Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Όσοι τους γνώριζαν, τους θεωρούσαν το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι του κόσμου. Η αλήθεια είναι πως και οι δύο τους ήταν πέρα απο ομορφοι και νέοι, εξαιρετικά ευγενείς και καλότροποι με τους γύρω σε σημείο, οι άλλοι να θεωρούν πως κάπως θα έπρεπε να προσποιούνται τόση ευτυχία και συνεννόηση μαζί με ευγένεια.
Η κοπέλα πέρα απο την εξαιρετική της ομορφιά, ήταν και μιά αξιοζήλευτη σύζυγος και κείνος, δουλευτής, οργανωτικός και προκομένος. Η κοινή τους ζωή, είχε αρχίσει πριν απο μόλις δύο χρόνια σαν είχαν πρωτογνωριστεί διαμέσου ενός κοινού τους φίλου και απο τότε έμειναν αχώριστοι ως που παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στην μικρή εκείνη ήσυχη πόλη που τώρα πιά δεν υπάρχει πλέον, τόσο ήσυχη που θαρρείς έμοιαζε τόσο στην ευτυχία και την ηρεμία που διαπερνούσε την κοινή τους ζωή.
Και ο καιρός έφευγε μέσα απο τα ακροδάκτυλα τους, δίχως καμιά ουσιαστική ανατροπή, η κοπέλα δούλεύε σε ένα εμπορικό κατάστημα και εκείνος στο τοπικό ταχυδρομείο. Αγαπιόνταν τόσο οι δυό τους, που ο κάθε ένας απο την μεριά του, ανυπομονούσε πότε θα σχολάσει απο την δουλειά, προκειμένου να ξαναβρεθεί με τον άλλον και η ζωή κυλούσε ήρεμα και απλά όπως την είχαν επιλέξει να είναι εφόσον μετακόμισαν στην επαρχία.
Η ζωή όμως η ίδια, κατά το συνήθειο της, δεν μένει ποτέ σταθερή για πολύ καιρό. Μας ξεγελά με μιά φαινομενική ηρεμία και ξάφνου γυρίζουν όλα ανάποδα. Και όσο πιο ευτυχισμένα τα χρόνια, τόσο θα έλεγε κανείς και μεγαλύτερες οι συμφορές που κρύβονται προσεκτικά απο τα βλέμματα μας, στο μέλλον. Η κοπέλα λοιπόν, αρρώστησε βαριά και έφτασε πραγματικά σε τόσο απελπιστικό σημείο, ώστε τίποτε δεν έδειχνε ικανό να την σώσει, ενώ καλά καλά οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τον λόγο της βαριάς της αρρώστιας.
Εκείνος, παράτησε την δουλειά του, όσο περνούσαν οι μέρες όλο και περισσότερο, μέχρι που την εγκατέλειψε τελείως, κλείστηκε στο σπίτι μαζί με την άρρωστη και δεν ήθελε να δεί κανέναν. Ζούσε με την αγωνία του θανάτου της και έμοιαζε τόσο αδύναμος στο να αντιδράσει στο παραμικρό. Προσεύχονταν, στην αρχή νοερά και στο τέλος φωναχτά στον Θεό να βοηθήσει την αγαπημένη του, να ξεπεράσει τον κίνδυνο, όμως το ζήτημα της, έδειχνε πραγματικά, δίχως επιστροφή παρά τις προσπάθειες Θεών και ανθρώπων, εκείνη έλιωνε κάθε μέρα επί της κλίνης του θανάτου.
Εκείνο το βράδυ των αρχών του χειμώνα, έκανε πολύ κρύο και ένα βασανιστικό ψιλόβροχο είχε μουσκέψει τα πάντα. “Τι έχεις αγάπη μου ; γιατι δεν μου μιλάς πιά ; και τα χέρια σου είναι τόσο μα τόσο παγωμένα εδώ που βρισκόμαστε και οι δυό μας μα στάσου να στα ζεστάνω λίγο”. Την άγγιξε στο πρόσωπο που ήταν παγωμένο, της χάΐδεψε τα ολόμαυρα μαλλιά και με τα χέρια του ψηλάφησε το παγωμένο κορμί της, ως που τον βρήκε το ξημέρωμα κι απόκριση δεν πήρε απο εκείνη.
Νωρίς και πριν ακόμη χαράξει ο ήλιος την μέρα, πήδηξε έξω απο την μάντρα του νεκροταφείου και άρχισε να τρέχει σαν τρελλός. Ήταν άτυχος γιατι παρά το οτι η πόλη ήταν μικρή, ένας καλοθελητής τον είδε και ειδοποίησε την αστυνομία. Τον συνέλαβαν λίγο αργότερα ενώ εκείνος βάδιζε προς το σπίτι τους μέσα στα χώματα και σαν χαμένος απο τον κόσμο.
Τον κατηγόρησαν για νεκροφιλία. Εκείνος μέσα στην παραζάλη του, παραδέχθηκε τα πάντα αν και ποτέ δεν είχε αγγίξει την αγαπημένη του με τον τρόπο που τον κατηγορούσαν πως είχε κάνει.
Ήθελε απλώς να βρεθεί μαζί της στον τάφο και να την αγγίξει μιά τελευταία φορά.
Τον έπιασαν, τον φυλάκισαν για μερικές μέρες και έπειτα τον εκτέλεσαν για παραδειγματισμό στην κεντρική πλατεία της μικρής αυτής πόλης που κανείς πια δεν θυμάται το όνομα της.
Εκείνος δεν φώναξε απο τον πόνο καμιά στιγμή, είχε προαποφασίσει τα πάντα, κι όταν τον έκαιγαν στην πυρά φώναξε μονάχα το όνομα της για μιά και μοναδική φορά με μιά φωνή τόσο σπαρακτική που στοίχειωσε όσους ακόμα θυμούνται εκείνό το μουντό πρωινό μερικές εκατοντάδες χρόνια πίσω και που όλοι τους πλέον είναι στον κόσμο των σκιών.
Από εκείνη τη μέρα της εκτέλεσης πάνε πολλά πολλά χρόνια ως προείπαμε.
Κανείς δεν ζεί για να μαρτυρήσει σε μας αυτό το γεγονός, μα τώρα θα με ρωτήσει εύλογα κάποιος πως εγώ το ξέρω και σας το ομολογώ. Είναι πολύ απλό υο πράγμα. Μου το είπαν με το απαλό αεράκι της νύχτας φερμένες απο τον Άδη, οι σκιές των δύο αυτών ερωτευμένων που απο τότε είναι και πάλι μαζί, μόλις εχθές το βράδυ που ήταν η ημερομηνία του θανάτου εκείνης, προς αποκατάσταση της αλήθειας…