Το Ρωμαϊκό κράτος αρχίζει να επεκτείνεται στις γειτονικές περιοχές και συγκροτεί μία συμμαχία των πόλεων του Λατίου. Αργότερα, οι Ρωμαίοι συγκρούονται με τους Κέλτες της βόρειας Ιταλίας, και τους Σαμνίτες της νότιας. Μέχρι το 280 π.Χ. που εισβάλλει ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, μετά από την έκκληση για βοήθεια των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, η Ρώμη έχει κυριαρχήσει στην κεντρική Ιταλία.
Οι Ρωμαίοι κατάφεραν μετά από αγώνα να αναγκάσουν τον Πύρρο να γυρίσει στην Ελλάδα και κατέλαβαν το 272 π.Χ. την ελληνική πόλη του Τάραντα. Μετά από λίγα χρόνια, ξεσπά ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος (264 π.Χ.-241 π.Χ.). Στο τέλος αυτού του πολέμου, οι κουρασμένοι αντίπαλοι, Ρώμη και Καρχηδόνα, κάνουν ειρήνη. Οι Ρωμαίοι κερδίζουν τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική και στρέφουν την προσοχή τους στη βόρεια Ιταλία, όπου μέχρι το 220 π.Χ. καταλαμβάνουν την κοιλάδα του Πάδου. Οι Καρχηδόνιοι στρέφονται στην Ισπανία και σύντομα καταλαμβάνουν όλα τα εδάφη μέχρι τον ποταμό Ιβηρα.
Όλα έδειχναν ότι οι δύο δυνάμεις είχαν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς. Εκείνη την εποχή, αναλαμβάνει τη διοίκηση των καρχηδονιακών δυνάμεων ο Αννίβας, που σύντομα θα έδειχνε τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα. Περνά τις Άλπεις (218 π.Χ.), μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλία, και σε δύο φονικές μάχες, στη λίμνη Τρασιμένη και τις Κάννες (216 π.Χ.) καταφέρνει να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό. Οι Ρωμαίοι, όμως, συνήλθαν γρήγορα και κατάφεραν να αντισταθούν και να μεταφέρουν οι ίδιοι τον πόλεμο στην Αφρική.
Το 202 π.Χ., ο Αννίβας ηττάται στη Ζάμα από τον Κορνήλιο Σκιπίωνα. Η Καρχηδόνα υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην Αφρική και να πληρώσει μεγάλη χρηματική αποζημίωση. Μόλις τελείωσε ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος, οι Ρωμαίοι εμπλέκονται σε πόλεμο στην ελληνική ανατολή. Το 197 π.Χ., νίκησαν το Φίλιππο Ε’, βασιλιά της Μακεδονίας, στις Κυνός Κεφαλές. Μετά από τέσσερις νικηφόρους Μακεδονικούς πολέμους υποτάσσουν το βασίλειο της Μακεδονίας και το 148 π.Χ. συγκροτούν εκεί την πρώτη τους επαρχία πέρα από την Αδριατική.
Το 146 π.Χ., νικούν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στην μάχη της Λευκόπετρας και η αντίσταση στον ελληνικό νότο εξουδετερώνεται, ενώ μία εξέγερση της Καρχηδόνας, τον ίδιο χρόνο, συντρίφτηκε. Το 189 π.Χ. νικούν το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ’ στην Μικρά Ασία.
Το 133 π.Χ., ο βασιλιάς της Περγάμου, ο Άτταλος Γ’, κληροδοτεί το βασίλειό του στη Ρώμη. Όμως, οι συνέπειες από αυτές τις επιτυχίες, δεν είναι όλες θετικές για το λαό. Με την κατάκτηση τόσων καινούριων εδαφών, η εισροή χρυσού και αργύρου γίνεται μαζική, προκαλεί αύξηση των τιμών και ωθεί τους μικροκαλλιεργητές στην χρεωκοπία και τα κατώτερα στρώματα του λαού στη φτώχεια. Η έγγεια περιουσία μαζεύεται στα χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ η ψαλίδα μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων άνοιγε συνεχώς.
Αυτή την κατάσταση προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν δύο αδέρφια, οι Γάιος Γράκχος και Τιβέριος Γράκχος, με φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις και ίση διανομή της καλλιεργήσιμης γης σε όλους τους πολίτες. Όμως η αντίδραση των πατρικίων ήταν πολύ μεγάλη και οι Γράκχοι δολοφονήθηκαν. Εν τω μεταξύ το πολίτευμα της Ρώμης βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην ασυδοσία και τη διαφθορά, παρόλο που η Ρώμη συνέχιζε να επεκτείνεται κυρίως λόγω φιλόδοξων στρατηγών.
Καθώς η δύναμη των στρατηγών αυξάνεται, τόσο αυξάνεται και η έκταση του ρωμαϊκού κράτους, αλλά σύντομα ο ανταγωνισμός μεταξύ των στρατηγών γίνεται πολύ μεγάλος. Μέσα σε αυτή την ταραγμένη περίοδο ξεσπά ο Συμμαχικός πόλεμος (91 π.Χ.-88 π.Χ.), ο πόλεμος των Ιταλών συμμάχων της Ρώμης εναντίον της. Οι υπόλοιποι Ιταλοί διεκδικούσαν καλύτερη μεταχείριση και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Οι Ρωμαίοι τελικά θα νικήσουν, αλλά θα παραχωρήσουν σε όλους τους κατοίκους της ιταλικής χερσονήσου, την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.
Το 88 π.Χ., η Σύγκλητος στέλνει στην Ανατολή εναντίον του βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ’, τον Σύλλα. Ο Μάριος εξοργίζεται και έχοντας το πεδίο ελεύθερο προχωρεί σε προγραφές εναντίον των αντιπάλων του. Το 86 π.Χ., όμως, πεθαίνει.
Το 85 π.Χ., ο Σύλλας επιστρέφει νικηφόρος από την Ανατολή, ονομάζεται δικτάτορας, και προχωρεί με τη σειρά του σε προγραφές εναντίον των αντιπάλων του. Ακόμη, μεταρρυθμίζει το πολίτευμα και δίνει μεγάλες εξουσίες στη Σύγκλητο, όμως πεθαίνει και αυτός το 78 π.Χ.
Πλέον, νέοι στρατηγοί έρχονται στο προσκήνιο, ο Πομπήιος, ο Κράσσος (οι δύο στρατηγοί που κατέπνιξαν την εξέγερση των δούλων από το 73 π.Χ. ως το 71 π.Χ. υπό τον Σπάρτακο) και αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας. Οι τρεις τους σχηματίζουν την πρώτη τριανδρία. Ο Πομπήιος νικά τον Μιθριδάτη, που αναγκάζεται να αυτοκτονήσει (63 π.Χ.), και ιδρύει νέες επαρχίες στην Ανατολή (Συρία, Κιλικία, Κρήτη, Κύπρος), ενώ εξουδετερώνει και την πειρατεία, που ήταν μάστιγα στην Μεσόγειο.
Ο Καίσαρας μέσα σε 10 χρόνια (59 π.Χ.-49 π.Χ.) κατακτά τη Γαλατία, και η ρωμαϊκή εξουσία είναι αδιαμφισβήτητη στα δυτικά του Ρήνου. Ο Κράσσος σκοτώνεται σε μάχη εναντίον των Πάρθων το 53 π.Χ. στις Κάρρες της Μεσοποταμίας. Οι Καίσαρας και Πομπήιος αδυνατούν να ομονοήσουν και συγκρούονται. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξεσπά είναι εξαιρετικά βίαιος.
Θέατρο του πολέμου είναι ουσιαστικά όλη η Μεσόγειος, από την Ισπανία ως την Ελλάδα. Ο Πομπήιος μετά την ήττα του στην μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) διαφεύγει στην Αίγυπτο, όπου και δολοφονείται. Ο Καίσαρας παίρνει την εξουσία στη Ρώμη, ονομάζεται δικτάτορας για δέκα χρόνια, και μετά ισόβιος. Ακόμη ονομάζεται Imperator (αυτοκράτορας) και pater patriae (πατέρας της πατρίδας). Προβαίνει σε αρκετά φιλολαϊκά μέτρα και τριπλασιάζει τον αριθμό των μελών της Συγκλήτου, ούτως ώστε να εξασφαλίζει τη συναίνεσή της για όλα τα θέματα. Κάποιοι συγκλητικοί, όμως, που φοβούνταν τη δύναμή του με επικεφαλής το θετό γιο του, Βρούτο, τον δολοφονούν το 44 π.Χ..
Την εξουσία αναλαμβάνει η δεύτερη τριανδρία, οι Μάρκος Αντώνιος, ο ανιψιός του Καίσαρα Οκταβιανός και ο Λέπιδος. Προχωρούν σε νέες προγραφές εναντίον αντιπάλων τους και το 42 π.Χ. νικούν το στρατό των δολοφόνων του Καίσαρα στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Η τελική σύγκρουση γίνεται μεταξύ του Οκταβιανού και του Αντωνίου, που υποστηριζόταν από τη βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα. Ο Αντώνιος ηττήθηκε στη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) και ο Οκταβιανός προσάρτησε την Αίγυπτο κυριαρχώντας στο σύνολο της αυτοκρατορίας.
Ρώμη και Ελλάδα
Κατά ενάμιση αιώνα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν στο ζενίθ της πολιτικής και πολιτιστικής της ακμής. Ήταν μία περίοδος βραδέων εξελίξεων, Κάποιοι την αποκαλούν την “ευτυχέστερη περίοδο της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους”. Στο εσωτερικό επικρατεί ειρήνη, ασφάλεια και ηρεμία. Το οδικό δίκτυο με κέντρο τη Ρώμη επεκτείνεται σε όλη την αυτοκρατορία και μαζί του το εμπόριο και ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός. Σε κάθε μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας υπάρχουν υδραγωγείο και δημόσια λουτρά. Παρόλο που οι εξουσίες είναι συγκεντρωμένες στα χέρια ενός ανθρώπου, του αυτοκράτορα, ο λαός είναι ευχαριστημένος.
Οι Ρωμαίοι καταλαμβάνουν τη Μακεδονία το 148 π.Χ. και συγκροτούν τη «Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας». Εν συνεχεία συνεχίζουν την προέλασή τους προς νότον. Το 147 π.Χ. η Ρώμη καταλαμβάνει την Κόρινθο και έτσι κάμπτεται οριστικά και η τελευταία αντίσταση των Ελλήνων απέναντι στη Ρώμη.
Το 147 π.Χ. θεωρείται ως η χρονολογία έναρξης της ρωμαϊκής περιόδου για τον ελλαδικό χώρο. Διοικητικά η νότια Ελλάδα προσαρτήθηκε στη «Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας». Μόνο η Αθήνα και η Σπάρτη διατήρησαν την αυτονομία τους αλλά υπό την επίβλεψη του Ρωμαίου διοικητή της «Ρωμαϊκής Επαρχίας της Μακεδονίας». Οι Ρωμαίοι παραχώρησαν το δικαίωμα αυτονομίας στις δύο πόλεις ως ένδειξη σεβασμού προς τον πολιτισμό τους.
Συνήθως στην εποχή μας αντιμετωπίζουμε τη Ρωμαϊκή περίοδο στην Ελλάδα με κάποια περιφρόνηση. Συγκρίνοντάς την με την εκτίναξη της ελληνικής δημιουργίας της περιόδου από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. βρίσκουμε τη δημιουργία της Ρωμαϊκής εποχής απομίμηση, μάλιστα ρηχή και μανιεριστική, του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος. Όμως αυτή η αντίληψη δεν είναι σωστή.
Η Ρωμαϊκή περίοδος είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής ιστορίας. Είναι μοναδικό το ιστορικό φαινόμενο ενός λαού που πολιτικά κατακτημένος και στρατιωτικά εξουθενωμένος, κατορθώνει με την τρομακτική δημιουργική δύναμη του πολιτισμού του να κατακτήσει και να εκπολιτίσει τον κατακτητή του, όπως άλλωστε αναγνώρισε και ο Λατίνος ποιητής Οράτιος με την πασίγνωστη φράση του “Graecia capta ferrum victorem cepit et artes intulit agresti Latio” , δηλ. σε ελεύθερη μετάφραση: «Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον σκληρό κατακτητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο».
Είναι μοναδικό το φαινόμενο μιας χώρας, που, ουσιαστικά υπόδουλη, διδάσκει την φιλοσοφία της, τις τέχνες της, τα γράμματά της, δια του κατακτητού της στην ανθρωπότητα και τελικά προσφέρει και τη γλώσσα της για να διατυπωθεί και να διαδοθεί μέσω αυτής η διδασκαλία του Χριστιανισμού. Είναι σαφές ότι για τέτοια εποχή δεν είναι καθόλου εποχή παρακμής.
Η Αθήνα διατηρούσε την αίγλη των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων με τα λαμπρά μνημεία, τα γυμνάσια, τις επαύλεις και τους κήπους της έως το 86 π.Χ., οπότε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας, την πολιόρκησε και την κατέλαβε. Τα τείχη της πόλης και του Πειραιά κατεδαφίστηκαν, πολλά μνημεία καταστράφηκαν, ενώ σπουδαία έργα τέχνης διαρπάγησαν. Το λαμπρό παρελθόν της επηρέασε τους ρωμαίους κατακτητές της, αυτοκράτορες και πλούσιους φιλαθηναίους ιδιώτες, καθώς και βασιλείς άλλων χωρών, οι οποίοι πολύ ενωρίς άρχισαν να διαθέτουν μυθώδη ποσά για την επισκευή κατεστραμμένων μνημείων, την κατασκευή έργων κοινής ωφελείας, καθώς και λαμπρών νέων οικοδομημάτων και να συμβάλλουν στην ανόρθωση του μεγαλείου της πόλης.
Εκείνος που πρώτος άρχισε ένα συστηματικό οικοδομικό πρόγραμμα ανόρθωσης της πόλης είναι ο Αύγουστος (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), ο οποίος απέκτησε ισχύ μετά την ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Έδειξε σεβασμό στην πολιτιστική της κληρονομιά και σε όλα τα έργα του διακρίνεται ένα φιλάρχαιο πνεύμα. Κατά τη διάρκεια της αρχής του νέες πολεοδομικές αντιλήψεις και νέοι αρχιτεκτονικοί τύποι εισήχθησαν στην Αθήνα. Το οικοδομικό πρόγραμμα του Αυγούστου δεν περιορίστηκε σε ένα μόνον χώρο, αλλά σε διάφορα μνημεία της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του προγράμματος αφορούσε την Αρχαία Αγορά.
Αργότερα λόγω ελλείψεως ζωτικού χώρου παρέστη ανάγκη αλλαγής στη λειτουργία της Αρχαίας Αγοράς και η απομάκρυνση από αυτήν και μετεγκατάσταση των εμπορικών δραστηριοτήτων, σε έναν άλλον χώρο, ευρύ και επίπεδο. 100 μ. περίπου ανατολικά από αυτήν αναγείρεται η Ρωμαϊκή Αγορά ή Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου, ένα κτήριο νέου τύπου, ρωμαϊκό forum που εισήχθη για πρώτη φορά στην Αθήνα.
Μετά τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., συγκεκριμένα μετά το 146 π.Χ., οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν πλήρως σε ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως ήταν φυσικό, η ρωμαϊκή κυριαρχία έφερε στις ελληνικές πόλεις αλλαγές στη διακυβέρνηση, στην οικονομική ζωή, στους όρους διαβίωσης. Ο 1ος αι. π.Χ. είναι για την Αθήνα μια περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Επειδή η πόλη τάχθηκε με το μέρος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη κατά των Ρωμαίων, για την απιστία της αυτή πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Ρωμαίου στρατηγού Λεύκιου Κορνηλίου Σύλλα, το 86 π.Χ.
Οι φιλολογικές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν για την καταστροφή μεγάλου τμήματος της πόλης και ιδίως της περιοχής γύρω από την Αρχαία Αγορά. Μνημεία καταστράφηκαν, γλυπτά και άλλα έργα τέχνης διαρπάγησαν. Η ανάρρωση από την καταστροφή ήταν αργή και οδυνηρή. Ωστόσο, την καταθλιπτική αυτή περίοδο η Αθήνα υπήρξε πόλος έλξης επιφανών και πλουσίων Ρωμαίων, φιλοσόφων, συγγραφέων, ποιητών, όπως ο Πομπώνιος Αττικός, ο Κικέρων, ο Οράτιος, ο Οβίδιος, ο Βιργίλιος. Όλοι αυτοί την επισκέφτηκαν, γιατί ήθελαν να θαυμάσουν τα περίφημα μεγαλοπρεπή κτήρια και τα αγάλματα στην Ακρόπολη και την Αγορά, να περιδιαβάσουν το άλσος της Ακαδημίας και ιδίως να ακούσουν μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας. Ο σεβασμός και η αγάπη τους για τα αρχαία μνημεία φαίνεται και από την προσπάθειά τους να τα διατηρήσουν και να τα αναστηλώσουν δίνοντας δωρεές.
Στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αι. π.Χ. μια σημαντική αλλαγή που έγινε στην πόλη ήταν ο μετασχηματισμός της Αρχαίας Αγοράς. Συγκεκριμένα, η πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, ο ομφαλός της πολιτικής, πολιτιστικής και εμπορικής ζωής, κατελήφθη από κτήρια. Εδώ μεταφέρθηκαν και στήθηκαν μνημεία από άλλες περιοχές, όπως ο ναός του Άρη από την Παλλήνη κατά μια πρόσφατη άποψη και ο βωμός του Διός από την Πνύκα, ενώ χτίστηκε και ένα μεγάλο κτήριο, το Ωδείο του Αγρίππα, που πήρε το όνομά του από τον γαμπρό του Αυγούστου. Με την κατάληψη της πλατείας της Αγοράς από κτήρια, οι έμποροι και βιοτέχνες έχασαν μεγάλο ζωτικό χώρο σε μια περίοδο με αυξημένες εμπορικές ανάγκες.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μετά το 80 π.Χ. συνέρρεαν στην Αθήνα όλο και περισσότεροι έμποροι, γιατί έκλεισε η μεγάλη αγορά της Δήλου που καταστράφηκε στον ΙΒ΄ Μιθριδατικό πόλεμο. Έτσι, η εμπορική αγορά που ανθούσε για μισή χιλιετία γύρω από την πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, μεταφέρθηκε σε νέο χώρο, 80 μ. ανατολικά, όπου χτίστηκε και κτήριο νέου τύπου που τώρα εισάγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. μικρά καταστήματα και κατοικίες στη βόρεια πλευρά της Αρχαίας Αγοράς κατεδαφίστηκαν για να εξασφαλισθεί χώρος για άλλα δημόσια κτήρια. Η ενέργεια αυτή συμπίπτει με την ίδρυση της νέας Αγοράς και δείχνει την τάση να συγκεντρωθούν όλα τα εμπορικά της πόλης σε έναν χώρο και μάλιστα σε ένα κλειστό κτήριο. Δημιουργείται δηλαδή για πρώτη φορά ένα εμπορικό κέντρο με τη σημερινή έννοια του όρου.
Η ίδρυση της νέας Αγοράς έγινε σαφώς από ανάγκη, με την πρωτοβουλία των Αθηναίων, οι οποίοι διά του πρεσβευτού τους Ηρώδη του Μαραθωνίου πέτυχαν χρηματική ενίσχυση από τον Ιούλιο Καίσαρα το 51 π.Χ. Όταν το 47 π.Χ. ο Καίσαρ επισκέφθηκε την Αθήνα, φαίνεται ότι είχαν γίνει τα σχέδια και ίσως άρχισε η κατασκευή, η οποία όμως διεκόπη σύντομα λόγω των ρωμαϊκών εμφυλίων αγώνων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε.
Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) και την επικράτηση του Οκταβιανού Αυγούστου που νίκησε τον αντίπαλό του Μάρκο Αντώνιο, η Αθήνα μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά και να αρχίσει πάλι τις οικοδομικές της δραστηριότητες, αν και όχι αμέσως. Όπως φαίνεται, οι Αθηναίοι, πιστοί στα δημοκρατικά ιδεώδη, αντιδρούσαν συνεχώς στη ρωμαϊκή κυριαρχία, παρά τις κατά καιρούς ευεργεσίες και τα προνόμια που τους δόθηκαν. Ακολούθησε μια δεκαετία ψυχρότητας και αντιρωμαϊσμού. Μόλις το 19 π.Χ., ο Αύγουστος συμφιλιώθηκε με τους Αθηναίους κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, μετά τη διπλωματική νίκη του κατά των Πάρθων. Τότε, με τη μεσολάβηση του Ευκλή, ιερέα του Απόλλωνα, έδωσε χρήματα για τη νέα αγορά, η οποία είναι γνωστή ως Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου ή απλώς ως Ρωμαϊκή Αγορά.
Από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., στη Ρωμαϊκή περίοδο (146 – 324 μ. Χ.), όλος ο ελλαδικός χώρος ελέγχεται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι υιοθετούν πολλά ελληνικά στοιχεία, που θα διαμορφώσουν τον «ελληνορωμαϊκό» πολιτισμό. Ανάμεσά τους και οι ρίζες των ρωμαϊκών οίνων, δηλαδή πολλές αμπελουργικές και οινοποιητικές τεχνικές, κάποιες ήδη γνωστές στους Ρωμαίους από τις ελληνικές αποικίες στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία. Οι Ρωμαίοι, ακολουθώντας την τεχνική των Ετρούσκων, να καλλιεργούν σε κληματαριές, αρχίζουν τώρα να υιοθετούν την καλλιέργεια σε χαμηλά σχήματα, όπως έκαναν οι Έλληνες, που δίνει λιγότερα και καλύτερα σταφύλια, ειδικά στις ξηροθερμικές περιοχές.
Η ελληνική συμποτική παράδοση και η τέχνη της απόλαυσης του κρασιού θα αποτελέσουν κανόνα για τους εύπορους ευζωιστές Ρωμαίους και τα καλά ελληνικά κρασιά γίνονται και πάλι περιζήτητα, σε μια περίοδο που οι Ρωμαίοι ελέγχουν το κρασί. Οι μεγάλοι Ρωμαίοι ποιητές και συγγραφείς της εποχής εκθειάζουν στα έργα τους ελληνικούς οίνους. Ανάμεσά τους, ο Οράτιος τιμά τον Όμηρο αποκαλώντας τον «Homerus vinosus», ο Βιργίλιος εκθειάζει τις εκατοντάδες ελληνικές ποικιλίες αμπέλου, που είναι πιο δύσκολο να τις μετρήσεις από ό,τι «τους κόκκους της άμμου», ο Πλίνιος δίνει λεπτομερείς περιγραφές για ελληνικά κρασιά.
Την εποχή αυτή, ο Έλληνας Αθήναιος και οι «Δειπνοσοφιστές» του, δίνουν ένα αξεπέραστο εγχειρίδιο γαστρονομίας και ελληνικής οινογνωσίας. Δύο μεγάλοι Έλληνες γιατροί, ο Διοσκουρίδης και αργότερα ο Γαληνός, στα χνάρια του μεγάλου Ιπποκράτη, καταδεικνύουν τη θεραπευτική σημασία του κρασιού, την πληθώρα των ελληνικών κρασιών και την υψηλή ποιότητά τους.
Στην Ρωμαϊκή περίοδο, στα μεγάλα κέντρα οινοπαραγωγής επανέρχεται δυναμικά η Κρήτη, η οποία από τον 1ο έως τον 3ο αι. μ.Χ., στη χρυσή εποχή του κρητικού αμπελώνα, στέλνει τα κρασιά της όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στην Αίγυπτο, την ηπειρωτική Ελλάδα και σ’ όλη την Ευρώπη. Κρητικοί αμφορείς έχουν βρεθεί στην Πομπηία και στην Όστια της Ιταλίας, στη Λυών της Γαλλίας, ακόμη και στην Ελβετία.
Την ίδια εποχή έχουμε και εμπόριο μοσχευμάτων αμπέλου, οπότε πολλές ποικιλίες αρχίζουν να ταξιδεύουν από την Ελλάδα προς δυτικούς κυρίως προορισμούς. Άλλωστε, από το δεύτερο μισό του τελευταίου π.Χ. αιώνα, το κρητικό κρασί κατακτά τη Ρώμη.