/Η δίκη και η εκτέλεση των Έξι: Αθώοι ή Ένοχοι;

Η δίκη και η εκτέλεση των Έξι: Αθώοι ή Ένοχοι;

Ήταν υπαίτιοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή ή θύματα του διχασμού μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών; Η εκτέλεση των Εξι στο Γουδή το 1922 υπήρξε ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια της νεώτερης ελληνικής Ιστορίας. Σχεδόν εννέα δεκαετίες μετά, ο Αρειος Πάγος αναψηλάφησε την υπόθεση και έκρινε αθώους τους εκτελεσθέντες. Ιστορικοί και πρόεδροι προσφυγικών σωματείων παίρνουν θέση

«Την 11ην και 30 π.μ. της σήμερον, εις τον παρά τω Γουδί χώρον εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των εξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, ως και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζανέστη». Με το λακωνικό αυτό ανακοινωθέν της 15ης Νοεμβρίου 1922 δινόταν η απάντηση στο αμείλικτο ερώτημα της εποχής: «τις πταίει;» για τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ολα είχαν αρχίσει δύο μήνες πριν, όταν οι συνταγματάρχες Πλαστήρας και Γονατάς, καθώς και ο αντιπλοίαρχος Φωκάς προκάλεσαν με στρατιωτικό κίνημα την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄. Στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία διέταξε εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μια ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου απαίτησε για πρώτη φορά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Οι αδιάλλακτοι του στρατού (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και εκπρόσωποι των προσφύγων απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς) θέλουν κανονική δίκη όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση έκτακτου στρατοδικείου (με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλ.Οθωναίο).

Ογδόντα οκτώ χρόνια μετά, ο Αρειος Πάγος έκρινε αθώους τους εκτελεσθέντες και έπαυσε οριστικά- λόγω παραγραφής- την ποινική δίωξη για εσχάτη προδοσία που οδήγησε τους Εξι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στην εν λόγω απόφαση αξιολογώντας ως βάσιμα τα στοιχεία που προσκόμισε στη Δικαιοσύνη ο Μιχάλης Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Κατά την άποψη της μειοψηφίας, ωστόσο, η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί καθώς δεν υπάρχουν ούτε τα πρακτικά της δίκης ούτε, πολύ περισσότερο, μάρτυρες εν ζωή ώστε να καταστεί δυνατή η επανεξέταση της υπόθεσης.

«ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν την άποψη τεσσάρων ιστορικών για την αναψηλάφηση της αμφιλεγόμενης υπόθεσης και την απόφαση του Αρείου Πάγου.

Τι λένε τα προσφυγικά σωματεία

Τα 185 προσφυγικά σωματεία Ελλάδας είχαν ζητήσει από τον Αρειο Πάγο να μην ακυρώσει την απόφαση του Εκτακτου Στρατοδικείου. Ο κ. Αθανάσιος Λαγοδήμος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων, μεταφέρει πλέον την αίσθηση απογοήτευσης: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για αθώωση.

Πρόκειται για μια παραγραφή. Η αθώωση νομιμοποιείται μόνο στα μάτια του κόσμου. Την Ιστορία δεν τη γράφουν οι αρεοπαγίτες, αλλά οι ιστορικοί. Εμείς από την πλευρά μας θα περιμένουμε να καθαρογραφεί η απόφαση του Αρείου Πάγου, θα την εκτιμήσουμε σε νομικό επίπεδο και θα προχωρήσουμε σε συνέντευξη Τύπου μαζί με το “Ιδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος”».

Από τη δική του πλευρά, ο κ. Γιώργος Παρχαρίδης, πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος, επιμένει στην απόφαση που από την πρώτη στιγμή πήρε η ομοσπονδία του, όταν ξεκινούσε η αναψηλάφηση της υπόθεσης από τον κ. Μ. Πρωτοπαπαδάκη: «Είναι ένα θέμα καθαρά νομικό. Δεν θέλαμε να παρέμβουμε καθόλου, για να μην επηρεάσουμε με οποιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία».

Η τελική απόφαση είναι της Ιστορίας
Του ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Μια κορυφαία ιστορική στιγμή του 20ού αιώνα, ένα πολυσύνθετο θέμα με ιδιαίτερες πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές προεκτάσεις δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο νέας δικαστικής διαδικασίας. Αυτή εξακολουθεί να είναι η άποψή μας και μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου για τη Δίκη των Εξι. Οταν άρχισε η διαδικασία επανάληψης της δίκης είχαμε προειδοποιήσει με επιστολή μας τον Αρειο Πάγο ότι η επανάληψη προς αποκατάσταση αδικιών νοείται μόνον όταν παρίσταται εφικτή η επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ή η εκτίμηση νέων) μέσα σε πλαίσιο εκφοράς συναφές ή πάντως συμβατό προς το οποίο είχε διεξαχθεί η αρχική δίκη, δηλαδή όταν είναι δυνατό να υπεισέλθει ο σημερινός δικαστής στη θέση του προηγουμένου και να διορθώσει τυχόν λάθη του. Αντίθετα, δίκες εξ ορισμού πολιτικές, δηλαδή δίκες των οποίων η διαδικασία, το αντικείμενο και η έκβαση είχαν επικαθορισθεί από το πλαίσιο συγκεκριμένης και ήδη αδιαμφισβήτητα παρωχημένης πολιτικής συγκυρίας, είναι αδιανόητο να επαναλαμβάνονται υπό όρους κοινής ποινικής δικονομίας, ως εάν αφορούσαν μιαν ανθρωποκτονία που πρέπει να επανεκδικασθεί επειδή ανευρέθη και ομολόγησε ο πραγματικός ένοχος. Αν μπορούσε να επαναληφθεί η Δίκη των Εξι, τότε γιατί όχι και του Παναγούλη, του Μπελογιάννη, των κινηματιών του 1935, του Κολοκοτρώνη, του Σωκράτη; Ή και έπειτα από λίγα χρόνια των πρωταγωνιστών της επτάχρονης τυραννίας

Με λύπη μας πληροφορούμαστε σήμερα ότι η περίφημη «επανάληψη» της διαδικασίας προχώρησε τελικά σε μονομερή υιοθέτηση των απόψεων της μίας πλευράς, που επίμονα και πληθωρικά διατύπωσε. Ουσιαστικά χωρίς δίκη, χωρίς αντίλογο με παρούσα μόνη τη μία πλευρά διατυπώνει μια ιδιότυπη «αθωωτική άποψη», με προσθήκη της διά της «παραγραφής» λύσης του θέματος.

Είναι προφανές ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας με νομικοφανείς διαδικασίες εξέδωσε μια απόφαση, η οποία δεν προσφέρει τίποτε στην ιστορική αλήθεια, την πολιτική ισορροπία ή στη μνήμη κανενός. Παρά ταύτα, εμείς διατηρούμε την άποψή μας: Η τελική απόφαση ανήκει στη κρίση της Ιστορίας.

Ο Νικόλαος Παπαδάκης είναι γενικός διευθυντής Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (Χανιά)


Ναι, να ξαναγράφουμε την Ιστορία μας, αλλά όχι στα δικαστήρια
Του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η είδηση κυκλοφορούσε εδώ και αρκετό καιρό. Ο εγγονός του κυκλαδίτη πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ενός από τους έξι που καταδικάστηκαν από επαναστατικό στρατοδικείο ως υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, είχε προσφύγει στη Δικαιοσύνη και ζητούσε την ακύρωση της καταδίκης του προγόνου του και την απάλειψη της κατηγορίας της εσχάτης προδοσίας. Προχθές το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου με απόφασή του (κατά πλειοψηφία), φαίνεται να δικαίωσε τον εγγονό Πρωτοπαπαδάκη και απέδωσε λευκό στην ελληνική κοινωνία τον μακαρίτη πρόγονό του, έπειτα από ογδόντα οκτώ ακριβώς χρόνια στιγματισμού και απαξίας.

Δεν ξέρω πώς πρέπει να αντιδράσει κανείς σε αυτή την περίεργη, ασφαλώς πρωτότυπη και οπωσδήποτε μακάβρια υπόθεση. Βέβαια, η νομική της πλευρά δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο σχολιασμού από έναν μη νομικό και φυσικά δεν πρόκειται να γίνει εδώ κάτι τέτοιο. Αλλωστε, μια υπόθεση που εκδικάζεται από ένα τμήμα του Αρείου Πάγου έχει μηδαμινές πιθανότητες να νοσεί νομικά, πέραν φυσικά από το ενδεχόμενο του ανθρωπίνου λάθους.

Αλλά και η πρόθεση του εγγονού Πρωτοπαπαδάκη να αποκαταστήσει τη μνήμη του παππού του, όσο και να φαίνεται δυσνόητη ή, ακόμη, και να προκαλεί σε κάποιους ειρωνικά σχόλια, έχει και αυτή την εξήγησή της. Η οικογενειακή αλληλεγγύη, έστω και στις συνθήκες παρακμής του οικογενειακού θεσμού που ζούμε σήμερα, έχει μια θέση ακόμη στις ελληνικές αρχοντικές οικογένειες που οι απόγονοί τους προσπαθούν να διαφυλάξουν άθικτο ή να αποκαταστήσουν το συμβολικό κύρος τους. Κάτι δηλαδή σαν τους Μορμόνους που (ανα)βαπτίζουν τελετουργικά τους προγόνους τους με την ελπίδα ότι θα τους εντάξουν στη νέα τους θρησκεία και θα τους εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή.

Εχω την εντύπωση ότι η πράξη της προσφυγής στη Δικαιοσύνη, και μάλιστα στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, στερείται νοήματος αφού ούτε κάποιο κατώτερο δικαστήριο της τακτικής Δικαιοσύνης είχε επιβάλει την ποινή ούτε ενδεχόμενο θεραπείας της άδικης απόφασης εκκρεμούσε.

Αλλωστε στο επίπεδο της επιστημονικής ιστοριογραφίας, αλλά και σε εκείνο της δημόσιας ιστορίας γενικώς, το ζήτημα αυτό έχει εξομαλυνθεί ολοσχερώς. Ουδείς θεωρεί ή αποκαλεί σήμερα τους Εξι «προδότες» με την τρέχουσα, απαξιωτική σημασία της λέξης ούτε η αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή εντοπίζεται στα πρόσωπά τους. Βεβαίως το Στρατοδικείο, η συνοπτική δίκη, η καταδίκη και η εκτέλεση αναφέρονται διεξοδικά στη βιβλιογραφία, αλλά χωρίς ηθική απαξίωση και πάντοτε στο πλαίσιο της στρατιωτικής ήττας και της λαϊκής οργής, δηλαδή των έκτακτων συνθηκών που πλαισίωσαν τις τραγικές ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Προς τι λοιπόν η προσφυγή και προς τι μία απόφαση που από άλλους κρίθηκε απορριπτική και από άλλους αθωωτική; Η απάντηση είναι ασφαλώς δύσκολη. Αλλωστε, μπορεί εύκολα να σκέφτεται κανείς σκοπιμότητες εκεί όπου μπορεί να έχει εμφιλοχωρήσει μια νομική ταλαιπωρία.

Προτείνω λοιπόν να σκεφτούμε λίγο διαφορετικά. Να ξεχάσουμε τη νομική της διάσταση και να δούμε πώς μπορεί να λειτουργήσει μια τέτοια υβριδική υπόθεση στις σημερινές συνθήκες του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού, που αρχίζει να διαδίδεται στον δημόσιο χώρο. Πράγματι ιδεολογικά «απελευθερωμένοι» μελετητές αναζητούν και καταγράφουν τα «εγκλήματα» των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα που διαπράχθηκαν, κυρίως και πρωτίστως, από την ευρύτερη αντιδεξιά παράταξη, από τους βενιζελικούς και τους επιγόνους των έως τους μαρξιστές επαναστάτες του ΚΚΕ. Θεωρώντας μεροληπτική την μέχρι τώρα ιστοριογραφική μας παραγωγή, φαντασιώνονται μια παντοδύναμη αριστερή κυριαρχία που πρέπει να καταλυθεί. Μόνο που η απόπειρά τους είναι επιλεκτική και ανιστόρητη. Οι νεκροί των εθνικών πολιτικών και κοινωνικών αγώνων είναι πολλοί και το πένθος δεν ήταν ισότιμο για όλους. Οχι λοιπόν περισσότερο δημόσιο πόνο για επιλεγμένους νεκρούς. Αλλά η αναθεωρητική τους απόπειρα είναι και ανιστόρητη.

Στον βραχύ χρονικό ορίζοντα των μελετών τους, η πολιτική και κοινωνική βία μετατρέπεται σε ηθικό ελάττωμα της «Αριστεράς» που καλείται έτσι να καθήσει στο περιθώριο και να τιμωρηθεί για τα αμαρτήματά της. Δειλά αλλά επίμονα ένας συντηρητικός αναθεωρητισμός από λίγους πανεπιστημιακούς και περισσότερους ιεράρχες θέλει να ξαναγράψουμε την Ιστορία μας ή καλύτερα να την αφήσουμε άθικτη, όπως ήταν εκεί που την βρήκαμε όσοι αποπειραθήκαμε να την ξαναγράψουμε. Οπως και να έχουν τα πράγματα, εμείς θα επιμείνουμε. Ναι, να ξαναγράφουμε την Ιστορία μας αλλά όχι στα δικαστήρια.

Ουδείς θεωρεί ή αποκαλεί σήμερα τους Εξι «προδότες» με την τρέχουσα, απαξιωτική σημασία της λέξης ούτε η αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή εντοπίζεται στα πρόσωπά τους

Ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ομότιμος διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών
Πράξη πολιτικής σκοπιμότητας
Της ΛΙΝΑΣ ΛΟΥΒΗ

Η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι σίγουρα μια δικαίωση για τους απογόνους των έξι πολιτικών και στρατιωτικών που εκτελέστηκαν το πρωί της 15ης Νοεμβρίου με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Η «αθωότητά» τους όμως είναι ήδη γνωστή. «Του Ελληνισμού η σκληροτάτη Ειμαρμένη ηξίωσε την θυσίαν», έγραψε, αμέσως μετά την εκτέλεση, το Ελεύθερον Βήμα. Είναι κοινός τόπος ότι η τιμωρία των «ενόχων» της καταστροφής, που βρέθηκαν στα πρόσωπα των έξι εκτελεσθέντων, ήταν κατ΄ εξοχήν πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Ηταν αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει», που έθετε η οργισμένη κοινή γνώμη και, κυρίως, το στράτευμα. Επρεπε να βρεθούν συγκεκριμένοι υπαίτιοι της καταστροφής, και η προδοσία ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αφομοιώσουν οι Ελληνες τη μεγάλη τους ήττα. Επομένως, η δίκη πέτυχε απόλυτα τον πολιτικό στόχο της. Η απόφαση ικανοποίησε το κοινό αίσθημα και αποσόβησε τον κίνδυνο περαιτέρω αναταραχών. Η ιστορική έρευνα λοιπόν έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίνει, τις απαντήσεις της για τη Δίκη των Εξι.

Οι δικαστικοί λειτουργοί με την πρωτοφανή απόφασή τους επιδίωξαν μόνο να απαλλάξουν από το στίγμα της προδοσίας τους απογόνους των εκτελεσθέντων ή να ξαναγράψουν την Ιστορία; Η απόφαση ενός δικαστηρίου για ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη πριν από περίπου έναν αιώνα, τι θα προσθέσει στις ιστορικές μας γνώσεις; Οπως έχει ήδη αναφερθεί («Το Βήμα», 14/2/2010) μήπως πρέπει να ξαναδικάσουμε τον Κολοκοτρώνη για να τον αθωώσουμε; Η επανεκδίκαση της υπόθεσης Μπελογιάννη θα άλλαζε την εικόνα του στη συλλογική μνήμη; Η Ιστορία δεν εξαρτάται από ένα δικαστήριο.

Η Λίνα Λούβη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεώτερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Εκτόνωση λαϊκής οργής
Του ΘΑΝΟΥ ΒΕΡΕΜΗ

Το κατηγορητήριο στη Δίκη των Εξι ήταν απολύτως σαθρό. Η κατηγορία κατά των πέντε πολιτικών και του αρχιστράτηγου των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρασία Χατζηανέστη, ότι παρέδωσαν με τη θέλησή τους τα ελληνικά εδάφη στον εχθρό, δεν ευσταθεί. Πρώτον διότι η Σμύρνη δεν υπήρξε ελληνικό έδαφος με καμιά συνθήκη, απλώς η Ελλάδα έλαβε εντολή να τηρήσει τον νόμο και την τάξη για μια πενταετία. Και δεύτερον διότι βεβαίως η Καταστροφή δεν υπήρξε εσκεμμένη ενέργεια των κατηγορουμένων. Αντίθετα, η Ανατ. Θράκη, η οποία παραδόθηκε από την κυβέρνηση της Επαναστάσεως του 1922 (Πλαστήρα- Γονατά- Φωκά), δόθηκε στην Ελλάδα με συνθήκη και αποτελούσε ελληνικό έδαφος. Η εκτέλεση των Εξι έγινε για καθαρά πολιτικούς λόγους, δηλαδή για να εκτονωθεί η αγανάκτηση του κόσμου από την κακή διαχείριση της μικρασιατικής υποθέσεως, η οποία και οδήγησε στην Καταστροφή. Ομως η ανοησία μιας κυβέρνησης δεν συνιστά εσχάτη προδοσία. Η προχθεσινή απόφαση του Αρείου Πάγου συνιστά αποκατάσταση της αλήθειας και δεν αποτελεί έκπληξη για όσους γνωρίζουν τι έγινε τότε.

Ο Θ. Βερέμης είναι πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας

ΤΑ ΝΕΑ