Γράφει η Κατερίνα Βαρδή
Κεφάλαιο ΙΙ – Ποίησις (Creature)
Έτριψε την τον καρπό του ασυναίσθητα, σα να διερευνούσε την υφή που είχε το δέρμα του τώρα που άλλαξε χρώμα. Σήκωσε το γιακά της μπλούζας του και είδε το στήθος του σπιλωμένο με μαύρα σημάδια, σκόρπια και άτακτα, ξεκινώντας από το στήθος και κατεβαίνοντας στην κοιλιά. Με δυσπιστία κοίταξε έξω, το πρωινό φως προσπαθούσε να ξεφύγει από τα σύννεφα χωρίς επιτυχία. Ένιωθε την υγρασία στο δέρμα του, είχε περάσει όλο το βράδυ σε ένα κλειστό και απομονωμένο δωμάτιο, τι θα σκεφτόταν η Μυρσίνη;
Τα κόκκαλα του υπέφεραν από την καρέκλα, ο αυχένας του είχε παγώσει και με δυσκολία γυρνούσε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Όμως, περιέργως, δεν τον ενοχλούσε. Είχε μια τέτοια εσωτερική ηρεμία, μια αφάνταστη σιγουριά, έναν διαπεραστικό τρόπο αντίληψης του κόσμου που το φυσικό του σώμα έμοιαζε με δοχείο που καθ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του μπορεί να αλλάξει. Είχε την αίσθηση του βήματος ακόμα αποτυπωμένη στο νου του, λες και αυτό που ονειρεύτηκε ήταν αληθινό, όντως περπάτησε στην έρημο, όντως βούλιαξε στα βάθη της θάλασσας, όντως είχε την ικανότητα να τρέξει. Τα πάντα ήταν πιθανά. Μπορούσε να γευτεί ακόμα το νερό στο στόμα και την σκόνη στα πνευμόνια του, την αίσθηση της Δώρας πάνω του, χωρίς να σκέφτεται αυτόματα το παρελθόν του. Ένιωθε σα να κέρδισε πίσω ένα χαμένο του κομμάτι, σα να βρήκε τον δρόμο που είχε χάσει, σα να πήδηξε επιτέλους τον φράχτη. Η ομίχλη είχε φύγει. Μπορεί να είχε τραυματιστεί στην πορεία αλλά τώρα ήταν ελεύθερος.
Και με εμένα τι θα γίνει;
Γύρισε απότομα το κεφάλι του. Το είχε ακούσει. Σίγουρα το είχε ακούσει. Ήταν κάπου στο γραφείο του, κάπου κοντά του. Κοίταξε στα πόδια του, κάτω από το γραφείο, πέρασε το βλέμμα του πάνω από όλες τις επιφάνειες των επίπλων και του πατώματος. Όμως δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Τρελαίνομαι; Αυτό είναι το τίμημα της Τέταρτης Διάστασης, να τα χάσω εντελώς;
Είμαι ακριβώς εδώ τυφλοπόντικα!
Μια μαύρη σκιά έφυγε κάτω από τον καναπέ με εξωφρενική ταχύτητα και χώθηκε κάτω από το τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα.
“Φανερώσου! Διάολε, δείξε μου ποιός είσαι! Ποιός μου μιλάει; Σε προειδοποιώ, έχω όπλο στο γραφείο, μη με κάνεις να το βγάλω!”
Δεν θα μου κάνει τίποτα το οπλάκι σου γεροξεκούτη. Η σκιά βγήκε από το έπιπλο, διστακτικά και αργά. Δεν ήξερε αν ήταν φοβισμένη ή απλά κουρασμένη. Έμοιαζε ντροπιασμένη και ηττημένη, συρόμενη στο έδαφος χωρίς δύναμη. Δεν είχε χαρακτηριστικά. Ήταν μια κινούμενη μαύρη άμορφη μάζα, σαν χιλιάδες συμπυκνωμένες σκιές να πηδούσαν η μία πάνω στην άλλη σε μια αέναη πάλη ταυτοποίησης σχήματος. Ήταν κουραστικό να το κοιτάς, στα όρια του γκροτέσκου, προσπαθώντας να οριοθετήσεις τι μπορεί να είναι αυτό το πλάσμα. Για τον ίδιο όμως ήταν ενδιαφέρον.
“Το όπλο μπορεί να μη σου κάνει τίποτα, όμως δε θα με πείραζε να δοκιμάσω ε; Μη πλησιάσεις άλλο. Τι είσαι;”
Είμαι αυτό που άφησες πίσω. Ή αυτό που προσπάθησες να αφήσεις πίσω, ομολογώ ότι δεν έχω ακούσει ξανά κάτι παρόμοιο. Είσαι ο πρώτος που με φέρνει μαζί του στο φυσικό πεδίο.
Η μάζα δεν είχε στόμα, δεν είχε λαιμό, δεν είχε γλώσσα. Για την ακρίβεια δεν ήταν καν σίγουρος αν έχει ουσιώδη υπόσταση. Μπορούσε να το ακουμπήσει; Είχε θερμοκρασία; Τι γεύση ίσως είχε; Ο ερευνητής μέσα του ξυπνούσε, σχεδόν χάνοντας την επαφή του με το επείγον θέμα. Η καινούργια του αντίληψη για τον κόσμο τον είχε κάνει τόσο υπερβολικά ήρεμο, τόσο αποκομμένο από τα σχέδια και τον εμμονικό του προγραμματισμό. Είχε μόλις ολοκληρώσει το πρώτο βήμα για την Τέταρτη Διάσταση, δεν έπρεπε να το σταματήσει τώρα.
Το μυαλό του έτρεχε κύκλους. Ένιωθε σα να ήταν ξύπνιος για μέρες ολόκληρες, τόσο γεμάτος γνώσεις και εμπειρίες, τόσο χορτάτος απο περιέργεια και ανάγκη να μάθει τα πάντα. Ένα είδος ψυχικής ενέργειας βαθύ και απρόσιτο στον μέσο άνθρωπο όμως τόσο υπαρκτό μέσα του. Ήταν εμφανές ότι το μαύρο άμορφο πλάσμα ήταν ο λόγος που το στήθος του και ο καρπός του ήταν μολυσμένα από κάτι που δεν ήξερε ακόμα. Όμως το πιο ενδιαφέρον στη καινούργια του συνθήκη ήταν η υποψία του για την επικοινωνία με το πλάσμα- άκουγε την φωνή του στο κεφάλι του.
“Πώς ήρθες; Ήμουν σίγουρος οτι σε άφησα πίσω, έτρεξα για την πύλη και εσύ…”
Δεν πίστευα οτι θα λειτουργήσει, δεν έχω ακούσει πότε τίποτα παρόμοιο. Έτρεξα πίσω σου και σε πρόλαβα. Δεν ήθελα να μείνω μόνος εκεί μέσα. Μου πήρες το λόγο ύπαρξης…
Ένας αργός, απαλός βρυχηθμός ακούστηκε στο γραφείο. Το πλάσμα ήταν προφανώς εκνευρισμένο. Πληγωμένο. Ξένο. Φαινόταν αγχωμένο και αποπροσανατολισμένο, σαν ψάρι έξω από το νερό. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, μια τέτοια εμπειρία, μια εντελώς παρανοϊκή και εξωπραγματική συνάντηση όπως αυτή, θα τον είχε αγχώσει σαν τίποτα άλλο. Θα έψαχνε όλα του τα βιβλία και τις πηγές του να βρει τι μπορεί να είναι, ποια είναι η φυσική του υπόσταση και κυρίως, πώς να το στείλει πίσω. Ήταν εξωφρενικό ακόμα και το γεγονός ότι, ειλικρινά, βαθιά μέσα του, δεν μπορούσε να διανοηθεί το να το διώξει.
Πίεσε με τα χέρια του τις ρόδες και πήγε κοντά του. Το πλάσμα δεν κουνήθηκε. Συνέχισε να βρυχάται, απαλά αλλά απειλητικά, προσπαθώντας να δείξει ότι δεν φοβάται. Όμως φοβόταν. Έτρεμε το γεγονός ότι δεν είχε ιδέα που βρισκόταν ή πώς θα έφευγε ή πως θα έβρισκε ξανά την ψυχή στην οποία είχε αγκιστρωθεί. Χωρίς την ενέργεια της δεν ήταν σίγουρο ότι θα επιβίωνε ούτε ένα εικοσιτετράωρο.
Έκανε ένα κύκλο γύρω του, διερευνητικά, πιέζοντας τα μάτια του να εστιάσουν στην συνεχώς κινούμενη επιφάνεια σώματος. Ήταν αδύνατον να φανταστεί τι είδους ύλης το περικύκλωνε και πώς λειτουργούσε, ή ακόμα πως τρεφόταν ή κοιμόταν. Βασικές διεργασίες ενός φυσικού σώματος που έπρεπε να εκπληρώνει για να ζει.
Το πλάσμα ενοχλημένο από την επίμονη παρατήρηση του άρχισε να αλλάζει, να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει, να κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Άρχισε να μεγαλώνει, να παίρνει ύψος και να μορφοποιείται σιγά σιγά, πρώτα σε μια καρέκλα, μετά σε ένα σώμα χωρίς κεφάλι και πόδια, μετά σε αναπηρικό αμαξίδιο χωρίς ρόδες και τέλος, σε ένα ολοκληρωμένο αμαξίδιο με τον οδηγό του πάνω. Με τον οδηγό που είχε απέναντι του.
“Εκπληκτικό… δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο” αναφώνησε σοκαρισμένος. Εάν υπήρχε θεατής στο δωμάτιο θα έβλεπε τα γρανάζια στο μυαλό του να γυρνάνε με εξωφρενική ταχύτητα, τα μάτια του να βγάζουν σπίθες.
“Πώς….πώς το έκανες; Τι άλλο μπορείς να κάνεις;”
Το πλάσμα γρύλισε μα δεν μίλησε. Άρχισε να σπάει και να υποχωρεί, να ξεχύνεται στο πάτωμα σαν κλωστές που ξέφυγαν από καλάθι ραπτικής. Ήταν μαγευτικό να παρατηρείς τις κινήσεις του, τόσο συγκεκριμένες μα τόσο κυκλικές ταυτόχρονα. Κύλισε στο πάτωμα και περικύκλωσε την καρέκλα του. Άρχισε να ανεβαίνει στα πόδια του, αργά και προγραμματισμένα, με την βεβαιότητα της αθανασίας που νιώθει ένας έφηβος που τρέχει. Εάν είχε αίσθηση στο δέρμα, θα ήταν μοναδική. Θα το ένιωθε παγωμένο και σφριγηλό, ένας ζωντανός οργανισμός που πάλλεται και προσαρμόζεται ανάλογα με το περιβάλλον. Εάν μπορούσε να αισθανθεί την πορεία του θα ανατρίχιαζε και θα σκεφτόταν ότι του κόβει το αίμα.
Ανέβηκε στα γόνατα του κυκλώνοντας την ατροφική πλέον σάρκα, σύρθηκε στους γοφούς, στη μέση και στη ραχοκοκκαλιά του. Και τότε το ένιωσε. Το ένιωσε να τον σφίγγει και να τον πιέζει, να τον οδηγεί σχεδόν μπροστά. Χωρίς καμία λέξη, ουδεμία προειδοποίηση, ένιωσε τα πόδια του να σηκώνονται.
Είχε παγώσει και δε μπορούσε να αντιληφθεί τι συνέβαινε. Τα πόδια του ήταν τεντωμένα, όρθια, σταθερά και δυνατά. Τα πόδια του ήταν όρθια. Ήταν πραγματικά όρθιος, τώρα, εδώ, στη μέση του γραφείου του, παρά τις συνθήκες και την ζωή του και τα όσα είχε κάνει, ήταν πραγματικά όρθιος.
Ανέπνευσε. Σε χρειάζομαι ζωντανό.
Άφησε μια τρεμάμενη ανάσα να ξεφύγει από τα πνευμόνια του. Κοίταξε κάτω και δεν μπορούσε να διακρίνει ίχνος της σκιάς πάνω από τα ρούχα του. Είχε κρυφτεί καλά και χρειαζόταν πίεση και επαφή για να λειτουργήσει. Δοκίμασε να κάνει ένα βήμα μπροστά, και παρά την αστάθεια των κοιμώμενων ποδιών του και την ταλάντευση, το βήμα επετεύχθη.
Ο νους του είχε σταματήσει. Το μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν η τρεμάμενη ανάσα του και ο τρελός χτύπος της καρδιάς του. Ήταν όρθιος.
Η πόρτα πίσω του χτύπησε διστακτικά. “Θείε…; Είσαι εκεί; Θέλω να σου μιλήσω…συγγνώμη για χθές. Έλα έξω, θέλω να σε δώ.”
Σιωπή. Ένιωσε το πλάσμα να τραβιέται ελαφρά, τρομαγμένο και αγχωμένο. Δεν ήθελε να ανοίξει άλλα έστω έπρεπε να απαντήσει αλλιώς θα έμπαινε μέσα μόνη της. Ακόμα και που είχε κλειδώσει, μπορούσε πολύ εύκολα να βρει το δεύτερο κλειδί κάπου καταχωνιασμένο. Όχι, σίγουρα δεν έπρεπε να ανοίξει. Δεν μπορούσε να τον δει όρθιο, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να έβρισκε τρόπο να της εξηγήσει τι είχε γίνει, τι είχε κάνει, που είχε ταξιδέψει εχθές το βράδυ και πως έφερε μαζί του ένα άμορφο πλάσμα που με κάποιο τρόπο τον σήκωσε όρθιο.
“Είμαι καλά. Θα έρθω εγώ σε λίγο, πήγαινε μέσα” αναφώνησε όσο πιο πειστικά μπορούσε. Ήξερε ότι δεν είχε ακουστεί σωστά και σίγουρα θα είχε καταλάβει η Μυρσίνη ότι κάτι έκρυβε, όμως δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτό τώρα. Τώρα ήταν όρθιος. Θα έβρισκε λύση αργότερα.
Την άκουσε πίσω από την πόρτα να εκπνέει βαθιά, απογοητευμένα. Όμως έφυγε. Τα βήματα της χάθηκαν στο δωμάτιο και την άκουσε να κλείνει την πόρτα του διαδρόμου πίσω της. Το πλάσμα χαλάρωσε τη λαβή του και σταθεροποιήθηκε και πάλι.
Ξόδεψαν ώρες στο γραφείο αυτό, επικοινωνώντας μέσα από σήματα και κύματα, χωρίς ποτέ να ακούσει φυσικά την φωνή του. Το κομμάτι του εαυτού του που είχε αποσπαστεί και δεν ήταν πλέον ένα, εκείνο το κομμάτι που πάντα τον ωθούσε μα τον κρατούσε πίσω σαν αναποφάσιστο βρέφος, αυτό το κομμάτι είχε έρθει στο φυσικό πεδίο. Ήταν ένα βήμα πιο κοντά στην Ποίησις. Εάν μπορούσε το εγώ του να πάρει μορφή και αποφάσεις σίγουρα μπορούσε να τον βοηθήσει να κατακτήσει τα τρία στάδια.
“Η Ποίησις (Creature), ούσα το δεύτερο στάδιο στην κατάκτηση της Τέταρτης Διάστασης, δεν είναι επίτευγμα που μπορεί κάποιος να λάβει ελαφρά τη καρδία. Ο Ποιητής των κόσμων και βασιλιάς της δημιουργίας αγγίζει τα όρια του Θεού. Η Ύπαρξις είναι ένα προκαθορισμένο στάδιο που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην ύψιστη δημιουργία. Ποίησις χωρίς την κατανόηση του εαυτού δεν υφίσταται στο σύμπαν που πλέουμε.
Ο ναυαγός της ψυχής θα κληθεί να ιεραρχήσει πρωτίστως τις συνειδητές επιθυμίες του και δευτερευόντως τις βαθύτερες ασυνείδητες ορμές του, που δεν είναι άλλες από τις εγγενώς απόκοσμες και ανήθικες ιδέες που προκύπτουν απο το κοινωνικό πλαίσιο ωρίμανσης τους και την a priori ιδέα του ανθρώπου ως νικητή. Τα αρνητικά συναισθήματα είναι, εξ ολοκλήρου, και αυτά, πληροφορίες. Όλες οι πληροφορίες που πλέουν στον αιθέρα είναι κομμάτια του ύψιστου όντος. Όλες οι έννοιες που διαπερνούν το φυσικό πεδίο απαιτούν την προσοχή του ναυαγού. Είμαστε, ως οντότητες, διαμελισμένοι και ανολοκλήρωτοι. Ο Δημιουργός πρέπει να αναγνωρίσει, οριοθετήσει και αποφασίσει εξ ολοκλήρου τι θα ποιήσει- ινατί η ποίησις δεν είναι αυθόρμητη παραγωγή. Επιβάλλεται προσοχή.
Κατά συνέπεια, η Ποίησις λαμβάνει στρατηγική σημασία, καθ’ ότι θα αποτελέσει το μοναδικό κλειδί για το τρίτο βήμα. Μονάχα ένα κλειδί δίδεται στον κάθε ναυαγό. Λάβετε αποφάσεις με βαθιά ενδοσκόπηση και με σοφία. Μετά την ολοκλήρωση του προαναφερόμενου σταδίου, δεν θα υπάρξει η επιλογή του γυρισμού.”