/Γιώργος Ρουσόπουλος: Ο Εμφύλιος άφησε τραυματικές εμπειρίες που τις βιώνουμε ακόμα

Γιώργος Ρουσόπουλος: Ο Εμφύλιος άφησε τραυματικές εμπειρίες που τις βιώνουμε ακόμα

Ο συγγραφέας Γιώργος Ρουσόπουλος απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος “Τα φραγκόσυκα της μνήμης”.

1.Κυκλοφόρησε το νέο σας μυθιστόρημα “Τα φραγκόσυκα της μνήμης” από τις εκδόσεις 24 γράμματα. Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;

Πρώτα, θέλω θερμά να σας ευχαριστήσω που μου δίνετε τη δυνατότητα να μιλήσουμε μέσω του culturepoint.gr – είναι χρήσιμο οι συγγραφείς να μιλούμε με το ευρύτερο κοινό μέσα από τις σελίδες σας.

“Τα φραγκόσυκα της μνήμης” γράφτηκε τα τελευταία δυο χρόνια, αν και πρόκειται για μια ιστορία μέσα στην οποία μεγάλωσα από παιδί: ένας ξάδερφός μου ήταν η αφορμή. Ο Ανέστης, ο πατέρας του Μανόλη του μυθιστορήματος, έφυγε αντάρτης στον Δημοκρατικό Στρατό το 1948, εγκαταλείποντας πίσω τη μάνα του και τον ίδιο, σαράντα ημερών βρέφος. Συναντήθηκαν μετά από είκοσι πέντε χρόνια στην Μπούντβα του Μοντενέγκρο το 1973 (κατά τη διάρκεια της Χούντας) και ακόμη μία φορά, πριν τον θάνατο του πατέρα του, το 2005, στο Γκλόγκνιτς της Πολωνίας – σας λέω τώρα την ιστορία του μυθιστορήματος όχι τα πραγματικά γεγονότα που είναι διαφορετικά. Το μυθιστόρημα εστιάζει στη συνάντησή τους – στο πριν και στο μετά, στην αποξένωση του πατέρα με τον γιο του.

2. Σκιαγραφήστε μας τους κεντρικούς ήρωες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;

“Τα φραγκόσυκα της μνήμης” δεν είναι βιβλίο αναμνήσεων ή νοσταλγίας, αν και οι αναμνήσεις, η νοσταλγία και η επιθυμία είναι μερικά ευγενικά συναισθήματα που “κινούν” την αφήγηση. Πρώτα, έχουμε την αρχέγονη επιθυμία αναζήτησης και προσδιορισμού των ριζών του Μανόλη – “Ποιοι με γέννησαν;”, “Από πού έρχομαι;”· μετά, από την πλευρά του Ανέστη, του πατέρα του Μανόλη, “Ποιος είναι ο γιος μου;” –ερωτήματα που στοχεύουν με τον έναν ή άλλον τρόπο στην αυτογνωσία: τέτοια ερωτήματα αναπόφευκτα συμπλέκονται με τη μνήμη και όλα τα παρελκόμενα. Οι ήρωες μεγάλωσαν με τις φραγκοσυκιές στην αυλή τους και, όταν συναντιούνται, στην Μπούντβα, γεύονται φραγκόσυκα ως κοινή εμπειρία που τους ενώνει χωρίς να το γνωρίζουν! Επιπλέον, οι ήρωες του βιβλίου, όπως όλοι οι ζωντανοί, ζουν με τις αναμνήσεις που έχουν ή που προσπαθούν να φτιάξουν, ακούγοντας ιστορίες για αυτούς. Ο Μανόλης είναι σαράντα ημερών όταν ο Ανέστης, ο πατέρας του, εγκαταλείπει την οικογένεια: τι αναμνήσεις να έχει ένα βρέφος σαράντα ημερών: ό,τι ακούει αποδώ και αποκεί. Και ο Ανέστης, νέος είκοσι πέντε ετών, τι να θυμάται, πώς να θυμάται το βρέφος που άφησε πίσω του; Έτσι, οι ήρωες, όταν καταφεύγουν στη μνήμη τους, είναι σαν να γεύονται τη δροσιά των φραγκόσυκων και ταυτόχρονα κινδυνεύουν διαρκώς να αγκυλωθούν από τα αόρατα σχεδόν αγκάθια τους. Οι ήρωες αυτού του μυθιστορήματος επιθυμούν να προσανατολιστούν προς το μέλλον γιατί δεν έχουν κοινό παρελθόν· αλλά το μέλλον στηρίζεται στο παρελθόν, ένα σκοτεινό παρελθόν, στην περίπτωσή μας: ένα παρελθόν που πρέπει να φτιαχτεί από τωρινά και παλιά υλικά μνήμης· πρέπει να φτιαχτεί στο παρόν: οι ήρωες συναντιούνται πέντε μέρες στην Μπούντβα και τα “δίνουν” όλα σε αυτήν τη συνάντηση! Μια ψευδαίσθηση φυσικά – μπορεί κανείς μέσα σε πέντε μέρες να φτιάξει μια ολόκληρη ζωή που στηρίζεται σε θραύσματα της μνήμης;! Βιώνουν λοιπόν έντονα το παρόν γιατί δεν έχουν κοινό παρελθόν, δεν έχουν πού να στηριχτούν – χρειάζονται επειγόντως να “πιαστούν” από κάπου. Έτσι, δίνουν υποσχέσεις ο ένας στον άλλον, ελπίζοντας σε ένα κοινό μέλλον. Αλλά το μέλλον έχει εκπλήξεις …

3. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;

Ο Εμφύλιος άφησε τραυματικές εμπειρίες που τις βιώνουμε ακόμα με τρόπους που δεν είναι φανεροί: δικοί μας άνθρωποι σκοτώθηκαν, άλλοι κλείστηκαν στις φυλακές ενώ κάποιοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν εκτός Ελλάδας, αφήνοντας πίσω τους πληγές και τραύματα που έπρεπε οι ίδιοι να διαχειριστούν. Και μπορεί αυτές οι εμπειρίες και οι μνήμες να πληγώνουν αλλά αυτή είναι η ιστορία μας, δεν έχουμε άλλη: οι Έληνες, είμαστε πληγωμένοι άνθρωποι και πρέπει να γνωρίσουμε ποιοι είμαστε – πρέπει να μιλάμε για μας, παρά το ότι πονάμε. Οι νεότεροι πρέπει να γνωρίζουν αυτές τις τραυματικές ιστορίες: η καλή λογοτεχνία είναι ένα καλό και ευαίσθητο μέσο. Το βλέπω σαν μια ευθύνη, μια παρακαταθήκη στις γενιές που έρχονται, στα παιδιά μας. Άλλωστε, μπήκα ο ίδιος στον κόπο και τα συνέδεσα όλα αυτά σε μια ιστορία, όταν έγινα πατέρας και σκέφτηκα ξανά πώς είναι για ένα παιδί να μεγαλώνει χωρίς πατέρα αλλά και πώς είναι για έναν πατέρα να μη γνωρίζει τον γιο του, την κόρη του, τα παιδιά του.

4. Σχέση πατέρα – γιου. Πόση αλήθεια και πόση υποκρισία μπορεί να κρύβει, σε ειδικές περιπτώσεις όπως αυτές των ηρώων σας;

Αυτό που με τράβηξε σε αυτήν την ιστορία του ξεδέλφου μου ήταν ακριβώς η δύσκολη σχέση του πατέρα με τον γιο μέσα σε πολύ αντίξοοες και ιδιόμορφες συνθήκες (κοινωνικές, πολιτικές, προσωπικές). Η αλήθεια τους βγαίνει από την επιθυμία τους να βρεθούν, να συναντηθούν και μάλιστα εκτός συνόρων, αφού η επιστροφή του πατέρα δεν ήταν δυνατή. Πρέπει ακόμα να προσθέσω, από τη μια, πόσο ανθρώπινες είναι οι προσδοκίες των ηρώων για να ανταμώσουν και από την άλλη, πόσο τραυματική η ματαίωσή τους!

5. Είναι η εποχή, όπως η ταραγμένη περίοδος από την οποία ξεκινά το βιβλίο σας, που διαμορφώνει τους ανθρώπους;

Η ιστορία του μυθιστορήματος ξεδιπλώνεται μέσα σε πολύ δύσκολους καιρούς, αν και μπορούμε να φανταστούμε την υπόθεση να ξετυλίγεται σε άλλα ιστορικά συμφραζόμενα—αλλά κι αυτά δύσκολα θα ήταν! Μοναδικές περιστάσεις: πατέρας και γιος που δεν έχουν βρεθεί εδώ και τριάντα χρόνια! Αλλά η άσβεστη επιθυμία τους να βρεθούν παραμένει! Είναι λοιπόν δυνατόν αυτές οι ακραίες ιστορικές περιστάσεις να μην διαμορφώνουν τους ήρωες – την ψυχολογία, τα συναισθήματα και τις πράξεις τους ; Οι δυο ήρωες θέλουν να τις δαμάσουν – σε αυτό βοηθάει και η παρέμβαση της Δώρας, κόρης του Μανώλη.

6. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Με τη συγγραφή ασχολούμαι από πολλά χρόνια λόγω της ακαδημαϊκής μου ιδιότητας: έχω γράψει ερευνητικές εργασίες, φιλοσοφικά δοκίμια και βιβλία φιλοσοφικού γενικά προσανατολισμού (λ.χ., Αναλυτική της παράστασης, Γενική επιστημολογία, κ.λπ.) Η πρώτη μου όμως λογοτεχνική συγγραφή προέκυψε το 2013, με τη δημοσίευση του “Καιρός για μυθιστόρημα” (Απόπειρα, 2013), ένα μυθιστόρημα που στηρίζεται σε οικογενειακές εμπειρίες του Εμφυλίου. Εκείνο το μυθιστόρημα, αν και το επεξεργάστηκα μέσα σε δυο περίπου χρόνια (2010-12), ήταν στο μυαλό μου από τα φοιτητικά χρόνια και με απασχολούσε με τον ένα ή άλλο τρόπο γιατί επρόκειτο για βιωματική εμπειρία της ευρύτερης οικογένειας. Όμως, παρά τη μεγάλη περίοδο “κυήσεως”, το απόλαυσα: ποτέ δεν ένιωσα καλύτερα γράφοντας ένα κείμενο! Έκτοτε, τα δυο τελευταία μυθιστορήματα, τα έγραψα το καθένα μέσα σε δυο χρόνια. Τόσο το HOREX Regina όσο και “Τα φραγκόσυκα της μνήμης” είναι επίσης ιστορικά, βιωματικά μυθιστορήματα, αν και όχι στενά προσωπικά.

7. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;

Υπάρχουν τόσες μορφές λογοτεχνίας, είναι σχεδόν αδύνατο να την ορίσουμε —δεν θα το επιχειρούσα. Προσωπικά, αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικού γούστου, επιλογής, συγκυριών, κλπ, με ενδιαφέρουν ιστορίες βιωματικού χαρακτήρα αλλά ποτέ μην λες ποτέ.

8. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;

Είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα που έχει ρίζες στο συλλογικό αλλά και στο ατομικό. Η οικογένεια, το σχολείο, η βιβλιοθήκη, το πανεπιστήμιο και η γενικότερη κουλτούρα μάς επηρεάζουν και μας διαμορφώνουν. Δεν είναι εύκολο να διαβάζουμε, ενώ βλέπουμε θέλοντας και μη· θέλει πειθαρχία, κόπο και σκέψη να καθίσεις στον καναπέ και να διαβάσεις ένα βιβλίο ενώ οι άλλοι σιγοπίνουν στην ταβέρνα … Το διάβασμα είναι μια ειδική μορφή κοινωνικότητας, την οποία πρέπει κανείς να την επεξεργαστεί.

9. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Παρά τις διαρκείς επιθέσεις που δέχεται και τις προϋποθέσεις που απαιτεί για τη συγγραφή, την παραγωγή και τη διάδοσή του, το βιβλίο δεν θα εκλείψει – το αντίθετο μάλιστα· γιατί το βιβλίο διαθέτει μια υλικότητα και αμεσότητα που εμπλέκουν εμάς τους ίδιους και τη σωματικότητά μας.

10. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Θα έπαιρνα χαρτί και μολύβι μαζί μου – όχι βιβλία. Δεν είναι πως δεν υπάρχουν σημαντικά βιβλία που θα με ενδιέφεραν αλλά θα επέμενα στην προσωπική έκφραση. Φυσικά δεν πρέπει μόνο να γράφουμε—πάνω απ’ όλα πρέπει να ζούμε!

11. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;

Στη μοίρα σίγουρα όχι αλλά αυτό που κάποιος θα έλεγε τύχη, θα το έλεγα σύμπτωση δρόμων, τροχιών μες στις οποίες όλοι μας κινούμαστε. Αλλά οι τροχιές μας δεν είναι δεδομένες ούτε σε μας τους ίδιους – υπάρχουν πολλές τροχιές που οι άνθρωποι μπορούμε να χαράξουμε και όταν αυτές συμπίπτουν με τις τροχιές των άλλων, μπορούμε να το λέμε τύχη. Σας ευχαριστώ και πάλι.