/Μικρό Διήγημα: Δεν έγινε τίποτε (Τάκης Γεράρδης)

Μικρό Διήγημα: Δεν έγινε τίποτε (Τάκης Γεράρδης)

Γράφει ο Τάκης Γεράρδης, συγγραφέας

Διέσχιζε τον φαρδύ δρόμο που ενώνει τα Άνω Λιόσια με το Ζεφύρι. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν οι κατοικίες του πολυπληθούς τσιγγάνικου καταυλισμού. Σπίτια μικρά και στενάχωρα κοντά σε σπίτια πελώρια και επιβλητικά, όλα καθαρά, δίπλα – δίπλα στέγαζαν τις αντίθετες και όμοιες ζωές των ενοίκων. Πιο κει στα χωράφια στημένες σκηνές φιλοξενούσαν τσαντιρόγυφτους που είχαν έρθει από τη Ρουμανία και την Τουρκία, πολλά ανοιχτά ημιφορτηγά, αξύριστα αρσενικά με θολά βλέμματα και γύφτισσες με πολύχρωμα φουστάνια. Κιλίμια, κουρελούδες, βελέντζες, μαζί με κουβέρτες και σεντόνια λιάζονταν. Γάτες και σκυλιά κυκλοφορούσαν στα στενά δρομάκια και κοντά σε αυτά τα ζωντανά έπαιζαν αρκετά παιδάκια.

Στο αυτοκίνητό του παρέα είχε κι έναν φίλο. Πήγαινε λίγο πιο κάτω, στον κουμπάρο του, που είχε καφεκοπτείο, να του ζητήσει λίγα δανεικά για μια ανάγκη που είχε προκύψει. Οδηγούσε με πενήντα γιατί εκεί που ταξιδεύεις αμέριμνα ξαφνικά μπορεί να πεταχτεί κανένα μικρό και να μπλέξεις. Πριν φτάσει στο κεντρικό δρόμο του Ζεφυρίου πράγματι δυο παιδιά που έπαιζαν κρυμμένα πίσω από τους σκουπιδοτενεκέδες πετάγονται απότομα διασχίζοντας το δρόμο. Φρενάρει ακαριαία, αλλά ένα εννιάχρονο κοριτσάκι, αφού έκανε γκελ στο δεξί φτερό, έπεσε, σηκώθηκε σαστισμένο και κάπως ζαλισμένο κι αμέσως μετά, σαν γατάκι, συνέχισε το τρέξιμό του.

Τρελάθηκε. Κατέβηκαν από το Ρενό, η ώρα θα ήταν έντεκα και μισή και ούτε που κατάλαβαν για πότε μια αγέλη τριάντα αρσενικών νομοταγών γύφτων τους κύκλωσε. Αυτός να ζητάει να του φέρουν τη μικρή να την πάει στο νοσοκομείο, αυτοί μαζί με τις βρισιές να τους ρίχνουν και μερικές σφαλιάρες και ξώφαλτσες μπουνιές, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί, δεν υπήρχε υπεύθυνος με «σώας τας φρένας» Ο φίλος του είχε ασπρίσει από φόβο, εκείνος σε χειρότερη κατάσταση, τα χρειάστηκαν ώσπου τους φώναξε πως καλύτερα είναι να τηλεφωνήσουν στην Αστυνομία.

Τότε ξεκόβει από την αγέλη ένα σαραντάρης που, όπως διαπίστωσε αργότερα, έμενε στο γωνιακό μπαλκονάτο σπίτι αριστερά, δηλώνει πατέρας της μικρής, από κοντά κι η μάνα του, μια γριά γύφτισσα με όλες τις ρυτίδες από τα βάσανα και τους κατατρεγμούς της φυλής της στο πρόσωπο.
«Φιλαράκο φύγε. Δεν έγινε τίποτε».
Όπως του εξήγησε αργότερα ο κουμπάρος του, που τόσα χρόνια με επιχείρηση στο Ζεφύρι γνώριζε καλά πρόσωπα και συμπεριφορές, ο «πατέρας» ήταν γνωστός μεγαλέμπορος ναρκωτικών και δεν ήθελε Αστυνομίες, πολυκοσμία και νταβαντούρια έξω από το σπίτι του εκείνη την ώρα.
«Και δεν φοβήθηκε μήπως η κόρη του έπαθε καμιά εσωτερική αιμορραγία;»

«Ρισκάρισε με την κόρη του για να μην χάσει τα κέρδη από τα ναρκωτικά. Και να τη σκότωνες φίλε τη μικρή στ’ αρχίδια του. Σε εννιά μήνες θα έκανε άλλη».