/Κοιτώντας πίσω από την κακία

Κοιτώντας πίσω από την κακία

Γράφει ο Αντώνης Χατζηπαναγιώτου, Φοιτητής Ψυχολογίας

Αναρωτιόμαστε, συχνά για το αν τελικά ο άνθρωπος είναι ηθικός ή μη (ξεχνώντας συνήθως να συμπεριλάβουμε τους εαυτούς μας στο σύνολο, άνθρωπος). Όμως μιας και το συγκεκριμένο ζήτημα, είναι τόσο σημαντικό αλλά και βασανιστικό κάποιες φορές, υπάρχουν ποικίλες προσεγγίσεις. Μέσα από όλες αυτές τις προσεγγίσεις, σίγουρα δεν θα μπορούσε να λείψει και η προσωπική εμπειρία του καθενός, ίσως και ορισμένοι που τοποθετούνται επί του θέματος, αντλούν τις απόψεις τους καθαρά και μόνο από την καθημερινότητα τους. Σε κάθε περίπτωση, σε ένα ζήτημα σαν και αυτό, η συμβολή του ερευνητικού τομέα της ψυχολογίας, έχει να προσφέρει πολλά. Κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα που ασχολήθηκαν με αυτό το ερώτημα είναι ο Stanley Milgram, ο Albert Bandura και o Phillip Zimbardo. Τα ευρήματα τους, μπορούν να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία, όσων πιστεύουν στην καλή θέληση του ανθρώπου, αλλά ακριβώς επειδή ο άνθρωπος πράττει αυτό που οι καταστάσεις ορίζουν ως καλό ή εκείνο που του υποδεικνύουν οι έχοντες την εξουσία ή και το πνεύμα της εποχής ως ορθό, ίσως τα ευρήματά τους να μπορούν θεωρηθούν και εφιαλτικά.

Ξεκινώντας από τον Stanley Milgram, ο οποίος μέσω του πασίγνωστου πλέον, πειράματός (1963) του, θέλησε να εξερευνήσει το πόσο πρόθυμοι, αλλά και τι θα επηρέαζε τους ανθρώπους, έτσι ώστε να υπακούσουν σε εντολές, κατά τις οποίες θα προκαλούσαν πόνο ή και θάνατο σε ένα τρίτο πρόσωπο. Ξεκίνησε με το να αναρτήσει μία αγγελία ζητώντας εθελοντές, οι οποίοι θα πληρώνονταν 4.50 δολάρια, με σκοπό να συμμετάσχουν σε μία έρευνα, με θέμα την μάθηση. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, πως το χρηματικό ποσό δόθηκε κατευθείαν με την άφιξη των εθελοντών και δεν υπήρχε συνθήκη με βάση την οποία θα έχαναν αυτά τα χρήματα. Στην συνέχεια, μετά από μία προκαθορισμένη κλήρωση μεταξύ του εθελοντή και ενός υποτιθέμενου εθελοντή, ο πρώτος λάμβανε την θέση του δασκάλου και ο δεύτερος του μαθητή. Σε εκείνο το στάδιο ο δάσκαλος και ο μαθητής, μεταφέρονταν σε διαφορετικά δωμάτια τα οποία όμως είχαν οπτική επαφή και ακουστική επικοινωνία. Στο δωμάτιο του δασκάλου-εθελοντή βρισκόταν και ένας ηθοποιός ο οποίος, έπαιζε τον ρόλο του ερευνητή, που θα κατέγραφε τα αποτελέσματα του πειράματος. Μπροστά από τον δάσκαλο υπήρχε ένα μηχάνημα με αρκετά κουμπιά τα οποία είχαν επιγραφές με βολτ από 15 έως 450 και περιγραφές αντιστοίχως, μετά από τον αριθμό των βολτ, ελαφρύ σοκ έως κίνδυνος δριμύ σοκ. Όπως εξηγούσαν στον δάσκαλο, θα έκανε κάποιες ερωτήσεις στον μαθητή-υποτιθέμενο εθελοντή και κάθε φορά που θα απαντούσε λάθος, ο δάσκαλος θα πατούσε τον μοχλό με την σειρά, προκαλώντας του, αντίστοιχου ποσού ηλεκτροσόκ. Θα ξεκινούσε χορηγώντας την μικρότερη ένδειξη, αυξάνοντας το ποσό μετά από κάθε λανθασμένη απάντηση.

Κατά την διάρκεια του πειράματος ο μαθητής, παρήγαγε ψεύτικες κραυγές πόνου, μιας και δεν ήταν στην πραγματικότητα συνδεδεμένος με ηλεκτρόδια, δείχνοντας, αναλόγως και με τα υποτιθέμενα ποσά βολτ που λάμβανε, πως για εκείνον δεν ήταν ένα απλό πείραμα, αλλά βασανιστήριο. Την στιγμή, που, όπως είναι φυσικό, ο δάσκαλος-εθελοντής, δήλωνε την δυσαρέσκειά του, ο ερευνητής-ηθοποιός, θα του ζήταγε να συνεχίσει, κλιμακώνοντας κάθε φορά την αυστηρότητα των λεγόμενών του, με κάθε ένδειξη αντίστασης του δασκάλου. Σε κάποιες μεταγενέστερες παραλλαγές του πειράματος ο μαθητής θα σταματούσε να ανταποκρίνεται γενικά, ακόμα και όταν θα ενεργοποιούνταν, η επόμενη βαθμίδα βολτ, προκαλώντας την συνθήκη, ότι λόγο του ηλεκτροσόκ έχασε τις αισθήσεις του ή και χειρότερα.

Τα αποτελέσματα του πειράματος αυτού και των παραλλαγών του δίνουν, 65% των συμμετεχόντων, να συνεχίζουν μέχρι το υψηλότερο ποσό βολτ, 450 και 100% μέχρι τα 300 βολτ. Είναι επίσης αξιοσημείωτο, πως ακόμα και αν με βάση το πρωτόκολλο, όλοι οι εθελοντές, είχαν ενημερωθεί για το δικαίωμα τους να αποχωρήσουν, ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο, χωρίς να χάσουν τα χρήματα που τους είχαν δοθεί, τα ποσοστά υπακοής είναι αρκετά υψηλά.

Παρόμοιο πείραμα (1975) δημιούργησε και ο Albert Bandura, βάζοντας το δάσκαλο να παρακούσει, τάχα, ένα μέλος της ερευνητική ομάδας, να χαρακτηρίζει είτε με θετικό, είτε με αρνητικό, είτε με ουδέτερο τρόπο τον μαθητή, δίνοντας έτσι, έμφαση στο πως ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου, από κάποιο πρόσωπο με κύρος, μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις άλλων περί τον χαρακτηριζόμενο. Ένα άλλο πείραμα (1961) του Albert Bandura, είναι αυτό με την ονομασία “The Bobo Doll”. Συμμετείχαν παιδιά, μεταξύ 3 και 6 ετών, με ισάξιο καταμερισμό αγοριών και κοριτσιών, (36 στο κάθε φύλο). Τα 72 αυτά παιδιά χωρίστηκαν σε 3 ομάδες, στις οποίες κατά το πείραμα θα παρουσιαζόταν, στην πρώτη επιθετικό πρότυπο ατόμου, στη δεύτερη ένα μη επιθετικό και κανένα πρότυπο αντιστοίχως, στην τρίτη, λειτουργώντας ως η ομάδα ελέγχου. Στις δύο πρώτες ομάδες υπήρξε περεταίρω διαχωρισμός, αναφορικά με το φύλο του προτύπου, δημιουργώντας συνολικά 9 κατηγορίες. (Επιθετικό Πρότυπο: Άντρας/Γυναίκα, Μη Επιθετικό Πρότυπο: Άντρας/Γυναίκα, Ομάδα Ελέγχου). Σε κάθε ένα από αυτά τα 9 σενάρια, αναλόγως την ομάδα τα παιδιά τοποθετούνταν σε ένα χώρο, όπου ένας ενήλικας (άνδρας ή γυναίκα) θα έπαιζε με μία φουσκωτή κούκλα (Bobo Doll) επιθετικά ή μη. Η ομάδα ελέγχου δεν εκτέθηκε σε κανένα πρότυπο, έτσι ώστε να ελεγχθεί, όπως σε κάθε πείραμα, η πιθανή ύπαρξη, κάποια εξωγενής μεταβλητής. Στην συνέχεια μεταφέρονταν σε ένα δεύτερο δωμάτιο, στο οποίο θα ήταν μόνοι και όπου, υπήρχαν άλλα παιχνίδια. Μόλις το παιδί άρχιζε να παίζει, ένας ερευνητής θα του έλεγε πως αυτά ήταν τα καλύτερα παιχνίδια που είχε, άρα και θα ήθελε να μην παίξει το συγκεκριμένο παιδί με αυτά, ώστε να τα δώσει, σε άλλα παιδιά. Με αυτό τον τρόπο, οι ερευνητές προκαλούσαν εκνευρισμό στα παιδιά και στην συνέχεια πηγαίνοντας τα σε ένα τρίτο δωμάτιο, το οποίο, ανάμεσα στα παιχνίδια εμπεριείχε, την κούκλα Bobo, κατέγραφαν τις αντιδράσεις τους. Το τελικό μέρος του πειράματος διαρκούσε 20 λεπτά, ώστε να παρατηρηθεί σε βάθος χρόνου το αν ή το πώς θα εκδηλωνόταν ο εκνευρισμός τους με βάση την αντίστοιχη εμπειρία τους, αρχικά με την επιθετικότητα.

Τα αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν συσχέτιση μεταξύ επιθετικού μοντέλου και επιθετικών πράξεων. Ένα άλλο σημαντικό εύρημα είναι, επίσης ότι επίπεδα επιθετικότητας, μεταξύ των δύο φύλων, δεν διέφεραν στην ποσότητα, αλλά στον τρόπο εκδήλωσης, με τα αγόρια να χρησιμοποιούν περισσότερο σωματική βία, ενώ τα κορίτσια λεκτική. Παράλληλα τα αγόρια έδειξαν περισσότερες τάσης μίμησης, στην περίπτωση που το πρότυπο, ήταν και αυτό αρσενικό, πράγμα που δεν παρατηρήθηκε μεταξύ του γυναικείου φύλου.

Το Stanford Prison Experiment (1971), σίγουρα έχει δώσει στον Philip Zimbardo, τεράστια δημοσιότητα, θετική και αρνητική. Η έρευνα είχε θέμα την παρατήρηση των αλλαγών που επιφέρει η ζωή στην φυλακή, τόσο στο προσωπικό, όσο και στους κρατουμένους. Οι εθελοντές βρέθηκαν μέσω μιας αγγελίας και θα δινόντουσαν 15 δολαρίων την ημέρα. Το πείραμα είχε δρομολογηθεί να εκτελεσθεί στο διάστημα δύο εβδομάδων, όμως ο ίδιος ο Philip Zimbardo, το διέκοψε την έκτη μέρα. Ο σχεδιασμός του πειράματος έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εθελοντές να πρέπει να περάσουν πρώτα από επιτροπή έτσι ώστε να διασφαλιστεί, με την ψυχομετρική έννοια, η κοινοτυπία τους σε σύγκριση με τον μέσο όρο του πληθυσμού, αλλά και να είχαν καθαρό μητρώο. Με αυτό τον τρόπο οι ερευνητές κατάφεραν, να μελετηθεί, όσο πιο άρτια γίνεται, η αλλαγή στην συμπεριφορά, τόσο των κρατουμένων όσο και των σωφρονιστικών υπαλλήλων, χωρίς να έχουν να αντιμετωπίσουν πιθανούς παράγοντες που επικρατούν, σε φυλακές, οι οποίες λειτουργούν καιρό, αλλά και προκαταλήψεις του σωφρονιστικού συστήματος, οι οποίες προκαθορίζουν το δείγμα.

Το πείραμα αποτελούταν από τις δύο αυτές ομάδες, στις οποίες οι εθελοντές τοποθετήθηκαν με την ρίψη νομίσματος, έτσι ώστε να αποφευχθεί σε οποιοδήποτε βαθμό η εσκεμμένη τοποθέτηση κάποιου εθελοντή, σε συγκεκριμένη ομάδα. Οι εθελοντές κρατούμενοι συλλήφθηκαν από, δύο αστυνομικούς εκτός υπηρεσίας και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στα κρατητήρια, μέχρι την μεταγωγή τους, στο υπόγειο του πανεπιστήμιού Stanford, όπου είχε μετατραπεί σε φυλακή. Πρέπει να σημειωθεί, ότι απαγορεύτηκε στους κρατούμενους να πουν στους άλλους τα ονόματά τους, αλλά και να αναφέρονται τόσο αυτοί όσο και οι φύλακες, σε άλλους κρατούμενους μόνο με τους αριθμούς, οι οποίοι αναγράφονταν στις ρόμπες στις οποίες τους έδωσαν ως ρούχα. Πέρα από αυτό οι φύλακες φορούσαν όλοι συγκεκριμένες στολές, με γυαλιά τα οποία είχαν φακούς καθρέπτες και τους επιτρέπονταν να φύγουν από τον χώρο του πειράματος, δουλεύοντας σε βάρδιες των 8 ωρών. Ενώ, στην αρχή οι φύλακες και οι κρατούμενοι φαινόντουσαν να είναι αμήχανοι και να δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις, των ρόλων τους, σταδιακά από την πρώτη μέρα, οι φύλακες, ξεκίνησαν, να αναγκάζουν τους κρατούμενους να κάνουν επαναλαμβανόμενες εργασίες και να τους επιπλήττουν για ασήμαντα ζητήματα, αναγκάζοντάς τους να ξεκινήσουν από την αρχή.

Ένα παράδειγμα είναι το ότι η καταγραφή των κρατουμένων τα βράδια και με την αλλαγή κάθε βάρδιας, ήταν αφορμή ώστε να ζητούν οι φύλακες να λένε τα νούμερα τους οι κρατούμενοι, με ιδιαίτερους τρόπους και αν δεν το έκαναν σωστά να τους τιμωρούν, μέσω ασκήσεων γυμναστικής, για ώρες, βρίσκοντας έτσι τρόπο να τους καταπονούν, χωρίς να παραπατούν τον κανόνα που τους απαγόρευε την άμεση σωματική βία. Είναι δύσκολο σε αυτό το άρθρο να καταγραφεί, αναλυτικά το συγκεκριμένο πείραμα, μιας και διήρκησε μέρες και τα συμβάντα ήταν πολλά. Η χρήση σωματικής βίας, ακόμα και αν είχε απαγορευτεί, η χρήση δωματίου, απομόνωσης, η απάνθρωπη αντιμετώπιση, των υποτιθέμενων κρατουμένων, ακόμα και από το ερευνητικό προσωπικό και η χρήση σεξουαλικών βασανιστηρίων, είναι κάποια από αυτά που έχουν επικυρώσει την αξία του πειράματος αυτού, για αμέτρητους λόγους, αλλά και κυρίως το πώς απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, μπορούν να καταλήξουν να διαπράξουν αίσχη, κάτω από τους συγκεκριμένους περιβαλλοντολογικούς, κοινωνικούς και συστημικούς παράγοντες. Περισσότερες πληροφορίες μπορούν να αναζητηθούν στο επίσημο site του πειράματος: https://www.prisonexp.org/ και του βιβλίου του Philip Zimbardo: https://www.lucifereffect.com/

Έχοντας λάβει υπόψη όλες τις προαναφερόμενες μελέτες, δεν είναι απίθανο να αισθανθεί κανείς απογοήτευση για το τι τελικά είναι ο άνθρωπος, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να παραμείνει σε αυτό το συναίσθημα. Όλα αυτά τα πειράματα, δείχνουν τι χρειάζεται, ώστε να προκληθεί κακό, όμως παράλληλα δείχνουν και τι να αποφευχθεί αλλά και πιθανώς αντιστρέφοντάς τα, τι μπορεί να γίνει, ώστε να προκληθούν καλές συμπεριφορές. Ίσως πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω, τουλάχιστον στον ερευνητικό τομέα, το να χαρακτηριστεί μία εκδήλωση παραγόντων-συμπεριφοράς, ως απλώς ανήθικη, εξευτελίζει την άμεση σύνδεση, που όλα αυτά τα πειράματα και άλλα τόσα αποδεικνύουν πως υπάρχει, μεταξύ συνθηκών και συμπεριφορών. Τελικά δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο, αλλά το ποιοι συνδυασμοί τα δημιούργησαν.

Βιβλιογραφία

Zimbardo, P. (2008). The Lucifer Effect: Understanding How Good People Turn Evil. Random House Trade Paperbacks
(2017). The Psychology Book: Big Ideas Simply Explained. DK Publishing
Simply Psychology:
American Psychological Association. (n.d.). What makes good people do bad things? Monitor on Psychology. American Psychological Association. (n.d.). What makes good people do bad things? https://www.apa.org/monitor/oct04/goodbad.html
Mcleod, S. (2023, April 20). Bobo doll experiment: Description, methodology, results, & evaluation. Simply Psychology. https://www.simplypsychology.org/bobo-doll.html
Mcleod, S. (2023, April 20). The milgram shock experiment: Summary, results, & ethics. Simply Psychology. https://www.simplypsychology.org/milgram.html
Bandura, A., Buss, A. H., & Goldstein, J. H. (2004, August 27). Disinhibition of aggression through diffusion of responsibility and dehumanization of victims. Journal of Research in Personality. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/009265667590001X