Γράφει η Κατερίνα Βαρδή
Έσερνε τα πόδια του στο πλακάκι της κουζίνας αργά και νωχελικά. Η ρυθμική κίνηση με τον αργό βηματισμό έκανε τη μέση του να πονάει από την χθεσινή κόπωση, το ήξερε, δεν έπρεπε να είχε ζοριστεί. Έπρεπε να είχε αφήσει τη δουλειά και να μη σήκωνε άλλα βάρη αλλά δεν γινόταν. Η δεξιά του κάλτσα είχε μια τρύπα στο ύψος του μεγάλου δαχτύλου του και ενώ τον ενοχλούσε δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ο καφές δεν είχε ετοιμαστεί ακόμα και τα μάτια του με το ζόρι άνοιγαν. Στάθηκε για δύο λεπτά ακίνητος, κοιτώντας σταθερά την τρύπα στη κάλτσα του και αφουγκράστηκε την αύρα του σπιτιού, σα να έψαχνε να ακούσει το θρόισμα της στο κρεβάτι ή την φωνή της να τον καλεί να την σκεπάσει, όμως κάτι τέτοιο ήταν το ίδιο πιθανό με το να διακτινιστεί στη δουλειά τα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα.
Ξανακοίταξε την καφετιέρα που είχε εμφανώς παλιώσει και χρειαζόταν αλλαγή και βόγκηξε. Η αναθεματισμένη η μέση του τον πέθαινε. Ο καφές δεν έλεγε να στάξει να τελειώνει. Η κάλτσα του ήταν τρύπια. Είχε πάλι αργήσει στη δουλειά. Η Σύλβια δεν έμενε πλέον εκεί.
Η Σύλβια είχε φύγει.
Απ’ όλα όσα έπρεπε να σκέφτεται η απουσία της Σύλβια ήταν το τελευταίο και όμως κοιμόταν και ξυπνούσε με αυτήν την απώλεια. Η μυρωδιά του λαιμού της είχε κολλήσει στα ρουθούνια του εδώ και βδομάδες ενώ το σπίτι είχε ακόμα διάσπαρτα τα πράγματα και τα ρούχα της. Το αμάξι της ήταν ακόμα στο γκαράζ, οι πίνακες της στόλιζαν ακόμα το σαλόνι, τα καλλυντικά της έπιαναν χώρο στο μπάνιο, σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από τότε που τον άφησε. Και ενώ ένιωθε ότι όλα αυτά τα αντικείμενα τον περιέπαιζαν κάθε μέρα που τα κοίταζε, κάθε μέρα που δεν ήταν εκεί η Σύλβια να τα μετακινήσει ή να τα χρησιμοποιήσει, δεν μπορούσε να κάνει τον εαυτό του να τα μαζέψει και να τα πετάξει. Ίσως να πουλούσε το αμάξι της, ή να δώριζε τα ρούχα και τα παπούτσια της. Όμως μόνο στη σκέψη ότι θα μετακινούσε έστω και μια κλωστή από φόρεμα, μισή ίνα από πίνακα που έφτιαξε, μισή τρίχα από την χτένα της, τον έπιανε αναγούλα.
Στη δουλειά ήξεραν ότι η Σύλβια τον είχε χωρίσει για έναν πολύ νεότερο του λογιστή, που είχε ήδη ένα παιδί από την πρώην σύζυγο του που πέθανε από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Για την ακρίβεια όλοι υποψιαζόντουσαν ότι αυτός ήταν και ο λόγος που εξαφανίστηκε χωρίς να πάρει καν τα πράγματα της από το γραφείο, ήταν αρκετά ντροπιαστικό να συνεχίσεις να δουλεύεις στην εταιρεία του άντρα σου ενώ τον παράτησες επειδή δεν είχε αποτελεσματικό σπέρμα. Μέχρι αυτό το σημείο όλοι ήξεραν πλέον γιατί δεν είχαν αποκτήσει παιδιά τα πρώτα δύο χρόνια μετά το γάμο τους αφού η Σύλβια είχε φροντίσει να εκδηλώνει όλη της την επιθετικότητα και τους ανεκπλήρωτους πόθους της για παιδιά χωρίς ενδοιασμούς. Της έφταιγαν τα πάντα, η ψυχραιμία του, η μικρή μεταφορική εταιρεία του, τα τηλέφωνα που έπρεπε να σηκώνει κάθε μέρα, οι μεταφορείς που ήταν άξεστοι και απολίτιστοι όπως έλεγε, η φασαρία από τα φορτηγά, η στάση του σώματος του, ο τρόπος που έτρωγε και κυρίως, το ότι δεν μπορούσε να της προσφέρει ένα παιδί.
Έβαλε τον καφέ του στο χθεσινό χρησιμοποιημένο θερμός που δεν είχε πλύνει και τον άφησε στο τραπέζι της κουζίνας. Έψαξε λίγο στο χάος για το καπάκι αλλά δεν το βρήκε, βλαστήμησε, ήπιε μια γουλιά και πήγε να ντυθεί. Πλέον, 10 λεπτά καθυστερημένος στη δουλειά που σύντομα θα γινόντουσαν 20, σκέφτηκε ότι εάν ο ίδιος ήταν υπάλληλος στην εταιρεία του, μα το θεό, θα τον είχε απολύσει.
Όταν έφτασε, είχαν ήδη φύγει τα 2 από τα 5 φορτηγά του μα δεν ήξερε για πού. Πάνε βδομάδες από τότε που ασχολήθηκε ενεργά με τη δουλειά, για την ακρίβεια αυτός κλεινόταν στο γραφείο του και έπινε το Τζην που έκρυβε όχι τόσο αποτελεσματικά στο τρίτο συρτάρι ενώ ο ανεπίσημος βοηθός του είχε αναλάβει την οργάνωση, τις πληρωμές και την συνεννόηση με τους πελάτες και τους μεταφορείς. Δηλαδή, τη δουλειά της Σύλβια.
Βαθιά μέσα του τον σιχαινόταν που το έκανε καλύτερα από κείνη. Δεν μπορούσε κανείς να την αντικαταστήσει, πουθενά, σε κανένα τομέα, ότι και αν έκανε ποτέ, ότι και αν ακουμπούσε, το έκανε τέλεια και κανείς δεν θα την έπαιρνε ποτέ τη θέση της. Η Σύλβια είχε μεγαλώσει σε ένα αυστηρό περιβάλλον που της είχε διδάξει την πειθαρχία μέσα από την θρησκεία και την τυφλή αφοσίωση στο Ανώτερο Όν που θα έφερνε το κάθε τι αναγκαίο στην ώρα του. Αυτό σήμαινε τακτική προσευχή και συνεχή επικοινωνία με τον καλό Θεό, που μπορεί να μην εκτιμούσε αρκετά τον Έβαν, αλλά σίγουρα εκτιμούσε τη Σύλβια που πήγαινε εκκλησία και δεν έβριζε και βοηθούσε τους φτωχούς και ήθελε πολλά παιδιά. Ο Έβαν δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά, ούτε ήθελε ποτέ του ένα μικρό στρατό από κουτσούβελα, όμως με απόλυτη βεβαιότητα ήθελε τη Σύλβια. Η αντικατάσταση της θα έπαιρνε πολύ καιρό, πολύ αλκοόλ και πολύ κλάμα. Αν ποτέ κατάφερνε να βρει κάποια άλλη δηλαδή, γιατί με τα χάλια που είχε δεν τον πλησίαζε ούτε θύλακο κουνάβι σε ακτίνα 100 μέτρων.
«Καλημέρα αφεντικό!» φώναξε ο Μίκι από το γραφείο του, πριν προλάβει καν ο Έβαν να ακουμπήσει το πόμολο της εισόδου. Ο Έβαν προσπάθησε να του χαμογελάσει, έσφιξε τους μύες του στόματος του και τους τράβηξε όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να φανεί σα να παθαίνει εγκεφαλικό.
Η χαρά του Μίκι ήταν κατανοητή ως ένα βαθμό, αν σκεφτεί κανείς ότι από ένας απλός βοηθός έγινε σχεδόν αφεντικό μέσα σε μια νύχτα. Όμως η όρεξη που είχε κάθε μέρα και η αποτελεσματικότητα του ήταν μαχαιριές στην πλάτη του Έβαν, αφού η Σύλβια δεν είχε την ικανότητα για τίποτα από τα δύο όσο δούλευε σε αυτόν. Ήταν μια σταθερή υπενθύμιση ότι η Σύλβια τον σιχαινόταν και δεν κατάφερε ποτέ να την κάνει ευτυχισμένη. Την έβαζε να δουλεύει μια ταπεινή δουλειά, μέσα στη ρουτίνα και στη βρώμα και να συναναστρέφεται με απλούς μεταφορείς που όλη μέρα έβριζαν, γελούσαν και κουβαλούσαν. Ο Μίκι αντίθετα ταίριαζε φοβερά με το περιβάλλον, αφού και ο ίδιος είναι πρώην μεταφορέας, που όμως είχε λίγο παραπάνω ταλέντο στα οικονομικά και στην διαχείριση των αιτημάτων των πελατών.
«Θα είμαι στο γραφείο μου» ψέλλισε περνώντας βιαστικά από δίπλα του, προσπαθώντας να μην τον κοιτάξει πραγματικά.. Η αλήθεια είναι ότι ο Μίκι τον τρόμαζε. Όχι με την πατροπαράδοτη έννοια του τρόμου, όμως είχε έναν τρόπο να σε κοιτάει και να νιώθεις ότι βλέπει τα απόκρυφα της ψυχής σου, ψάχνοντας εκείνο το μικρό επίπονο σημείο που προσπαθείς με τόσο κόπο να ξεχάσεις. Αυτή η ικανότητα και το βλέμμα του Μίκι έκανε τον Έβαν να θέλει να τον απολύσει τουλάχιστον 3 μέρες την εβδομάδα, όμως ειλικρινά τον χρειαζόταν. Ήταν ο μόνος που δούλευε ουσιαστικά και συντηρούσε την επιχείρηση, χωρίς αυτόν θα είχε κλείσει εδώ και μερικές εβδομάδες.
Μπαίνοντας μέσα στο γραφείο του και κλείνοντας την πόρτα ο Έβαν κοκάλωσε. Η μυρωδιά του γραφείου του είχε αλλάξει, δεν μύριζε πλέον μουχλιασμένο ξύλο και καπνό. Κόλλησε την πλάτη του στην πόρτα και έμεινε να κοιτάει την καρέκλα του που αδιαμφισβήτητα στριφογυρνούσε, σα να είχε καθίσει κάποιος εκεί μόλις πριν μερικά δευτερόλεπτα. Το γραφείο του δεν ήταν μεγάλο, ήταν όμως απομονωμένο στο βάθος και για να μπει κάποιος μέσα έπρεπε να περάσει πρώτα από την μεγάλη είσοδο ανάμεσα από τα φορτηγά, μετά από το γραφείο του Μίκι και το άδειο γραφείο της γραμματέας που είχαν κάποτε και μετά από τον διάδρομο που οδηγούσε στην τουαλέτα, τις αποθήκες, και τελικώς το γραφείο του. Αν όμως είχε έρθει κάποιος, δε θα μπορούσε να φύγει με κανέναν άλλο τρόπο εκτός από την πίσω πόρτα στις αποθήκες.
Ο Έβαν πήρε δυο βαθιές ανάσες από την μύτη προσπαθώντας να προσδιορίσει τι του θύμιζε το άρωμα στο γραφείο του. Έκανε δυο βήματα μπροστά, με το ανοιχτό θερμός του στο χέρι και πλησίασε την καρέκλα που ακόμα στριφογύριζε αργά γύρω από τον εαυτό της. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το παράθυρο δεν είχε ανοιχτεί εδώ και μέρες. Η καθαρίστρια απαγορευόταν αυστηρά να μπαίνει στο γραφείο του. Τα φώτα ήταν ακόμα σβηστά και τα χαρτιά που είχε ρίξει καταλάθος εχθές ήταν στην ίδια θέση στο πάτωμα, χωρίς ίχνος διατάραξης. Εάν κάποιος είχε όντως μπει στο γραφείο του, το έκανε πολύ διακριτικά.
«Μίκι, είχαμε επισκέψεις πριν έρθω;» φώναξε αγριεμένα χωρίς να γυρίσει προς την πόρτα.
Ο Έβαν άκουσε βήματα πίσω από την πόρτα, αλλά δεν πήρε απάντηση. Άφησε τον καφέ του στο γραφείο και ακινητοποίησε την αναθεματισμένη την καρέκλα. Πήγε στο παράθυρο και άνοιξε τις βρώμικες κουρτίνες για να μπει φώς και τότε το ένιωσε. Πέρασε από μπροστά στα μάτια του η ράχη της, το χρώμα των μαλλιών της, η έκφραση της όταν κοιμόταν. Το άρωμα στην ατμόσφαιρα ήταν το άρωμα της Σύλβια, το μπλε μικρό μπουκαλάκι αφημένο στο μπάνιο χωρίς καπάκι, εκείνο το μπουκαλάκι που τις πρώτες μέρες της απουσίας της τον κρατούσε στη ζωή, όμως όχι ίδιο. Είχε μια διακριτική νότα υγρασίας και χώματος.
Γύρισε και κοίταξε γύρω του πανικόβλητος. Έτρεξε προς την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο παίρνοντας βαθιές ανάσες σε κάθε βήμα. Ο Μίκι είχε εξαφανιστεί, όμως δεν είχε σημασία, αν είχε έρθει η Σύλβια λίγο πριν φτάσει ο Έβαν, θα είχε φύγει από τις αποθήκες για να μην τον συναντήσει. Σχεδόν έπεσε στην προσπάθεια του να φτάσει το πόμολο της πόρτας προς τις αποθήκες και χτύπησε το γόνατο του στον εκτυπωτή με τόση δύναμη που μούδιασε, όμως δεν τον ενδιέφερε. Έβαλε και τα δύο του χέρια στο πόμολο που υποχώρησε κάτω από την πίεση αλλά η πόρτα δεν άνοιξε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναπροσπάθησε, ξανά και ξανά, μέχρι που κατέληξε να ξεκολλήσει όλο το πόμολο και να το κρατήσει στο δεξί του χέρι. Αυτή η τρομερή αποτυχία τον εξόργισε, άρχισε να χτυπάει μανιασμένα την πόρτα με το σπασμένο μεταλλικό πόμολο, τόσο που το ξύλο άρχισε να υποχωρεί. Η Σύλβια ήταν στις αποθήκες το ήξερε, το αισθανόταν, ήταν ακριβώς πίσω από αυτήν την αναθεματισμένη πόρτα και είχε κλειδώσει από πίσω της ακριβώς για να μην την προλάβει.
Έκανε πίσω για να κερδίσει χώρο στο στενό διάδρομο και άρχισε να κλωτσάει την πόρτα με τόση δύναμη που έτρεμε το ταβάνι. Στις τέσσερις προσπάθειες η πόρτα κατέρρευσε με κρότο και ο Έβαν ξεχύθηκε στις σκοτεινές αποθήκες ακολουθώντας μόνο την μύτη του και την οργή του, σαν ένα πεινασμένο σκυλί που αντί για φαγητό έψαχνε μόνο ένα χάδι. Οι αποθήκες δεν ήταν το πιο ευχάριστο κομμάτι της δουλειάς του, αντίθετα, τα ποντίκια φρόντιζαν να κάνουν αφιλόξενο το χώρο με το θρόισμα τους ανάμεσα στις κούτες και τους συνεχείς κρότους από τις φάκες που ποτέ δεν ήταν αρκετές. Ο Έβαν δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου αυτή τη φορά για τους ανεξήγητους ήχους πίσω από τις στοίβες της χαρτούρας, ούτε για τον κίνδυνο του να πατήσει κάποια φάκα, απλώς άρχισε να ουρλιάζει το όνομα της στο σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς να σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο για να σκεφτεί ότι η πίσω πόρτα στο βάθος ήταν επίσης κλειστή και κλειδωμένη, ότι εδώ δε μύριζε το άρωμα της, ότι η Σύλβια αποκλείεται να είχε μπει ποτέ εκεί απλά και μόνο για να μην τον δει. Η Σύλβια σιχαινόταν τις αποθήκες και σε όλα τα χρόνια εργασίας της εκεί, δεν είχε πλησιάσει ούτε για να δει τι υπήρχε μέσα.
Όταν ήρθε ο Μίκι, ο Έβαν είχε ήδη καταρρεύσει και έκλαιγε στο πάτωμα με λυγμούς, ψελλίζοντας το όνομα της. Φώναξε ακόμα δύο μεταφορείς, τον σήκωσαν από τις μασχάλες και τον έσυραν μέχρι το γραφείο του όπου κατέρρευσε στην καρέκλα που μέχρι πριν λίγο ήταν σίγουρος ότι είχε καθίσει η Σύλβια. Το άρωμα της δεν ήταν πια εκεί.
Μόλις συνήλθε λίγο, ο Μίκι έφερε μια καρέκλα από το πλάι και έκατσε απέναντι του.
«Νομίζω πρέπει να ψάξεις για βοήθεια, αφεντικό… όλοι ανησυχούμε για εσένα» είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Ακριβώς αυτό που φοβόταν ότι θα συνέβαινε ο Έβαν.
«Το σημερινό περιστατικό μας τρόμαξε όλους πολύ, έπρεπε να σε μαζέψουμε από το πάτωμα για όνομα του Θεού! Υπάρχουν πολλοί τρόποι να την ξεπεράσεις, δεν είναι ανάγκη να το περνάς μόνος σου, άλλωστ..»
«Τι εννοείς να την ξεπεράσω; Δεν θα την ξεπεράσω, θα την κερδίσω πίσω!» αντέδρασε παιδιάστικα ο Έβαν, χωρίς όμως να τον κοιτάξει στα μάτια, ποτέ στα μάτια.
«Δεν σε θέλει αφεντικό, σε παράτησε! Κοίτα τα χάλια σου! Πόσες μέρες έχεις να κάνεις μπάνιο; Πόσες μέρες έχεις να φας οτιδήποτε εκτός από φρυγανιές και τζην; Ακόμα και αν ήθελε να γυρίσει σε σένα, λες να γυρνούσε ενώ είσαι έτσι; » φώναξε ο Μίκι και σηκώθηκε από την καρέκλα χτυπώντας την πίσω. Όσα χρόνια τον ήξερε ο Έβαν δεν τον είχε δει ποτέ έτσι. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες και τα χέρια του έκαναν σπαστικές κινήσεις στον αέρα. Η ιταλική καταγωγή του φαινόταν μόνο σε καταστάσεις πίεσης.
«Νομίζεις θα έμενε μαζί σου άμα σε έβλεπε τώρα, μπεκρή, βρωμιάρη και κακομοίρη ; Αν πήρε την απόφαση να σε αφήσει πριν, φαντάσου πως θα αντιδρούσε αν σε έβρισκε στο πάτωμα της αποθήκης να ουρλίαζεις το όνομα της! Συνελθε άνθρωπε μου!»
Πλέον ο Μίκι ούρλιαζε και η φωνή του είχε αρχίσει να σπάει από την ένταση. Η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του παλλόταν σε κάθε ανάσα και τα χέρια του έπαιζαν νευρικά ενώ βημάτιζε δεξιά αριστερά σε πλήρη απόγνωση.
Για μερικά δευτερόλεπτα ακολούθησε σιωπή. Ο Έβαν κοιτούσε το πάτωμα και σκέφτηκε ότι θα ήθελε πολύ τώρα να πιεί λίγο από το τζην που έκρυβε στο συρτάρι, θα τον έκανε να δει τα πράγματα πιο καθαρά. Όπως, για παράδειγμα, ότι ο Μίκι ήθελε τη Σύλβια για τον εαυτό του.
«Την γούσταρες έτσι; Πες την αλήθεια Μίκι, την γούσταρες πολύ και ζήλευες που δε μπορούσες να την έχεις και ζήλευες ότι την είχα μόνο εγώ, ήταν μόνο δική μου και εσύ έτρεχες και της έβαζες σκέψεις στο κεφάλι της να με σιχαθεί και να με αφήσει μήπως και κατάφερνες να την κλέψεις! Σε έβλεπα πώς την κοίταζες, δεν είμαι ηλίθιος!» προσπάθησε να φωνάξει ο Έβαν, όμως κατάφερε να το πει μέσα από λυγμούς, πολύ λιγότερο απειλητικά από ότι θα ήθελε.
Ο Μίκι έκανε ένα βήμα πίσω κοιτώντας τον Έβαν με απόλυτη σύγχυση. Άνοιξε το στόμα του κάτι να πει μα δεν μπορούσε να βγάλει ήχο. Ο Έβαν εκμεταλλεύτηκε το σοκ και σηκώθηκε και αυτός όρθιος, σε μια εσφαλμένη προσπάθεια εκδήλωσης ανδρισμού.
«Λοιπόν, ξέρεις κάτι Μίκι, σε βαρέθηκα, βαρέθηκα την υπεροψία σου, τα νευράκια σου, τις χαζοχαρούμενες καλημέρες σου, σήκω φύγε, φύγε! Απολύεσαι!» είπε εριστικά ο Έβαν.
«Κανείς δε σε χρειάζεται εδώ μέσα, ακούς; Ούτε η Σύλβια σε χρειάστηκε ποτέ, σε έπαιζε σα παιχνιδάκι της και εσύ ήσουν αρκετά ηλίθιος να πιστέψεις ότι σε ήθελε πραγματικά! Φύγε! Φύγε, τώρα!» φώναζε και έφτυνε ταυτόχρονα, είχε χάσει κάθε έλεγχο του σώματος του και της φωνής του.
Ο Μίκι τον κοίταξε πληγωμένα αλλά δεν απάντησε. Έσκυψε το κεφάλι, δάγκωσε τα χείλη του και αναστέναξε. Πήρε μια ανάσα και χωρίς να τον κοιτάξει γύρισε, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Ο Έβαν πάντα υποψιαζόταν ότι η Σύλβια συμπαθούσε παραπάνω από ότι έπρεπε τον Μίκι. Τους έβλεπε που πλησίαζαν ο ένας τον άλλον όποτε είχαν ευκαιρία, μιλούσαν ασταμάτητα τις μέρες που δεν είχαν ιδιαίτερη δουλειά, η Σύλβια έτρεχε να τον βρει έξω όταν γυρνούσε από κάποια παράδοση. Γελούσε πολύ περισσότερο με την παρουσία του Μίκι στο γραφείο παρά στο σπίτι με τον Έβαν και αυτό προσπάθησε πολύ να κάνει ότι δεν το έβλεπε. Θεωρούσε ότι όσο λιγότερη την πίεζε, όσο λιγότερο έριχνε λάδι στη φωτιά, όσο πιο καλός και υπομονετικός ήταν μαζί της τόσο πιο πολύ θα την έκανε να καταλάβει ότι τον αγαπούσε. Ίσως να της έλειπε αν ένιωθε ότι απομακρύνεται και ο Έβαν όσο απομακρύνεται και αυτή, όμως στην πραγματικότητα, η απομάκρυνση συνεχίστηκε μέχρι την μοιραία μέρα που του ανακοίνωσε ότι τον αφήνει. Την είδε να μαζεύει τα πράγματα της, την είδε να μην του μιλάει, να μην τον κοιτάει, να φέρεται μηχανικά και αδιάφορα, σα να μην τον ήξερε, σα να μην έμεναν μαζί για 10 ολόκληρα χρόνια. Είχε χτυπήσει το κινητό της τουλάχιστον 3 φορές και δεν απαντούσε, ήξερε ότι δε μπορούσε να μιλήσει μπροστά του, το ήξερε ότι την είχε χάσει καιρό πριν.
Σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια της το άρπαξε από τα χέρια και κοίταξε το νούμερο. Το όνομα και η φωτογραφία του Μίκι φώτιζαν την οθόνη, σημαίνοντας το τέλος κάθε επαφής με τη Σύλβια. Δεν προσπάθησε καν να δικαιολογηθεί, τον έσπρωξε και τον έβρισε φωνάζοντας ότι δεν τον άντεχε, ότι ήταν λίγος και μικρός και ότι κάποιος άλλος θα μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη δίνοντας της αυτό που ζητούσε.
Ήταν όντως λίγος και μικρός. Δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ αρκετός άμα δεν της έδινε ένα δικό της παιδί. Η όραση του μαύρισε, άνοιξε το στόμα του να διαμαρτυρηθεί όμως δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξεις. Σήκωσε το χέρι του να της τραβήξει το μπράτσο, να μη φύγει, να μην τον εγκαταλείψει έτσι και στην επαφή της παλάμης του με το δέρμα της ένιωσε το χέρι της να προσγειώνεται στο μάγουλο του. Ένιωσε το δαχτυλίδι του γάμου τους δίπλα στο μάτι του και ευχήθηκε να μην την είχε ποτέ γνωρίσει. Η Σύλβια έβαλε τα κλάματα, μάζεψε τα χέρια της στο πρόσωπο της και γύρισε την πλάτη της να φύγει. Ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε.
Ο Έβαν στάθηκε εκεί, στη μέση του άδειου γραφείου του και ένιωσε το σώμα του που έτρεμε ρυθμικά με την ανάσα του. Η πλάτη του Μίκι που απομακρυνόταν του θύμισε την Σύλβια και σκέφτηκε τα χέρια της να χαϊδεύουν το λαιμό του, τα νύχια της να καρφώνουν στα πλευρά του, το άρωμα της να κολλάει στο στήθος του. Ο Μίκι έφευγε με σκυμμένο κεφάλι και αργό βήμα, σχεδόν σα να σκεφτόταν να γυρίσει πίσω και να μιλήσει πιο ήρεμα με τον Έβαν, ίσως να ζητούσε και συγγνώμη για τα βαριά του λόγια, άλλωστε χρειαζόταν σοβαρή βοήθεια. Σταμάτησε στο γραφείο που χρησιμοποιούσε και μάζεψε μια στοίβα με χαρτιά από το πάτωμα.
Χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον Έβαν, του φώναξε,
“Αυτά είναι οι λίστες με τα προγράμματα του μήνα. Θα στα αφήσω στο πρώτο συρτάρι, μαζί με τις πληρωμές”. Ο Μίκι δεν έλαβε απάντηση και συνέχισε να μαζεύει το γραφείο του μηχανικά. Δεν περίμενε ο Έβαν να έδινε σημασία, με το ζόρι κατάφερε να του μιλήσει.
“Ξέρεις, αν χρειαστείς κάτι άλλο…” ξεκίνησε να λέει ο Μίκι. Άκουσε πίσω του γρήγορα βήματα και γύρισε το κεφάλι του, τα χέρια του γεμάτα ακόμα με έγγραφα και φακέλους, όταν ένιωσε στο πρόσωπο του ζέστη και μούδιασμα. Έπεσε στο πλάι χωρίς να τον κρατήσει κανείς και προσγειώθηκε με το κεφάλι πρώτα στο σκληρό πάτωμα. Τα μάτια του μαύρισαν και δεν μπορούσε να δει για μερικά δευτερόλεπτα ενώ το κεφάλι του κουδούνιζε.
Ο Έβαν έσκυψε από πάνω του και τον καβάλησε. Τον έπιασε από το λαιμό με το αριστερό χέρι και με το δεξί τον χτύπαγε στο πρόσωπο, γροθιές στα μάγουλα, στο κεφάλι, στο λαιμό, στα μάτια, όπου μπορούσε να προσγειωθεί το χέρι του πάνω στον Μίκι το άφηνε. Το γραφείο που τους έκρυβε έκοβε το πολύ φώς, αλλά ο Έβαν δεν έβλεπε ούτως ή άλλως. Η όραση του είχε κοκκινίσει πολύ πριν του επιτεθεί. Όταν ένιωσε τον Μίκι να παραδίδεται και να χαλαρώνει τη λαβή του στα μπράτσα του Έβαν, σκέφτηκε να σταματήσει, όμως το αίμα ζέσταινε τα χέρια του και επιτέλους ένιωθε ότι είχε έλεγχο πάνω σε κάτι για πρώτη φορά στη ζωή του.
Ένιωσε το τζήν του στο καβάλο να στενεύει και συνειδητοποίησε ότι έτσι έπρεπε να ένιωθε ο Μίκι κάθε φορά που ακουμπούσε τη δική του Σύλβια, άντρας, πρώτο αρσενικό, αρχηγός της αγέλης. Αυτή τη φορά ο Έβαν θα ήταν εκεί μέσα ο αρχηγός, εντάξει Μίκι; Πώς σου φαίνεται τώρα, Μίκι; Η Σύλβια δεν θα σε ακουμπήσει ποτέ ξανά όταν σε δει παραμορφωμένο και άσχημο, θα μείνεις φυτό Μίκι, θα σε αφήσω εγώ φυτό, στο υπόσχομαι.
Σταμάτησε τα χτυπήματα και ακούμπησε τα χέρια του στο πλάι, περιεργάζοντας τη λίμνη αίματος που είχε αρχίσει να σχηματίζεται γύρω από το κεφάλι του Μίκι. Σκούπισε τη μύτη του που έσταζε και ένιωσε τη μυρωδιά του αίματος να γεμίζει τα ρουθούνια του. Η μεταλλικη νότα τον εκστασίασε και τα κουμπιά του καβάλου του διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Σηκώθηκε αργά και σκέφτηκε ότι γυμνάστηκε αρκετά για σήμερα, ίσως είναι η ώρα να πάει σπίτι. Άλλωστε ήταν τόσο κουρασμένος. Ήθελε ένα ποτό και ένα τσιγάρο.
Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, πήγε στην αποθήκη και ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα. Άνοιξε το αμάξι του και έκατσε στη θέση του οδηγού, σαν έφηβος που έχει κάνει ζαβολιά την οποία όχι απλώς δε μετανιώνει, αλλά κρυφά, τον κάνει περήφανο. Χαζογελούσε στον εαυτό του και σκέφτηκε ότι είχε πολλά χρόνια να νιώσει έτσι, τόσο εξιταρισμένος, τόσο χαρούμενος, τόσο ερεθισμένος. Οδήγησε μέχρι το σπίτι του, σκεπτόμενος αν ήθελε να κάνει μπάνιο ή να κρατήσει αυτήν την υπέροχη μυρωδιά πάνω του λιγάκι ακόμα. Την απολάμβανε από τα βάθη της ψυχής του, έγλειφε τα χείλη του για να νιώσει λίγο τη γεύση του Μίκι από τις σταγόνες που εκτοξεύονταν δεξιά και αριστερά. Στα χέρια του το αίμα είχε ξεραθεί και πλέον θρυμματιζόταν, πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου.
Τελικά αποφάσισε να κάνει μπάνιο και να αρωματιστεί, στη Σύλβια δε θα άρεσε καθόλου να τον δει έτσι. Στη Σύλβια άρεσε το μαύρο μπουκαλάκι αρώματος και ο Έβαν το κράταγε για ειδικές περιστάσεις που ήξερε ότι η Σύλβια θα το εκτιμούσε.
Η Σύλβια τον περίμενε τώρα, το ένιωθε από πριν κατέβει από το αμάξι.
Βγήκε από το ντουζ και έβαλε το πράσινο πουκάμισο του με το μαύρο παντελόνι. Αυτός ο συνδυασμός άρεσε πάντα στη Σύλβια, ειδικά όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Τώρα προσπαθούσαν πάλι να γνωριστούν από το μηδέν, είχαν πει να τα αφήσουν όλα πίσω τους, να δοκιμάσουν σα να είναι πάλι έφηβοι με αυτήν την υπέροχη ανεμελιά και την αίσθηση του αιώνιου. Πήγε στο μπάνιο και έριξε τρείς ψεκασμούς από το μαύρο μπουκαλάκι, δύο στο λαιμό και έναν στον αριστερό καρπό που έτριψε με τον δεξί. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, χτένισε τα γένια του με μια λεπτή χτένα και χαμογέλασε. Ήταν έτοιμος να την υποδεχτεί.
Πήρε τα κλειδιά από το πιατάκι της εισόδου και ξεκλείδωσε με περηφάνια την πόρτα του υπογείου.
“Αγάπη μου, έρχομαι για εσένα, είσαι έτοιμη;” φώναξε χαρωπά στα σκοτεινά σκαλοπάτια που κατέβαιναν στο κρύο και την υγρασία.
“Ω, μη μου κάνεις νάζια, ξέρω ότι εκεί μου κρύβεσαι!”, γέλασε ο Έβαν και ξεκίνησε να κατεβαίνει. Η μυρωδιά που ερχόταν από το βάθος ήταν αποκρουστική, ικανή να δημιουργήσει αίσθημα λιποθυμίας, όμως τον Έβαν δεν τον ένοιαζε. Κατέβαινε χαρωπά, χοροπηδηχτά και όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλί άναψε τον διακόπτη στον τοίχο.
Η Σύλβια καθόταν γερμένη στην παλιά πολυθρόνα της μάνας του που είχε πάρει όταν πέθανε πριν μερικά χρόνια. Τα ξανθά κυματιστά της μαλλιά χανόντουσαν στο κόκκινο της πολυθρόνας και τα έκανε να φαίνονται σα να φλέγονται. Το στόμα της έχασκε, ανοιχτό και ζαρωμένο, να βγάζει αυτήν την απελπιστική δυσωδία που είχε ποτίσει τους τοίχους του υπογείου. Το πάτωμα είχε πάρει μια καφέ χροιά από τα υγρά και τους ιστούς που είχε χάσει την πρώτη εβδομάδα, αλλά την είχε ακουμπήσει όμορφα στο πλάι, σα να κοιτάει τις σκάλες αναμένοντας τον, περιμένοντας πάντα τον Έβαν να κατέβει να της μιλήσει, να την φροντίσει, να της χαϊδέψει τα μαλλιά και να της βάψει τα νύχια. Είχε ήδη αρχίσει να αδυνατίζει κιόλας, τα κόκκαλα της φαινόντουσαν ιδιαίτερα όσο αποτραβιόταν η σάρκα και αυτό την Σύλβια θα την ικανοποιούσε σίγουρα.
“Ξέρω ότι άργησα αγάπη μου, αλλά δεν θα πιστέψεις τι έγινε σήμερα στη δουλειά…”