Γράφει η Κατερίνα Βαρδή
“…και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει κάποιος να προσέξει την σημασία που φέρει το σύμβολο αυτό καθαυτόν. Η τριγωνική του φύση δηλώνει αλληλεξάρτηση μα και συνέχεια. Θα ήταν εσφαλμένο να υποθέσουμε ότι υφίσταται συμπαντική ασυνέχεια απλώς λαμβάνοντας υπόψιν την ίδια την φύση του τριγώνου. Υπάρχει μια αναπόσπαστη ιεραρχική δομή στη Μαγεία των Τριγώνων: ξεκινώντας από την κορυφή, με την ύψιστη σημασία της πραγματικής ουσίας δεσπόζει η Ύπαρξις (Essentia). Η Ύπαρξις φέρει το βαρύτερο ηθικό πλεονέκτημα ινατί δίχως αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει το ίδιο το σύμπαν, πόσο μάλλον η έννοια του εαυτού. Η έννοια όμως του εαυτού πρέπει να οριστεί με σαφή τρόπο από τον φέροντα της ψυχής και ποτέ να μην ταυτιστεί με την έννοια του ψυχισμού. Ο εαυτός βρίσκεται μέσα στον ορισμό της Ύπαρξις ενώ μέσα του συνυπάρχει και η ψυχή και πρέπει να ανακαλυφθεί πριν προχωρήσει κάποιος στο δεύτερο στάδιο. Το να υφίστασαι, σαν ον, είναι μετρήσιμο και μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την επίπονη διαδικασία της αποπροσωποποίησης και αποπραγματοποίησης. Αποξενώνοντας το εγώ από τον φυσικό κόσμο καταλήγει κάποιος να γνωρίσει και να οριοθετήσει την πραγματική Ύπαρξις, ενώ…”
Η πόρτα χτύπησε πίσω του απαλά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ήταν τρία κοφτά χτυπήματα στο ξύλο, πιθανότατα με το πίσω μέρος των δύο μεσαίων δακτύλων. Μπορούσε να την ακούσει να κρατάει την ανάσα της περιμένοντας μια απάντηση του. Όταν δεν της την έδωσε, το χερούλι της πόρτας γύρισε και φως ξεχύθηκε μέσα στο σκοτεινό του δωμάτιο.
“Έχει έρθει η ώρα για βραδινό, θέλεις να κάτσεις μαζί μου; Μου είχες πει να σε ενημερώσω το μεσημέρι αν-”
“Δεν μπορώ τώρα είμαι απασχολημένος. Κλείσε την πόρτα πίσω σου σε παρακαλώ και μη με ενοχλήσεις απόψε ξανά.” Η φωνή του σύρθηκε στη σιωπή του δωματίου σαν μια παράλογη απειλή, σαν να της έλεγε ότι ο ουρανός είναι πράσινος και το χώμα της γης υδροφοβικό και θα τους δηλητηρίαζε.
“Μου είχες πει να προσέξω αυτές τις μέρες, να βεβαιωθώ ότι τρως και ότι δεν θα ξεφύγεις πάλι γιατί-” απάντησε ενοχλημένα πριν την κόψει ξανά στη μέση.
“Ξέρω πολύ καλά τι σου είχα πει, καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα όμως; Έχω δουλειά, δε θέλω να ενοχληθώ ξανά, σε παρακαλώ κλείσε την πόρτα!” αναφώνησε απότομα και ένιωσε τα μάγουλα του να κοκκινίζουν. Η χαραμάδα της πόρτας άνοιξε διάπλατα και το φως γέμισε κάθε γωνία του γραφείου του.
“Θείε, καταλαβαίνω ότι η έρευνα σου είναι σημαντική και πρέπει να παραδόσεις αποτελέσματα φυσικά, όμως αν δεν τρως έστω και λίγο το πιο πιθανό είναι ότι θα είσαι τόσο αδύναμος που δε θα μπορείς να σκεφτείς! Στην ηλικία σου θα έπρεπε να ξέρεις-” έκανε ένα βήμα μπροστά με όλη τη διάθεση να μπει στο δωμάτιο και να τον σηκώσει με το ζόρι από την καρέκλα του.
“Μυρσίνη, ειλικρινά δεν έχω καμία διάθεση να-”
“Μπορείς να σταματήσεις να με διακόπτεις επιτέλους;”. Τώρα πλέον είχε υψώσει τη φωνή της και ήξερε ότι σύντομα θα είχε στα χέρια της ακόμα ένα καυγά που δε θα κατέληγε πουθενά. Δεν φημιζόταν για την ψυχραιμία της, αλλά και αυτός ο πεισματάρης γέρος κατάφερνε να την εξαγριώνει ακόμα και με τα πιο βασικά καθημερινά καθήκοντα του, όπως το να φάει έστω ένα γεύμα την ημέρα. Τώρα την κοιτούσε πάνω από αυτά τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά διαβάσματος μια άλλης εποχής, σχεδόν αξιολογώντας την, διαβάζοντας την ψυχική της δύναμη για να υπολογίσει πόσο ακόμα θα μπορούσε να πιέσει να γίνει το δικό του. Δεν ήταν παρανοϊκός -ακόμα- αλλά τον τελευταίο καιρό πλησίαζε επικίνδυνα τα όρια της ανθρώπινης λογικής με κάθε διάθεση να τα παραβιάσει.
“Είπα και ελάλησα, συμφώνησες το μεσημέρι ότι θα έτρωγες μόνο βράδυ και τώρα θα έρθεις μέσα και θα κάτσεις στο τραπέζι μαζί μου και κανόνισε να μη με κάνεις πάλι έξαλλη γιατί θα σε ταΐσω με το ζόρι αρακά που ξέρω ότι τον σιχαίνεσαι, και μάρτυς μου ο Θεός θα-”, βημάτιζε νευρικά γύρω από την καρέκλα του χωρίς να παίρνει ανάσα, σκύβοντας ταυτόχρονα να βγάλει την ασφάλεια από το αμαξίδιο του για να καταφέρει να τον σπρώξει ως την τραπεζαρία θέλοντας και μη, ανεξαιρέτως αντίστασης. “…θα σου φτιάχνω αρακά κάθε μέρα για μια εβδομάδα, κακομοίρη μου, θα στον βάζω μέσα στον καφέ-” είπε και σταμάτησε για να πάρει ανάσα.
“Εντάξει, εντάξει, σταμάτα, θα έρθω. Αν δεν σε έβλεπα όταν άνοιξες την πόρτα θα ορκιζόμουν ότι ακούω τη μάνα μου και ότι έγινα ξαφνικά 8 χρονών, πρέπει να το φτιάξεις αυτό”, αναστέναξε ενοχλημένος και παρά το γεγονός ότι δεν το είπε σοβαρά για να την πληγώσει, δεν ήταν σίγουρος πως δεν το εννοούσε κιόλας. Η γιαγιά της ήταν μια δυναμική παρουσία, είχε μεγαλώσει τον ίδιο και την αδερφή του σχεδόν μόνη, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι οι οικογένειες με νεκρούς συζύγους μπορούν να είναι πραγματικά λειτουργικές και να βγάλουν ηθικά μέλη της κοινωνίας. Αυτό την έκανε όμως ανεξέλεγκτα σκληρή, προσπαθώντας να κρατήσει τα ηνία μιας έφηβης που ένιωθε ενήλικη και ενός μικρού παιδιού που δεν καταλάβαινε στην ολότητα του τι σήμαινε ο θάνατος.
Η Μυρσίνη τον έσπρωξε απαλά προς την τραπεζαρία και τον έβαλε να κάτσει απέναντι της. Είχε ήδη σερβίρει το βραδινό που ήταν προσαρμοσμένο στις ειδικές ανάγκες του ηλικιωμένου συγκατοίκου της. Τα δόντια του δεν ήταν τόσο δυνατά όσο ήταν κάποτε και είχε, με τον καιρό, χάσει κάθε διάθεση για φαγητό. Προσπαθούσε να του θυμίσει πόσο ωραία είναι η διαδικασία της μαγειρικής και του αυτοσχεδιασμού, την μαγεία των αναμίξεων φαινομενικά αταίριαστων υλικών και τελικά την κατανάλωση φαγητού σαν κοινωνική διαδικασία, όχι βιολογική. Άλλωστε όλοι χρειάζονται ένα χόμπι και γιατί να μην είναι αυτό το χόμπι κάτι που όλοι επιβάλλεται να κάνουμε μέσα στη μέρα; Μάταια τον έφερνε μαζί της στην κουζίνα, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε να σηκώσει το βλέμμα του από τα βιβλία. Ακόμα και τώρα που τον έβγαλε δια της βίας από το γραφείο για να φάνε μαζί μπορούσε να διακρίνει τον ανοιγμένο τόμο ανάμεσα στα γόνατα του.
“Θέλεις να μου πεις τι είναι τόσο εξαιρετικό που σε ρούφηξε ολόκληρο τις τελευταίες μέρες; Νομίζω είναι η πρώτη φορά που μου είπες να σε προσέξω και να σε τραβάω μερικές ώρες την μέρα για να μην χάνεσαι στις θεωρίες σου άρα πρέπει να είναι σημαντικό” του πέταξε δήθεν αδιάφορα ενώ του σέρβιρε σαλάτα.
“Δεν θα καταλάβεις τίποτα”. Τα μάτια του δεν σηκώθηκαν από το πιάτο του. Ήταν ακόμα χαμένος στις σκέψεις του. “Μέχρι και εγώ δεν είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου”.
Η Μυρσίνη τον κοίταξε με σηκωμένο φρύδι. Προφανώς ο γερο-Αριστείδης ήξερε ότι δεν είναι καμιά τυχαία παρά το νεαρό της ηλικίας της. Η ίδια είχε μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές της στην ιατρική και είχε αποφασίσει να μείνει μαζί του για ένα χρόνο μέχρι να αποφασίσει την ειδικότητα της. Σίγουρα δεν ήταν φιλόλογος όπως εκείνος αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι ανίκανη να αντιληφθεί τα βασικά ή να σταθεί σε μια συζήτηση.
“Μη με κοιτάς έτσι Μυρσίνη, δεν υπονόησα τίποτα για εσένα, λέω απλά ότι ίσως για πρώτη φορά μετά από χρόνια να είμαι έξω από τα νερά μου”. Τώρα την κοίταξε μέσα στα μάτια, σα να ήθελε να απολογηθεί για την επιλογή των λέξεων του. “Είσαι μια εξαίρετη νεαρή που είμαι βέβαιος πως θα διαπρέψει σε οτιδήποτε αποφασίσει”.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που την προσέβαλε χωρίς να το θέλει. Για την ακρίβεια, αν κάποιος ήθελε να είναι τυπικός στην καταγραφή του φαινομένου και να μετρήσει σχολαστικά τις φορές που η Μυρσίνη ένιωθε θιγμένη, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι συνέβαινε κάθε μέρα. Ίσως και κάθε φορά που της απηύθυνε το λόγο. Ίσως ακόμα και χωρίς καν να της μιλάει, απλά με τον τρόπο που την κοίταζε όταν έμπαινε στο γραφείο του ακάλεστη. Βέβαια, πάντοτε χτυπούσε για να πάρει άδεια, οπότε θα έπρεπε να είναι πιο υπομονετικός μαζί της αλλά βαθιά μέσα του φοβόταν ότι δεν θα είχε αρκετό χρόνο. Δεν του είχε μείνει πολύ άμμος στη μεγάλη κλεψύδρα του χρόνου.
Η σιωπή που έπνιξε το δωμάτιο ήταν ανυπόφορη. Γι αυτό τον λόγο δεν ήθελε να συναναστρέφεται με κανέναν όταν μελετούσε κάτι πρωτόγνωρο, σαν να γυρνούσε μέσα του ένας διακόπτης που τον καθιστούσε ανίκανο να σκεφτεί και να επεξεργαστεί οτιδήποτε άλλο εκτός από την έρευνα του. Την έβλεπε απέναντι του, σχεδόν θλιμμένη, να σερβίρει στο πιάτο της και όλες οι κινήσεις της του θύμιζαν τις γυναίκες της ζωής του. Τη μάνα του, την αδερφή του, μέχρι και τη γιαγιά του. Σαν όλο το πολύτιμο γενετικό υλικό να οργανώθηκε σε μια τάξη, να βελτιώθηκε και να μεταλαμπαδεύτηκε σε μια εξελιγμένη ύπαρξη που δεν μπορούσε να αντιληφθεί το βάρος της. Μια ύπαρξη που τώρα είχε περισσότερη σημασία από πότε. Η τραγική ανυπαρξία ήχου, η απογοητευμένη της έκφραση, το κουρασμένο και μπερδεμένο του μυαλό τον ώθησαν να κάνει το μοναδικό πράγμα που ήξερε.
“Διαβάζω μια πολύ συγκεκριμένη και ιδιαίτερη θεωρία”.
Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε με ενδιαφέρον. Η σιωπή έπιανε πάντα. Απλά ο γερο-παράξενος ήθελε τον χρόνο του.
“Στάθηκα τυχερός και έπεσε στα χέρια μου ένα απόκρυφο βιβλίο του Σάμιουελ Μάαστερκ, ενός Γερμανού αποκρυφιστή που έχουν χαθεί πλέον τα ίχνη του. Μιλάει για την εσωτερική μαγεία που μπορεί να φέρουν τα τρίγωνα, ο σχηματισμός τους και η χρήση τους σε παλαιότερες μεταφυσικές θρησκευτικές τελετές διαφόρων φυλών. Η τριαδικότητα δεν είναι κάποια σύγχρονη θεωρία, έχει ουσιαστικές αναφορές στο χρόνο, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, τη θεϊκή ύπαρξη, τον ανώτερο εαυτό, όμως αυτός το πάει ένα βήμα παραπέρα. Ισχυρίζεται ότι με την ολοκλήρωση των τριών σταδίων συνειδητότητας που αυτός ορίζει κάποιος μπορεί να φτάσει να ανοίξει πύλες σε ένα παράλληλο κόσμο, ένα κρυφό σύμπαν αν θες να το ονοματίσεις έτσι”. Όταν μιλούσε για κάτι που τον ενδιέφερε γινόταν άλλος άνθρωπος. Έλαμψαν τα μάτια του στιγμιαία και η Μυρσίνη θα μπορούσε να ορκιστεί ότι τώρα έμοιαζε τουλάχιστον μια δεκαετία νεότερος. Μπορούσε να τον φανταστεί να συζητάει με την μητέρα της σαν πιτσιρίκος και να τρέχει γύρω από το ίδιο τραπέζι που τώρα καθόντουσαν και να παίζει και να γελάει. Είχε χρόνια να τον ακούσει να γελάει. Μάλλον είχε χρόνια να τον ακούσει γενικά γιατί ακόμα και τώρα ο νους της έτρεχε οπουδήποτε αλλού εκτός από τη συζήτηση τους.
“Ο Μάαστερκ δεν ήταν κάποιος τυχαίος φιλόσοφος, ήταν ισχυρός υποστηρικτής και μαθητής του Ουσπένσκι μέχρι που διαφώνησαν για την πραγματική ουσία του τέταρτου δρόμου. Ο Μάαστερκ ισχυρίζεται ότι η τέταρτη διάσταση δεν είναι κάτι ευκόλως εφικτό, ούτε ότι είναι μέθοδος, είναι το τελικό στάδιο της ανώτερης Ύπαρξης του πραγματικού εαυτού. Φαντάσου το σαν να σου εξηγεί κάποιος ένα μεταφυσικό συνδυασμό παράλληλων πραγματικοτήτων και ταυτόχρονα την δυνατότητα της θεοποίησης του ασυνείδητου εαυτού. Σαν ότι ζεις τώρα να είναι απλώς μια αλληλουχία που θα οδηγήσει την ψυχή σου στην Τέταρτη Διάσταση, σαν οι ζωές όλων μας να είναι ένα πρελούδιο της αληθινής πραγματικότητας που βρίσκεται κάπου…”
Η Μυρσίνη τον άκουγε αδιάφορα και με αυτήν την ολοκληρωτική αδιαφορία τον απέρριπτε επιμόνως. Ο θείος της δεν μπορούσε να καταλάβει κάτι απόλυτα βασικό για τον ψυχισμό της: δεν αποδεχόταν την μεταφυσική. Διάολε, δεν ήταν καν σίγουρη για την ύπαρξη της ψυχής! Ακόμα και ο ίδιος πριν μερικά χρόνια θα γελούσε με το πάθος που τώρα επιδείκνυε για αυτές τις φανταστικές ιστορίες που δεν έχουν καμία βάση στη σύγχρονη επιστήμη. Ούτως η άλλως και η ίδια είχε διαβάσει αναμφίβολα αρκετά στη ζωή της και δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Μάαστερκ ούτε τον Ουσπένσκι. Σε αυτό το σημείο ήταν σίγουρη ότι ο θείος της είχε ξεμωραθεί τελείως και υποψιαζόταν ότι μάλλον οφείλεται στο φόβο του θανάτου. Η ηλικία και το πέρασμα του χρόνου είναι σκληρή διαδικασία για τον ανθρώπινο νου. Και φυσικά, δεν έτρωγε. Δεν είχε καν ακουμπήσει το πιρούνι του και αυτό την εξόργιζε.
“…άρα ο δρόμος προς την Τέταρτη Διάσταση δεν μπορεί να είναι άλλος από την επίτευξη των τριών στόχων του τριγώνου! Η Ύπαρξις για παράδειγμα είναι το πρώτο στάδιο που θα οδηγήσει φυσικά στο…”
“Θείε, φάε κάτι σε παρακαλώ. Μιλάς χωρίς να έχεις ακουμπήσει ούτε μισό κομμάτι φαγητού” αναφώνησε αγανακτισμένα.
Δεν περίμενε τέτοια απόρριψη, ιδιαίτερα την ώρα που της μίλαγε και της εξηγούσε τι ήθελε να κάνει. Σχεδόν του κόπηκε η ανάσα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως δεν έβρισκε ενδιαφέρον το θέμα συζήτησης τους, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πάει στραβά με την ανιψιά του και που ακριβώς είχε χάσει την ουσία της ύπαρξης της, όμως ήξερε ότι δεν είχε αρκετό χρόνο για να ασχοληθεί με την δυσπιστία της. Κατέβασε τα χέρια του κάτω, την κοίταξε απογοητευμένος για μερικά δευτερόλεπτα και έσφιξε τα χείλη του που χάθηκαν μέσα στο χοντρό του μουστάκι. Έβγαλε την ασφάλεια από την καρέκλα του και γύρισε στο γραφείο του χωρίς άλλη κουβέντα.
Κλείδωσε την πόρτα πίσω του και άνοιξε το βιβλίο του. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν επουσιώδης η συζήτηση με την ανιψιά του, το να ακούσει τον ίδιο του τον εαυτό να μιλάει για την θεωρία τον είχε βάλει σε βαθύτερες σκέψεις. Αν κατάφερνε να αντιληφθεί την ίδια του την ύπαρξη θα ήταν ένα βήμα πιο κοντά στην Τέταρτη Διάσταση.
“Αποξενώνοντας το εγώ από τον φυσικό κόσμο καταλήγει κάποιος να γνωρίσει και να οριοθετήσει την πραγματική Ύπαρξις, ενώ η ψυχή του απελευθερώνεται από τα δυστυχή και αναπόφευκτα δεσμά με τα οποία η ανθρωπότης δεσμεύτηκε όταν οργανώθηκαν οι κοινωνίες. Η επουσιώδης φυσική σκέψη δε μπορεί ποτέ να ξεπεράσει την τριαδικότητα η οποία εν αγνοία της καταλήγει μια φυλακή για το σώμα, την ψυχή και τον νου.
Θα πρέπει, φυσικά, να αναλύσουμε τη διαδικασία της επίτευξης της πραγματικής Ύπαρξις, αν επιθυμούμε να ξεπεράσουμε τα ψευδή φυσικά όρια. Παρά την δομική συνέχεια του σύμπαντος, που συντάσσεται σε τριπλές αλληλουχίες κυματισμών, το πρώτο στάδιο της Μαγείας των Τριγώνων (Essentia) αποτελεί την μία και μοναδική εξαίρεση, εκπληρώνοντας την σημαντικότερη και πιο απαιτητική δοκιμασία μόνο με την αποξένωση του εγώ από τον αναγνωρίσιμο εαυτό χωρίς να απαιτεί επιπρόσθετες κινήσεις. Η ψυχή, που είναι αγκιστρωμένη βάση κοινωνικών κατευθύνσεων στον φυσικό και όχι μεταφυσικό εαυτό, βρίσκεται δέσμια των συναισθηματικών επιρροών του σώματος με την διαδικασία της ταύτισης. Το εγώ θα αντισταθεί εξίσου στην αποπραγματοποίηση και στην αποπροσωποποίηση, όμως χωρίς την αποφυλάκισή της ψυχής ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος έγκλειστος των εγκοσμίων. Ο μόνος τρόπος ρήξης του συνδέσμου, λοιπόν, είναι ο εντοπισμός της ψυχής στο ασυνείδητο επίπεδο και της διάσωσης της. Το ταξίδι είναι δύσκολο και κρύβει κινδύνους που δεν μου επιτρέπει ο Συμπαντικός Νόμος να μοιραστώ, όμως ο ναύτης του ασυνείδητου θα πρέπει να προετοιμαστεί για μια βαθιά εσωτερική κρίση και ρήξη με τον ίδιο τον εαυτό.
Διασπώντας τον ασημένιο δίαυλο που ενώνει την ψυχή με τον εαυτό μπορούμε να εντοπίσουμε και να καταγράψουμε τις κρυμμένες πληροφορίες της Ύπαρξις μας που θα μας οδηγήσουν στο αμέσως επόμενο τριγωνικό θαύμα: την Ποίησις. Όμως, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή δημιουργία που να υπερβαίνει τα πλαστά όρια της φαινομενικής πραγματικότητας χωρίς την επίτευξη του σταδίου της Ύπαρξις. ”