Γράφει η Κατερίνα Βαρδή
Η ύπαρξις φέρει ρήξη
Προφανώς θα πρέπει να σκεφτώ την εσωτερική ρήξη. Μιλάει για αποπροσωποποίηση και αποπραγματοποίηση, τι άλλο μπορεί να εννοεί; Εάν θεωρήσουμε ότι η έννοια του εαυτού δεν είναι καθολική και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκώς ούτε να οριστεί με μετρήσιμα στοιχεί, τότε αυτόματα θα σημαίνει ότι η έννοια του εαυτού εξαρτάται από εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν! Οι οδηγίες το λένε ξεκάθαρα, πρέπει να αποκόψεις το εγώ από την έννοια της Ύπαρξις για να προχωρήσεις στο επόμενο στάδιο αλλά με την αποκοπή του εγώ χάνεις τον εαυτό. Το ρίσκο δεν είναι μικρό, όμως δεν έχω καμία ιδιαίτερη αγάπη προς το φυσικό μου πεδίο ως έχει τώρα…
Έπιασε με τα ακροδάχτυλα του τις ρόδες της καρέκλας του ασυναίσθητα. Ακόμα και μετά από μια δεκαετία δεν είχε αποδεχτεί την νέα του ιδιότητα ως ανάπηρος. Στο μυαλό του παρέμενε εκείνος ο νέος και εύρωστος ενήλιξ που έτρεχε όταν έπρεπε και καθόταν σταυροπόδι όταν σκεφτόταν και φορούσε όρθιος τα ρούχα του κάθε πρωί για να πάει στη δουλειά. Κυρίως ήθελε να οπτικοποιεί τον εαυτό του σαν ένα αθώο ενήλικα που συνέχιζε να έχει την γυναίκα και την αδερφή του εν ζωή. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά η έρευνα του για τη μεταφυσική είχε αρχίσει αμέσως μετά το ατύχημα σαν προσπάθεια αποπροσανατολισμού του νου του- αν δεν το σκεφτόταν ότι σε αυτή τη Γη του επιβάλλονται ατυχείς φυσικοί περιορισμοί αυτό θα σήμαινε ότι έστω και προσωρινά δεν υπήρχαν. Η δύναμη του νου άλλωστε ήταν σημαντικότερη και δυνατότερη των φυσικών περιορισμών. Ακόμα και αν αυτούς τους περιορισμούς τους άξιζες και μπορούσαν να θεωρηθούν φυσική τιμωρία.
Προσπαθούσε πολύ να πιστέψει ότι έστω ο εγκέφαλος του ήταν ακόμα υγιής. Κάθε μέρα το επαναλάμβανε στον, πλέον, πολύ κοντύτερο καθρέφτη που είχε εγκαταστήσει στο μπάνιο. Είμαι υγιής και κατέχω έναν εξίσου υγιή νου. Είμαι υγιής και κατέχω έναν εξίσου υγιή νου. Είμαι υγιής και έχω έναν εξίσου υγιή νου…
Το έλεγε ξανά και ξανά μετά το πρωινό του, σαν αυτοσχέδιο τελετουργικό, που του θύμιζε τους λόγους που τον απέτρεψαν να αυτοκτονήσει. Πολλές φορές δάκρυζε και η φωνή του έσπαγε, όμως συνέχιζε μέχρι να συνέλθει. Συνέχιζε γιατί εάν σταματούσε όλα θα πήγαιναν στράφι και δεν θα κατάφερνε ποτέ να τις ξαναδεί. Γιατί είναι δύσκολο να ζεις με ένα τέτοιο βάρος, το βάρος των άλλων ψυχών που ξόδεψες για να υπογράψεις το συμβόλαιο της επιβίωσης σου.
Την τελευταία ώρα την είχε περάσει κοιτώντας έξω από το μπαλκόνι του. Όσες φορές και αν χτύπησε η Μυρσίνη δεν της απήντησε ούτε ξεκλείδωσε την πόρτα. Εάν δεν ήθελε να φανεί χρήσιμη ή να τον βοηθήσει, κακό του κεφαλιού της. Όπως όλοι οι νέοι, δεν είχε την απαραίτητη υπομονή που χρειαζόταν για τα μεγαλεπήβολα σχέδια του. Ούτε ο ίδιος την είχε στην ηλικία της. Και σίγουρα δεν θα την είχε ούτε σήμερα αν δεν βρισκόταν αναπάντεχα φυλακισμένος για το υπόλοιπο της μίζερης ζωής του σε μια καρέκλα. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές εάν ο Ουσπένσκι, ή ο Γκιουρτζέφ, ή έστω και ο Μάαστερκ έκριναν ικανούς τους ενόχους να φτάσουν σε ένα ανώτερο πεδίο ύπαρξης. Όχι γιατί δεν ήταν πλέον αυτοεξυπηρετούμενος, αλλά γιατί έφερε το βάρος των πράξεων του και δεν είχε τη δύναμη να το αποτινάξει. Δεν είχε τη δύναμη να ελέγξει τα όνειρα του ώστε να σταματήσει να ακούσει κραυγές. Όσο και αν προσπάθησε, όσα ναρκωτικά και αν χρησιμοποίησε, όσα υπνωτικά και αν πήρε ακόμα ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα με τα ουρλιαχτά να ακούγονται στο βάθος του υποσυνείδητου του, με τη μυρωδιά του αίματος στα ρουθούνια του και με την αποτρόπαια αίσθηση του σαγονιού της Δώρας ακόμα στην παλάμη του. Άκουγε τον ήχο της γνάθου της ανάμεσα στα δάχτυλα του και ένιωθε τη ζεστασιά του χωρίς να μπορεί να το τοποθετήσει στη θέση του. Ποιός άνδρας συνεχίζει να ζει, τι είδους ύπαρξη μπορεί να βιώσει, έχοντας πιάσει στα χέρια του την αποκομμένη γνάθο της γυναίκας του; Αν υπήρχε Θεός τον είχε λυπηθεί έστω και λίγο, δεν είδε ποτέ την κατάσταση της Μάρας στο πίσω κάθισμα. Άκουγε μόνο τις κραυγές της και αυτό το θεωρούσε έλεος από το σύμπαν.
Γύρισε την καρέκλα του και επεξεργάστηκε το σύμβολο. Η κάθε γωνία του θύμιζε τις γυναίκες της ζωής του. Στην κορυφή έστεκε η Δώρα, εκείνο το κορίτσι που είχε ερωτευτεί στην ομιλία της για τις σύγχρονες προσεγγίσεις στην παιδική αναπτυξιακή ψυχολογία. Στην θέση της Δημιουργίας έβλεπε την αδερφή του, που παρά τις ατυχίες στη ζωή της κατάφερε και έφερε στη ζωή την Μυρσίνη και την μεγάλωσε με αξίες και ήθος. Στη Διάδραση έβλεπε πάντα την Μυρσίνη, πάντα ετοιμόλογη και ακριβής, πάντα έτοιμη να ανακαλύψει, να σχολιάσει, να κρίνει, να μορφώσει και να μορφωθεί. Και αν τα κατάφερνε, αν έβρισκε μέσα του τη δύναμη να ολοκληρώσει το σχέδιο του, θα τις είχε πίσω και τις τρεις. Mε ή χωρίς αυτόν ίσως στην εξίσωση.
Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Παρά την προχωρημένη ώρα και την κούραση της μέρας βρισκόταν σε υπερένταση. Είχε φτάσει ήδη δύο τα ξημερώματα και δεν προβλεπόταν ύπνος για απόψε. Ακόμα και αν νύσταζε αργότερα, έπρεπε να φτάσει στο σημείο της αποπραγματοποίησης. Η αϋπνία ήταν ο κατάλληλος δρόμος. Όταν όλα αρχίζουν να σπάνε και η πραγματικότητα ξεφτίζει στις γωνίες προσπαθώντας να κρατηθεί ενεργή, όταν το μυαλό μπορεί να πιάσει συχνότητες που η ξεκούραστη εγρήγορση δεν το αφήνει, τότε είναι το αποτελεσματικότερο σημείο ενδοσκόπησης. Οι άνθρωποι είναι πάντα κοιμισμένοι και απασχολημένοι με την συντήρηση της πραγματικότητας τους. Ο ύπνος είναι βαθύς και ανεμπόδιστος, ένας τέτοιος ύπνος που ενεργοποιεί το αίσθημα της επιβίωσης- εκείνο που κρατάει την επίπλαστη όψη της πραγματικότητας που ορίζουμε εμείς τόσο καλά στερεωμένη. Ο αυτοματισμός και οι μηχανικές κινήσεις είναι ο εχθρός. Ο Ουσπένσκι το είχε εκφράσει τόσο σωστά, ο άνθρωπος πρέπει να ξυπνήσει για να αρχίσει να ζει όπως έπρεπε. Είμαστε όλοι κατακερματισμένοι χωρίς ποτέ να ερχόμαστε αρκετά κοντά στην πηγή των πληροφοριών που χρειαζόμαστε. Η επανένωση των σπασμένων μας στοιχείων μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν ξυπνήσουμε και αποκόψουμε το μηχανοποιημένο μας εαυτό.
Σε αυτήν την αναθεματισμένη καρέκλα δε θα καταφέρω ποτέ να ξεφύγω από τα φυσικά μου δεσμά. Δεν θα πάψω ποτέ να είμαι ο απαίσιος άνθρωπος που είμαι, ούτε να αφήσω πίσω μου την τιμωρία μου.
Κοίταξε το γραφείο του και αυτόματα έριξε το κεφάλι του ηττημένος. Το χαλί που είχε διαλέξει η Μυρσίνη γι αυτόν δεν είχε έντονα χρώματα, ακριβώς για να μην τον αποσπά από τη μελέτη του. Ήταν ένας γήινος συνδυασμός καφέ και κόκκινου με κυματισμούς ώχρας που έτρεχαν άτακτα από άκρη σε άκρη. Μερικές φορές όταν το κοίταζε μπορούσε να φανταστεί αμμόλοφους και έναν ζεστό απαλό άνεμο να του χαϊδεύει το δέρμα. Μπορούσε να σκεφτεί τα ταξίδια του στην Αφρική και να μυρίσει την σκόνη στην ατμόσφαιρα, με την Δώρα δίπλα του να ανοιγοκλείνει τα μάτια της για να αποφύγει την άμμο.
Γούρλωσε τα μάτια του και πήρε μια κοφτή ανάσα. Φυσικά όλα έβγαζαν νόημα. Φυσικά όλα ήταν πολλά χρόνια προγραμματισμένα, πολύ πριν την ίδια του την ύπαρξη. Δεν υπάρχει τυχαιότητα στο σύμπαν, μόνο μια πολύ καλώς ορισμένη αναρχία. Τάξις μες την αταξία, νόημα στο κενό. Δεν ήταν τίποτα από όλα όσα ζούσε τα δικά του θέλω αλλά ήταν δημιουργίες των άτακτων πράξεων του.
Έπιασε στα χέρια του τις ρόδες και έκανε όπισθεν από το γραφείο του. Προχώρησε στον ανοιχτό χώρο μπροστά στην πόρτα, πάτησε το στοπ και με τα χέρια ανασήκωσε τον κορμό του πάνω. Πήρε μια βαθιά επίπονη ανάσα και εκτόξευσε τον εαυτό του μπροστά.
Άνοιξε τα μάτια του στο πάτωμα, σίγουρος πλέον ότι είχε χρόνια να πλησιάσει τόσο πολύ το έδαφος ή να αλληλεπιδράσει με αυτό. Μπορεί να θυμηθεί εντόνως τον εαυτό του να πετάει τις σημειώσεις του κάτω όταν διάβαζε για το πανεπιστήμιο και να χύνεται από πάνω τους προσπαθώντας να οργανώσει τη σκέψη του, ταξινομώντας και οργανώνοντας τες να καλύπτουν όλο το δωμάτιο. Ευχάριστες αναμνήσεις που κάλυπταν εκείνο το μεγάλο κενό που αποκαλεί επιβίωση. Τώρα όμως ένιωθε στο πρόσωπο του τις ίνες από το χαλί και το στήθος του να πιέζεται.
Σύρθηκε αργά με τα χέρια και έφτασε στο κέντρο του δωματίου σχεδόν ξέπνοος. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που γύμνασε το σώμα του. Όσα ακριβώς από τότε που έγινε το ατύχημα. Γύρισε την πλάτη του στο χαλί και με τα χέρια τοποθέτησε τα άψυχα του πόδια σε ευθεία. Ξάπλωσε πίσω, νιώθοντας κάθε σπόνδυλο στην ραχοκοκαλιά του, κάθε νεύρο, κάθε αγγείο να αντιδρά. Άνοιξε τα χέρια του, όσο πιο μακρυά πήγαιναν στα πλάγια και έκλεισε τα μάτια.
Αφαίρεσε τους περιορισμούς. Πέσε πίσω στην πραγματική σου ύπαρξη. Άσε πίσω το σώμα σου και βρες τρόπο να ελευθερώσεις την ψυχή σου. Είμαστε προγραμματισμένοι για να σπάμε τον κώδικα μας. Βρες τρόπο.
Ξεκίνησε να παίρνει σταθερές και ρυθμικές ανάσες. Γέμιζε τα πνευμόνια του με ζεστό αέρα που οραματιζόταν να έρχεται πέρα από τους αμμόλοφους, κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου. Σκεφτόταν ότι περπατάει και ότι κάθε βήμα του βουλιάζει ελαφρά στην άμμο, κάθε προσπάθεια να προχωρήσει ερχόταν αντιμέτωπη με μια ήρεμη αντίσταση από άπειρους μικρούς κόκκους σύμπαντος. Αφαίρεσε τα ρούχα του και γύμνωσε τα πόδια του για να νιώθει το καυτό έδαφος καλύτερα. Συνέχισε να περπατάει χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό, απλώς για την ολότητα της δραστηριότητας. Ένιωθε τις στάλες του ιδρώτα στο στέρνο του και αν κάποιος έμπαινε στο δωμάτιο και έβλεπε το δέρμα του θα μπορούσε να τις δει και εκείνος. Δεν έβλεπε τίποτα κοντά του όμως δεν τον ένοιαζε. Ο σκοπός της άσκησης ήταν να ξεχάσει ολοκληρωτικά ότι βρίσκεται στο πάτωμα του γραφείου του και να συνειδητοποιήσει ότι δεν τον κρατάει πίσω κανείς ψεύτικος περιορισμός, καμία μηχανοποιημένη πραγματικότητα. Την εμπειρία της Ύπαρξις την έφτιαχνε ο ίδιος. Ο ίδιος ήταν ο Θεός και ο Διάβολος, η Μητέρα Φύση και το Έρεβος. Με την ίδια ευκολία που τώρα περπατούσε στην άμμο σα να πετάει, γυμνός, κάτω από τον σκληρό ήλιο, με την ίδια ευκολία σηκώθηκε και ένιωσε τα πόδια του να μην πατάνε έδαφος. Άνοιξε τα χέρια του και έγινε ένα με τον ουρανό, ένας ακόμα Ίκαρος, κατευθυνόμενος στο κέντρο του φωτός. Δεν δίστασε στιγμή, πήρε ορμή και δύναμη και χάθηκε ολόκληρος μέσα στις δεσμίδες φωτός που υπό άλλες συνθήκες θα τον είχαν εξαϋλώσει.
Βρέθηκε στο απόλυτο σκότος με μία τριγωνική πύλη μπροστά του. Τη φανταζόταν δηλαδή σαν πύλη, όμως πίσω της δεν υπήρχε τίποτα. Το περίγραμμα της φωτιζόταν από μια συμπαντική δύναμη, μια ουσία φωτός ίσως, την απαρχή της ελπίδας στο τίποτα που έσπαγε τις ίνες του ερέβους στο χώρο. Η ανυπαρξία γύρω του ήταν εκκωφαντική. Το σκότος που καθημερινά τον περικλείει δεν τον τρομάζει, εν αντιθέσει, του προκαλεί ανακούφιση, αλλά αυτό το σκότος εδώ έμοιαζε παγωμένο και κακόβουλο. Ενώ ήταν ο δημιουργός της συνείδησης του, δεν μπορούσε να αλλάξει το πηχτό μαύρο που τον περικύκλωνε όσο και αν συγκεντρωνόταν στην μετάβαση του. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα: ότι το πρώτο στάδιο της αποπραγματοποίησης είχε παρέλθει, και ότι τώρα βρισκόταν βαθιά μέσα στα λημέρια του εγώ του. Όλες οι επίγειες επιλογές του, όλες οι αποφάσεις, τα πάθη και οι επιθυμίες του, ήταν όλα εκεί. Η πόρτα θα ήταν η λύση ή ο θάνατος του, δεν είχε πλέον κανένα έλεγχο. Ο Μάαστερκ φοβόταν να περιγράψει ακριβώς αυτό το στάδιο- το ταξίδι στο βαθύ ασυνείδητο. Και τώρα είχε αρχίσει να καταλαβαίνει γιατί.
Με το πρώτο διστακτικό βήμα του προς την πόρτα ένιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει από το μπράτσο. Προσπάθησε να αντισταθεί και να μην γυρίσει να κοιτάξει όμως δεν άντεξε. Το άρωμα της ήταν ήδη παντού. Το είχε μυρίσει από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο σκοτάδι. Γύρισε και την κοίταξε με τα λογικά του να κρέμονται από μια πολύ ευαίσθητη και εύθραυστη κλωστή, έτοιμος να κλάψει. Ήταν εκείνη.
Κοίταξε τα μάτια της και απευθείας λύγισε. Άρχισε να κλαίει τρανταχτά, με λυγμούς. Άνοιγε το στόμα του να της μιλήσει αλλά δεν έβγαινε ήχος, μόνο σιωπή. Ένιωσε μετά από πολλά και ατελείωτα χρόνια τα πόδια του να λυγίζουν. Είχε φανταστεί τόσες φορές αυτήν την ίδια σκηνή, με το άρωμα της, τα καστανά της μάτια να τον ζεσταίνουν, την αγκαλιά και το άγγιγμα της, όμως ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα τον έσπαγε έτσι. Ένιωσε τα χέρια της να ανοίγουν και να τον φιλοξενούν μέσα, μια αγκαλιά που του είχε λείψει ανέλπιστα πολύ, σαν να ήταν και οι δύο τους μαγνήτες και να έπρεπε αναγκαστικά να ενωθούν.
Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα έκλαιγε, ούτε τον ουσιαστικό λόγο που έκλαιγε, όμως μπορούσε να καταλάβει ότι την ήθελε σαν την πρώτη μέρα που την έβλεπε.
Μου έλειψες, σκέφτηκε, και αμέσως την ένιωσε να χαμογελάει.
Σε περίμενα τόσο καιρό στο κενό. Περίμενα να έρθεις, άκουσε την φωνή της μέσα στο κεφάλι του. Δεν κούνησε τα χείλη της καθόλου, όμως το καταλάβαινε ότι του μιλάει με κάποιο τρόπο. Άλλωστε, δεν χρειαζόταν να την κοιτάξει για να αναγνωρίσει την φωνή της.
Συγγνώμη. Για όλα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο λυπάμαι που σε πόνεσα, που σε πλήγωσα, είχα το σαγόνι σου στα χέρια μου, ήταν φρικιαστικό, αληθινά φρικιαστικό, Δώρα, με κατέστρεψε, και προσπαθούσα να σε κοιτάξω μα δεν είχες πρόσωπο, είχε πια χαθεί και ούρλιαζα μα δεν έβγαινε φωνή και σε τράβηξαν από τα χέρια μου για να σε βγάλουν και βούλιαξα στο κενό χωρίς…
Το ξέρω, ψέλλισε και κατέβασε τα μάτια της. Το ξέρω ότι υπέφερες. Είσαι εδώ τώρα. Είσαι μαζί μου. Δεν έχει τίποτα άλλο σημασία. Το χαμόγελο της, ζεστό και εγκάρδιο όπως ήταν πάντα, του φάνηκε να τρέμει. Σαν να είχε παράσιτα στην επικοινωνία τους και να είχε παρεμβολές στο ολόγραμμα της. Αυτό τον επανέφερε στον σκοπό του, έπρεπε να προχωρήσει.
Την κοίταξε και έσπρωξε ελαφρά τα χέρια της πίσω. Την ίδια στιγμή που την απομάκρυνε το μετάνιωσε και το τσίμπημα μέσα του, βαθιά στο στέρνο του, τον τιμώρησε άμεσα. Έπρεπε όμως να προχωρήσει. Δεν ήταν αρκετή η Δώρα έτσι.
Αγάπη μου, άκουσε με. Δεν μπορώ να μέινω πολύ, έχω έρθει για έναν ανώτερο σκοπό, ένα σκοπό που θα μας ενώσει στο τέλος. Πρέπει μόνο περάσω από αυτήν την πόρτα και θα γυρίσω να σε βρω! Πρέπει όμως να φτάσω εκεί, έτεινε το χέρι του στην τριγωνική πόρτα που φάνηκε να έχει απομακρυνθεί στο βάθος του δωματίου όση ώρα έκλαιγε. Σα να είχε κάνει τουλάχιστον δέκα βήματα πίσω όση ώρα ήταν στην αγκαλιά της.
Με ακούς; Αγάπη μου, πρέπει να σε αφήσω, για λίγο, το υπόσχομαι, θα είναι τόσο λίγο, δεν θα το καταλάβεις καν, στο ορκίζομαι Δωράκι μου, θα σε ξαναβρώ…
Ήταν πολύ απασχολημένος με την απολογία του για να προσέξει την αλλαγή στο χώρο γύρω. Η ατμόσφαιρα βάρυνε και η Δώρα φαινόταν ανήσυχη. Τα μάτια της περιδιάβαιναν στο σκοτάδι ακολουθώντας κινήσεις που ο ίδιος δε μπορούσε. Κούνησε απότομα το κεφάλι της ανταποκρινόμενη σε κάτι που φάνηκε να της φυσάει τα μαλλιά, προσπαθώντας πολύ να μείνει συγκεντρωμένη σε αυτόν. Είχε έρθει η ώρα για να φύγει.
Κοίταζε, μα δεν έβλεπε. Του ήταν τόσο δύσκολο, κράταγε τις ντελικάτες παλάμες της ανάμεσα στα δάχτυλα του και δε μπορούσε να διανοηθεί τι έβλεπε ούτε το ότι έπρεπε να την αποχωριστεί. Την τράβηξε και την φίλησε. Ήξερε τους κινδύνους, το είχε διαβάσει, γνώριζε την συνέχεια.
Σκοινιά ξεχύθηκαν από αναρίθμητες κατευθύνεις του σκότους. Σε κλάσματα δευτερολέπτου του είχαν τυλίξει τα μπράτσα, τον κορμό και το δεξί μηρό. Τα ένιωθε να τον σφίγγουν όλο και περισσότερο προσπαθώντας να του αποκόψουν τα άκρα. Κοίταξε πίσω του στην φωτεινή πύλη μα είχε απομακρυνθεί περισσότερο μετρώντας ανάμεσα τους ένα στάδιο απόσταση. Δεν είχε χρόνο και ήξερε τον εαυτό του, δεν θα έπεφτε χωρίς μάχη. Έκανε το μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει.
“Ξέρεις ότι η ύπαρξη σου αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από τις δικές μου εμπειρίες;” φώναξε στο κενό και ακόμα ένα σκοινί εκτοξεύτηκε και τυλίχτηκε στο λαιμό του. Γύρισε την πλάτη του στα σκοινιά και έκανε ένα βήμα προς την πύλη, χρησιμοποιώντας όλη του τη δύναμη. Θυμόταν ξεκάθαρα την αίσθηση του βηματισμού, τη ρυθμική κίνηση του βάρους ενός όρθιου σώματος που το κρατάνε πίσω οι περιορισμοί της βαρύτητας και ενός ισχυρού ανέμου.
“Για την ακρίβεια, ακόμα και αυτό που εσύ μετουσιώνεις σαν σκοινιά είναι στην πραγματικότητα η ανασφάλεια σου για το τι κρύβεται εκεί πίσω και δεν θέλεις να δω, όμως σου διαφεύγει ότι εγώ το δημιούργησα”, ψέλλισε με τη φωνή του να σπάει. Προσπάθησε να πιάσει το σκοινί που του έπνιγε το λαιμό όμως δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του, η αντίσταση τον νικούσε.
“Ξέρω ήδη τι υπάρχει εκεί πίσω, ανάθεμα σε, δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ για πάντα!”
Ακόμα ένα βήμα μπροστά, ακόμα μια ανάσα που δεν μπόρεσε να πάρει. Το εγώ του τον έριξε πίσω και χτύπησε την πλάτη του στο πηχτό μαύρο έδαφος. Τα σκοινιά τον είχαν υπερνικήσει. Προσπάθησε να φωνάξει αλλά δεν είχε πλέον αναπνοή να ξοδέψει. Σπαρταρούσε σα το ψάρι ανάμεσα τους, δέσμιος των ίδιων εγωιστικών περιορισμών που τον απέτρεπαν πάντα να παραδεχτεί τις αδυναμίες και τα λάθη του. Σύντομα θα ξυπνούσε στο χαλί του ή χειρότερα, δε θα ξυπνούσε ποτέ, βουλιάζοντας σε κώμα.
Δεν με ελέγχεις, γαμημένο. Εγώ σε ελέγχω. Εγώ σε έφτιαξα. Εγώ σε έθρεψα και σε έκανα το τέρας που είσαι.
Άκουσε κραυγές να έρχονται από πίσω του, βρυχηθμούς και βρισιές. Ψίθυροι στο σκοτάδι να πλησιάζουν όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ψυχρά.
Είσαι εμπειρίες καταγεγραμμένες σε κύτταρα και νευρώνες, άυλη ουσία που θεωρεί ότι έχει δύναμη πάνω μου.
Ξεψυχούσε. Οι αντιστάσεις του ήταν πλέον μηδαμινές. Οι ανάσες του κοφτές και επίπονες, σαν ξυράφια στα πνευμόνια του να τραβάνε το αίμα του από τις αρτηρίες. Έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε την Δώρα, πόσο απογοητευμένη θα ήταν, πόσος οίκτος θα έσταζε από τα μάτια της να τον έβλεπε έτσι αβοήθητο και μίζερο. Φαντάστηκε την πύλη, τόσο κοντά μα και τόσο μακρυά του, τόσο φωτεινή και τόσο απόκοσμη ταυτόχρονα Φαντάστηκε τον εαυτό του να βαδίζει ανεμπόδιστος μέσα της και να μετατρέπεται σε φως, να αγγίζει τα όρια της θεοποίησης και να χάνεται στην θάλασσα της βαθύτερης ύπαρξης του, να ακουμπάει τον κίονα του ασυνείδητου και μετατρέπεται σε σκόνη. Σκέφτηκε τον εαυτό του, παιδί ακόμα, νήπιο, να τρέχει στην αγκαλιά της γιαγιάς του στη μέση ενός ξερού λιβαδιού και να γελάει χωρίς καμία έγνοια του κόσμου, χωρίς κανένα σκοτεινό ασυνείδητο να τον περιτριγυρίζει. Έζησε τη σκηνή, ξανά και ξανά, σαν ένας μικρός θεός που κάνει ό,τι θελήσει, την στιγμή που αυτός επιθυμεί, χωρίς κίνητρο ή σκοπό. Είδε μέσα από τα μάτια του τον ουρανό να ανοίγεται γαλανός από πάνω του υπερκαλύπτοντας οτιδήποτε άλλο και ένα φλεγόμενο φωτεινό τρίγωνο στο κέντρο του να κατεβαίνει στη γη και να τον στέφει σαν την ανώτερη μορφή Ύπαρξις. Γέμισε φως η όραση του και έχασε τις αισθήσεις του.
Ξύπνησε στη θάλασσα, να επιπλέει στο νερό που ήταν ευχάριστα δροσερό. Δεν κουνήθηκε σπιθαμή και κράτησε την ανάσα του μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Πριν προλάβει να επεξεργαστεί το περιβάλλον γύρω του, κάτι τον τράβηξε από το βάθος και βούλιαξε μέσα στη θάλασσα χωρίς έλεγχο. Βούλιαζε, έτρεμε και πνιγόταν, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί ή να κολυμπήσει στην επιφάνεια. Γούρλωσε τα μάτια του και ένιωθε τόσο καταδικασμένος, τόσο τρομοκρατημένος που λίγο ακόμα και θα πίστευε ότι είχε πεθάνει και είχε παγιδευτεί στο κενό ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Και τότε έσκασε στον πάτο.
Με την πλάτη να ακουμπάει άμμο συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να αναπνεύσει. Ρούφηξε αχόρταγα ανάσες φοβούμενος ότι αυτή η ικανότητα θα ήταν απλά ένα ευχάριστο διάλειμμα και σύντομα θα πνιγόταν ξανά και αυτή τη φορά ήταν πολύ μακρυά από την επιφάνεια του νερού. Δεν θα προλάβαινε ποτέ να ανέβει τόσο πάνω και να βγει στον αέρα.
Συνειδητοποίησε ότι τα πόδια του ακόμα λειτουργούσαν και ότι η βαρύτητα στο βυθό λειτουργούσε ακριβώς όπως και στη στεριά- τον κράταγε κάτω χωρίς προσπάθεια. Ανασηκώθηκε και έμεινε καθιστός μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του αυτήν την οχλαγωγία από φως που τον περικύκλωνε. Τα πάντα γύρω του έλαμπαν, η άμμος, το ίδιο το νερό, οι πέτρες, όλα είχαν ένα φωτεινό πέπλο πάνω τους, που σχεδόν φωσφόριζαν. Σηκώθηκε και βεβαιώθηκε ότι δεν είχε τραυματιστεί από την αλληλουχία κακώσεων που είχε υποστεί και τότε το ένιωσε. Το έπιασε στα χέρια του, απαλό και ζεστό, σαν φλέβα εκτός σώματος, σαν μια ζωντανή ύπαρξη μετουσιωμένη σε κλωστή. Κρεμόταν από το πίσω μέρος του λαιμού του, στην ένωση των σπονδύλων του αυχένα του και αντιδρούσε σε κάθε άγγιγμα του.
Κοίταξε πίσω του και εντόπισε μια φωτεινή ασημένια κλωστή να διασχίζει τον βυθό και να χάνεται στο βάθος του. Έσκυψε και την έπιασε στα χέρια του. Εύθραυστη μα πολύτιμη, παλλόταν μαζί με κάθε του άγγιγμα στο κάθε σημείο επαφής των δαχτύλων του πάνω της. Τα μάτια του συνήθισαν στο φως γύρω του και διέκρινε στο βάθος ακόμα μια πύλη που αυτή τη φορά ήταν το ίδιο απαστράπτουσα με το περιβάλλον της. Ξεκίνησε να ακολουθεί την κλωστή με τα χέρια του τυλίγοντας την απαλά γύρω από την αριστερή του παλάμη, προσέχοντας πολύ να μην την τραυματίσει. Ειλικρινά, δεν ήξερε αν θα τον πόναγε ο τραυματισμός της όμως είχε βάσιμες υποψίες ότι στην καλύτερη θα υπέφερε και στη χειρότερη θα πέθαινε.
Όσο πλησίαζε στην πύλη γέμιζε ελπίδα. Ελπίδα για την κατάληξη του ταξιδιού του, ελπίδα ότι θα έβρισκε τον εαυτό του, ελπίδα ότι τελικά τα είχε καταφέρει και είχε ξεφύγει από τα βασανιστήρια του εγώ του, ότι θα έφτανε πιο κοντά στο στόχο του και θα ξαναέβρισκε την Δώρα. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα του και του ξέφυγε ένα πνιχτό γέλιο. Πήρε μερικές ανάσες και συνέχισε να περπατάει.
Μπροστά του ανοιγόταν μια μεγάλη πλατεία από λευκές πλάκες από μάρμαρο, ατάκτως τοποθετημένες στο χώρο. Κορδέλες από φύκια κάλυπταν τις περισσότερες από αυτές και μπορούσε να διακρίνει ίχνη ζωής ανάμεσα τους. Καβούρια και μικρά ψάρια περιδιάβαιναν από το ένα μάρμαρο στο άλλο αγνοώντας πλήρως την ύπαρξη του. Ζούσαν μια ακόμα μέρα στο βαθύτερο ασυνείδητο του, απολαμβάνοντας την πλήρης άγνοια του ποιός είχε σταθεί σε εκείνα ακριβώς τα μάρμαρα την συγκεκριμένη στιγμή.
Στο κέντρο της πλατείας βρισκόταν η πηγή του φωτός γύρω του. Ήταν σίγουρος ότι αν συνέχιζε να το κοιτάει απευθείας θα τυφλωνόταν πριν προλάβει να συνεχίσει το ταξίδι του. Σήκωσε το χέρι του και κάλυψε το εκτυφλωτικό φως. Η κλωστή στο χέρι του δονήθηκε και φώτισε δυνατότερα. Την ένιωσε να δυναμώνει και να πάλλεται ρυθμικά με τις ανάσες του. Ξετύλιξε το χέρι του και την απελευθέρωσε ενώ ταυτόχρονα την είδε να ενώνεται με τον εαυτό της σε κυματισμούς και να χάνεται, προσαρμοζόμενη στις νέες αποστάσεις. Τον τράβηξε προς το φως από τον αυχένα τσιμπώντας τον στο σημείο της ένωσης και τεντώνοντας τον εαυτό της προς την κατεύθυνση που τον οδηγούσε. Ένιωθε να τον πνίγει η τόση λάμψη και να δυσκολεύεται να προχωρήσει. Η κλωστή όμως τον πίεζε και δονούταν, την ένιωθε μέσα στο κεφάλι του και στη βάση της ραχοκοκαλιάς του να τον ωθεί να πλησιάσει το άμορφο πράγμα που φώτιζε τον βυθό.
Όσο πλησίαζε με μικρά νευρικά βήματα οι υποψίες του επιβεβαιωνόντουσαν. Η κλωστή ήταν συνδεδεμένη με το εκτυφλωτικό αντικείμενο που ήταν υπερυψωμένο σε έναν καλοσχηματισμένο λόφο άμμου. Έμοιαζε με ένα υπερμεγέθες κλαδί ακακίας με τουλάχιστον είκοσι φύλλα σε κάθε του πλευρά, καλά στερεωμένο στη βάση του στο λόφο. Ήταν όρθιο και αγέρωχο, ο μοναδικός πομπός φωτός σε όλο το βάθος του ψυχισμού του.
Άφησε την κλωστή να τον καθοδηγήσει ενώ η όραση του μειωνόταν σταθερά. Τέντωσε τα χέρια του και ακούμπησε το κλαδί που αντέδρασε κατευθείαν. Άρχισε να πάλλεται και να δονείται, η άμμος που το στήριζε να υποχωρεί στις επιθυμίες του. Με ένα τελικό παλμό απελευθερώθηκε από την άμμο και στηρίχθηκε στα χέρια του. Το βάρος ήταν ανέλπιστο και σχεδόν το έριξε κάτω.
Κάτω από το κλαδί και κρυμμένο μέσα στον λόφο βρισκόταν ένα μαύρο, χνουδωτό και ταυτόχρονα λιγδιασμένο πλάσμα που έκρωξε με την αποκάλυψη του. Μια κλωστή ενσωματωμένη στο κλαδί κατέληγε στην παρασιτική ύπαρξη που είχε ακαθόριστο σχήμα και ποιότητα, όμως μπορούσε να παράξει απόκοσμους ήχους. Άρχισε να ταλαντεύεται, εμφανώς δυσαρεστημένο με τις συνθήκες που του προκάλεσε η ξαφνική αλλαγή και σκαρφάλωσε στο κλαδί και στο χέρι του, δαγκώνοντας τον στο βραχίονα. Έριξε κάτω το κλαδί και το παράσιτο ενώ συνειδητοποίησε ότι τώρα στο χέρι του είχε αφήσει πίσω μια καυτή μαύρη ουσία που προσπαθούσε να χωθεί κάτω από το δέρμα του.
Τίναξε το χέρι του και το έτριψε όμως δεν έφευγε. Άκουσε το πλάσμα ξανά να βγάζει ήχους και το εντόπισε να σκάβει την άμμο, γρήγορα και νευρικά και να μπαίνει μέσα τραβώντας πίσω του το κλαδί. Όρμηξε στην άμμο και το ξέθαψε, προσπαθώντας να αποφύγει την επαφή με την μαύρη απειλητική ουσία, εναλλάσσοντας το κλαδί από χέρι σε χέρι. Προσπάθησε να το τινάξει, να το αποκόψει, να το χτυπήσει στο μάρμαρο, όμως πάντα ξεγλιστρούσε και ούρλιαζε. Το χέρι του τον έκαιγε και τον είχε καταβάλλει ο πανικός. Έψαχνε απεγνωσμένα γύρω του κάποιο όπλο, κάποιο μαχαίρι, οτιδήποτε κοφτερό για να αποκόψει την μαύρη κλωστή που κρατούσε το κλαδί.
Κοιτούσε γύρω του σπαστικά, ταλαντεύοντας το κλαδί και εναλλάσσοντας το συνεχώς στα χέρια του μέχρι που το πλάσμα πήδηξε πάνω στο στήθος του. Έριξε το κλαδί στην άμμο ουρλιάζοντας και προσπάθησε να το τραβήξει, να το αποσπάσει απο το δέρμα του όμως το παράσιτο είχε αγκιστρωθεί με όλη του τη δύναμη πάνω του και τον δάγκωνε ξανά και ξανά. Έκανε βήματα πίσω ενώ το χτύπαγε με τις παλάμες του. Γλίστραγε στα χέρια του σα χέλι, κάθε φορά που νόμιζε ότι το είχε γραπώσει και επιτέλους θα το αποσπούσε από πάνω του, αυτό ξέφευγε και ταξίδευε, δαγκώνοντας ένα νέο σημείο κάθε φορά. Φαινόταν να ψάχνει την ασημένια κλωστή που τον ένωνε με το φωτισμένο κλαδί όμως δεν μπορούσε να διακρίνει που ακριβώς ήταν.
Άκουσε το κλαδί να δονείται, ξανά και ξανά, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο απότομα και η άμμος γύρω του σχημάτισε ένα ισοσκελές τρίγωνο που φώτισε μια ενιαία ακτίνα προς την επιφάνεια του νερού, διασχίζοντας το βυθό. Χίμηξε στην άμμο και το άρπαξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Χωρίς να το σκεφτεί, το έφερε κοντά στο στήθος του και το ακούμπησε στο πλάσμα που στρίγκλισε και έπεσε στα πόδια του. Κοίταξε το φτερό, αποπροσανατολισμένος και μπερδεμένος, ακούγοντάς το σατανικό παράσιτο να σφαδάζει από τον πόνο. Χτύπησε με όλη του τη δύναμη το κλαδί στο πλάσμα χρησιμοποιώντας το σαν ρόπαλο, ξανά και ξανά μέχρι που η μαύρη πηχτή μάζα σταμάτησε να ουρλιάζει και να αντιστέκεται.
Έπεσε πίσω λαχανιασμένος και τραυματισμένος. Τα δαγκώματα στο στήθος και στο χέρι του τον έκαιγαν και υπέφερε. Πήρε απότομες ανάσες προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του και τον απόλυτο πανικό που τον είχε καταβάλλει. Έσφιξε το κλαδί τόσο δυνατά στο χέρι του που ένιωσε την παλάμη του να μουδιάζει. Η μαύρη μάζα που του είχε επιτεθεί παρέμενε ακίνητη, χωρίς δονήσεις, χωρίς παλμούς, χωρίς φωνές. Κοίταξε γύρω του εκνευρισμένα προσπαθώντας να διακρίνει το επόμενο στάδιο, την επόμενη πύλη, όμως το μόνο που έβλεπε ήταν το μικρό ισοσκελές τρίγωνο που θα τον έβγαζε ξανά στην επιφάνεια.
Επιφάνεια λοιπόν. Επιφάνεια. Επιφάνεια.
Ξύπνησε λίγο πριν ξημερώσει, καθιστός ακόμα στην καρέκλα του, πίσω από το γραφείο του, μπροστά στο παράθυρο. Είχε γείρει μπροστά και τον είχε πάει ο ύπνος έτσι για ώρες. Πονούσε φριχτά ο αυχένας του, πιθανότατα από τον τρόπο που είχε αποκοιμηθεί. Δεν ήταν στην ηλικία που τέτοια λάθη συγχωρούνται εύκολα.
Έσυρε την καρέκλα του και κοίταξε το χαλί. Θυμόταν ξεκάθαρα τι είχε ζήσει πριν λίγες ώρες ξαπλωμένος εκεί, στο πάτωμα, να φαντάζεται ότι ταξιδεύει στην έρημο και ότι έχει ακόμα πόδια.
Και θα πίστευε ότι ήταν ίσως όνειρο αν δεν έβλεπε τα μαύρα σημάδια στο βραχίονα του και αν δεν είχε μια εντελώς καινούργια αίσθηση, βαθιά μέσα του, μια αίσθηση κατανόησης της γνώσης της ψυχής που δεν είχε αισθανθεί ποτέ άλλοτε.
Μια αίσθηση απόλυτης Ύπαρξις.