Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Ο ήρωας της ιστορίας μας, ήταν ένας εξαιρετικά ευγενής, προσηνής και καλοσυνάτος άνθρωπος. Κανένας δεν είχε να θυμηθεί κάποια κακή στιγμή μαζί του. Στην εργασία του ήταν πάντοτε τυπικός σε σημείον αηδίας θα έλεγε κάποιος περιπαικτικά, πάντοτε ακριβής σχετικά με τον χρόνο προσέλευσης στην εργασία του, αλλά και γενικώς υπήρξε ένας απόλυτα εντάξει υπάλληλος της εταιρίας στην οποία εργάζονταν για πάνω απο είκοσι πέντε χρόνια τώρα.
Γενικώς η σχέση του με τον χρόνο, ήταν μία σχέση ακριβής και τυπική. Κανείς δεν ξέρει αν ήταν πάντοτε έτσι, όμως οι άνθρωποι τον θυμούνται σαν έναν κύριο πάντοτε καλοντυμένο, πάντοτε προσεγμένο στην εντέλεια αναφορικά με την εμφάνιση του και τους τρόπους. Κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει κάτω απο το λεπτό αυτό στρώμα της τυπικότητας που την ίδια στιγμή σήμαινε και μιά προσπάθεια ίσως και ανεπαίσθητη απομάκρυνσης εντελώς οικειοθελούς του ιδίου απο τον κόσμο, τις πραγματικές διαθέσεις, τις φοβίες και τα άγχη που κυριαρχούσαν μέσα στην ψυχή του.
Πραγματικά θα έλεγε κάποιος πως χρησιμοποιούσε όλο αυτό το προσωπείο της τυπικότητας, αυτός ο άνθρωπος προκειμένου να κρύβεται απο τους γύρω του. Αν φυσικά κανείς έμπαινε στον κόπο να παρατηρήσει έναν ασήμαντο υπαλληλίσκο μιάς εταιρίας που ασχολούνταν με εμπόριο ρολογιών.
Τώρα δέ που το σκέφτεαι κανείς πιο σφαιρικά το ζήτημα, ακόμη και η αγάπη για την εργασία του, η προφανής προσήλωση του σε αυτήν, η τυπικότητα του και γενικώς η σχέση του με τον χρόνο, ίσως είχε να κάνει με κάτι πιο βαθύ πέρα απο τον φόβο μιάς απόλυσης ή μιά αγάπη για την απόλυτη συνέπεια.
Απο τότε που κατάλαβε τον (πραγματικό) τον εαυτό του, τον κατέτρεχαν ένα σωρό απο ανομολόγητες επιθυμίες καθώς και μιά σειρά απο ατέρμονα άγχη. Το βασικότερο του άγχος ήταν δέ, σχεδόν απο τότε που ήταν παιδί και νεαρός άνδρας ο φόβος του θανάτου. Οχι όμως ο οιοσδήποτε φόβος για τον θάνατο όπως μπορεί να τον ζεί ο καθένας απο εμάς, με μιά φιλοσοφική διάθεση και συνήθως αναφερόμενος στους θανάτους των άλλων. Οχι, σε καμιά περίπτωση σαν ένα απλό, γενικό και αναγκαστικό επόμενο της ζωής φαινόμενο. Τον απασχολούσε ιδιαίτερα το φαινόμενο της νεκροφάνειας.
Νεκροφάνεια. Το σταμάτημα των βασικών λειτουργιών ενός ανθρώπινου οργανισμού σε κάτι που μοιάζει με θάνατο, μα δεν είναι και η επαναλειτουργία των ζωτικών οργάνων σε εύλογο διάστημα. Η σκέψη πως θα έμοιαζε για τους άλλους νεκρός μα στην ουσία όλο αυτό δεν θα ήταν παρά ένα ξεγέλασμα των γύρω του, τον έκανε να μοιάζει με τρελός τις ελάχιστες ώρες που άφηνε τον εαυτό του μόνο. Και λέω “άφηνε” διότι πάντοτε φρόντιζε πέρα απο την συνέπεια του με τον χρόνο και τις βιοποριστικές και άλλες υποχρεώσεις, να μην μένει μόνος, διότι αυτή η σκέψη της νεκροφάνειας τον στοίχειωνε απο παιδί.
Μόνο και μόνο στην σκέψη αυτή το λοιπόν παρέλυε ολόκληρος και του έπαιρνε ώρες να συνέλθει. Μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρχει η κόλαση των θρησκειών, ένας κόσμος δυστοπίας που μας μιλούν και περιμένει ή οχι τις ψυχές μας, όμως το μόνο σίγουρο είναι πως η μόνη κόλαση που υφίσταται στην πράξη και πραγματικά, είναι η προσωπική κόλαση του καθενός. Κόλαση που αποτελείται απο όλες εκείνες τις βαθιές φοβίες που σέρνουμε απο παιδιά πηγαίνοντας προς τον τάφο τον πραγματικό. Ο καθένας μας παλεύει αναγκαστικά με τους δικούς του δαιμόνους και η ανάγκη του να ξεφύγει, ξεπερνά τις ανάγκες της δίψας και της πείνας, τις ανάγκες για συντροφικότητα, για προσωπική επαφή με τον διπλανό καθώς και οιαδήποτε ανάγκη σαρκική και ψυχική μπορεί να φανεί στην ζωή ενός ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν περνούσε με σκοπό ή άσκοπα ο καιρός. Με τον ήρωα μας να προσπαθεί να ξεχάσει τούτη την έμμονη του ιδέα και να την καταπνίξει με το να μην βρίσκεται ποτέ σχεδόν μόνος του μα και με την ως αηδίας συνέπεια του με τον χρόνο που περνούσε απο επάνω του και τις διάφορες αναγκαστικές ή μη υποχρεώσεις που ο ίδιος φρόντιζε να είναι όσο το δυνατόν περισσότερες.
Κάποτε χρειάστηκε να τον μεταθέσουν. Ο ήρωας μας ξέρετε, δεν ήταν ένας άνθρωπος των αλλαγών. Θα τον έλεγε κανείς εξαιρετικά συντηρητικό στις απόψεις του και δεν του άρεσαν οι αλλαγές, διότι θα έπρεπε με βάση αυτές να επαναπροσαρμόζει την ασήμαντη κατά τους περισσότερους ζωή του. Τον μετέθεσαν σε ένα νησί και σε ένα καινούριο υποκατάστημα. Η δουλειά της εταιρίας πήγαινε εξαιρετικά καλά, οι πελάτες αγόραζαν ρολόγια, το περισσότερο για να κάνουν επίδειξη στον κύκλο τους και λιγότερο για την χρηστική τους αξία, όμως αυτό δεν είχε καμιά επίπτωση στην ζωή του φίλου μας πέρα απο το οτι έπρεπε να αναπροσαρμόσει την ζωή του και να εξακολουθήσει και πάλι το ίδιο τυπικό του πρόγραμμα.
Στο νησί όπου τον μετέθεσαν ο κόσμος το καλοκαίρι πολύς ενώ τον χειμώνα λίγος, κατά το συνηθισμένο των νησιών. Στην νέα του δουλειά ξεκίνησε με πολύ καλή διάθεση και όπως πάντοτε και εξαιρετική εώς αηδίας συνέπεια. Όλοι είχαν να το λένε στον μικρό αυτόν τόπο που τα καλοκαίρια γέμιζε απο τουρίστες ντόπιους και ξένους για αυτόν τον ευγενικό, τυπικό υπάλληλο της εταιρίας εμπορίας ρολογιών. Τέτοιο υπόδειγμα συνέπειας κανείς τους σίγουρα δεν είχε ξαναδεί και μάλιστα οι άνθρωποι εκεί, οι μαθημένοι σε άλλους πολύ πιο χαλαρούς ρυθμούς απο αυτούς μιάς μεγαλούπολης δεν είχαν συνηθίσει τέτοια είδους συμπεριφορά σε καμιά των περιπτώσεων. Έτσι αυτή η μανία του με τον χρόνο, γινόταν ακόμη περισσότερο αισθητή απο τους εκεί γύρω του.
Όμως όπως γίνεται σχεδόν με τα πάντα και πάντα, τον συνήθισαν. Και εκείνος άρχισε να τους συνηθίζει και να γίνεται ολοένα και περισσότερο αγαπητός στο νέο του εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον. Όλα πήγαιναν καλά. Το τελευταίο μόνο διάστημα ο φίλος μας αισθανόταν την καρδιά του να χτυπά κάπως διαφορετικά. Το απέδωσε στην παντελή αλλαγή περιβάλλοντος και έτσι δεν έδωσε σχεδόν την παραμικρή σημασία στις ενοχλήσεις. Για νοσοκομείο στο μικρό εκείνο νησί ούτε λόγος, μόνο ένα δημοτικό ιατρείο ήταν εκεί στημένο πρόχειρα για τα απολύτως απαραίτητα και τους μικροτραυματισμούς.
Όταν έπαθε το καρδιακό επεισόδιο, ήταν στην εργασία του η οποία είχε να κάνει ως γνωρίζουμε με τον χρόνο και με την τήρηση του απόλυτα. Κανείς δεν ήταν γύρω για να τον βοηθήσει, πόσο περισσότερο μάλλον για να τον σώσει Ήταν κατακαλόκαιρο και η καρδιά του ως έδειξε το ζήτημα δεν άντεξε την υπερβολική ζέστη εκείνου του θερμότατου καλοκαιριού. Τον έθαψαν σχεδόν αμέσως γιατι δεν υπήρχε τρόπος να τον συντηρήσουν με κάποιου είδους ψυγείο νεκροτομείου. Που να βρεθούν άλλως τε αυτές οι “μεταθανάτιες ανέσεις” σε ένα μικρό νησί της επαρχίας. Άλλως τε
Όταν μετά απο τρία χρόνια χρειάστηκε να τον ξεθάψουν για να θάψουν κάποιον άλλον στο μικρό επαρχιακό κοιμητήριο προκειμένου να πάρουν τα οστά του και να τα πετάξουν στο χωνευτήρι μιάς και δεν είχε κανέναν να τον ζητήσει σε αυτόν τον κόσμο ως συγγενή, βρήκαν πέρα απο τα ανακατωμένα και κουρελιασμένα απο την σήψη ρούχα του μέσα στο σκουληκοφαγωμένο φέρετρο, τα κόκκαλα του σε διαφορετική διάταξη απο όταν κάποιος θάβεται κανονικά. Είχε προσπαθήσει είπαν να ανασηκώσει το καπάκι της νεκρόκασας του και να βγεί έξω, ουρλιάζοντας απο τον τρόμο.
Ο παιδιόθεν φόβος του, είχε γίνει πράξη…..
* ο νόμος Α.Ν. 445/68 (ΦΕΚ-130 Α’) : Περί Νεκροταφείων και ενταφιασμού νεκρών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού ορίζεται σαφώς: «η ταφή παντός νεκρού επιτρέπεται μετά πάροδον 12 ωρών από του νομίμως πιστοποιουμένου θανάτου.