Υπήρχε σχεδόν μια θρησκευτική ευλάβεια στη σιωπή που έπεφτε κάθε φορά που ξεκινούσε μια διάλεξη του Στήβεν Χόκινγκ.
Συνήθως, όλα τα καθίσματα ήταν πιασμένα, και όταν το επέτρεπαν οι υπεύθυνοι πυρασφάλειας, υπήρχαν μεγάλες ομάδες ανθρώπων που στέκονταν κοντά στις εξόδους και στους διαδρόμους, τεντώνοντας τους λαιμούς τους για να μπορούν να δουν τον διάσημο φυσικό.
Και όταν έμπαινε στη σκηνή, το αίσθημα δέους που προκαλούσε στο κοινό ήταν απτό.
«Μερικές φορές υπήρχε απόλυτη ησυχία για 30 ή 40 δευτερόλεπτα», αναφέρει ο Κριστόφ Γκαλφάρ , ένας από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές του Χόκινγκ, που έγινε και ο ίδιος εκλαϊκευτής της επιστήμης. «Για εμένα, ήταν η σιωπή που το έκανε τόσο… αυτό ήταν που γέννησε την επιθυμία μου να ακολουθήσω το ίδιο μονοπάτι».
Ωστόσο, παρά το πάθος του Χόκινγκ να μοιράζεται με το κοινό τη δουλειά του στον τομέα της κοσμολογίας και της αστροφυσικής, λίγοι ανάμεσα στους παρευρισκόμενους ήταν εκεί για να μάθουν πράγματα σχετικά με την επιστήμη του. Βρίσκονταν εκεί για να δουν από κοντά έναν άνθρωπο που είχε ανέβει στο Όρος Σινά και κατάφερε να δει μερικά από τα μυστικά του κόσμου.
Ο Χόκινγκ ήταν ένας σπουδαίος επιστήμονας, αλλά στην αναζήτησή του για αναγνώριση, απέκτησε τα χαρακτηριστικά ενός προφήτη. Ήταν μια φαουστιανή συμφωνία που έκανε τον Χόκινγκ τον λαμπρότερο επιστήμονα που γνωρίσαμε στις ζωές μας – αλλά υπήρξε και τίμημα.
Προφήτης ή επιστήμονας;
Όταν μιλά ένας προφήτης, μιλά με την αυτοπεποίθηση και το αλάθητο μιας θείας αποκαλύψεως. Όμως, το χαρακτηριστικό ενός επιστήμονα και το βασικότερο συστατικό του επαγγέλματός του, είναι η αβεβαιότητα.
Σχεδόν εξ’ ορισμού, ένας βιολόγος, ένας φυσικός ή ένας χημικός έχει ένα μυαλό γεμάτο ανακριβείς πληροφορίες: ακόμη και εκείνοι με τον μεγαλύτερο εγωισμό συνειδητοποιούν ότι μεγάλο μέρος της γνώσης που έχουν χτίσει με τα χρόνια είναι αβέβαιο, ατελές ή ακόμη και απόλυτα λανθασμένο.
Ο βασικός σκοπός ενός επιστήμονα είναι να περιορίσει την αβεβαιότητα έστω και λίγο. Ενώ οι προφήτες έχουν πάντα δίκιο, οι καλοί επιστήμονες, που έχουν εκπαιδευτεί να πασχίζουν προκειμένου να κάνουν απλώς λιγότερα λάθη, λειτουργούν εκ φύσεως δοκιμαστικά και λαμβάνοντας υπόψη προϋποθέσεις. Και για αυτό είναι εύκολο κανείς να τους αγνοήσει, ακόμη και όταν είναι η μόνη μορφή αρχής που ο λόγος της μετράει.
Αυτό δεν ίσχυε και για τον Στήβεν Χόκινγκ. Από τότε που απέκτησε το χαρακτηριστικό που προφήτη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, δεν το αγνόησε ποτέ κανείς. Ήταν βέβαιο ότι τα βιβλία του θα είχαν πολλές πωλήσεις, ασχέτως από το αν ήταν καλογραμμένα ή ακόμη και κατανοητά.
Οι διαλέξεις του ήταν συνήθως γεμάτες, με διάφορους ανθρώπους που στέκονταν τους διαδρόμους προσπαθώντας να δουν καλύτερα τον Χόκινγκ. Μπορούσε να κερδίσει την προσοχή των ακροατών όπως κανένας άλλος επιστήμονας, ο Τύπος και το κοινό κρέμονταν από κάθε του λέξη – ακόμη και όταν αυτές οι λέξεις δεν είχαν καμία σχέση με τη δουλειά του σχετικά με τις μαύρες τρύπες και την κοσμολογία και ούτε καν πρόδιδαν βαθιά διορατικότητα ή γνώση.
Ο Χόκινγκ κατάφερε να πείσει το κοινό ότι η γνώμη του πάντοτε μετρούσε. «Τα σχόλιά του πάντοτε προσέλκυαν υπερβολική προσοχή ακόμη και για θέματα στα οποία δεν είχε κάποια ιδιαίτερη εξειδίκευση», γράφει ο Μάρτιν Ρις, στενός φίλος και συνάδελφός του. «Για παράδειγμα, σε θέματα φιλοσοφίας ή κινδύνων από εξωγήινους ή από έξυπνες μηχανές». Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση και το πείσμα του, του κόστισαν τον σεβασμό πολλών συναδέλφων του, κυρίως αργότερα στην καριέρα του.
Επιστήμονας με στοιχεία “celebrity”
Ίσως όμως η πιο δύσκολη πτυχή της μεταμόρφωσης του Χόκινγκ σε διασημότητα, είχε να κάνει με την αναπηρία του. Ενώ γινόταν γνωστός στους κύκλους των φυσικών, η ασθένειά του (αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση, επίσης γνωστή ως νόσος του Lou Gehrig) άρχισε να τον επηρεάζει. Ο Χόκινγκ πάντα υποψιαζόταν ότι η γρήγορη άνοδός του στην ιεραρχία των φυσικών, οι πρόωρες βραβεύσεις του, η πρόσληψή του στη Βασιλική Ακαδημία στην ηλικία των 32 ετών, προέκυψαν όλα λόγω της αναπηρίας του παρά λόγω του ταλέντου του στη φυσική.
Παρόλο που αυτές οι αμφιβολίες ταλάνιζαν τον Χόκινγκ όλη του τη ζωή – ήθελε στην πραγματικότητα να αναγνωριστεί για την επιστήμη του παρά για την επιμονή του στη μάχη κατά της ασθένειάς του. Ο Χόκινγκ κατάλαβε πως η διασημότητά του, αν όχι η δουλειά του ως φυσικός, στηριζόταν πάνω στο δεύτερο ακριβώς όσο και πάνω στο πρώτο.
Τον ενοχλούσε το γεγονός ότι η φήμη του στηριζόταν σε έναν βαθμό και σε μια «καρικατούρα» του ίδιου ως μια διάνοια με αναπηρία. Ταυτόχρονα όμως, αγκάλιασε αυτό το αφήγημα, το οποίο μάλιστα τον βοήθησε να ενισχύσει τη φήμη του.
Το τίμημα για τον Χόκινγκ, ήταν ότι ο «μύθος» έκρυβε την ανθρωπιά του ατόμου που βρισκόταν πίσω από αυτόν. Στην πραγματικότητα, ο Χόκινγκ δεν ήταν ο λαμπρότερος επιστήμονας της εποχής μας. Ήταν ένας σημαντικός φυσικός, του οποίου η σπουδαιότητα έχει παρεξηγηθεί σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε πολύ και έκανε και άλλους να υποφέρουν πολύ, ένας επιστήμονας που έγινε διασημότητα και άλλαξε θεμελιωδώς το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος τον «επιστήμονα – celebrity».
Προκειμένου να κατανοήσουμε πραγματικά τον Χόκινγκ – αλλά και την επιστήμη – πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τον μύθο και να εξετάσουμε την ταραχώδη πραγματικότητα που βρίσκεται από κάτω. Για να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τον Χόκινγκ σαν προφήτη και να τον δούμε ως έναν άνθρωπο με ελαττώματα αλλά και ένα λαμπρό μυαλό.
Με πληροφορίες από Scientific American