Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Λέξεις, τι βασανιστήριο κι αυτό, να θες να πεις κάτι και να μη σου έρχονται οι λέξεις. Είναι σαν κάποιος να σου κόβει την ανάσα να σε πνίγει, φράζοντας σου όλο το αναπνευστικό σύστημα. Κάποιες φορές ειδικά τα πρωινά δεν έχω σκέψεις ολοκληρωμένες και τι κάνω; Αυτό που κάνουν οι οικοδόμοι όταν ‘’ρίχνουν σκαλωσιά’’. Βάζω δυο καδρόνια κάτω, σα να λέμε δυο λέξεις ‘’λησμονιά’’ και ‘’φυγή’’ και καρφώνω πάνω τους κάποιες άλλες λεξούλες, πρόχειρα καρφωμένες ίσα-ίσα για να έχω κάπου να πατήσω, για να ξεκινήσω τη σκαλωσιά μιας ιδέας. Άλλες φορές φτιάχνω τη σκάλα, λέξη τη λέξη. Καρφώνω δηλαδή μια λέξη πατάω πάνω της και μετά καρφώνω μιαν άλλη και προχωρώ, πολλές είναι οι φορές που έχω τσακιστεί από τη βιασύνη, την ατζαμοσύνη ή την ασχετοσύνη. Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που πήγα αρκετά ψηλά και είχα καλύτερη θέα από κει πάνω. Τις περισσότερες φορές με αυτή τη σκάλα των λέξεων τουλάχιστον μπόρεσα να ξεπεράσω το μπόι μου.
Φτάσαμε στο Ινστιτούτο Αραβικού Κόσμου, μπροστά η Αναστασία με τη φωτογραφική μηχανή σε ετοιμότητα, πίσω της ο 10χρονος γιος μας, ο Αλέξανδρος, Άλεξ ή Κούτσι, ανάλογα την περίσταση και πιο πίσω εγώ με διάφορα χαρτιά στα χέρια, αφόρητη κούραση στα πόδια, θολές προθέσεις στο κεφάλι και σκόρπιες σημειώσεις στις ηλεκτρονικές μου διευθύνσεις.
Περάσαμε στη γέφυρα Συλί με τα μάτια καρφωμένα στην Παναγία των Παρισίων, η οποία υψώνεται πίσω από την όμορφη γέφυρα της Τουρνέλ. Κατά μήκος του ποταμού από τη γέφυρα Συλί έως τη γέφυρα Αουστερλιτς, βρίσκεται η γαλήνια αποβάθρα Σαιν- Μπερνάρ. Τα πρανή με το γρασίδι, γύρω από τις όχθες δημιουργούν ιδανικό μέρος για ξεκούραση. Σταθήκαμε να πάρουμε μια ανάσα σε κάτι τσιμεντένιες κάπως αμφιθεατρικά στημένες κατασκευές, αριστερά μας ήταν ένα ωραίο γλυπτό, ταλαιπωρημένο από τσαπατσούλικα γκράφιτι, δεξιά μας μια τεράστια ιτιά κλαίουσα και μπροστά μας στα 2-3 μέτρα κυλιόταν ο Σηκουάνας.
-Ακούστε, είπα «Ένας Κινέζος σοφός περιδιαβάζει με τον μαθητή του. Περνούν ένα γεφύρι. “Ποια είναι η ουσία (ή το είναι) του γεφυριού”; ρωτάει ο μαθητευόμενος φιλόσοφος. Ο δάσκαλός του τον κοιτάει και με μια σπρωξιά τον ρίχνει στο ποτάμι». Δεν μου έδωσε κανείς σημασία, κι ας διάβασα δυνατά και με έμφαση, μόνο η Αναστασία αντί για απάντηση γύρισε και μου τράβηξε μια φωτογραφία, εγώ συνέχισα αλλά από μέσα μου, Κώστας Αξελός Φιλο-σοφικά Αν-εκδοτα Το ον (και η ουσία αυτού που είναι). Έβλεπα τον γιο μου να περιφέρεται στην όχθη του ποταμού και το επόμενο το διάβασα από μέσα μου
«Ένα ζευγάρι κένταυροι αποθαυμάζει το παιδί του που χοροπηδάει από δω κι από κει σε μια παραλία της Μεσογείου. Ο πατέρας γυρνάει προς τη μάνα και τη ρωτάει: “Πρέπει άραγε να του πούμε πως δεν είναι παρά ένας μύθος;». (οι μυθο-λογικές παγίδες)
Το φως έγερνε και οι σκιές αναδείκνυαν τα κτήρια, τη γέφυρα, την τραυματισμένη Παναγία, τον Σημουάνα που σαν γατί χωνόταν κάτω από τις καμάρες των γεφυριών και τον ουρανό που απλωνόταν ατελείωτη θάλασσα πνιγμένη στο κύμα. Η Αναστασία έκλεβε φωτογραφικά στιγμιότυπα από όπου έβρισκε, είχε και ως δύστροπο μοντέλο, τον γιο μας, τον Αλέξανδρο, ο οποίος βαριόταν να ποζάρει στις ορέξεις και κάθε τρεις και λίγο έλεγε.
-Τράβα με ότι κάνω, έτσι θα είναι πιο φυσικές οι φωτογραφίες σου.
– Έλα ρε αντράκο μου θέλω να φωτίζεσαι κιόλας, τον παρακαλούσε εκείνη.
Είναι η ώρα που το φως δοξάζει τον φωτογράφο. Όπου να κάνει κανείς βρίσκει όμορφα σημεία και καλοφωτισμένες γωνιές να τις φυλάξει για πάντα. Ένα ταξίδι το πιο σημαντικό που παράγει, δεν είναι η γνώση, δεν είναι η απόλαυση, δεν είναι η χαρά, ούτε καν οι στιγμές ευτυχίας, είναι η μνήμη, μουρμούρισα και γέλασα ηλίθια σε ένα κάλεσμα της Αναστασίας να ποζάρω. Η μνήμη, ξαναείπα για να μην το ξεχάσω και επέστρεψα στις σημειώσεις μου για τον Κώστα Αξελό και τη σχέση του με το Παρίσι και το Καρτιέ Λατέν το οποίο θα διασχίζαμε μέχρι αργά το βράδυ.
– Αμέσως μετά φύγατε από την Ελλάδα ξεκινά τη φράση ο Κωστής Κορνέτης και παίρνει τη σκυτάλη ο Κώστας Αξελός σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε.
Εγώ μετά τον Δεκέμβρη του ’44 ήμουν κρατούμενος στο στρατόπεδο Χασάνι, όπου είναι σήμερα το Αεροδρόμιο Ελληνικό. Ήμουνα καταδικασμένος σε δεκαπέντε χρόνια και μετά δις εις θάνατον λόγω «ποινικών εγκλημάτων». Και απέδρασα μέσα από την παγωμένη θάλασσα, κολύμπησα έξι ώρες με τα ρούχα. Το πολυβόλο ξεκίνησε, αν γύριζες και δίσταζες ένα δευτερόλεπτο αντί να πέσεις στη θάλασσα, σε θέριζε. Πολλοί πέθαναν, έψαχναν κόκκινα φυλάκια με σημαία… Ματαρόα. Ο Καστοριάδης και η Κρανάκη ήταν δύο χρόνια πιο μεγάλοι, του ’22. Αλλά ήμασταν μια παρέα, μαζί κάναμε συζητήσεις κτλ. Θυμάμαι καλά το ταξίδι. Θυμάμαι και ότι στο Παρίσι τον πρώτο καιρό μείναμε με τον Κορνήλιο, τον Παπαϊωάννου και την Κρανάκη κάποιους μήνες στη Fondation Hellenique. Μετά βρήκαμε μικρά σπιτάκια του Μεσοπολέμου στο Καρτιέ Λατέν. Είχαμε και φίλες, αλλά θέλαμε να ’μαστε μόνοι, μας άρεζε… Όλα όμως έγιναν πολύ γρήγορα. Το ’48 ήδη δίδασκα.
-Ελάτε, φώναξε ο Αλέξανδρος, που αν και κουρασμένος, βαρέθηκε να μένει στο ίδιο μέρος. Όπως όλα τα παιδιά δεν αντέχει την επανάληψη και την ακινησία. Σηκώθηκα και τον ακολούθησα θα χωνόμασταν στα δρομάκια του Quartier Latin.
Από την ίδρυση της Σορβόνης τον 13ο αιώνα, το Καρτιέ Λατέν (Quartier Latin) δηλαδή η Λατινική Συνοικία, είναι συνώνυμο της πανεπιστημιακής ζωής, ενώ κάποτε ήταν η σπουδαιότερη ευρωπαϊκή μητρόπολη των γραμμάτων. Όπου οι συνοδοιπόροι μου έδιναν χρόνο και ανάσες γύριζα στο ημερήσιο σκάλωμα, όπως το χαρακτήρισε ο γιος μου. Οι ηλεκτρονικές «σημειώσεις» εξ άλλου ήταν πάμπολλες.
Ο Κώστας Αξελός, γεννημένος στην Αθήνα, ήταν γιος του Μιλτιάδη Αξελού, παθολόγου και διευθυντή κλινικής στον Ευαγγελισμό, και της Κωνσταντίνας, η οποία καταγόταν από την καταξιωμένη αθηναϊκή οικογένεια του Ξηροτάγαρου. Ασχολήθηκε με τη νομική και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ το 1941 και ανέβηκε σε σημαντική θέση μέσα στο ΚΚΕ, δούλεψε ως διαφωτιστής προπαγάνδας. Κατά τη συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε και φυλακίστηκε στο Χασάνι Καταδικάστηκε σε θάνατο για το ρόλο του στη σπουδάζουσα του ΕΛΑΣ και υπέστη εικονική εκτέλεση. Κατάφερε να διαφύγει κολυμπώντας. Ο Αξελός αποστασιοποιήθηκε από την ενεργό πολιτική το 1945 και διαγράφηκε από τις τάξεις του ΚΚΕ.
Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόνη και δίδαξε από το 1962 ως το 1973 ως καθηγητής. Επίσης, ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Arguments.
Ανεβαίναμε τη Rue de la Montagne Sainte Geneviève ψαχουλεύοντας τα πέτρινα κτήρια αριστερά και δεξιά με σκοπό να φτάσουμε στο Πάνθεον κι από κει μέσα από τις πανεπιστημιακές σχολές και τα ιδρύματα να κατηφορίσουμε τη Rue Saint-Jacques μέχρι την καρδιά του Καρτιέ Λατέν. Σε κάποιο Μπιστρό θα τρώγαμε και θα παίρναμε το δρόμο για το Μπερσί και το ξενοδοχείο μας.
Ο Αλέξανδρος διάβαζε πομπωδώς και κάθε τρεις και λίγο έλεγε
-Δεν βλέπω να παρακολουθείτε… Κάποια στιγμή μάλιστα εκεί που απαριθμούσε τις γειτονιές με ξάφνιασε
-Τι είπα τώρα; με ρώτησε βλέποντας με να χαζεύω.
– Ε, τι είπες, όλοι ακούσαμε τι είπες, για το Καρτιέ Λατεέν είπες και …
-Και τις γειτονιές του, έσωσε την κατάσταση η Σιούλα. Της έριξα μια ματιά, ότι της είμαι υπόχρεος και την κράτησα κολλημένη πάνω μου.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε αλλά με μικρότερο τώρα ζήλο και στόμφο.
Την στιγμή που με ξάφνιασε ο Άλεξ κοίταζα τους ομορφοκτισμένους τοίχους, ατέλειωτες προσόψεις με εσοχές και ανάγλυφα και σκεφτόμουν . Όλες οι υπέροχες αυτές πέτρινες επιφάνειες μοιάζουν με επιθυμίες που δεν βρήκαν διέξοδο στον Σηκουάνα, κανένα από τα ηλιοβασιλέματα που μεσολάβησαν μέσα στους αιώνες. Σαιν – Ετιέν ντυ – Μον. Σ’ αυτή την εντυπωσιακή εκκλησία βρίσκονται τα λείψανα της αγίας Γενεβιέβης προστάτιδας του Παρισιού, καθώς κι αυτά δύο σημαντικών μορφών των γραμμάτων, του Ρακίνα και του Πασκάλ. Εδώ συνδυάζονται αριστοτεχνικά ο γοτθικός με τον αναγεννησιακό ρυθμό.
-Το βλέπετε.
-Το βλέπετε ελπίζω δεν χρειάζεται όλα να σας τα εξηγώ, κορόιδευε ο Άλεξ.
Στεκόμασταν μπροστά στην όμορφη εκκλησία και δεξιά μας η Ανατολική πλευρά του Πανθέου.
«Τα ωραία πράγματα δεν αντέχουν την περιγραφή» έλεγε ο συγγραφέας της Μαντάμ Μποβαρύ. Φαντάσου στο φως του δειλινού, σκέφτηκα, το οποίο αγκάλιαζε την εκκλησία της Σαιντ – Ετιέν ντυ – Μον και τραβούσε το ρόδινο Πάνθεο στους ουρανούς. Είχαμε μείνει άφωνοι και οι τρεις, ούτε καν φωτογραφίες δεν θέλαμε να τραβήξουμε, θέλαμε να εισπνεύσουμε όλη αυτή την ομορφιά με μια παρατεταμένη αιώνια εισπνοή. Μετά από λίγο επέστρεψα στο καθήκον.
Ο Κώστας Αξελός Από το 1950 ως το 1957 εργάσθηκε ως ερευνητής στο C.N.R.S. (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας), στο φιλοσοφικό τμήμα. Κατόπιν συνέχισε την ερευνητική του εργασία για τις δύο διδακτορικές του διατριβές, πάνω στον Μαρξ και στον Ηράκλειτο, στην Εcole Pratique des Hautes Etudes (Πρακτική Σχολή Ανωτάτων Σπουδών) ως το 1959. Από το 1962 ως το 1973 δίδαξε φιλοσοφία στη Σορβόννη.
Υπήρξε συνεργάτης και αργότερα διευθυντής σύνταξης της επιθεώρησης “Arguments” (1956-1962, εκδ. Minuit), η οποία στην εποχή της τάραξε τα νερά, ενώ παράλληλα μετέφρασε στα γαλλικά έργα των Χάιντεγκερ και Λούκατς. Τον Μάρτιο του 2009, κατά τη διάρκεια της τελευταίας του επίσκεψης στην Ελλάδα, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του ΑΠΘ. Πέθανε στο Παρίσι στις 4 Φεβρουαρίου 2010 σε ηλικία 85 ετών.
Δημοσίευσε (ελληνικά στην αρχή και ακολούθως γαλλικά κατά κύριο λόγο, αλλά και γερμανικά) σειρά βιβλίων που έχουν μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες. Ανατρέχοντας στην ποιητική σκέψη του Ηράκλειτου, και πέρα από τον Μαρξ και τον Χάιντεγκερ, προσπάθησε να προωθήσει, ανιχνεύοντας τον ορίζοντα της περιπλάνησης, μια καινούργια σκέψη του παιχνιδιού της αποσπασματικής ολότητας, σκέψη ιστορική και συστηματική, ανοιχτή και πολυδιάστατη, ερωτηματική και πλανητική, που αντιμετωπίζει το διακύβευμα της εποχής της τεχνικής.
Μηρυκάζοντας τις πληροφορίες μου εγώ και κουτσομπολεύοντας οι συνοδοιπόροι μου φτάσαμε στο Πάνθεο, στη βόρια πλευρά του. Με την έναρξη της Επανάστασης, η εκκλησία μετατράπηκε σε Πάνθεον – χώρο ταφής επιφανών Γάλλων. Ο Ναπολέων το μετέτρεψε και πάλι σε εκκλησία το 1806, αλλά αργότερα έγινε πάλι κοσμικό κτήριο, στη συνέχεια πάλι εκκλησία και από το 1885 μετατράπηκε οριστικά σε κρατικό κτήριο. Εδώ είναι ενταφιασμένοι οι Πιερ και Μαρί Κιουρί, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Ζαν – Ζακ Ρουσό, ο Βικτόρ Ουγκό και ο Εμίλ Ζολά.
Πήραμε τη Rue Saint-Jacques κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Αριστερά μας ήταν η Σορβόνη και δεξιά το κολέγιο της Γαλλίας. Το φως, τα κτήρια και το βάθος του χρόνου είχαν μαγέψει τους συνταξιδιώτες μου, οπότε ανέλαβα τον άχαρο ρόλο του φωνακλά αναγνώστη. Ακούστε κάτι ενδιαφέρον, ώρα που είναι, είπα για να με προσέξουν.
-Η ώρα μια χαρά είναι, εσένα σου έστριψε σήμερα, με επιτίμησε η Αναστασία, αλλά εγώ στηριγμένος σε έναν τοίχο, ανάμεσα σε δυο πόρτες, άρχισα πάλι να διαβάζω.
«Ορισμένα διαβάσματα λογοτεχνικά, δεν θα αναφέρω πολλά ονόματα, θα αναφέρω μόνο τα μυθιστορήματα του Ντοστογέφσκι, ορισμένα διαβάσματα κειμένων, του Νίτσε ιδίως, όσο μπορεί να τα καταλάβει ένας έφηβος, ορισμένα μαθήματα στο γυμνάσιο, με οδήγησαν να καταλάβω ότι υπάρχει μια διάσταση της σκέψης, της αρθρωμένης σκέψης, που καλείται εδώ και 2.500 χρόνια φιλοσοφία. Και μετά άρχισα να σπουδάζω συστηματικά τη φιλοσοφία, και μετά την δίδαξα επί σειρά χρόνων στη Σορβόννη, και συγχρόνως έγραφα, γιατί φιλοσοφία είναι κάτι που λέγεται και γράφεται, γίνεται μέσα από τον διάλογο και τη γραφή και την επικοινωνία με τον αναγνώστη» Κώστας Αξελός, 1990
Χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στην εκκλησία Σαιν – Ζυλιέν λε Ποβρ (Saint – Julien – le Pauvre), η οποία μαζί με τη Σαιν – Ζερμαίν -ντε Πρε, είναι από τις παλαιότερες του Παρισιού και χρονολογείται μεταξύ 1165-1220. Από το 1889, η εκκλησία ανήκει στους μελχίτες της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Σήμερα εδώ δίνονται συναυλίες θρησκευτικής μουσικής και μουσικής δωματίου. Περάσαμε την εκκλησία και φτάσαμε στη γωνιά του Πάρκου Ρενέ Βιβιάνι. Τι κάθεσαι και ψάχνεις το υπερφυσικό στα έγκατα του κόσμου και μέσα στους ουρανούς; γιατί δεν ρίχνεις μια ματιά γύρω σου; Το βάθος δεν υπάρχει παρά μόνο στην φλούδα των πραγμάτων. Η φύση κι ο κόσμος γύρω μας είναι η μαγεία. Αριστερά μας ήταν το Shakespeare & Company, μπροστά μας ο Σηκουάνας και δεξιά μας η Παναγία των Παρισίων βουτηγμένη στο λιγοστό φως που πάλευε με τα φώτα της πόλης.
Μετά από καμιά ώρα, αφού φάγαμε σε κάποιο μικρό μπιστρό στη rue de la Huchette, επιστρέψαμε μπροστά τοό το Πάνθεον και χωρίς την παραμικρή αναμονή πήραμε το 24 από την αφετηρία για το Μπερσί. Το φεγγάρι φώτιζε τον λαμπρό τρούλο και στέγνωνε το φως του στα όμορφα κτήρια γύρω, απόκοσμο σκέφτηκα. Πήραμε θέσεις με τον Αλέξανδρο ανάμεσά μας. Μόλις έβαλε μπρος το λεωφορείο ο οδηγός, ξανάρχισε ν’ ακούγεται το Clair de Lune του Ντεμπισί. Η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα τότε, που όλα γίνονται μαγικά. Οι τρεις μας ήμασταν μέσα στο λεωφορείο, ο οδηγός δεν πιάνει, φαινόταν ο άνθρωπος, τι να λέμε τώρα, ίδιος φάντασμα. Ακούμπησα το κεφάλι στο τζάμι του λεωφορείου και κοίταζα έξω, ήμασταν τόσο μα τόσο κουρασμένοι που δεν θα βγάζαμε άχνα μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Ο Αλέξανδρος ήδη είχε ρίξει το κέντρο βάρος του πάνω μου. Μεσάνυχτα λοιπόν κι επειδή ήμουν κατάκοπος και δεν είχα όρεξη για τρελές πτήσεις κι άλλα μουρλά, έβαλα στο λεωφορείο μας τους «ενοίκους» του Πανθέου. Μπροστά – μπροστά ο Ζαν – Ζακ Ρουσό κάτι ψιθύριζε στον μεγάλο Βικτόρ, αριστερά καθόταν το ζεύγος Κιουρί, μάλλον νωρίτερα είχαν αρπαχτεί γιατί δεν έβγαλαν κουβέντα σ’ όλη τη διαδρομή. Πιο πίσω δεξιά ο Εμίλ Ζολά έτριβε το γενάκι του χαζεύοντας τον ουρανό του λεωφορείου. Ήταν και μερικοί άλλοι πίσω μας. Αναζητούσα επίμονα τον Δουμά, πουθενά. Μην πείτε, σας το είχα πει από νωρίς ότι κάτι έπαιζε με τον οδηγό. Κατεβαίναμε για το ποτάμι όλοι νεκροί, άλλοι από την κούραση κι άλλοι από άποψη. Ήσυχα και σοβαρά πράγματα ούτε τρέλες ούτε μούρλιες εξ άλλου με φιλοσόφους κι επιστήμονες τι άλλο μπορείς να κάνεις μεσάνυχτα στο Παρίσι παρά να πας να πέσεις ξερός.
Γύρισα να δω και τους δικούς μου, ο Αλέξανδρος με κλειστά τα μάτια μας έβλεπε όλους «Άθλιους», η Αναστασία μου έδειξε με το πηγούνι τον Άλεξ που κειτόταν ανάμεσά μας και μου χαμογέλασε ξεψυχισμένα ήρεμα, παραιτημένα.
Οι επιθυμίες έχουν την τάση να κλειδώνονται απ’ έξω, γι αυτό φροντίζω να έχω παντού φυλαγμένα αντικλείδια, ακόμα και κάτω από τις γέφυρες και πίσω από τις διασταυρώσεις, κυρίως όμως πάνω από το περβάζι μιας αποτυχίας. Πήγα να της το πω αλλά καλά – καλά δεν μπορούσα να το βγάλω πέρα σαν σκέψη, όχι να το πω κι όλας και γύρισα στις ηλεκτρονικές σημειώσεις μου.
«Η καταγωγή της τέχνης, της σκέψης, της πολιτικής, χάνονται στα βάθη του ορίζοντα και των χρόνων. Αυτό που βλέπουμε και ζούμε σήμερα χωρίς να θέλουμε να το αναγνωρίσουμε, είναι ότι η πολιτική έχει πάψει να είναι μεγάλη πολιτική κι έχει γίνει, τεχνική της γραφειοκρατικής διάρθρωσης των συνόλων. Ότι η μεγάλη τέχνη έχει γίνει περισσότερο καλλιτεχνική ευρεσιτεχνία. Ότι οι σκεπτόμενοι οι ίδιοι, άμα παίρνουνε στα σοβαρά, στα σοβαρά εννοώ με πολύ χιούμορ τον ρόλο τους, δεν αυτονομάζονται φιλόσοφοι αλλά στοχαστές».
Το φεγγάρι έτρεχε ξοπίσω μας σαν φωτοστέφανο των σπουδαίων αυτών ανθρώπων που «ταξίδευαν» μαζί μας. Μας ακολουθούσε κατά πόδας, έξω από το Μεγάλο Τζαμί, κατά μήκος του Βοτανικού κήπου, μέχρι που βούτηξε και στα νερά του ποταμιού. Μόνο στάθηκε και μέριασε να περάσουμε πάνω από τη γέφυρα του Αούστερλιτς. «Να ζεις με ορμή τη ζωή σου και να ετοιμάζεσαι ήρεμα για τον θάνατο. Να είσαι έτοιμος να πεθάνεις κάθε στιγμή. Με επιθυμίες ανεκπλήρωτες» έγραφε ο μεγάλος στοχαστής που για μια στιγμή τον φώτισε μια αστραπιαία λάμψη του φεγγαριού.