/Μικρό Διήγημα: Ένας γέρος που διάβαζε Καβάφη (Γιώργος Σταφυλάς)

Μικρό Διήγημα: Ένας γέρος που διάβαζε Καβάφη (Γιώργος Σταφυλάς)

Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς, συγγραφέας

Την ιστορία την γνωρίζω από έναν φίλο. Μιλάμε για έναν κανονικό ποντικό της αγοράς. Ο τύπος αν και μένει μακριά βρίσκεται καθημερινά στο κέντρο, λες και δεν μπορεί να ζήσει αν δεν ανασάνει το καυσαέριο αν δεν γευτεί την σκόνη και οσφρανθεί την χαρακτηριστική μυρωδιά παλιατζουρίας ανάκατης με τσίκνα απο δεκάδες ψησταριές, λες και δεν μπορεί να τελειώσει την ημέρα του και να παει ήσυχος να κοιμηθεί αν τα μάτια του δεν σταθούν στο πολύχρωμο πανηγύρι της πλατείας Μοναστηρακίου αν τα αυτιά του δεν βουήξουν απο τα τουμπερλέκια των αραπάδων που την κατακλύζουν εμίζοντας τον χώρο με τις ζωηρές κινήσεις τους και τις παράξενες λαλιές τους και σαν τους παλιούς Αθηναίους που περνούσαν τον καιρό τους φιλοσοφώντας και περπατώντας γύρω από αυτές τις πέτρες που ειναι σήμερα μόνο ερείπια.

Έτσι κι αυτός κόβει τις βόλτες αναμεσά Αιόλου Ερμου Μοναστηράκι Θησείο και κανονίζει όλες τους τις δουλειές και τα ραντεβού του πάντοτε εκεί γύρω. Συμβαίνει λοιπόν να γνωρίζει όλους τους παλιούς στην περιοχή, επισκέπτες και μαγαζάτορες.

Συμβαίνει να γνωρίζει και πολλές ιστορίες. Αυτός λοιπόν μου μίλησε για τον παράξενο παλαιοπώλη. Μου κίνησε το ενδιαφέρον η αφήγηση του. Βλέπετε ψάχνω υλικό για τα άρθρα μου. Ιστορίες από την παλιά Αθήνα. Πρόσωπα και πράγματα που να θυμίζουν μια άλλη Ελλάδα. Παλιά, ξεπερασμένη, ξεπεσμένη. Καθίσαμε ενα απόγευμα που λέτε, στα τέλη του καλοκαιριού καθώς ο ήλιος κατέβαινε προς την Δύση και παραγγείλαμε καφεδάκια. Ελληνικός σε μπρίκι μερακλίδικο. Γλυκύς για εμένα μέτριος για τον φίλο. Και αρχινήσαμε την κουβέντα ενω γκρούπ τουριστών γεμάτα ενδιαφέροντα θηλυκά μας αποσπούσαν την προσοχή.

– Το λοιπόν μου λέει αφού τράβηξε δυο τζούρες τσιγάρο και ήπιε δυο γουλιές από τα καφέ του, θες να γνωρίσεις έναν βέρο Αθηναίο αριστοκράτη;

Τον κοιτάζω καλά με το ύφος του ανθρώπου που έχει βαρεθεί να τρώει τον παπά(Ξερετε εκεινο το παλιό παιχνίδι…που ειναι ο παπας εδω ο παπας εκει ο παπας βρες τον παπα ).

– Αυτά πουλα τα αλλού του λεω. Ολοι εσείς οι ποντικοί της αγορας ειστε μέγιστοι παπατζήδες. Γνωστοί απατεώνες πουλάτε τις ιστορίες που ακούτε δεξια κ αριστερά σαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες ! Και πρωτα πρωτα χωρίς ακόμα να ξέρω τι θα μου πεις χωρις να εχω ακουσει τίποτα την αμφισβητώ.

– Τι αμφισβητείς δηλαδή;

– Και τα δυο σκέλη της αρχικής σου πρότασης ειναι λάθος.

Δεν υπάρχουν βέροι Αθηναίοι και δεν υπάρχουν αριστοκράτες. Δεν ειμαστε στην Γαλλία των ξεπεσμένων ευγενων. Εδω δεν εχουμε δουκες κόμητες βαρόνους.

– Ρε, μου λεει ο φίλος, η αριστοκρατια – η αρχοντιά δεν είναι στους τίτλους. Είναι στους τρόπους. Θα τον δεις και θα καταλάβεις. Ειναι γέρος. Πολυ γέρος. Κανεις όμως δεν ξερει πόσο…Όσοι τον ξέρουν τον θυμούνται πάντοτε εκεί, στην ίδια τρύπα, ανάμεσα στα παλιά πράγματα.

– Παλαιοπώλης;

– Ξεπεσμένος αριστοκράτης που η ανάγκη τον έκανε να ανοιξει παλαιοπωλείο με τα δικά του πράγματα. Κανείς δεν ξέρει πως τα βγάζει πέρα. Σπάνια άνθρωπος να μπει στο μαγαζί του να αγοράσει κάτι. Πως βγαίνει κανείς δεν ξέρει, ούτε καταδέχεται βοήθεια απο κανέναν γιατί ειναι βλέπεις υπερήφανος.
Οσο πήγαινε η διήγηση μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Άναψα τσιγάρο και φύσηξα τον καπνό ψηλά απολαμβάνοντας τις τελευταίες ημερες θερινής ραστώνης.

– Και που βρισκεται τωρα αυτός ο ξεπεσμένος αριστοκράτη

– Εδω πιο πάνω γωνία Ηφαίστου και … Θες να πεταχτούμε τώρα;

– Και δεν πεταγόμαστε; τι έχουμε να χάσουμε; απάντησα με ενα ανασήκωμα των ώμων.
Πληρώσαμε και πήραμε να ανηφορίζουμε προς Ηφαίστου. Μπουλούκια απο πολυ αλαφρά ντυμένες κοπέλες του Βορρά Γερμανίδες Σουηδέζες Αμερικάνες σκόρπιζαν χαρούμενα γέλια στην ατμόσφαιρα κάνοντας τα αρχαία ερείπια να μοιάζουν πάλι ζωντανά.Κι εμείς περνούσαμε ανάμεσα τους σοβαροι σαν αρχαιολόγοι που πάνε για ανασκαφή στον τάφο αρχαίου βασιλιά.

– Εδω ειναι, μου είπε δείχνοντας μου ένα υπόγειο με ξυλινη επιγραφη που πάνω της ηταν γραμμένο με χρυσά γράμματα λέξη ”Θερμοπύλες”

– Θερμοπύλες; Ετσι αποκαλεί το μαγαζί του;

– Ναι.

– Γιατί;

– Ρώτα τον να σ εξηγήσει.

Πέρασε μπροστά και τον ακολούθησα. Μετα απο μερικά σκαλιά μπήκαμε σε εναν χώρο που μας μετέφερε δεκαετίες για να μην πω κ αιώνες πίσω στο παρελθόν. Το μαγαζί που ο πράξενος ιδιοκτήτης του αποκαλούσε Θερμοπύλες ηταν μια τρύπα έως 40 τετραγωνικά που μύριζε παλιοσύνη απο μακριά. Σιγά, θα πείτε και τι το παράξενο, πανω κάτω όλα τα παλιατζίδικα έτσι δεν είναι; Ναι, όμως τούτο διέθετε κατι μια άυρα ξεχωριστή και αυτο δεν οφειλόταν μόνο στον απίστευτο και δυσπερίγραπτο όγκο αντικειμενων που είχαν συγκεντρωθεί αλλά και στον ιδιοκτήτη του – προπαντως σε αυτον. Αλλά αφήστε με αρικά να κάνω μια προσπάθεια να σας δώσω μια ιδέα για το τι μπορούσε να συναντήσει κανείς αν αποφάσιζε να επισκεφτει το παλαιοπωλείο ”Θερμοπύλες”. Λοιπόν αρχίζουμε με κάθε είδους παλιό έπιπλο : πολυθρόνες και σκαλιστοι καναπέδες τραπεζάκια και παρατραπεζάκια σκρίνια σιφονιέρες κομοδίνα,

Περνάμε κατόπιν στους πίνακες. Πίνακες με υπογραφες κάποιοι από αυτούς παλιοί παμπάλαιοι σίγουρα κάποιοι από αυτούς με αξία. Ακολουθούσε ένας στρατός από μπιμπελο καθε ειδους διακοσμητικό και ένας τεράστιο όγκο απο διάφορες συσκευες μαζί και ρολόγια και βιβλια και περιοδικά και εφημερίδες και κασετες και δισκους και οτι μπορει να φανταστει κανεις από αντικείμενα που υπήρχαν καποτε σε κάθε παιδικό και εφηβικό δωμάτιο.

Ωστόσο ολος αυτός ο όγκος των πραγματων που είχαν συγκεντρωθεί σε αυτό το τόσο μικρό χωρο δεν έμπιαε καθόλου παράταιρος. Ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει πως επρόκειτο για αντικείμενα που φανερωναν ταυτότητα στυλ σαν να ήταν βγαλμένα απο μια και μόνη συλλογή από ένα και μόνο σπίτι. Αλλά όπως είπα το εντυπωσιακότερο εκεί δεν ήταν τα πραγματα αλλά ο πωλητής τους ο ιδιοκτήτης του καταστήματος.

Καθόταν ηρεμος σε μια γωνια στο βαθος του μικρού καταστήματος πίσω από ένα γραφείο πάνω στο οποίο δέσποζε μια παλια γραφομηχανή. Την ώρα που τον επισκεφτήκαμε καπνιζε μια πίπα αναπαυτικά ριγμενος στην ράχη μιας βελούδινης μπερζέρας. Μας έριξε μια ματιά και μας υπέδειξε να καθήσουμε. Τραβήξαμε άλλες δυο βελούδινες πολυθρόνες και ανάψαμε τσιγάρο.

– Σε τι μπορω να σας εξυπηρετήσω; ρώτησε μετά από κάποια δευτερόλεπτα σιωπής.

Ο τόνος τη φωνής του ήταν ευχάριστος αν και ελαφρώς αδιάφορος ίσως και μπλαζέ, η άρθρωση του επίσης ήταν ασυνήθιστα καθαρή. Και καθώς γυρίσε το κεφάλι του για να μας απευθύνει τον λόγο μπόρεσα να διακρίνω το πρόσωπο του. Ηταν μορφή ρικνή ξερακιανή, μορφή αποστεωμένη σεβαστική βγαλμένη λες από κάποια αγιογραφία ή από πίνακα αναγεννησιακού ζωγράφου. Ηλικία; Απροσδιόριστη. Μπορει εξήντα μπορεί εβδομήντα ίσως και παραπάνω. Ζωντανός όμως με μήυτη ίσια σουβλερή και μάτια αεικίνητα που σε κοιτούσαν με διαπεραστικότητα γερακιού,πίσω από γυαλιά με χοντρους φακους και μεταλικό σκελετό.

– Ο κύριος από εδώ ήθελε να σας συναντήσει, κύριε Ορέστη, είπε ο δικός μου δείχνοντας με.

Τα γερακίσια μάτια του γέρου παλαιοπώλη έλαμψαν μέσ στο μισοσκόταδο του υπογείου.

– Και γιατί, παρακαλώ, είπε αυτός αφήνοντας κατω την πίπα και κοιτάζοντας μας με ένα μισοειρωνικό χαμόγελο. Τι ενδιαφέρον μπορεί να βρεί κανείς σε εναν γέρο σαν και έμενα που μυρίζει ναφθαλίνη.

Ένιωσα πως πρεπει να απαντήσω ο ίδιος κι έτσι έκοψα τον φίλο μου που είχε ετοιμαστεί κάτι να πει.

– Να ο φίλος απο εδώ, είπα, γνωστός φυσιοδίφης των Αθηνών ισχυρίζεται πως είστε ένας αριστοκράτης. Επέμενε πως έπρεπε να σας γνωρίσω αν κι εγω του είπα πως δεν υπάρχουν πλέον αριστοκράτες και ασφαλώς δεν υπάρχουν βέροι Αθηναίοι…

– Και πολυ καλά του είπες ! Αυτοί που υποδύονται την λεγόμενη αριστοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από μικροαστούς που έκαναν λεφτά και αγόρασαν έργα τεχνης έπιπλα και αντικείμενα με γούστο μόνο και μόνο για να βγάλουν από πάνω τους την μυρωδιά του χωριού γιατί εδω που τα λέμε το (το 90% των λεγόμενων Αθηναίων ειναι γκάγκαροι χωριάτες. Μπουρτζόβλαχοι στους τρόπους και στην καταγωγή.

– Ωστόσο εσείς κύριε Ορέστη, πήρε πάλι τον λογο ο φίλος μου, εσεις δεν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία. Όλοι στην αγορά ξέρουν ότι είστε άνθρωπος μια άλλης πάστας.

– Και τι να το κάνεις αυτό, είπε ο γέρος, Μόνο το ποιος έχει χρήμα μετράει σήμερα.

– Δεν θα ο έλεγα αυτο, αντιγύρισε ο ο φιλος μου. Να εσείς ο ίδιος αποδεικνύεται το αντίθετο και μόνο που κρατάτε τούτο το μαγαζί.

– Μην νομίζεις ότι δεν κάνει τίποτα αυτό το μαγαζί. Δεν χρειάζεται δα και πολλά λεφτά για την συντήρηση του δεδομένου ότι ο χώρος μου ανήκει, ή μάλλον άνηκε στην οικογένεια μου.

Ο γέρος ήταν υπερήφανος. Και δεν νοούσε να παραδεχτεί την φτώχεια του. Τουτο μ άρεσε. Ήξερα πως αν ένα πράγμα είναι χαρακτηριστικόν των παλιών ξεπεσμενων αριστοκρατών αυτό είναι η υπερηφάνεια.

– Οσο δε για το χρήμα, που έλεγα πριν, συνέχισε, έχω κατασταλάξει καιρό τώρα ότι μόνο αυτό μετράει.. Η Ελλάδα έχει μόνο δυο είδη ανθρώπων : Πλέμπα με λεφτά και πλέμπα χωρίς λεφτά. Όλοι αυτοί που υποδύονται την ανώτερη τάξη δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτ άλλο παρά πλέμπα με λεφτά,. Καμία σχέση με κάποια άλλη πάστα ανθρώπων, με κάποια ελίτ.

– Κι εσείς, τόλμησα να ρωτήσω

– Εγω τι; Άσε με μένα. Ο καιρός ο δικός μου πέρασε. Εδώ και χρόνια ζω μόνος συντροφιά με τις αναμνήσεις μου την πίπα μου που με κρατάει ζεστό τις νύχτες και ένα γέρο αλήτη γατο τον Άρη. Είμαι καλα δεν μου χρειαζεται τίποτε άλλο. Και επειδή διάφοροι πενράνε απο εδω και μου ζητάνε συνεντεύξεις και άλλα τέτοια το ξέρω πως και συ θές να μάθεις την ιστορία μου και απορείς για όσα βλέπεις εδω, μάθε πως τα περισσότερα ειναι δικά ου κομμάτια. Από το παλιό σπίτι των γονιών. Κάποτε όταν τα χάσαμε όλα και μείναμε στον δρόμο είχα μπροστά μου μονςο δυο επιλογές: Να φύγω για την Αμερική ξεκινώντας μια νέα ζωή εκεί ή να μείνω εδώ με τις αναμνήσεις μου. Επέλεξα το δεύτερο και από τότε φυλάω Θερμοπύλες όπως λέει και ο μεγάλος μας Αλεξανδρινός ποιητής. Γι αυτό ονόμασα έτσι και το μαγαζί μου και δεν θέλω τίποτε άλλο.

Τον αφήσαμε να τα πει, να τα βγάλει από μέσα του. Και από ντροπή δεν ρωτήσαμε τίποτε άλλο. Γιατί άλλωστε να ενοχλούμε με την περιέργεια μας έναν ήσυχο και περήφανο γέρο άνθρωπο. Ανεβήκαμε τα σκαλιά αφήνοντας τον μόνο στο σκοτεινό του υπόγειο παρέα με τις αναμνήσεις του την πιο καλή συντροφιά και βγήκαμε στον ευχάριστο αέρα της καλοκαιρινής Αθήνας. Είχε πάρει να δροσίζει καθως ο ήλιος πήγαινε προς την Δύση του ντύνοντας τα αρχαία μάρμαρα με μεγαλοπρεπή προφυρά χρώματα.

– Κατάλαβες ποιος είναι με σκούντηξε ο φίλο μου, βγάζοντας με από τι σκέψεις μου
– Όχι, ποιος;

– Έχει αλλάξει παρα πολύ. Δύσκολα οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για τον Ορέστη Νέζερ τον παλιό ηθοποιό.

– Ο Ορεστης Νέζερ! Αναφώνησα κατάπλητκος
Τώρα εξηγούνταν οι λεπτοί τρόποι οι κομψές χειρονομίες η ιδιαίτερη φωνή η θεατρικότητα στην ομιλία λες και πρόκειται για απαγγελία. Ήταν γνωστός ο Νέζερ σαν μέγας σταρ παλιότερων δεκαετιών με τεράστιες επιτυχίες στον κινηματογράφο και στο θέατρο και φημισμένος καρδιοκατακτητής. Όμως κάποτε τελειώνουν όλα. Και όταν πέφτει η αυλαία απομένουν μονοί οι ηθοποιοί και το κοινό έχει φύγει και μαζί του και η λάμψη…

– Τώρα κατάλαβα…

– Δεν είχες την τύχη να τον ακούσεις να απαγγέλει Καβάφη. Δίνει άλλη διάσταση στην ποίηση με την θεατρικότητά της φωνής του.

– Τώρα καταλαβαίνω γιατί έβγαλε το μαγαζί του Θερμοπύλες.

– Ναι και τώρα ξέρεις ποιοι είναι οι αληθινοί αριστοκράτες. Δεν είναι αυτοί που έχουν λεφτά ή ψεύτικους αγορασμένους τίτλους αλλά αυτοί που ορκίζονται να μείνουν πιστοί σε μια παράδοση και σαν τελευταίοι φρουροί πεθαίνουν μαζί τη. Έτσι και ο Νέζερ. Κράτησε την υπερηφάνεια του και τους θησαυρούς του αυτούς που βρήκε από τους δικούς του και τους άλλους που συγκέντρωσε μόνος του και πεθαίνει μαζί τους…

Χωρίσαμε εκείνο το βράδυ και κάναμε κάμποσο καιρό να βρεθούμε ξανά. Οταν το είδα μου είπε τα μαντάτα: Ο Ορέστης Νέζερ είχε πεθάνει. Τόν βρήκανε ενα πρωι καθισμένο στην πολυθρόνα του με το κεφάλι γερμένο μπροστά σαν να κοιμάται. Κόντά του ο αγαπημενος του γάτος και πανω στο γραφείο ενα παλιό βιβλίο με ποιήματα του Καβάφη. Ενας όμορφο σκαλιστος σελιδοδείκτης ήταν καρφωμενος στις Θερμοπύλες…