Συνέντευξη του Π.Μ. Ζερβού στον Γιώργο Δόλγυρα , για το culturepoint.gr
–Αρχικά θα θέλαμε να γνωριστούμε. Θα μοιραστείτε μαζί μας λίγα πράγματα για τον εαυτό σας;
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1972 σε μια μικροαστική οικογένεια κι έζησα σε μικροαστικές περιοχές: Κορυδαλλός, Νίκαια, Αιγάλεω. Πλέον ζω στον Πειραιά. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και η μητέρα μου οικοκυρά. Καλοί άνθρωποι κι οι δυο, αρκετά βασανισμένοι, αλλά με αρκετά αποθέματα αγάπης. Τα μαθητικά μου χρόνια, αυτά που με καθόρισαν, τα έζησα στο Αιγάλεω συναναστρεφόμενος με θείους και ξαδέρφια, με τους οποίους υπήρχε στοργή και φροντίδα. Πέρασα δύσκολα, κυρίως λόγω των προβλημάτων υγείας που είχαν οι γονείς μου, οπότε δεν έζησα ανέμελα ως παιδί. Ωστόσο, διατηρώ γλυκές αναμνήσεις λόγω του αναφερθέντος αποθέματος αγάπης. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, υπήρξα μετρημένα κοινωνικός. Διότι, αν και είχα και έχω ευρύ κύκλο ανθρώπων γύρω μου, δεν μού άρεσε να σκορπίζομαι γενικώς. Προτιμώ να έχω λίγους φίλους και να κάνω συντροφιά με ανθρώπους που με γεμίζουν, όχι για να μη μένω μόνος. Άλλωστε, απολαμβάνω τη μοναξιά, δεν με τρομάζει, ίσα ίσα την αποζητώ για να ανασυνθέτω τον εαυτό μου.
-Ποιο ήταν το ερέθισμα να αρχίσετε να γράφετε;
Ο σπόρος για να αρχίσω να γράφω ξεκίνησε από το διάβασμα. Να σημειώσω ότι στο σπίτι ήμουν ο μόνος που διάβαζε λογοτεχνικά βιβλία. Ως εκ τούτου, δεν με ήλεγχε κανείς για το τι θα διάλεγα να διαβάσω· αν, δηλαδή, κάποιο βιβλίο αντενδείκνυτο στην ηλικία μου δεν θα το έπαιρνε είδηση κανείς. Σύντομα διαπίστωσα ότι υπήρχε μια καρμική σχέση ανάμεσα σ’ εμένα και στα βιβλία. Αντελήφθην ότι πολύ συχνά τα βιβλία ήταν αυτά που με διάλεγαν, όχι εγώ εκείνα. Αυτά τα αναγνώσματα (όπως, για παράδειγμα, μια παιδική διασκευή τού Δον Κιχότη ή Ο Πόλεμος των Κόσμων τού Ουέλς ή ο Δράκουλας, που τον διάβασα στην πρώτη Γυμνασίου) μού άσκησαν τρομερή επίδραση και άρχισα να τα μιμούμαι. Αφορμή για να αρχίσω να γράφω ήταν η παρότρυνση μιας φιλολόγου στο Γυμνάσιο. Έτσι, όταν είχα ολοκληρώσει κάποιο διήγημα, σηκωνόμουν στην τάξη και το διάβαζα στην καθηγήτρια και τους συμμαθητές μου. Έτσι είχα αποκτήσει ένα μικρό ακροατήριο, που περίμενε κάθε τόσο να το ψυχαγωγήσω με τα αφελή και απλοϊκά μου κείμενα. Το ακροατήριο αυτό μού έδωσε το κουράγιο να συνεχίσω και στα μετέπειτα λυκειακά χρόνια και κάπως έτσι κατέληξα να γίνω συγγραφέας. Πάντως, καθοριστική συγκυρία για να συνεχίσω να γράφω ήταν η παρότρυνση τού συγγραφέα Μάνου Κοντολέων, όταν τόλμησα να τού στείλω κάποια άθλια διηγήματα και είχε την ευγένεια να μού δώσει σοφές συμβουλές.
-Ποια ήταν η πιο όμορφη αλλά και η πιο δυσάρεστη εμπειρία που έχετε περάσει;
Οι όμορφες εμπειρίες μου είναι μικρές, αλλά έντονες. Μία που θυμάμαι είναι η εξής: ήμουν, πριν από πολλά χρόνια, μια Καθαρά Δευτέρα στο εξοχικό μου στη Σαλαμίνα με την αδελφή μου και φίλους. Μόλις είχαμε φάει εξαιρετικά εδέσματα και είχα ψήσει μυρωδάτο και μερακλίδικο ελληνικό καφέ. Κάθισα στο μπαλκόνι, καπνίζοντας και πίνοντας τον καφέ, και αγνάντευα τη γαλήνια θάλασσα μέσα από την τζαμαρία του σπιτιού. Ένιωσα μια τέτοια ευδαιμονία μέσα σ’ αυτό το απλό και γαλήνιο τοπίο που αισθάνθηκα σαν να ήμουν ο βασιλιάς τού κόσμου. Οι δυσάρεστες εμπειρίες, που αντικειμενικά με έχουν στιγματίσει περισσότερο, είναι συνυφασμένες με τις απώλειες αγαπημένων μου προσώπων, με αποκορύφωμα την απώλεια τής αδελφής μου.
-Πιστεύετε στο μεταφυσικό;
Πάντοτε με γοήτευε το μεταφυσικό, αλλά μάλλον με μια θεωρητική προσέγγιση. Ως ορθολογιστής, μού άρεσε να μελετώ και να ερευνώ θέματα που ξεφεύγουν από αυτό που ορίζουμε ως πραγματικότητα. Αλλά δεν πιστεύω στο μεταφυσικό με την κυριολεκτική έννοια. Θα έλεγα ότι περισσότερο μού διεγείρει το ενδιαφέρον η αναζήτηση του υποστρώματος της καθημερινότητας.
-Ποιοι συγγραφείς και συγκεκριμένα έργα τους σας έχουν επηρεάσει;
Οπωσδήποτε, μιας και γράφω ιστορίες τρόμου, καταλυτική επίδραση έχει ασκήσει επάνω μου ο Λάβκραφτ, όπως σε όλους τους συγγραφείς του είδους και όχι μόνο. Όχι όμως η μυθολογία Κθούλου, που, παρότι γοητευτική, έχει, κατά τη γνώμη μου, ελάχιστη σχέση με τον πυρήνα τής λαβκραφτικής κοσμοθεωρίας. Αναφέρομαι κυρίως στη Μουσική τού Έριχ Τσάνν, το Χρώμα από το Εξώτερο Διάστημα και την Γκραβούρα μέσα στο σπίτι, που τα θεωρώ ως τα ύψιστα έργα του. Ο Άλτζερνον Μπάκγουντ, ο Πόου, η Σίρλεϋ Τζάκσον, η Άντζελα Κάρτερ, ο Μιρτσέα Ελιάντε, ο Σάκι, ο Μπόρχες, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζων Κόλλιερ είναι μερικά από τα πρόσωπα που με επηρέασαν επίσης. Να μνημονεύσω ακόμη τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Νίκο Καχτίτση, την Εύα Βλάμη, τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Ιωάννη Κονδυλάκη, ίσως και τον Παπαδιαμάντη (αν αφαιρέσει κανείς τις περιττολογίες του), που μού άνοιξαν δρόμους έκφρασης με τη βαθυστόχαστη και οξυδερκή προσέγγισή τους στα πράγματα τής καθημερινότητας.
-Περνώντας στο έργο σας, τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτές τις αυτοτελείς ιστορίες;
Τα διηγήματα που περιέχονται στη συλλογή Το σπίτι των ψυχών είναι μια απόπειρα να επικεντρωθώ στην ουσία των θεμάτων που πραγματεύονται μεγαλύτερα κείμενά μου (βλ. Ανάμεσα και Η εξορία τού προσώπου). Δηλαδή, στα μυθιστορήματά μου, όπως συμβαίνει γενικά σε όλα τα εκτενή κείμενα, υπάρχει ένα κεντρικό θέμα, που διακλαδώνεται σε υποθέματα. Με τα διηγήματα, τη μικρή φόρμα, όπως λέγεται, ήμουν υποχρεωμένος να αφαιρέσω οτιδήποτε συσκοτίζει το κεντρικό θέμα και να προσπαθήσω να το φωτίσω. Αν το κατάφερα είναι υπό συζήτηση, φυσικά. Η έμπνευση, η αρχική ιδέα, προήλθε από διάφορες πηγές. Για παράδειγμα, στο ομώνυμο διήγημα η ιστορία τού σπιτιού είναι πραγματική, ή έστω όπως την άκουσα να μού τη διηγείται ένας φίλος τής αδελφής μου στο σπίτι της, ενώ τρώγαμε σουβλάκια και πίναμε μπίρες. Παρεμπιπτόντως, το σπίτι βρίσκεται στην Κοκκινιά και το έχω δει (αν, βέβαια, είναι πράγματι αυτό και αν η ιστορία του ευσταθεί). Όταν άκουσα την ιστορία, σκέφτηκα αρχικά ότι ήταν πρώτης τάξεως υλικό για να γραφτεί ένα μυθιστόρημα. Στην πορεία, αφού σκέφτηκα ότι έχουν γραφτεί πάμπολλα μυθιστορήματα με θέμα το στοιχειωμένο σπίτι, θεώρησα ότι θα μπορούσα να γράψω μια νουβέλα για να αποφύγω τις φλυαρίες. Όμως και η νουβέλα, αν το καλοσκεφτεί κανείς, μπορεί να περιέχει φλυαρίες, οπότε ανέβαλλα τη συγγραφή του. Για χρόνια, λοιπόν, έμεινε αυτή η ιδέα στο μυαλό, ώσπου διάβασα τυχαία το διήγημα Ένα Στοιχειωμένο Σπίτι τής Βιρτζίνια Γουλφ. Αυτό μού άνοιξε την πόρτα τής αφήγησης. Με αποτέλεσμα να βγει ένα πολύ σύντομο διήγημα, που το έγραψα μέσα σε μία ώρα ή λιγότερο.
-Ποιο είναι το κύριο θέμα που διαπραγματεύονται οι ιστορίες σας;
Πάντοτε με ενδιέφεραν οι άνθρωποι τής διπλανής πόρτας, στους οποίους τυχαίνουν αναπάντεχα γεγονότα ή που μπορεί να τα φαντάζονται. Επίσης, πάντοτε με είλκυε το υπόστρωμα τής καθημερινότητας, αυτό που κρύβεται στην επιφάνεια. Γι’ αυτό και σε πολλές από αυτές τις ιστορίες ο τρόμος και η φρίκη δεν βρίσκονται σε κοινή θέα. Τα θέματα που πραγματεύονται οι ιστορίες μου είναι αυτά που απασχολούν όλους τους συγγραφείς ανεξαρτήτως είδους: η απώλεια, η αναζήτηση τής ευτυχίας, τής αγάπης, τής αποδοχής και τού ανήκειν, τα διαψευσμένα οράματα, η αντιμετώπιση των υπαρξιακών τρόμων και των εμμονών, η επαφή με τις σκοτεινές πλευρές τού εαυτού μας. Τίποτε πρωτότυπο, δηλαδή. Η πειραϊκή γεωγραφία με τους κατοίκους της θεωρώ ότι ταιριάζει με αυτό που είχα κατά νου όταν ξεκίνησα να γράφω αυτά τα διηγήματα. Όσον αφορά το ύφος, την προσέγγιση και τον τρόπο έκφρασης, είχα ως οδηγό το ρεύμα τού νατουραλισμού.
-Ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;
Αυτή την περίοδο γράφω ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, που είναι δύσκολο να περιγραφεί ή να ταξινομηθεί. Έχει στοιχεία από το συνωμοσιολογικό-αστυνομικό-νουάρ μυθιστόρημα, την πεζογραφία τρόμου, τη σάτιρα και το campus novel. Είναι ένα είδος παλίμψηστου, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο, μιας και πρόκειται κυρίως για μυθιστόρημα ιδεών. Ταυτόχρονα, δουλεύω μία μετάφραση των καλύτερων διηγημάτων τού Λάβκραφτ, με μία, ας μού επιτραπεί, ακαδημαϊκή (παρότι δεν είμαι ακαδημαϊκός) προσέγγιση, στοχεύοντας στο να ανοίξει μία νέα συζήτηση πάνω στο έργο ενός συγγραφέα που άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί σαγήνη και επιρροή. Υπάρχουν κι άλλα σχέδια στα σκαριά, όπως μία ανθολογία ελληνικών διηγημάτων, μία άλλη ανθολογία από ξένους συγγραφείς, μία τριλογία τού φανταστικού και μία νέα συλλογή διηγημάτων.
-Και τελειώνοντας τη συνέντευξη θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας και μία ευχή για το νέο έτος;
Είναι αυτονόητο ότι προέχει η υγεία, τόσο η σωματική όσο και η ψυχική. Από κει και πέρα, εύχομαι σε όλους μας να βρούμε το κουράγιο να αμφιβάλλουμε διαρκώς για όσα πιστεύουμε.
Σας ευχαριστούμε…