Ο αβάν-γκαρντ και πολυτάλαντος δημιουργός του Μεσοπολέμου
Εικαστικός, ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και πολλά πολλά ακόμα, δεν υπήρξε καλλιτεχνικός τομέας που να μην ασχολήθηκε ο περίφημος γάλλος δημιουργός, αφήνοντας πάντα τη χαρακτηριστική του σφραγίδα. Πειραματίστηκε έτσι με όλα σχεδόν τα είδης της τέχνης, με την καλλιτεχνική του παρουσία να είναι και πολύπλευρη και επιβλητική, καθώς ο Κορτώ δεν περιοριζόταν στη συγγραφή των έργων του αλλά συμμετείχε ενεργά στο ανέβασμά τους, είτε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης είτε ως σκηνογράφος και παραγωγός. Το όνομά του θα γινόταν ευρέως γνωστό ως αβάν-γκαρντ δημιουργός της ποίησης, της σκηνοθεσίας, της ζωγραφικής, ακόμα και του μπαλέτου και της όπερας, γινόμενος σύμβολο μιας ολόκληρης δημιουργικής εποχής, του παρισινού Μεσοπολέμου δηλαδή, που όμοιά της σπάνια ξανασυνάντησε η σύγχρονη τέχνη. Πηγές έμπνευσης για την 50χρονη πορεία του Κοκτώ, σχεδόν τα πάντα: από τον σουρεαλισμό, την ψυχανάλυση και τον κυβισμό μέχρι την καθολική θρησκεία και το όπιο στο οποίο ήταν εθισμένος. Ένας από τους κύριους εκφραστές της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας ήρθε στον κόσμο για να συντελέσει στη γέννηση και καθιέρωση της μοντέρνας τέχνης…
Πρώτα χρόνια και λογοτεχνικό ντεμπούτο
Ο Ζαν Μορίς Κοκτώ γεννιέται στις 5 Ιουλίου 1889 σε ένα χωριό λίγο έξω από το Παρίσι, μεγαλώνοντας παρέα με τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του μέσα στις ανέσεις της αστικής τάξης. Ο εύπορος πατέρας του ήταν ο τοπικός συμβολαιογράφος, κάτι που εξασφάλισε στη φαμίλια μια άνετη ζωή στα περίχωρα του Παρισιού, όπου και θα έρθει σε επαφή από νωρίς ο μικρός Ζαν με τις τέχνες και τα γράμματα που ανθούσαν στην Πόλη του Φωτός. Το τραγικό γεγονός της παιδικής του ηλικίας έλαβε χώρα το 1898, όταν ο νομικός πατέρας του, που ήταν ταυτοχρόνως και ερασιτέχνης ζωγράφος, αυτοκτόνησε, γεγονός που ανάγκασε τη φαμίλια να μετακομίσει στο σπίτι των παππούδων και χαράχτηκε στον ψυχισμό του παιδιού.
Ο Κοκτώ θα μορφωθεί σε περίφημο σχολείο της παρισινής πόλης, κατάλληλο για τα παιδιά της καλής κοινωνίας, όπου θα επιδείξει από νωρίς την κλίση του στη γραφή:
ήταν μόλις 18 ετών όταν θα γράψει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Το λυχνάρι του Αλαντίν» (δημοσιεύτηκε το 1909), κάνοντάς τον αυτόματα τοπική διασημότητα. Ο γνωστός ηθοποιός της εποχής Edouard de Max οργανώνει θεατρικό αναλόγιο με το πόνημα του νεαρού Κοκτώ, ο οποίος φαντάζει ως παιδί-θαύμα της γαλλικών γραμμάτων… Ο Κοκτώ και η παριζιάνικη αβάν-γκαρντ
Στη δεκαετία του 1910, ο Κοκτώ θα έρθει σε επαφή με διαπρεπείς μορφές της μποέμικης παριζιάνικης σκηνής, όπως ο ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ και οι ζωγράφοι Αμεντέο Μοντιλιάνι και Πάμπλο Πικάσο, αλλά και ο Προυστ και ο Αντρέ Ζιντ. Στους καλλιτεχνικούς κύκλους θα γίνει γνωστός ως «επιπόλαιος πρίγκιπας», από τον τίτλο της επόμενης συλλογής του που εξέδωσε στα 21 του.
Ταυτοχρόνως, μαγεύεται από το μπαλέτο όταν θα δει τον χορευτή Βασλάβ Νιζίνσκι με τα Ρωσικά Μπαλέτα του και αποφασίζει να εμπλακεί ενεργά με τον χορό: γνωρίζει το αφεντικό του θιάσου και του ζητά δουλειά.
Ο Κοκτώ άρχισε λοιπόν να σχεδιάζει τις αφίσες για τα Ballets Russe και το 1917 συνεργάστηκε στο ανέβασμα της παράστασης «Parade»: ο Κοκτώ έγραψε την ιστορία, ο Ερίκ Σατί συνέθεσε τη μουσική και ο Πικάσο σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια! Από την πρώτη του αυτή δουλειά ο Κοκτώ θα αντλήσει έμπνευση και αυτοπεποίθηση και στη δεκαετία του 1920 θα επιδείξει μια εκπληκτική ποικιλία στις δραστηριότητές του. Έγραψε λιμπρέτα σε όπερες πολυάριθμων συνθετών, φιλοτέχνησε ποιητικές συλλογές και πίνακες ζωγραφικής, γράφοντας παράλληλα και το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από τις περιπέτειές του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου υπηρέτησε ως οδηγός ασθενοφόρου στο βελγικό μέτωπο.
Ταυτοχρόνως, αναλαμβάνει σχεδόν εξολοκλήρου το ανέβασμα ενός μπαλέτου («Le Boeuf Sur le Toit») και σκηνοθετεί σύγχρονες εκδοχές κλασικών δραμάτων.
Την ίδια εποχή θα συνδεθεί ερωτικά με τον νεαρότερο συγγραφέα Raymond Radiguet, τον οποίο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και προσπάθησε να προωθήσει τη δουλειά του. Και ήταν μάλιστα εξαιτίας του θανάτου του εραστή του από τύφο που ο απεγνωσμένος Κοκτώ θα κατέφευγε στο όπιο για να βρει παρηγοριά… Σκηνοθεσία και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ήταν το 1930 όταν ο γνωστός πια στους καλλιτεχνικούς κύκλους Κοκτώ θα σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία, το βουβό και σουρεαλιστικό «Αίμα του Ποιητή»: όπως και πολλές από τις χαρακτηριστικές δουλειές του, στο φιλμ αναμειγνύονται ιδανικά οι εμμονές του Κοκτώ για τον έρωτα και τον θάνατο… Έπειτα από μακρύ διάλειμμα 16 ετών, ο Κοκτώ θα επέστρεφε στον χώρο της κινηματογραφίας με το γνωστότερο φιλμ του, τη σπουδαία και μαγική εκδοχή του στο κλασικό παραμύθι «Η Πεντάμορφη και το Τέρας»…
Η ταινία, με την ονειρική ατμόσφαιρα και τα σουρεαλιστικά ειδικά εφέ της, έμελλε να εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών. Στη δεκαετία του ’40 ο ασίγαστος Κοκτώ θα κυκλοφορούσε μια σειρά ακόμα από ταινίες…
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κυβέρνηση του Βισί χαρακτήρισε τον Κοκτώ παρακμασμένο, με τον φασιστικό Τύπο να τον καταγγέλλει ως ομοφυλόφιλο και τον γερμανό κατακτητή να διακόπτει τις παραστάσεις των έργων του έπειτα από επεισόδια που δημιουργήθηκαν.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ασχολήθηκε ποτέ ενεργά με την πολιτική, κατήγγειλε τη σκιώδη κυβέρνηση του Βισί, χωρίς όμως να πάρει ενεργά μέρος στη γαλλική αντίσταση. Το 1949 ανακηρύχθηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής… Κατοπινά χρόνια
Ο Κοκτώ επέστρεψε στο θέμα της μοναξιάς του καλλιτέχνη στην ξακουστή ταινία του «Ορφέας» (1950), τη σουρεαλιστική εκδοχή του πάνω στον αρχαίο μύθο του Ορφέα. Την «Τριλογία του Ορφέα» θα την ολοκληρώσει στη δεκαετία του 1960 με τη «Διαθήκη του Ορφέα», όπου ο μεγάλος καλλιτέχνης παίζει τον εαυτό του. Στα τελευταία του χρόνια ο Κοκτώ ήταν απλά ο Κοκτώ και αυτό έφτανε, τέτοια ήταν η δημοτικότητά του. Είχε εξάλλου εξασφαλίσει ήδη τη φήμη του πλέον πολύπλευρου καλλιτέχνη της πρωτοπορίας και η επιρροή που ασκούσε πια ήταν τρομακτική.
Η δημιουργικότητά του μάλιστα δεν ανακόπηκε ποτέ, μένοντας αντισυμβατικός και ανορθόδοξος -και παραγωγικότατος φυσικά- μέχρι το τέλος. Κι έτσι το 1955 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Ο μεγάλος και πολύπλευρος αυτός δημιουργός, ένα από τα πλέον ιδιοσυγκρασιακά φαινόμενα που πέρασαν ποτέ από τη σύγχρονη τέχνη και συνέβαλαν όσο λίγοι στο να γίνει αυτή αποδεκτή από το ευρωπαϊκό κοινό, άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Οκτωβρίου 1963 από καρδιακή ανακοπή.