκοτάδι. Το είχε συνδιάσει με το άγνωστο που σου ξημερώνει και πίστευε αδιόρατα μέσα του πως το σκοτάδι έχει γεννηθεί για έναν και  μόνο σκοπό, το να τρομάζει κάθε είδους πλάσμα επάνω σε αυτόν τον πλανήτη. 

Αν και το σκοτάδι στεκόταν ευεργετικό για χιλιάδες μορφές ζωής εκατομμύρια χρόνια τώρα επάνω στον ίδιο πλανήτη που κατοικεί και ο άνθρωπος και τα βοηθά να επιβιώσουν, εκείνος παραβλέποντας αυτό το ανδιαμφισβήτητο γενονός και με την φαντασία του να οργιάζει όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο,  η ιδέα πως την ώρα που βρίσκεται σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ή η ώρα που είναι σκεπασμένος με μία κουβέρτα και ένα μοναχά σημείο του σώματος του είναι ακάλυπτο και κάποιος ή κάτι θα τον αγγίξει έστω και για ένα μονάχα δευτερόλεπτο, το ίδιο αυτό δευτερόλεπτο θα πέθαινε απο τον τρόμο του. 

Πολλές φορές μάλιστα, έφερνε στο νού του αυτό το ενδεχόμενο και μόνο με βάση αυτή την έμμονη ιδέα που την είχε συνδιάσει τόσο πολύ με τον θάνατο του, συνέχιζε να ζεί κατά τα φαινόμενα. Απο φύση του εξωστρεφής, διατηρούσε πάντα έναν μεγάλο αριθμό γνωστών, φίλων και συντρόφων κάθε λογής. Δεν άντεχε ποτέ στην ιδέα πως θα μπορούσε να ζήσει έστω και ένα δευτερόλεπτο μόνος του, γιατι σκεφτόταν πως εκείνο το δευτερόλεπτο θα ήταν αρκετό για το άγγιγμα που τόσο του προκαλούσε εφιάλτες και μάλιστα εφιάλτες ενώ δεν κοιμόταν. Εφιάλτες στο συνειδητό επίπεδο που καμιά φορά θα προτιμούσε να βλέπει όταν κοιμόταν, αν μπορούσε πλέον να κοιμηθεί δίχως να τον τυραννάει αυτή η εμμονή για ένα άγγιγμα που θα σήμαινε τον θάνατο του την ίδια ακριβώς στιγμή. 

Ώρες ώρες, μέσα στο ταραγμένο του μυαλό που το κυριαρχούσε ολοένα και περισσότερο αυτή η μόνιμη σκέψη, σκεφτόταν πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτόν τον αρχέγονο φόβο που θαρρείς κι απο τα τρίσβαθα της προσωπικής του κόλασης, είχε έρθει στην πραγματικότητα, την δική του πραγματικότητα όπως την βίωνε αυτός σε ένα αλλόκοσμο σύμπαν, δίπλα και σε παράλληλη τροχιά με τους άλλους ανθρώπους. 

Κανείς απο τους κύκλους των ανθρώπων που γνώριζε, δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Όμως αυτό το ψυχικό σαράκι, μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα, δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο, τον κατέτρωγε και δεν τον άφηνε να σκεφτεί το οτιδήποτε άλλο. Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται “Τώρα ; θα γίνει τώρα ;” κι έτσι συνέχιζε την εξωστρεφή ζωή του ενώ την βαριόταν όσο πήγαινε και περισσότερο, μόνο και μόνο με την ελπίδα πως θα τον βοηθούσε να ξεχάσει την σκέψη εκείνη για  το άγνωστο άγγιγμα που με την πρώτη ευκαιρία, με την πρώτη χρονική χαραμάδα, θα τον έριχνε κάτω νεκρό. 

Για να μιλήσει για αυτό, ούτε ο παραμικρός λόγος. Ένα συναίσθημα ντροπής και φόβου τον κατέτρεχε. Ντροπή μήπως οι άλλοι τον κατηγορήσουν για μισότρελο και φόβου διότι άρχισε να πιστεύει πως αυτή του η σκέψη, άρχιζε να έχει την δική της νόηση, την δική της προσωπικότητα και πως τον παρακολουθούσε σε κάθε του βήμα μην τυχόν και ομολογήσει την παρουσία της στην ζωή του σε κάποιον, ενώ την ίδια στιγμή περίμενε εκείνο το δευτερόλεπτο της απροσεξίας του για να τον πλήξει θανάσιμα. Αντιμετώπιζε την απειλή αυτή μιάς σκέψης που μορφοποιείται σε κάτι αισθητό και σε αντικειμενική πραγματικότητα ως κάτι που υπάρχει μεν, αλλά την ίδια ώρα κρύβεται προσεκτικά απο εκείνον και τον παρακολουθεί στενά… 

Ένα βράδυ δεν άντεξε. Σκέφθηκε πως απο όσο είχε ακούσει, θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπίσει αυτόν τον φόβο του κατά πρόσωπο. Πως δεν ήταν δυνατόν πλέον να ζήσει άλλο με αυτό το σπαθί να κρέμεται απειλητικά επάνω απο το κεφάλι του που κόντευε να σπάσει απο την αγωνία. Έκλεισε τα φώτα του δωματίου του, σκεπάστηκε με την κουβέρτα του και άφησε το χέρι του έξω απο το σκέπασμα, περιμένοντας το περίφημο άγγιγμα να συμβεί. Όμως προς έκπληξη του, εκείνο το βράδυ τίποτα περίεργο δεν συνέβει. Τότε σαν να πήρε θάρρος απο εκείνη την τολμηρή του πράξη,  επανέλαβε το ίδιο και το επόμενο βράδυ. Τα ίδια, το πρωί τον βρήκε κουρασμένο, διαλυμένο σωματικά να περιμένει το άγγιγμα που θα τον έστελνε στον άλλον κόσμο απο τον τρόμο του, μα την ίδια ώρα ζωντανό με σάρκα και όστά. 

Ξαφνικά, μία αισιόδοξη σκέψη τον συνεπήρε. “Λές να ήταν όλα αυτά της φαντασίας μου ;” 

 Η μέρα του ξεκίνησε με αυτό το συναίσθημα, πως οτι πίστευε για χρόνια δεν υπήρχε. Ντύθηκε και γεμάτος χαρά ξεκίνησε για την δουλειά του. Έφτασε εκεί στην καλύτερη διάθεση και με πολύ μεγάλη ενέργεια πιστεύοντας πως είχε ξεπεράσει αυτόν τον τεράστιο φόβο που του είχε γίνει δεύτερη φύση. Εκείνη την ημέρα όλοι τον θυμούνται πολύ χαρούμενο. Όλοι είχαν έναν καλό λόγο να πούν για αυτόν τον αισιόδοξο, γεμάτο ενέργεια συνάδελφο τους που αν και τον ήξεραν για εξαιρετικά εξωστρεφή, εκείνη την ημέρα, είχε θαρρείς ξεπεράσει όλα τα όρια εξωστρέφειας. 

Κάποια στιγμή, ένας απο τους συναδέλφους του και ο καλύτερος του φίλος απο την δουλειά,  βλέποντας πως εκείνος ήταν στην καλύτερη διάθεση, θέλησε να αστειευτεί μαζί του. Πήγε απο πίσω του μέρα μεσημέρι λίγο πριν απο το γεύμα των εργαζομένων στην μεγάλη τραπεζαρία του εργοστασίου όπου και οι δύο δούλευαν χρόνια τώρα και τον άγγιξε στην πλάτη. Τότε, εκείνος εντελώς ξαφνικά έπεσε κάτω αναίσθητος. Κάλεσαν αμέσως τον γιατρό του εργοστασίου, μα αυτός το μόνο που έκανε ήταν να διαπιστώσει έπειτα απο λίγο και παρά τις προσάθειες του να τον συνεφέρει, πως ήταν νεκρός. 

Το άγγιγμα βλέπετε,  δεν έχει ώρα που θα αγγίξει κάποιον…