/Μικρό Διήγημα: Ο σταθμός (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Μικρό Διήγημα: Ο σταθμός (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Απο τότε που έφυγα οριστικά απο το σπίτι και τους δικούς μου σαν ενηλικιώθηκα, δεν το κρύβω πως  έβρισκα τις διαδρομές με το τρένο όλο και περισσότερο πιο ενδιαφέρουσες. Μεγαλωμένος σε μιά χώρα όπως η Αγγλία με την τόση παράδοση στον σιδηρόδρομο, έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να αποφεύγω κάθε άλλο μέσο και να προτιμώ να κάνω την ίδια διαδρομή (ακόμη και αν διαρκούσε τον διπλάσιο χρόνο) παίρνοντας το τρένο. 

Δεν ξέρω πως να σας το περιγράψω, αλλά η αίσθηση του τρένου ήταν κάτι σαν λύτρωση για την ψυχική μου ισορροπία, ήταν κάτι πραγματικά ανεξήγητο σε μένα και σε όσους με γνωρίζουν αυτή η υπερβολική μου αγάπη για το ταξίδι με το τρένο, θαρρείς και ερχόταν αυτή η προδιάθεση απο κάποια προηγούμενη μου ζωή αν κάποιος πιστεύει στις μετενσαρκώσεις. Αυή η ελευθερία που μου χάριζε το τρένο και οι μακρόσυρτες διαδρομές του με κάθε αφορμή, γίνονταν όλο και περισσότερο αναγκαίες για την εδώ ύπαρξη μου, μάλιστα έφτανα σε σημείο να εγκαταλείπω φίλους και γνωστούς, να ακυρώνω υποχρεώσεις, να χάνω δουλειές προκειμένου να μπορέσω να απολαύσω μία ακόμη διαδρομή με τα τρένα. 

Το ανομολόγητο αυτό μου πάθος πολλές φορές ακόμα και σε εμένα τον ίδιο, με οδηγεί στο να σας αποκαλύψω μιά ιστορία που αποφεύγω να αναφέρω στον κάθε έναν για λόγους ευνόητους, γιατι ο κόσμος πολύ εύκολα χαρακτηρίζει αρνητικά κάτι ή κάποιον που δεν γνωρίζει καλά και θα έλεγε κανείς πως όσο δεν τον γνωρίζει τόσο πιο αρνητικά σκέφτεται και μιλά για αυτόν. 

Πάνε πάνω απο είκοσι χρόνια, απο την ημέρα που αποφάσισα εφόσον σχεδόν είχα εξαντλήσει τα δρομολόγια των τρένων στην Αγγλία, να επεκτείνω τις ταξιδιωτικές μου εμπειρίες και να επισκεφθώ και κάποια άλλα μέρη κυρίως της Ευρώπης. Έτσι επισκέφθηκα την παραδίπλα μου Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, καθώς και τα Βαλκάνια. Η ιστορία που θα σας πώ, διαδραματίστηκε στην Ελλάδα, μιά χώρα άγνωστη σε μένα που γνώριζα πως ανήκε μεν στην Ευρώπη αλλά δεν με είχε απασχολήσει ποτέ ως τα τώρα μιάς και η ιστορία της για την οποία είναι το περισσότερο γνωστή σε εμάς, δεν είναι και το δυνατότερο μου σημείο ενδιαφέροντος, βλέπετε προτιμώ το τώρα απο το πριν ή το μετά. 

Κάποια στιγμή λοιπόν επισκέφθηκα τα Βαλκάνια και απο την Σερβία κατέβηκα στην Θεσσαλονίκη. Αν και ο σιδηρόδρομος σε αυτές τις χώρες δεν έχει καμιά σχέση με οτι εγώ είχα μάθει ως τότε, το γενικό φυσικό τοπίο και οι ήσυχες διαδρομές σίγουρα ισορροπούσαν τις όποιες τεχνικές ελλείψεις και ανέσεις που είχα συνηθίσει ως εκείνον τον καιρό. Έπειτα λοιπόν απο κάποιες μέρες παραμονής σε ένα φτηνό ξενοδοχείο αυτής της πόλης αποφάσισα να κατέβω ακόμη νοτιότερα στην πρωτεύουσα αυτής της χώρας, την Αθήνα. Είχα ακούσει πως διέθετε ένα απο τα πιο σύγχρονα μετρό της Ευρώπης και σίγουρα δεν ήθελα κάτι τέτοιο να μου ξεφύγει και να καταγραφεί στις ταξιδιωτικές μου αναμνήσεις. 

Φτάνοντας στην Αθήνα, που παρεπιπτόντως σε τίποτα δεν έμοιαζε (κατά το συνήθειο των διαφημιστικών φυλλαδίων) με οτι είχα προλάβει να διαβάσω για αυτήν, το σκηνικό μου ήταν αρκετά γνώριμο. Μιά αρκετά μεγάλη πόλη, βρώμικη και γεμάτη με όλες τις φυλές του κόσμου, κατά το πρότυπο των σύγχρονων μεγαλουπόλεων που ενώ σφίζουν απο ζωή, είναι συνάμα και άδειες για ανθρώπους ως εγώ, ανθρώπους ενός άλλου ρομαντικού καιρού που έχει χαθεί για πάντα ανεπιστρεπτί. 

Την επόμενη κιόλας μέρα απο την άφιξη μου εκεί πέρα, ζήτησα αμέσως να μάθω για το μετρό αυτής της πόλης. Κάποιος ήταν αρκετά ευγενικός στο να μου δείξει μάλιστα τον δρόμο απο όπου θα μπορούσα να πάρω το τρένο και να δώ τα κατατόπια με τα ίδια μου τα μάτια. Έτσι και έκανα. Πήρα ορισμένα βασικά πράγματα σε ένα πρόχειρο σακίδιο που πάντα είχα διαθέσιμο για κάτι τέτοιου είδους εξορμήσεις, πήρα ένα ταξί και έφτασα στον πρώτο σταθμό του μετρό που μπορούσα να φτάσω. Το τρένο εκεί ήταν όντως ένα σύγχρονο τρένο που σε καμιά των περιπτώσεων δεν θύμιζε οτι συνέβαινε στην επάνω όψη της πόλης αυτής. Εδώ όλα ήταν τακτοποιημένα, υπήρχε συγκεκριμένο ωράριο και ο κόσμος έδειχνε αρκετή υπομονή κατά την ώρα που περίμενε να επιβιβαστεί στα βαγόνια. 

Πήρα και εγώ την θέση μου λοιπόν όπως όλοι μέσα σε ένα βαγόνι κάπου στην μέση του τρένου απο όσο θυμάμαι και ξεκινήσαμε την διαδρομή. Έπειτα απο μερικές στάσεις σε σταθμούς που τα ονόματα τους πρώτη φορά τα άκουγα απο το μεγάφωνο των ανακοινώσεων, εντελώς ξαφνικά  κόπηκε το ρεύμα και έσβησαν όλα τα φώτα. Όταν ξανάρθε το φώς, είμουν εντελώς μόνος μέσα στο βαγόνι με ένα τρένο που βρισκόταν εν κινήσει προς τον επόμενο σταθμό και με εμένα να απορώ σχετικά με το που εξαφανίστηκαν όλοι τους τόσο ξαφνικά, δίχως ποτέ να ακούσω τον παραμικρό θόρυβο, την παραμικρή φωνή γύρω μου, το παραμικρό  έστω και ανεπαίσθητο σπρώξιμο κάποιου συνεπιβάτη που ήθελε να κατέβει. 

Σε λίγο, βρισκόμουν σε έναν νέο σταθμό που ως προείπα ποτέ δεν είχα ξανακούσει το όνομα του όπως συνέβαινε και με τους υπόλοιπους και που δεν θυμάμαι να πρόσεξα να υπάρχει στο φυλλάδιο με τις διαδρομές. Ο σταθμός ήταν γεμάτος κόσμο στην αποβάθρα. Σκέφτηκα πως θα ήταν κάποιος κεντρικός σταθμός με τον τόσο κόσμο να περιμένει και μου ήρθε η (οχι και τόσο φαεινή ιδέα όπως θα δείτε στην συνέχεια) να κατέβω για να ξεμουδιάσω λίγο απο την διαδρομή, να περπατήσω λίγο στον επάνω κόσμο και να ξαναπάρω το τρένο αργότερα. 

Στην αρχή κανείς απο τους ανθρώπους που ήταν σηην αποβάθρα, δεν έμοιαζε να μου δίνει σημασία. Ήταν πάρα πολλοί εκεί. Νέοι, γέροι, νεαροί, νεαρές αλλά όλοι έμοιαζαν να μην ενδιαφέρονται για μένα ούτε και έδειχναν πως με είχε προσέξει κανείς τους. 

Είχαν όλοι τους ένα βλέμμα παγωμένο που σε διαπερνούσε και κοίταζαν θα νόμιζε κανείς στο πουθενά. Ορισμένοι μάλιστα δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση να με αποφύγουν ώστε με ανάγκασαν να τους αποφύγω εγώ. Θα έλεγε κάποιος πως ήταν στημένοι εκεί επάνω στην γεμάτη με κόσμο αποβάθρα σαν ένα περίεργο σκηνικό, σαν αντικείμενα και πως δεν επρόκειτο για ανθρώπινες υπάρξεις. 

Ξαφνικά και ενώ είχα μάλλον μετανιώσει για την ιδέα μου να κατέβω σε ένα τόσο αφιλόξενο μέρος με μία τρομερή παγωνιά να επικρατεί στον χώρο, ενώ ήταν κατακαλόκαιρο, με πλησίασε μία νεαρή κοπέλα. Δεν μου μίλησε , απλά με κοίταξε με ένα βλέμμα εξεταστικό που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ για όσο ζώ, με κάρφωσε πραγματικά κατάψυχα και έπειτα απο μερικά δευτερόλεπτα μου γύρισε την πλάτη της και έφυγε με γρήγορο βήμα. Προσπάθησα να την ακολουθήσω αλλά έμοιαζέ μάταιο μέσα σε τόσο κόσμο και όντως κάποια στιγμή την έχασα εντελώς.  Πάντως και εκείνη πέρα απο το βλέμμα που μου έριξε για τόσο λίγο μα τόσο χαρακτηριστικά, δεν θα έλεγε κανείς πως παρατηρούσε κανείς επάνω της κανένα ιδιαίτερο σημάδι ζωής, μάλλον σαν αυτόματο, με εντελώς προγραμματισμένες κινήσεις μου φάνηκε και έτσι την διατηρώ στην μνήμη μου. Όπως και να έχει το πράγμα, ήταν μία όμορφη νεαρή γυναίκα με πλούσια μαύρα μαλλιά που αν την έβλεπα οπουδήποτε στον δρόμο, σίγουρα θα μου προκαλούσε και πάλι εντύπωση. 

Έψαξα να μάθω το όνομα του σταθμού αυτού με το βλέμμα μου ολόγυρα, μα δεν μπόρσα να διακρίνω κάποια ταμπέλα ή κάτι αντίστοιχο παρά το γεγονός πως έμοιαζε σύγχρονος με όλες  τις ανέσεις που ένας τέτοιος σταθμός προσφέρει. Ξαφνικά, το ίδιο ξαφνικά όπως και με την διακοπή στο τρένο και ενώ όπως σας είπα έψανα το όνομα αυτού του περίεργου σταθμού με τον τόσο κόσμο στην αποβάθρα να περιμένει ποιός ξέρει τι, έσβησαν όλα τα φώτα.

 Όταν άναψαν και πάλι, είμουν εντελώς μόνος και δεν σας κρύβω πως τρόμαξα και δεν τρομάζω εύκολα συνήθως. Το τρένο με περίμενε στην αποβάθρα λές και δεν είχε περάσει λεπτό απο τότε που κατέβηκα σε αυτόν τον καταρα,’εμπ σταθμό και μία πόρτα άνοιξε και πάλι, ενώ μέσα στο βαγόνι και πάλι κανείς δεν υπήρχε γύρω. 

Παραξενεύτηκα δεν σας κρύβω απο όλο αυτό το περιστατικό, όμως ένιωσα βαθιά την ανάγκη να φύγω απο εκεί πέρα το γρηγορότερο τόσο πολύ που ακόμη και στην κόλαση να ήταν ο επόμενος σταθμός και εγώ το γνώριζα, θα επιβιβαζόμουν στο τρένο. Μπήκα λοιπόν στο άδειο βαγόνι και περίμενα με αγωνία λές και κάποιος με κυνηγούσε, την πόρτα να κλείσει και το τρένο να ξεκινήσει προκειμένου να απομακρυνθώ, όσο το δυνατόν το γρηγορότερο απο εκείνο το αλλόκοσμο μέρος.

Στην επόμενη στάση, κατέβηκα επιτέλους απο το τρένο. Ήθελα να περπατήσω, να πάρω λίγο καθαρό αέρα και να σκεφτώ το τι μου συνέβει πριν απο λίγο. Την επόμενη μέρα και εφόσον δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι, αποφάσισα να βρώ μιά λύση σε οτι με απασχολύσε και δεν ήταν άλλο απο το περιστατικό που μόλις σας περιέγραψα.

Έψαξα, ρώτησα όσο διακριτικά μπορούσα προκειμένου να μην με περάσουν για τρελό και στο τέλος (μιάς και η τύχη δεν βοηθά μόνον τους τολμηρούς, αλλά και τους περίεργους) έπεσα επάνω σε ένα δημοσίευμα στο διαδύκτιο που έδειχνε να με αφορούσε. 

Είχε να κάνει με ένα ατύχημα που είχε συμβεί στο μετρό αυτής της πόλης, δέκα ήδη χρόνια πίσω, όταν ένα τρένο που το είχαν παγιδεύσει με εκρηκτικά εξεράγει μέσα σε έναν σταθμό του μετρό, σκοτώνοντας δεκάδες αθώο κόσμο και έκτοτε ο σταθμός είχε κλείσει για πάντα. Ένιωσα την γη να φεύγει κάτω απο τα πόδια μου και ορισμένες τρελές σκέψεις κατέκλυσαν, στοίχειωσαν το μυαλό μου και μάλιστα δεν σας κρύβω πως κόντεψα να τρελαθώ όταν σε μιά φωτογραφία απο τα θύματα, γνώρισα εκείνη την κοπέλα που με είχε κοιτάξει τόσο ερευνητικά, απαξιωτικά, παρακλητικά όλα αυτά μαζί, να με κοιτάζει με το ίδιο ακριβώς βλέμμα πίσω απο τα πλούσια μαλλιά της σαν να μου έλεγε “Δεν το φαντάστηκες, ήταν αλήθεια”.  

Την έλεγαν Εριέττα και είχε εξαΰλωθεί, έτσι διάβασα. Δεν βρέθηκε ποτέ, θαρρείς πως δεν υπήρξε ποτέ και είχε αναληφθεί στους ουρανούς. Την επόμενη μέρα, έφυγα οχι φυσικά με το τρένο, αλλά μεταφορικά και κυριολεκτικά πετώντας προς το σπίτι. 

Κι απο τότε δεν σας κρύβω πως κάπως έχει παγώσει η αγάπη μου αυτή η τόσο μεγάλη για τα τρένα

ασχέτως αν κάθε φορά δείχνω ψύχραιμος που τα χρησιμοποιώ….