/Μικρό Διήγημα: Διακοπή ρεύματος (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Μικρό Διήγημα: Διακοπή ρεύματος (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Υπάρχει μιά κατηγορία φόβων, που ονομάζουμε στην προσπάθεια μας να τους κατανοήσουμε, ως φόβους αρχέγονους. Απο τότε που ο άνθρωπος των σπηλαίων πρωτοκατοίκησε στις σπηλιές με κίνδυνο της ζωής του της ίδιας απο οτι κρύβονταν εκεί μέσα, ο άνθρωπος λίγο ή πολύ φοβόταν το σκοτάδι. Έτσι προσπάθησε μέσα στο διάβα της ιστορίας του επάνω στον πλανήτη, να το διαλύσει, να το μετριάσει, να το εξαφανίσει αν αυτό ήταν ποτέ δυνατόν. 

Θα έλεγε κανείς πως όλη η πορεία της ανθρωπότητας ως τα τώρα, δεν ήταν άλλο απο μια αέναη, μια συνεχής πάλη με το σκοτάδι. ‘Ετσι και ο άνθρωπος της ιστορίας μας, όπως όλοι οι άνθρωποι που θα έλεγε κανείς αν παραηρούσε την γη ως εξωγήινο πλάσμα, φοβούνται άλλος λίγο άλλος πολύ το σκοτάδι. Τελικά αυτός ο αρχέγονος φόβος, ο προσκολλημένος μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, ακόμη και αυτού που δηλώνει πως δεν φοβάται τίποτα, δεν έχει να κάνει τόσο με το σκοτάδι που προκαλεί η έλλειψη του φωτός, αλλά με το άγνωστο, το άγνωστο που μπορεί να πάρει τόσες διαφορετικές μορφές μέσα στο διάβα της ζωής ενός ανθρώπινου πλάσματος. 

Ο ήρωας μας λοιπόν, φοβόταν κάθε ενδεχόμενο του να βρεθεί με κάποιον τρόπο στο σκοτάδι. Ένιωθε ανίσχυρος και πίστευε βαθιά μέσα του πως δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τον εαυτό του, ούτε και τις αντιδράσεις του απέναντι σε μιά τέτοια κατάσταση όταν και αν ποτέ του παρουσιαζόταν. Ο φόβος του αυτός λοιπόν, όσο περνούσε ο καιρός και τα χρόνια θα πίστευε κανείς πως κάπως ίσως θα καταλάγιαζε μέσα του. Όμως ενάντια σε αυτό, τούτος ο αρχέγονος φόβος, ο ζυμωμένος με την ανθρωπότητα, όλο και θέριευε εντός του, σε σημείο που να τρελλαίνεται μοναχά στην ιδέα πως θα μπορούσε να ζήσει έστω και μιά στιγμή στο σκοτάδι που στις πόλεις κατά κύριο λόγο, που είναι πιο μαθημένες στα φώτα τα τεχνητά του πολιτισμού, έχει συνδιαστεί με την διακοπή ρεύματος. 

Στην ουσία, για να είμαστε ειλικρινείς με τον ήρωα μας, αυτό που τον έβγαζε εκτός ελέγχου και εαυτού, δεν ήταν καν το ίδιο το σκοτάδι που θα μπορούσε να προκληθεί μέσα στη νύχτα αναίτια και δίχως προειδοποίηση, αλλά το φαινόμενο οτι αν εκείνο συνέβαινε έτσι απρόοπτα, δεν θα μπορούσε ποτέ και για κανέναν λόγο, να ελέγξει επαρκώς τον εαυτό του και τις αντιδράσεις του, τόσο ως προς εκείνον τον ίδιο, όσο και ως προς εκείνους που θα τύγχανε να ήταν κοντά του. 

Σιχαίνονταν κάθε τι που τον μούδιαζε και δεν μπορούσε να ελέγξει. Απο μικρός, σαν είχε κοντέψει να πνιγεί στην θάλασσα, την απέφευγε με κάθε τρόπο και δικαιολογία. Φοβόταν το μαύρο της θάλασσας με τα βαθιά νερά και με το μυαλό του έπλαθε τόσα μα τόσα πλάσματα που κατοικούσαν εκεί και που περίμεναν να τον κατασπαράξουν αν τον έβρισκαν αδύναμο να αντιδράσει. Φοβόταν τους σκοτεινούς δρόμους της πόλης που ζούσε απο τότε που ήταν παιδί, ποτέ δεν έμπαινε οχι μόνον σε ένα σκοτεινό κτίριο, αλλά ούτε και σε ένα δωμάτιο, ακόμη και του ίδιου του σπιτιού του, αν δεν άναβε πρωτίστως τον διακόπτη που γέμιζε με φώς τον χώρο και γενικώς αν και δεν ήταν πολλοί όσοι το είχαν παρατηρήσει στην ζωή του (και οι άνθρωποι της ζωής του ήταν απο επιλογή ασυναίσθητη, πολλοί και δάφοροι), το φώς είτε τεχνητό τις νύχτες ειτε φυσικό τη μέρα, δεν έλειπε για κανέναν λόγο απο την ζωή του. 

Είχε σκεφτεί πολλές φορές να επισκεφθεί κάποιον ειδικό για το ζήτημα αυτό της σκοταδοφοβίας του ας την πούμε, η οποία υπερέβαινε κάθε όριο, αλλά επειδή δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους ειδικούς και φοβόταν μήπως αυτή η φοβία του η εξομολογούμενη διαρρευσει με κάποιον τρόπο στους δικούς του ανθρώπους, κάτι που θα τον καταστούσε αμέσως εντελώς αδύναμο και γελοίο στα μάτια τους, έτσι και με αυτήν την δικαιολογία φτηνή ή οχι,  όλο και απέφευγε το ενδεχόμενο μιάς τέτοιας ψυχοθεραπευτικής επίσκεψης. 

Μία μέρα, σκέφθηκε κοιτάζοντας το πρόσωπο του στον καθρέπτη, πως αυτό το πράγμα, αυτή η ψυχοφθόρα κατάσταση, δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ και πως κάτι έπρεπε να κάνει, έστω και μόνος του για το ζήτημα του. Ζήτησε άδεια απο την εργασία του, προφασιζόμενος μιά ξαφνική αδιαθεσία και βγήκε για έναν αναζωογονητικό κατά πως πίστεψε εκείνο το πρωινό περίπατο. Όλα πήγαν κατ ευχήν, πέρασε όμορφα μονάχος του εκείνη την μέρα και έστω και πρόσκαιρα, φάνηκε αυτή η φοβία του για το σκοτάδι που τον έπνιγε θαρρείς ολοένα και περισσότερο το τελευταίο αυτό διάστημα, να υποχωρεί αισθητά. Το βράδυ, επέστρεψε στο σπίτι, με διάθεση εντελώς αλλαγμένη και με όρεξη να καθήσει και να γευματίσει με ένα πολύ καλό βραδινό, ως μιά τελευταία απόλαυση μιάς υπέροχης μέρας, ένα δώρο που αποφάσισε να κάνει στον εαυτό του, πριν πάει για ύπνο. 

Όντως το βραδινό του ήταν ασυνήθιστα πλούσιο ενάντια στην χρόνια του συνήθεια να μην τρώει παρά ελάχιστα τα βράδια και κείνος ευχαριστημένος απο το όλο κλίμα της μέρας που πέρασε, αποφάσισε μετά απο μια βαρετή ταινία που παρακολούθησε σχεδόν μηχανικά στην τηλεόραση, μιά απο αυτές τις ταινίες δεύτερης διαλογής που τα κανάλια – επιχειρήσεις απλώς μεταδίδουν προκειμένου να πουλήσουν τα εξίσου αδιάφορα και κουραστικά διαφημιστικά τους πακέτα στον καταναλωτή – θεατή, αποφάσισε σιγά – σιγά να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, δίχως στιγμή να σκεφτεί για ώρες, εκείνο που τον βασάνιζε. Έμοιαζε εκείνη η φοβία του να τον είχε έστω και πρόσκαιρα εγκαταλείψει. 

Με το που έπεσε στο κρεβάτι του και έπειτα απο περίπου μισή ώρα και ενώ εκείνος κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, επιμελούς και συντηρητικού ανθρώπου που δεν είχε άλλο σκοπό ζωής απο την δουλειά της αυριανής μέρας, μέσα στη νύχτα και δίχως να το αντιληφθεί εγκαίρως, μιά ξαφνική διακοπή ρεύματος, σταμάτησε κάθε δραστηριότητα μέσα στο μικρό του σπίτι που με κόπους μιάς ζωής, είχε αγοράσει απο πρόπερσι. Όταν ξύπνησε και ξύπνησε μέσα στο σκοτάδι, ένιωσε σαν αντιλήφθηκε την κατάσταση, έναν τέτοιο τρόμο, μιά τέτοια αδυναμία να αντιδράσει, που πάγωσε θα έλεγε κανείς το αίμα στις φλέβες του. 

Το πρωί, οι γείτονες του ανησύχησαν γιατι δεν είδαν τον τακτικό τους γείτονα να πηγαίνει στην εργασία του όπως κάθε πρωί. Μετά απο επίμονα χτυπήματα στην πόρτα του και κλήσεις το κινητό του, ειδοποίησαν την αστυνομία πως φοβόταν πως κάτι άσχημο του είχε συμβεί. 

 Η αστυνομία, εφόσον κατάφερε να μπεί στο σπίτι, βρήκε το χώρο του ανέγγιχτο και το πτώμα στο κρεβάτι του με το στόμα ανοιχτό με μιά γκριμάτσα παγωμένου τρόμου χαραγμένη στο μεσήλικο πρόσωπο του. 

 Ο ιατροδικαστής που τον εξέτασε, μίλησε για έμφραγμα του μυωκαρδίου, ενδεχομένως λόγω της μεγάλης αχώνευτης ποσότητας φαγητού  στο στομάχι του, καθώς και περί υψηλής συγκέντρωσης αλκόολ στο αίμα. 

Αυτός φυσικά, ήταν ο λόγος θανάτου, που έπρεπε να γνωρίζουν οι πολλοί., διότι το σκοτάδι νίκησε για ακόμη μία φορά τον άνθρωπο και  ξεγέλασε τους γύρω. Ίσως πάλι να είμαστε και εμείς αναγκασμένοι, μιάς και δεν υπάρχουν άλλου είδους αποδείξεις, να το πιστέψουμε.*..

*Το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς (ερεθισματαγωγό σύστημα της καρδιάς)
Όπως κάθε ηλεκτροκίνητη μηχανή για να δουλέψει χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα, έτσι και η καρδιά για να συσταλεί ο καρδιακός της μυς χρειάζεται ένα ηλεκτρικό ερέθισμα που θα του δώσει την εντολή. Ως εκ τούτου, ο τίτλος του διηγήματος σχετίζεται και με αυτήν την ζωτική για τον άνθρωπο λειτουργία της καρδιάς.