Γράφει η Κατερίνα Βαρδή
“Καλημέρα σας, ονομάζομαι Μάρτα και θα ήθελα να σας μιλήσω για το νέο επαναστατικό προϊόν, της εταιρείας Φίλμαφέρ, που υπόσχεται να…”
Κλίκ.
Αναστέναξε βαθειά και απελπισμένα, κρατώντας το ασύρματο ακουστικό ακόμα στο αυτί της. Έκλεισε τα μάτια της για λίγο, ελπίζοντας ότι ο πονοκέφαλος της θα υποχωρούσε λίγο πριν την επόμενη αποτυχημένη κλήση. Το να σταματήσει και να ψάξει για παυσίπονο ήταν μια πολυτέλεια που δεν μπορούσε να έχει σε αυτή τη δουλειά. Μέτρησε αργά αντίστροφα από το πέντε, με κάθε νούμερο να δονείται στα μηνίγγια της, στέλνοντας σήμα σε κάθε νεύρο του κρανίου της, σε κάθε αγγείο, σε κάθε κύτταρο, που προφανώς δεν ήταν τοποθετημένο εκεί για να την βοηθήσει αλλά να την κάνει να υποφέρει. Πάτησε το κουμπί της επόμενης κλήσης αποφασιστικά και άνοιξε τα μάτια της.
“Καλημέρα σας, ονομάζομαι Μάρτα και θα ήθελα να σας μιλήσω…”
Κλίκ.
Αυτή τη φορά δεν έλαβε ούτε ένα “καλημέρα” ως απάντηση στην κλήση. Ούτε ένα “παρακαλώ”. Δεν άκουσε καν την ανάσα του ομιλητή στην άλλη άκρη της γραμμής, δηλαδή, όχι ομιλητή, πιο πολύ ίσως ακροατή του μονολόγου της, αλλά της άρεσε να πιστεύει ότι όλοι αυτοί που της έκλειναν τις γραμμές ήταν όντως ζώντες άνθρωποι και όχι πλαστές οντότητες ή μηχανές τεχνητής νοημοσύνης. Ο πόνος δεν είχε υποχωρήσει, μάλλον το αντίθετο, είχε σίγουρα πάρει αύξηση από τα κεντρικά για να εντοπίσει τα νεύρα του αυχένα της και να τα βασανίσει και αυτά. Πάτησε ξανά το κουμπί της επόμενης κλήσης, γρήγορα και απότομα, να μην προλάβει να διστάσει και να σηκωθεί από την καρέκλα της για να πάει σπίτι. Δεν μπορούσε να χάσει ακόμα ένα μεροκάματο.
“Καλημέρα σας, ονομάζομαι Μάρτα και θα ήθελα..”
“Καλημέρα Μάρτα, είμαι ο Φίλ”, ακούστηκε από την άλλη μεριά της γραμμής.
Η φωνή ήταν βραχνή αλλά γοητευτική. Είχε κάτι περιπαικτικό η φωνή του, κάτι σχεδόν ύπουλο, ίσως να ήταν και ο τρόπος που ο άντρας πρόφερε το όνομα της. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόστυχος αν δεν ήταν τηλεφωνήτρια και δεν είχε ήδη μάθει να αναγνωρίζει τέτοιες φωνές. Όχι, αυτή η φωνή δεν είχε ερωτικές προθέσεις. Παρανοϊκές, μπορεί, σίγουρα όχι σεξουαλικές όμως.
“Καλημέρα Φίλ, είμαι στην ευχάριστη θέση να σου μιλήσω για το νέο επαναστατικό προϊόν της εταιρείας Φίλμαφέρ που υπόσχεται να σε βοηθήσει…”, συνέχισε η Μάρτα σαν άλλη Κατρίν Ντενέβ, πάντα μέσα στο ρόλο, πάντα κρατώντας χαρακτήρα.
“Μάρτα, νομίζω πώς πρέπει να αντιστρέψουμε λίγο τους ρόλους σήμερα, τι λες και εσύ;” συνέχισε η φωνή, βραχνή και απειλητική, στάζοντας κίνδυνο.
Η Μάρτα σταμάτησε απότομα και κράτησε την αναπνοή της. Η επιβλητικότητα που εξέπεμπε το ακουστικό την έκανε να παραλύσει.
“Σήμερα, Μάρτα, έχω εγώ κάτι που μπορεί να σε βοηθήσει, ω μπορεί να σε βοηθήσει πάρα πολύ, πάρα πολύ Μάρτα, εσένα και τη Λίλυ και δε θα ξαναχρειαστεί ποτέ να πάρεις τον ηλίθιο ρόλο της ταπεινής τηλεφωνήτριας που σαλιαρίζει με πελάτες που δε θέλουν να αγοράσουν αδυνατιστικές ζώνες και τσάγια που σε κάνουν να χέζεσαι πάνω σου μόλις τα πιεις.”
Αν οι φωνές είχαν μυρωδιά, αυτή θα μόλυνε την ατμόσφαιρα με τέτοια δυσωδία που θα την έκανε να λιποθυμήσει. Η Λίλυ ήταν η πέντε ετών κόρη της. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος ένα τυχαίο νούμερο που βρέθηκε στη σημερινή της λίστα να ξέρει για τη Λίλυ. Ούτε στο γραφείο της δεν ήξεραν για τη Λίλυ. Ούτε ο πατέρας της δεν γνώριζε για την ύπαρξη της. Ήταν αδύνατον, ήταν καθαρή σύμπτωση, ήταν ένα άδικο παιχνίδι πιθανοτήτων, μια παρασπονδία του σύμπαντος, μια άτυχη στιγμή.
Η Μάρτα δε μπορούσε να μιλήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Δεν έβλεπε το φυσικό νούμερο που είχε καλέσει στην οθόνη του υπολογιστή της, δεν υπήρχε πουθενά το ονοματεπώνυμο του αγνώστου που την απειλούσε και μόνο με την ύπαρξη του.
“Ω ναι Μάρτα, ξέρω ότι το σκέφτεσαι. Ξέρεις γιατί; Ξέρεις πώς το ξέρω Μάρτα; Γιατί ήμουν εκεί όταν προσπάθησες να αυτοκτονήσεις το 2014, όταν έμαθες ότι είσαι έγκυος, θυμάσαι Μάρτα;”
Κλίκ.
Η Μάρτα σηκώθηκε και πέταξε τα ακουστικά της με όλη της τη δύναμη στο γραφείο. Έκανε δυο σπαστικά βήματα πίσω και έφερε το χέρι της στο στόμα, μια απέλπιδα προσπάθεια να μην ουρλιάξει, να μην βάλει τα κλάματα, να μην καταρρεύσει εντελώς. Τι συνέβη μόλις τώρα; Τι σκατά συνέβη;
Συνειδητοποίησε ότι οι υπάλληλοι γύρω της την κοιτούσαν τρομαγμένα. Δεν ήξερε κανείς τους τι είχε συμβεί και ήταν σίγουρη ότι δεν θα την πίστευε κανένας. Ακόμα και αν το εξηγούσε σε κάποιον θα έπρεπε να ομολογήσει ότι όσα είπε ο άντρας στην κλήση ήταν αληθή. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να παραδεχτεί, ποτέ και σε κανέναν, τι συνέβη το 2014.
Πλησίασε νευρικά το γραφείο της και άνοιξε το τελευταίο συρτάρι, με τα τσιγάρα έκτακτης ανάγκης. Τα χέρια της έτρεμαν και ένιωθε την καρδιά της να χοροπηδάει στο στήθος της. Τώρα όντως ήταν έκτακτη ανάγκη και δε θα μετάνιωνε καμία ρουφηξιά, και ας το είχε κόψει ήδη έξι μήνες. Άρπαξε βιαστικά το πακέτο και το έσφιξε τόσο πολύ στο χέρι της που το τσάκισε.
Δεν έκανε τον κόπο να κλείσει το συρτάρι της και ξεκίνησε να προχωράει προς την πόρτα υπό τα έκπληκτα βλέμματα των συναδέλφων της. Κανείς δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει κλήσεις και την πιθανότητα των ποσοστών.
Είχε ήδη προλάβει μερικά βήματα όταν, από πίσω της, ακούστηκε ο ήχος εισερχόμενης κλήσης στον υπολογιστή της. Χτύπησε μια ανατριχιαστική μακρόσυρτη φορά. Πάγωσε και έμεινε ακίνητη. Τεχνικά, ήταν πιθανό κάτι τέτοιο, δηλαδή, ίσως αν κάποιος βρισκόταν εσωτερικά στο δίκτυο και αν είχε τον ακριβή της αριθμό και αν έβαζε το σωστό πρόθεμα για τον όροφο και το τμήμα της, λογικά θα λειτουργούσε. Δεν το είχε δει ποτέ να συμβαίνει, αλλά θα μπορούσε. Η κλήση ξαναχτύπησε, τρυπώντας το ακουστικό της τύμπανο, μεταφέροντας τον ήχο στα σωθικά της ανατριχιάζοντας την.
Προσπάθησε να το εκλογικεύσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σκέψης. Θα μπορούσε να είναι το αφεντικό της. Σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να είναι ο χυδαίος, φρικιαστικός άντρας. Ο άντρας δεν είχε τον αριθμό της, δεν είχε καν τον αριθμό της εταιρείας. Ο άντρας δεν θα μπορούσε ποτέ να καλέσει πίσω. Ήταν εσωτερική κλήση, μέσα από το δίκτυο. Αν δεν ήταν το αφεντικό της, ίσως να ήταν ο υπεύθυνος ορόφου. Σίγουρα, με το χέρι στη καρδιά, δεν θα ήταν ο αναθεματισμένος εκείνος άγνωστος άντρας με τη δύσοσμη φωνή.
Πλησίασε με ψεύτικη αυτοπεποίθηση τα ακουστικά της. Τα πέρασε πάνω από το κεφάλι της και έκατσε στην καρέκλα. Η οθόνη δεν παρουσίαζε κανέναν εισερχόμενο αριθμό, μόνο ένα κύκλο που γέμιζε κάθε φορά που ακουγόταν το ενοχλητικό κουδούνισμα της κλήσης. Πάτησε αποδοχή.
“Παρακαλώ. Μάρτα εδώ, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;” αναφώνησε με την πιο επαγγελματική φωνή που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ενώ έτρεμαν τα χείλη της.
Σιγή επικράτησε στο ακουστικό. Μια σπασμένη ανάσα μόνο και ένα υπόκωφο γέλιο σαν κακάρισμα.
“Μάρτα, ω καλή μου Μάρτα, αγία Μάρτα, νομίζεις μπορείς να ξεφύγεις;” αναφώνησε χαιρέκακα η φωνή. “Θα πρέπει να φέρεσαι καλύτερα σε παλιούς γνωστούς, δε νομίζεις;”
Δεν συμβαίνει αυτή η συζήτηση τώρα, είναι σίγουρο ότι ονειρεύομαι.
“Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι δεν ονειρεύεσαι, γλυκιά μου. Εμείς οι δύο γνωριζόμαστε πολύ καλά για να σε κοροϊδέψω έτσι” αναφώνησε σχεδόν προσβεβλημένη η φωνή.
“Άκουσε να δεις τι θα γίνει, καλή μου Μάρτα. Σήμερα στις 5 και 23 θα φύγεις από τη δουλειά και θα πας στο παλιό εργοστάσιο που κόντεψες να πέσεις από την οροφή όταν ήσουν παιδί. Εκεί…”
Η Μάρτα δε μπορούσε να δεχτεί τι άκουγε. Ο εγκέφαλος της υπέκυψε και δεν συνεργαζόταν πλέον. Δεν άκουγε λέξη. Μπορούσε μόνο να σκεφτεί τη Λίλυ σπίτι, μόνη της, να την περιμένει να γυρίσει και ένας Θεός ξέρει τι ώρα θα συνέβαινε αυτό, αν ποτέ γυρνούσε, το παλιό εργοστάσιο ήταν πολύ επικίνδυνο, γεμάτο καλώδια, καταπακτές, παρανοϊκούς και ναρκομανείς.
“Το κουτί θα σε περιμένει στην οροφή, γλυκιά μου Μάρτα” ψιθύρισε απειλητικά η φωνή. “Μην κλωτσήσεις την τύχη σου. Ή την τύχη της Λίλυ”
“Τι έχει το κουτί; Τι κουτί είναι, πως θα το βρω;” ψέλλισε απελπισμένα, μην έχοντας ακούσει τίποτα από τον προηγούμενο μονόλογο.
“Καλή επιτυχία, Μάρτα, θα σε περιμένω”
Κλίκ.
Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Οι ταχυκαρδίες της ήταν πλέον ανεξέλεγκτες και τα χέρια της έτρεμαν τόσο που δε μπορούσε να τερματίσει την κλήση. Απόλυτος πανικός την είχε κυριεύσει και δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Παράτησε τα πάντα στο γραφείο της και χωρίς καν να πάρει το πανωφόρι της, όρμηξε προς την εξώπορτα. Δεν πήρε το λεωφορείο, δεν το σκέφτηκε ποτέ, απλά ξεκίνησε να περπατάει, χωρίς προορισμό, χωρίς κατεύθυνση.
Ο άγνωστος, ένας τυχαίος άγνωστος, ένας αναθεματισμένος ψυχασθενής ήξερε για τη Λίλυ. Ήξερε για την απόπειρα. Ήξερε ποια είναι, που δουλεύει, που έπρεπε να πάρει τηλέφωνο για να την βρει και να την τρομοκρατήσει πλήρως, είχε κοιτάξει μέσα στην ψυχή της και είχε δει ότι είναι λειψή και μετρημένη για το πόσα μπορεί να αντέξει. Και η Μάρτα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι αυτό. Εκτός από το να πάει να τον αντιμετωπίσει προσωπικά και να λήξει την τρομακτική αυτή υστερία σήμερα. Αν ήξερε για τη Λίλυ, μπορούσε να τη βρει και να την βλάψει. Δεν γινόταν να το επιτρέψει αυτό. Αυτός ο ενοχλητικός σιχαμένος τύπος πρέπει να εξαφανιστεί, σήμερα.
Ναι, δεν ήταν 5. Δεν ήταν η σωστή ώρα για το εργοστάσιο. Πιθανότατα να μην ήταν κανείς εκεί, χωρίς κανένα κουτί, αλλά τουλάχιστον ήταν ακόμα μέρα και θα έβλεπε που πατάει. Πώς σκατά θα ανέβαινε στην οροφή; Πώς στο διάολο θα το έκανε αυτό, το εσωτερικό του κτηρίου είχε καταρρεύσει από τότε που ήταν παιδί, με το ζόρι έστεκε! Ακόμα και μερικοί άστεγοι που είχαν βρει καταφύγιο στο αχούρι του, δεν ανέβαιναν ποτέ τις σκάλες!
Θα πεθάνω. Εκεί που παραλίγο να πεθάνω ως παιδί, θα πεθάνω σήμερα.
Όχι δε θα πεθάνεις. Σύνελθε Μάρτα. Θα πάρεις το κωλοκουτί και θα γυρίσεις σπίτι. Και θα το αφήσουμε πίσω μας όλο αυτό, δε θα το αναφέρουμε πουθενά. Θα τελειώσει αυτή η ιστορία σήμερα. Από αύριο θα είναι ακόμα μια φυσιολογική ημέρα. Η Λίλυ δε θα καταλάβει τίποτα. Θα πάρεις άδεια αύριο, δεν θα πας και ας χάσεις ποσοστά, αλλά η Λίλυ θα είναι καλά και όλα θα επιστρέψουν στα φυσιολογικά.
Σταμάτησε και έμεινε ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα, αναλογιζόμενη αν έπρεπε να πάει τώρα ή να περιμένει. Η λογική έλεγε ότι δεν έπρεπε να πάει καθόλου, αλλά η λογική είχε φύγει από το παράθυρο όταν ένας άγνωστος άντρας την πήρε σήμερα τηλέφωνο και της είπε ότι ήταν μαζί της στην απόπειρα αυτοκτονίας της.
Και αυτό δεν είχε κανένα ψήγμα λογικής.
Κάνοντας αναστροφή στην πορεία της, όρμηξε για το εργοστάσιο. Ήταν μόλις 3 αλλά δεν είχε σημασία. Θα πήγαινε τώρα πριν σκοτεινιάσει και θα ανέβαινε στην ταράτσα να περιμένει. Απλά θα περίμενε πάνω όπου θα ήταν ασφαλής και μακρυά από αδιάκριτα βλέμματα. Θα μπορούσε να δει και ποιος θα της έφερνε το πακέτο. Ήταν η καλύτερη πιθανή εκδοχή.
Άρχισε να τρέχει. Εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο που θα την ηρεμούσε. Σίγουρα δεν ήταν το πιο έξυπνο σχέδιο γιατί αν χρειαζόταν να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε εκείνη τη ταράτσα θα ήταν ήδη κουρασμένη και πανικόβλητη. Δεν είχε ηρεμήσει από την ώρα που την πήρε τηλέφωνο η φωνή. Όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο τώρα. Τώρα έπρεπε να καταφέρει να ανέβει στην οροφή.
Φτάνοντας στο εργοστάσιο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να νιώσει την απίστευτη αίσθηση εγκατάλειψης, μιζέριας και βρώμας. Δεν είχε καθαριστεί από τότε που ήταν ενεργό και οι ναρκομανείς της περιοχής το είχαν γεμίσει χρησιμοποιημένες βελόνες και σκουπίδια. Όπως περίμενε, το κτήριο ήταν εντελώς κατεστραμμένο. Μερικοί τοίχοι έλειπαν εντελώς ενώ άλλοι είχαν στη βάση τους σοβάδες και τούβλα, υποδηλώνοντας ότι κάποτε ήταν ολόκληροι.
Δεν είναι καθόλου καλή ιδέα αυτό. Καθόλου, καθόλου καλή ιδέα.
Κατευθύνθηκε προς τα μέσα, όσο πιο προσεκτικά και αργά μπορούσε. Παρά το γεγονός ότι ως παιδιά έπαιζαν κάθε μέρα εκεί μέσα και ήξερε τον χώρο με κλειστά μάτια, είχε καταρρεύσει τόσο μεγάλο μέρος του εργοστασίου που μπερδεύτηκε κατευθείαν. Πλέον, μπορούσε να περάσει μέσα από διαλυμένους τοίχους με άνεση, ενώ συνέχισε να ψάχνει με το βλέμμα τις σκάλες.
Με φρίκη συνειδητοποίησε ότι τα πρώτα σκαλιά είχαν και αυτά υποκύψει στο σκληρό χέρι του χρόνου. Έψαξε γύρω της να βρει κάποια καρέκλα, κάποιο πάτημα για να σκαρφαλώσει όμως δεν ταίριαζε τίποτα για το σκοπό . Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα και να αρχίσει να κλωτσάει ό,τι έβρισκε. Το πρώτο σκαλοπάτι κρεμόταν στο ύψος του κεφαλιού της.
Έκανε μερικά βήματα πίσω και έγειρε το κεφάλι της πλάγια. Αν έτρεχε προς το μέρος του ίσως κατάφερνε να πηδήξει. Ίσως έπιανε το σκαλοπάτι με τα χέρια και, με λίγη τύχη, δεν κατέρρεε και η υπόλοιπη σκάλα. Ίσως να της έδινε παραπάνω στήριξη ο τοίχος.
Σίγουρα οι σκάλες εργοστασίου είναι πιο σταθερές από σπιτιού, έτσι;Δε θέλω να πεθάνω εδώ, δεν θέλω εδώ, όχι εδώ…
Τα πόδια της έτρεμαν. Έτρεξε και μετά από μερικές προσπάθειες κατάφερε να γραπώσει το σκαλί και με τα δύο χέρια. Ένιωσε τα μπράτσα της να σκίζονται και τη σκάλα να ταλαντεύεται ελαφρώς, αλλά δεν τα παράτησε. Με πολλή προσπάθεια και δύναμη, έφερε τον κορμό της στο πρώτο σκαλοπάτι. Ήταν μονόδρομος πλέον.
Δεν ήθελε να σταθεί ακόμα όρθια στα σκαλιά, προτίμησε να συρθεί μέχρι πάνω. Με αργές και σταθερές δρασκελιές συνέχισε να ανεβαίνει μέχρι που έφτασε στην οροφή. Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή και έξω είχε ξεκινήσει να πέφτει ο ήλιος. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά και πλέον κρύωνε.
Έσπρωξε την βαριά, μεταλλική πόρτα και βγήκε έξω. Ανατρίχιασε ενώ είδε τον ήλιο να πέφτει. Η ώρα περνούσε.
Το κουτί την περίμενε στο κέντρο της οροφής. Ήταν ένα μικρό, κωμικά ντυμένο με κόκκινο χριστουγεννιάτικο χαρτί και άσπρο φιόγκο από πάνω, στρογγυλό κουτί. Το πλησίασε σαν να προσεγγίζει βόμβα. Έκανε δύο κύκλους γύρω του και κοίταξε το ρολόι της. 4 και τέταρτο.
Πολύ νωρίς. Όμως θα είναι καλύτερα να κοιτάξω μέσα. Πρέπει να ξέρω.
Όχι, δε γίνεται να το ανοίξω. Μπορεί να περιέχει εκρηκτικά. Όχι, θα περιμένω τον άγνωστο να έρθει, είπε θα με συναντήσει εδώ.
Δεν είναι καλό αυτό. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καλό. Πρέπει να ξέρω.
Ίσως μόνο λίγο το καπάκι. Ίσως απλά να βγάλω το φιόγκο και να τον ξαναβάλω μετά, δε θα το καταλάβει. Μπορεί να μου είπε να το ανοίξω νωρίτερα, δεν άκουγα γαμώτο, δεν άκουσα λέξη.
Έσκυψε από πάνω του και το μύρισε. Αν ήταν βόμβα δεν έπρεπε να μυρίζει κάτι χημικό; Δεν έπρεπε να είναι πολύ βαρύ; Το σήκωσε και το κράτησε μακρυά της. Παρατήρησε ότι ήταν εξαιρετικά ελαφρύ και δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο. Ήταν σχεδόν σαν να ήταν εντελώς άδειο.
Η Μάρτα τώρα άρχισε να εκνευρίζεται. Κάποιος της έκανε ένα χοντρό αστείο, μια φοβερά κακόγουστη και αποτυχημένη φάρσα. Πως στο διάολο γίνεται να είναι άδειο το κουτί;
Το ακούμπησε πάλι κάτω. Σταύρωσε τα χέρια και το κοίταξε διερευνητικά. Αναστέναξε νευριασμένα και κοίταξε γύρω της. Δε θα περίμενε άλλο. Θα το άνοιγε. Ή τώρα ή ποτέ.
Τώρα.
Έκατσε στα γόνατα της και το ξετύλιξε απότομα, σκίζοντας το μισό. Άνοιξε το στρογγυλό του καπάκι και κοίταξε μέσα. Πριν προλάβει να σκεφτεί το νόημα του κενού κουτιού που έβλεπε ο μαύρος καπνός που ελευθερώθηκε την έκανε να τραβηχτεί πίσω. Μια απίστευτη μυρωδιά σαπίλας και αποσύνθεσης συνόδευσε τον καπνό και τότε, το ένιωσε : Ήταν σαν κεραυνός, σαν ηλεκτροσόκ, που ξεκίνησε να διαπερνά πρώτα τα ρουθούνια της, μετά τα μάτια της, και έπειτα τα αυτιά της. Σε κάθε ένα διαφορετικό σημείο ένιωθε ταυτόχρονα πίεση, θερμότητα, ρεύμα, πόνο, όλα μαζί χτυπούσαν το νευρικό της σύστημα με τέτοιο μένος που δε μπορούσε πλέον να ανοίξει τα μάτια της ούτε να σηκωθεί. Έπεσε πίσω και έμεινε σε εμβρυακή στάση μέχρι να υποχωρήσει το σοκ.
Νωρίς ήρθες Μάρτα μου. Δεν το περίμενα. Δυστυχώς δεν είναι όλα έτοιμα όπως έπρεπε ακόμα, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο και θα το τακτοποιήσω ευθύς αμέσως.
Άνοιξε τα μάτια της αστραπιαία. Η φωνή δεν ακουγόταν από το κοντινό της περιβάλλον. Η φωνή δεν ήταν φωνή, ήταν αίσθηση. Η φωνή του άγνωστου σιχαμερού άντρα δεν είχε πλέον ηχητικό κύμα, δεν είχε φυσική υπόσταση. Ήταν μέσα της, αγκάλιαζε τη ψυχή της και τη γέμιζε μαύρη πίσσα, την κυρίευε και της έκλεινε το λαρύγγι για να μη μπορεί να μιλήσει.
Είσαι έξυπνο κορίτσι, μπράβο Μάρτα. Απ’ ότι καταλαβαίνεις, δεν έχεις πλέον λέγειν. Ω, μην ανησυχείς χρυσή μου, δε το χρειάζεσαι από εδώ και πέρα. Από τώρα το μόνο που χρειάζεσαι είναι το ένστικτο επιβίωσης σου και την ταχύτητα σου, κούκλα μου.
Η Μάρτα προσπάθησε να μιλήσει, να αντισταθεί, να τον βγάλει από μέσα της με βήχα, με εμετό, με οτιδήποτε. Όμως η πίεση στο λαρύγγι της γινόταν εντονότερη με το δευτερόλεπτο και τώρα δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Άρχισε να βήχει ανεξέλεγκτα και να φτύνει.
Μην αντιστέκεσαι άλλο. Απλά το κάνεις χειρότερο όσο περνάει η ώρα. Αγαλλίασε! Σε λίγο θα ξεκινήσουμε.
Ήταν ολοκληρωτικά χαμένη πλέον. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε και δεν υπήρχε κανένας τρόπος να μάθει εκτός από το να ηρεμήσει, πράγμα που, δεδομένων των συνθηκών, ήταν άθλος. Ανάγκασε τον εαυτό της να αναπνεύσει από τη μύτη και προσπάθησε να χαμηλώσει τους παλμούς της. Πήρε όσο πιο βαθιές ανάσες μπορούσε και στηρίχτηκε στα χέρια και στα γόνατα της κοιτώντας κάτω.
Σήκω αγαπημένη μου. Σε λίγο θα έρθουν. Αν θες να ξαναδείς τη Λίλυ θα πρέπει να παλέψεις γι αυτό.
Προσπάθησε να σηκώσει το καταπονημένο σώμα της. Τα χέρια της έτρεμαν και το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Όμως έπρεπε να σηκωθεί γιατί ήξερε ότι αν δεν το έκανε μέσα σε δευτερόλεπτα δε θα μπορούσε να αναπνεύσει. Θα φρόντιζε αυτός γι αυτό.
Τον αισθάνθηκε μέσα της να ψαχουλεύει, να κινείται, να τροφοδοτείται από τη δική της ζωή. Τον ένιωθε να πηδάει από σημείο σε σημείο, μα πάντα να περνάει από το κεφάλι της, κάνοντας μια διερευνητική στάση στα βαθύτερα σημεία του εγκεφάλου της, στις πιο σκοτεινές γωνίες, στο πιο τραυματικό της παρελθόν. Σκάλιζε και έξυνε πληγές που ήταν χρόνια ξεχασμένες και το ένιωθε, το ένιωθε και το άκουγε να της γδέρνει τους νευρώνες και τους ιστούς.
Έχεις πολλές εμπειρίες να μας πεις, Μάρτα, ε; Έχεις πολλά να μοιραστείς μαζί μας, ναι…
Τότε, το άκουσε. Ένα βρυχηθμό, ένα βουητό, γκροτέσκο και υποβόσκον να πλησιάζει με ταχύτατο ρυθμό. Αν ποτέ άνοιγε η γη στα δύο και έβγαινε το μέσα-έξω, αυτόν τον ήχο θα παρήγαγε. Όμως, αν άνοιγε η γη, η Μάρτα θα είχε σίγουρα καλύτερη μοίρα από αυτή που την περίμενε τώρα. Σήκωσε το βλέμμα της από το υπερυψωμένο της σημείο, την οροφή, και εντόπισε μαύρες μάζες να κινούνται σαν ένα όλον αλλά χωρίς μορφή, χωρίς ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα και οι μάζες πλησίαζαν, οι ιαχές τους έσκιζαν τον σκοτεινό ουρανό σαν λεπίδες. Η γη κάτω από τα πόδια της έτρεμε και σειόταν, μαρτυρώντας ότι αυτό που πλησίαζε δεν είναι ούτε ανθρώπινο ούτε θετικό.
Αγαλλίασε χρυσή μου! Τώρα θα μας αποδείξεις πόσο καλή μητέρα είσαι!
Ανάμεσα στις ιαχές ακούστηκε το κλάμα της Λίλυ. Η Μάρτα ανατρίχιασε και δάκρυσε, μη μπορώντας να πιστέψει τι έβλεπε. Η Λίλυ στην κορυφή της κινούμενης μάζας, που τώρα έμοιαζε περισσότερο με μια οντότητα φτιαγμένη από κομμένα, μαυρισμένα και σάπια ανθρώπινα μέλη με συνείδηση, να κλαίει και να προσπαθεί να ξεφύγει διακαώς αλλά χωρίς ελπίδα. Ήταν μικροσκοπική μπροστά στο τερατώδες πλάσμα που τώρα άρχισε να διαχωρίζεται σε διαφορετικές υπάρξεις, εξίσου άμορφες και δαιμονικές.
Θέλεις πίσω την κόρη σου, γλυκιά μου; Πήγαινε σώσε την!
Η Μάρτα προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά δεν έβγαινε ήχος. Τον ένιωθε να γελάει μέσα της, τον ένιωθε να χαίρεται, να αισθάνεται περηφάνια για το κατόρθωμα του. Χοροπηδούσε από όργανο σε όργανο, πίεζε τα μηνίγγια της, το λαιμό της, τα πνευμόνια της, και γελούσε, ο αναθεματισμένος, σιχαμένος δαίμονας γελούσε!
Όλοι λατρεύουμε τα παιχνίδια, έτσι δεν είναι Μάρτα;
Καλή τύχη!