Ο Τζον Ντάβισον Ροκφέλερ γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου του 1839. Ήταν Αμερικανός βιομήχανος, φιλάνθρωπος και ο πιο πλούσιος Αμερικανός, όπως επίσης και ο πλουσιότερος άνθρωπος στη σύγχρονη ιστορία.
Ο Τζον Ντάβισον Ροκφέλερ, γεννημένος στο Ρίτσφορντ της Νέας Υόρκης, ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά και ο μεγαλύτερος γιος του καλλιτέχνη Γουίλιαμ Έιβερι (Μπιλ) Ροκφέλερ (13 Νοέμβρίου 1810 – 11 Μαΐου 1906) και της Ελίζα Ντάβισον (12 Σεπτεμβρίου 1813 – 28 Μαρτίου 1889 ). Τα αδέλφια του ήταν η Λούσι (1838-1878), ο Γουίλιαμ ο νεώτερος (1841-1922), η Μαίρι (1843-1925), και τα δίδυμα Φράνκλιν (Φρανκ) (1845-1917) και Φράνσις (1845-1847). Ο πατέρας του ήταν αγγλικής και γερμανικής καταγωγής, ενώ η μητέρα του ήταν σκωτο-ιρλανδικής καταγωγής.
Ο Μπιλ ήταν αρχικά ξυλοκόπος και στη συνέχεια πλασιέ, ο οποίος συστηνόταν ως «βοτανολόγος» και πωλούσε ελιξίρια. Οι ντόπιοι αναφέρονταν στο μυστηριώδη άνθρωπο που αγαπούσε τη διασκέδαση ως «Big Bill» και «Devil Bill». Ήταν ένας ορκισμένος εχθρός της συμβατικής ηθικής, που είχε επιλέξει να ζει άστατα και ο οποίος επέστρεφε στην οικογένειά του συχνά. Καθ’ όλη τη ζωή του, ο Μπιλ ήταν διαβόητος για τα σκιερά συστήματα.
Μεταξύ των γεννήσεων της Λούσι και του Τζον, ο Μπιλ και η ερωμένη του, οικονόμος Νάνσι Μπράουν, είχαν μια κόρη που ονομαζόταν Κλόριντα και πέθανε νέα. Μεταξύ των γεννήσεων του Τζον και του Γουίλιαμ του νεώτερου, ο Μπιλ και η Νανσί είχαν μια άλλη κόρη, την Κορνίλια.
Η Ελίζα, νοικοκυρά και αφοσιωμένη Βαπτιστής, αγωνίστηκε για να διατηρήσει μια επίφαση σταθερότητας στο σπίτι, ενώ ο Μπιλ έλυπε συχνά για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Επίσης αυτός παρουσιαζόταν ακόλαστος και με διπλή ζωή, η οποία περιελάμβανε διγαμία.
Λιτή από τη φύση της και την αναγκαιότητα, δίδαξε στο γιο της ότι “σκόπιμη σπατάλη δημιουργέι απεγνωσμένη επιθυμία”. Ο Τζον έκανε το μερίδιό του από τις τακτικές δουλειές του σπιτιού και κέρδιζε επιπλέον χρήματα ταϊζοντας γαλοπούλες, πουλώντας πατάτες και γλυκά και τελικά δανείζοντας μικρά ποσά στους γείτονες. Ακολούθησε τις συμβουλές του πατέρα του να “εμπορεύεται πιάτα για πιατέλες” και πάντα να παίρνει το καλύτερο μέρος οποιασδήποτε συμφωνίας. Ο Μπιλ κάποτε καυχήθηκε, “έχω εξαπατήσει τα αγόρια μου σε κάθε ευκαιρία που παίρνω. Θέλω να τους κάνω αιχμηρούς”.
Αρχικά ο Τζον εργάστηκε ως λογιστής σε μικρές επιχειρήσεις. Το 1863 ίδρυσε το πρώτο διυλιστήριο πετρελαίου στο Κλίβελαντ και το 1870 ίδρυσε την Standard Oil Company. Σταδιακά η εταιρία του απέκτησε τον έλεγχο όλων των διυλιστηρίων του Πίτσμπεργκ, της Φιλαδέλφειας και της Βαλτιμόρης, έχοντας στα ταμεία της σε ρευστό περισσότερα από 40 εκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς όπως τις μεταφορές, την σιδηρουργία, μεταλλουργία κ.α. Μέχρι το 1882 είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα από τα ισχυρότερα τραστ[21] του κόσμου. Οι μέτοχοι όμως ξεκίνησαν δικαστική διαμάχη, και αφού κέρδισαν με δικαστικές αποφάσεις του 1882 και 1887, τον ανάγκασαν να διαλύσει την Standard Oil. Γρήγορα όμως κατάφερε να προσαρμοστεί στους αντιμονοπωλιακούς νόμους και να διατηρήσει στο ακέραιο την περιουσία του. Η άνοδος στην προεδρία των Η.Π.Α. του Θεόδωρου Ρούζβελτ συνέβαλε αποφασιστικά στο τέλος της αυτοκρατορίας του. Ύστερα από πολύχρονες δικαστικές διαμάχες το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε, τον Μάιο του 1911, τη διάλυση της εταιρείας σε μικρότερες, οι οποίες θα έπρεπε να λειτουργούν ανεξάρτητα και ανταγωνιστικά η μία προς την άλλη.
Ίδρυμα Ροκφέλερ
Το 1913 αποσύρθηκε από τις επιχειρήσεις του και ίδρυσε, με αρχικό κεφάλαιο 100 εκατομμύρια δολάρια, το ίδρυμα Ροκφέλερ (Rockfeller Foundation) με σκοπό «την προαγωγή της ευημερίας της ανθρωπότητας στον κόσμο». Είχε προηγουμένως, το 1901, ιδρύσει το Ινστιτούτο Ροκφέλερ για ιατρικές έρευνες, προφανώς επηρεασμένος από την αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε, την αλωπεκία. Επίσης είχε ιδρύσει το 1880 το κολλέγιο Σπέλμαν στην Ατλάντα ενώ ήταν μεγάλος χορηγός του πανεπιστήμιου του Σικάγο. Σήμερα το ίδρυμα Ροκφέλερ είναι ένα από τα πλουσιότερα στον κόσμο με περιουσία άνω των 2 δισεκατομμυρίων δολλαρίων.
Κριτική
Ο Ροκφέλερ κατά τη διάρκεια της ζωής του δέχτηκε πολλές κριτικές για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Όπως αποδείχτηκε αργότερα μέσω της εταιρείας του είχε εξαγοράσει πολλούς δικαστές και πολιτικούς ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον κατηγορούσαν για υπερβολικά σκληρή μεταχείριση προς τους χιλιάδες εργαζομένους του. Η μεγαλύτερη πολέμιος του ήταν η δημοσιογράφος Ίντα Τάρμπελ, η οποία κατάφερε με μια σειρά άρθρων να αποκαλύψει το μέχρι τότε κρυφό πρόσωπο του. Ο Τζον Ροκφέλερ δεν απάντησε ποτέ στις κατηγορίες της, απλώς φρόντιζε πάντα να λέει: «Αν πατήσω πάνω σε αυτό το σκουλήκι, θα τραβήξω απλώς την προσοχή του. Αν το αγνοήσω, θα εξαφανιστεί».
Ο μύθος και το τέλος
Ο Ροκφέλερ απέφευγε σε όλη του τη ζωή τις δημόσιες εμφανίσεις, έχοντας ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από το πρόσωπο του. Γενικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως τσιγκούνης, αντικοινωνικός και μυστικοπαθής. Παρ’ όλ’ αυτά, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το επιχειρηματικό του δαιμόνιο.
Απεβίωσε στις 23 Μαΐου του 1937 στο Όρμοντ Μπητς της Φλόριντα. Ήταν νυμφευμένος με την Λόρα Σελέστια Σπέλμαν και είχαν πέντε παιδιά από τα οποία κυρίως διακρίθηκε ο Τζον Ντάβισον τζούνιορ. Ο μετέπειτα κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης & αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. Νέλσον Άντριτς Ροκφέλερ ήταν εγγονός του.