Ο συγγραφέας Γιώργος Μανιατάκης απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του συλλογής διηγημάτων με τίτλο “Ωδή στην άνοια”, από τις εκδόσεις Αγγελάκη.
Κυκλοφορεί το νέο σας βιβλίο “Ωδή στην άνοια”. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο και τι ακριβώς πραγματεύεται;
Το βιβλίο μου «ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΑ » πήρε τον τίτλο από το ποίημά μου και την ομώνυμη νουβέλα που υπάρχει, μαζί με τέσσερα ακόμα ποιήματα-διηγήματα. Πραγματεύεται την άνοια. Την ασθένεια των ηλικιωμένων που δεν είναι ασθένεια αλλά, ένα σύνολο εκφυλιστικών συμπτωμάτων του εγκεφάλου που σηματοδοτεί το βιολογικό τέλος της ζωής.
Ποια ήταν η πηγή της έμπνευσης και πώς προέκυψε η δομή του βιβλίου και οι χαρακτήρες του;
Ξέρετε πόσες φορές ευχήθηκα να μην υπήρχε ποτέ αυτή η πηγή έμπνευσης; Άπειρες. Εσείς που ασχολείστε με την τέχνη του λόγου ξέρετε καλύτερα από εμένα πως δεν υπάρχει έμπνευση, αν δεν υπάρχει ψυχολογική πίεση και πόνος και κατ’ επέκταση για τη λύτρωση η αποτύπωσή τους πάνω στο χαρτί. Εγώ γιατί να αποτελέσω την εξαίρεση του κανόνα; Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει εξαίρεση παρά μόνο κανόνας.
Δεν υπάρχει ερωτική ποίηση που να μην κρύβει πίσω από τους στίχους έναν επώδυνο ανεκπλήρωτο έρωτα.
Δεν υπάρχει πολιτική ποίηση, αν δεν έχεις ζήσει την κρατική καταστολή-πολιτική βία.
Δεν υπάρχει κοινωνική πίεση, αν δεν έχεις νιώσει τη φτώχια, την καταπίεση, την αδικία από τους ισχυρούς. Έτσι και σε εμένα, οι στίχοι της «Ωδής στην άνοια», γιατί πάντα από την ποίηση αρχίζουν όλα, αντιπροσώπευαν πλήρως τον ψυχικό μου κόσμο, όταν συνόδευα τη μητέρα μου με κατάκλιση και άνοια στον οίκο ευγηρίας που πέρασε όση ζωούλα της έμενε ακόμα να περάσει. Ίσως επειδή αισθανόμουνα και αισθάνομαι ακόμα ενοχές και τύψεις που αποφάσισα να την πάω σε ένα ψυχρό γηροκομείο έστω και αν ήταν εκατό μέτρα από την κατοικία μου.
Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, το κοινό;
Πως η ζωή δεν χαρίζεται σε κανέναν μας. Πάντα έρχεται η στιγμή που θα κάτσουμε και εμείς στο τραπέζι που θα μας καλέσει. Πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη, και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για την ώρα εκείνη.
Πώς μπορούν να ταιριάξουν ο ποιητικός με τον πεζό λόγο, στο ίδιο έργο;
Μια χαρά μπορούν. Αρκεί να το ανακαλύψεις. Εγώ το ανακάλυψα ξεκινώντας ένα λογοτεχνικό παιγνίδι τα βρόμικα βράδια της καραντίνας στα χρόνια της πανδημίας. Σκάρωνα στίχους έτσι για να περάσω την ώρα πάνω στη μουσική που άκουγα από το You Tube. Χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν σχέση οι στίχοι που έγραφα με τη μουσική που άκουγα. Απλά άκουγα κάποιο τραγούδι, δεχόμουν κάποια ερεθίσματα και έγραφα. Μετά εμπνεόμουνα μια ιστορία από αυτούς τους στίχους και την έγραφα.
Στον δεύτερο κύκλο, που θα ακολουθήσει, θα προσπαθήσω να μην ενσωματώσω τους στίχους στην ιστορία, αλλά οι ίδιοι οι στίχοι να γίνουν πεζός λόγος. Οπότε θα είναι στην κυριολεξία μια ιδέα. Ένα θέμα. Ίδιος τίτλος. Όμως δυο τρόποι έκφρασης. Ο ποιητικός και ο πεζός.
Η μνήμη είναι ευλογία ή μπορεί να καταστεί και μαρτύριο;
Ανάλογα σε ποια φάση της ζωής βρίσκεσαι τη συγκεκριμένη στιγμή που γυρίζει η σκέψη σου πίσω στα παλιά, τον λόγο που γύρισε και φυσικά πόσο παλιές είναι οι αναμνήσεις. Και εδώ ο πανδαμάτωρ χρόνο παίζει τον πιο βασικό ρόλο. Αναμνήσεις που μισούσες και δεν ήθελες να σκέπτεσαι με το πέρασμά του γίνονται νοσταλγία που σου αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση στον ουρανίσκο της μνήμης. Ακόμα και αν μέσα σε αυτές τις αναμνήσεις υπάρχουν κάποιοι που σε έβλαψαν, τους προσπερνάς και τους μοιράζεις, χωρίς να το σκεφτείς, συγχωροχάρτια.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Πολύ δύσκολο να θυμηθώ, γιατί αυτή ερώτηση έπρεπε να μου έχει γίνει πριν από σαράντα χρόνια. Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως από την πρώτη μου συγγραφική απόπειρα, αν μπορώ να την πω έτσι, είχα και ένα κέρδος. Μου χάρισαν έναν κουμπαρά του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου. Όμως θυμάμαι καλά πως στον συγγραφικό και εικαστικό δρόμο με έβαλε μια δασκάλα του δημοτικού, η κυρία Βάσω. Καλή της ώρα αν ζει. Φαίνεται κάτι είχε δει σε μένα και όποτε τη σκέπτομαι, αισθάνομαι μια γλυκιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.
Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Η Λογοτεχνία, μαζί με την εικαστική τέχνη και τη μουσική, είναι μια από τις τρεις ύψιστες καλές τέχνες που είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Συνθέτης – μουσικός χρησιμοποιεί τους ήχους, τις νότες για να εκφραστεί με τη μουσική του. Ο εικαστικός τα πινέλα του και τα χρώματα, τα σκαρπέλα του ο γλύπτης, όλοι για να μας βάλουν στον μαγικό κόσμο της εικαστικής τέχνης. Ο λογοτέχνης χρησιμοποιεί σαν μέσο έκφρασης τον γραπτό λόγο. Είτε είναι αυτός πεζός είτε έμμετρος – ποιητικός.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Το βιβλίο θα είναι πάντα βιβλίο. Το χαρτί και το μελάνι η μαγική συνταγή που σε ταξιδεύουν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα στα πέρατα του κόσμου και ακόμα πιο μακριά.
Δεν πιστεύω πως η ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογικών εφαρμογών, όπως το e-book κ.λπ, θα έχουν επίδραση στο κλασικό βιβλίο. Τα χαρτί όπως και να το κάνουμε έχει άλλη χάρη από την οθόνη ενός ψυχρού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όπως άλλη χάρη έχει ένας δίσκος Βινυλίου από το απρόσωπο You Tube. Μόνο όσοι έχουν όπως εγώ συλλογή από βινύλια μπορούν να με καταλάβουν.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Εγώ πολλά θα ήθελα να είχα. Αφού όμως με περιορίζετε, θα πω πεντέμισι
1) Την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη
2) Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια της Harper lee
3) Την πανούκλα του Albert Camus
4) Τους Αδελφοί Καραμάζοφ του Fyodor Dostoevsky
5) Και την ζωή εν τάφω του Στράτη Μυριβήλη
Εδώ θα πρέπει να σας ομολογήσω πως πάλεψα πολύ να διαλέξω ανάμεσα στο Η ζωή εν τάφω του Στράτη Μυριβήλη και τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Έλα ντε. Πιστεύω ή δεν πιστεύω; Μήπως αυτή η ερώτηση είναι αυστηρό προσωπικό δεδομένο; Μήπως είναι παγίδα που θα με παρασύρει σε δύσκολους ατρόπους;
Μήπως αν απαντήσω θεωρηθώ γραφικός με την απάντησή μου;
Αντί για μένα θα σας απαντήσει ο Τάσος ο κεντρικός μου ήρωας από το καινούργιο μου βιβλίο που έχω σχεδόν έτοιμο με τον διφορούμενο τίτλο Όταν μου χαμογέλασε η Δόξα ήταν αργά στη συνομιλία του με τον παλιό του φίλο Στέφανο.
Απόσπασμα
…«Σ αυτό δεν έχεις άδικο, φίλε μου, αλλά σ’ το είπα γιατί ίσως να μη χρειαζόταν να κάνουμε αυτή την κουβέντα τώρα.»
«Γιατί θα άλλαζε κάτι; η μήπως θα ζούσε τώρα η Δώρα μου; Τάσσο η μοίρα ενός ανθρώπου δεν αλλάζει ότι έγραψε έγραψε »
«Ναι το πιο σίγουρο είναι αν υπάρχει φυσικά μοίρα να μην άλλαζε τίποτα αλλά υπάρχει ;;; ……»
«Γιατί εσύ είσαι της άποψης όπως και την τύχη ότι την φτιάχνουμε μόνοι μας. Όχι πες μου Βλέπεις αυτό να ισχύει σε μένα; Η υπάρχει κάτι άλλο που θα άλλαζε την ζωή μου και δεν το ξέρω.»
« Να Λένε κάποιοι που ασχολούνται με την διανόηση πως ακόμα και ένα βήμα να κάνει κάποιος πάρα πάνω από αυτό που επρέπει να κάνει. η να πάρει μια άλλη κατέυνθηση από αυτή που του έχει γραμμένο η μοίρα να πάρει, μπορεί να αλλάξουν οι ισορροπίες του σύμπαντος και να εξελιχτεί διαφορετικά η ζωή του απ’ ότι του είχε γράψει η μοίρα.»
«Να είχε αλλάξει δηλαδή με ένα βήμα η ζωή μου ;»
«Έτσι λένε»
«Και να ήταν μαζί μας τώρα και η Δώρα μου»
«Μμμμ …..Κάπως έτσι.»
«Εγώ Τάσο είμαι ένας απλός άνθρωπος και αυτά τα μεταφυσικά, υπερφυσικά δεν ξέρω πως τα λένε δεν τα καταλαβαίνω. Αυτό που ξέρω είναι πως η μοίρα μου ήταν μαύρη και αράχνη όσο για την τύχη μου άστα να πάνε. Ουτε στον εχθρό »
«Τύχη Στέφανε δεν είναι αυτό που φανταζόμαστε. Λοταρίες και κληρώσεις. Τύχη για σένα είναι τα παιδία σου. Το παλικάρι η κόρη σου και τα εγγόνια που θα σου κάνουν»………..
Νομίζω πως αυτό σας φτάνει
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Φυσικά η ερώτηση αυτή είναι η κατ’ εξοχή ερώτηση που απευθύνετε στους συγγραφείς και τους εικαστικούς. Στον ρεαλισμό ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ανθρώπους και τις καταστάσεις όπως είναι στην πραγματικότητα. Δεν τις ωραιοποιεί, δεν τις εξιδανικεύει. Ο ρεαλισμός δεν έχει να κάνει με το αν γράφει κανείς φαντασία ή όχι. Μπορεί να γράφει φαντασία και να παρουσιάζει τους ανθρώπους όπως είναι . Στον Ρομαντισμό τώρα ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ανθρώπους και τις καταστάσεις όπως θα ήθελε να είναι, ή, απλά, εξιδανικευμένα. Και πάλι, ένα ρομαντικό έργο μπορεί να εντάσσεται στο είδος της φαντασίας ή όχι. Εγώ όμως στη ζωή προτιμώ να κινούμαι κάπου ανάμεσα σε ρεαλισμό ρομαντισμό, γιατί όχι και στον σουρεαλισμό. Με διαφορετικές αναλογίες κάθε φορά. Όπως κάνω δηλαδή στις ιστορίες μου με τους ήρωές μου και τους πίνακές μου. Ειδικά στις ιστορίες μου αφήνω τους ήρωές μου να διαλέξουν αυτούς πού θα κινηθούν, γιατί είναι ελεύθεροι άνθρωποι στη ζωή που κάνουν στο βιβλίο. Εγώ ακούω τη θέλησή τους.