/Gary Moore: Ο άνθρωπος που έκανε την κιθάρα να «κλαίει»

Gary Moore: Ο άνθρωπος που έκανε την κιθάρα να «κλαίει»

Η καριέρα του ξεκίνησε την δεκαετία του 1960. Ο ίδιος συνεργάστηκε με καλλιτέχνες ανάμεσα στους οποίους οι Φιλ Λίνοτ και Μπράιαν Ντάουνεϊ, από τα χρόνια του στο Γυμνάσιο, με αποτέλεσμα να γίνει μέλος δύο φορές στο ιρλανδικό συγκρότημα της ροκ Thin Lizzy. Εκτός από τις συνεργασίες του με συγκροτήματα, ο Μουρ είχε και μία πολύ επιτυχημένη σόλο καριέρα. Παρά το γεγονός ότι είχε σχετικά μικρή δημοφιλία στις ΗΠΑ, η μουσική του Μουρ κέρδισε θετικές κριτικές στην Ευρώπη. Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες και πειραματίστηκε με πολλά μουσικά είδη, όπως ροκ, τζαζ, μπλουζ, κάντρι, electric blues, hard rock και χέβι μέταλ.

Ο Robert William Gary Moore, γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1952 στο Ανατολικό Belfast. Ήταν ένα από τα πέντε παιδιά των Bobby και Winnie. Από νωρίς φάνηκε η κλίση του για την μουσική όταν έπιασε μία ακουστική κιθάρα στα χέρια του στην ηλικία των 8 ετών. Αν και ήταν αριστερόχειρας έμαθε να παίζει με το δεξί. Στα 11 έπαιξε στο πρώτο του συγκρότημα, στους Beat Boys, με τους οποίους παίζανε επιτυχίες των Beatles. Το 1968, σε ηλικία 16 ετών, έφυγε από το πατρικό του σπίτι λόγω αρκετών οικογενειακών προβλημάτων κυρίως των γονιών του, οι οποίοι τελικά χώρισαν ένα χρόνο αργότερα και μετακόμισε στο Δουβλίνο. Οι πρώτες του επιρροές ήταν από τον Πίτερ Γκριν, ο οποίος έγινε μέντοράς του, όταν ο Μουρ έπαιζε σΒιοτο Δουβλίνο.

Skid Row

Το 1969 σε ηλικία 16 ετών, λίγο καιρό μετά την άφιξη του στην πρωτεύουσα της Ιρλανδίας, μπήκε στους Skid Row, με τους Νόελ Μπρίτζμαν και Μπρους Σιλς. Με το συγκρότημα αυτό ο Μουρ άρχισε να γίνεται διάσημος στην μουσική βιομηχανία και τότε ξεκίνησαν οι δεσμοί του με τον Phil Lynott.

Μία γνωριμία που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην καριέρα του Moore. Με τους Skid Row, μοιράστηκαν την σκηνή με πολλά μεγάλα ονόματα της τότε rock σκηνής. Ένα από αυτά ήταν και οι Fleetwood Mac, με τους οποίους παίξανε τον Ιανουάριο του 1970. Τότε ήταν που ο Moore γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες επιρροές του, τον Peter Green, τον ιδρυτή των Fleetwood Mac. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1995, ως φόρο τιμής στον Green, ο Moore κυκλοφόρησε τον δίσκο “Blues For Greeny”, ένα δίσκο ο οποίος περιέχει αποκλειστικά συνθέσεις του Green. Στον δίσκο αυτό, ο Moore έπαιξε με την Les Paul Standard του 1959, την οποία του είχε δανείσει ο Green όταν αποχώρησε από τους Fleetwood Mac. Στη συνέχεια και μετά από προτροπή του ίδιου του Green, o Moore αγόρασε την κιθάρα για £100. Αρκετά χρόνια αργότερα θα δήλωνε: “Το παίξιμο του Green, είναι εξίσου σημαντικό με αυτό του Eric (Clapton) και του Jeff (Beck), αλλά επειδή δεν προώθησε τον εαυτό του, ξεχάστηκε. Το συναίσθημα του ήταν καλύτερο από οτιδήποτε άλλο υπήρχε τότε.”

Με τους Skid Row κυκλοφόρησε δύο δίσκους. Τον δίσκο “Skid” το 1970 και τον “34 Hours” το 1971. Το φθινόπωρο του 1971 ηχογράφησε και έναν τρίτο δίσκο με το συγκρότημα, αλλά τελικά αποχώρησε τον Δεκέμβριο του 1971. Την θέση του προσωρινά ο Eric Bell των Thin Lizzy για κάποιες live εμφανίσεις πριν ο Paul Chapman γίνει ο κανονικός του αντικαταστάτης. Ο Chapman ηχογράφησε τα κιθαριστικά μέρη του Moore αλλά τελικά ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε μέχρι το 1990 με τον Moore στην κιθάρα. Εκείνη την περίοδο λέγεται ότι απέκτησε και τις ουλές στο πρόσωπο του. Φήμες λένε ότι σε μία pub στο Middlesbrough της Αγγλίας, ο Moore ενεπλάκη σε καυγά για μία κοπέλα και κάποιος του έσπασε ένα ποτήρι στο πρόσωπο.

Σόλο καριέρα

Μόνος πλέον ο Moore αποφασίζει να κάνει το δικό του συγκρότημα τους The Gary Moore Band. Το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Μουρ κυκλοφόρησε το 1973, με τίτλο Grinding Stone (υπό το όνομα “the Gary Moore Band”). Θεωρήθηκε από αρκετούς ο δίσκος της χρονιάς. Ουσιαστικά η σόλο καριέρα του ξεκίνησε το 1978, με την βοήθεια του Λίνοτ. Τότε σημείωσαν μεγάλη επιτυχία με το “Parisienne Walkways”, και το άλμπουμ των Thin Lizzy Black Rose: A Rock Legend .

Ο Eric Bell, την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1973 μετά από μία συναυλία των Thin Lizzy στο Queen’s University του Belfast, λόγω προβλημάτων υγείας που τον ταλαιπωρούσαν, αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκρότημα. Την θέση του πήρε ο Moore έτσι ώστε να μπορέσουν να ολοκληρώσουν την περιοδεία. Η θητεία όμως ήταν προσωρινή και κράτησε μέχρι τον Απρίλιο του 1974. Μέσα σε αυτούς τους λίγους μήνες όμως πρόλαβε να ηχογραφήσει μαζί τους τρία τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν το “Still In Live With You” στην μορφή που υπάρχει στον τέταρτο δίσκο των Thin Lizzy, “Nightlife” και είναι ένα από τα πιο όμορφα και ερωτικά κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ. Αν και σε όλες τις κυκλοφορίες των Thin Lizzy, αναφέρεται ότι το τραγούδι γράφτηκε από τον Phil Lynott, υπάρχουν αναφορές ότι το έγραψε ο Moore το 1969 αλλά ποτέ δεν το ηχογράφησε. Ο δίσκος “Nightlife” κυκλοφόρησε τελικά τον Νοέμβριο του 1974 όταν ο Moore είχε ήδη αποχωρήσει από το συγκρότημα. Την θέση του είχε πάρει ο Brian Robertson, ο οποίος όμως αρνήθηκε να ηχογραφήσει ξανά τα μέρη του Moore καθώς πίστευε ότι δεν μπορούσε να τα βελτιώσει.

Το 1976 και συγκεκριμένα στις 26 Νοεμβρίου μετά από καυγά στον οποίο ενεπλάκη ο Brian Robertson, o Lynott νευριάζει και για ακόμα μία φορά ο Moore καλείται να αναπληρώσει το κενό εν μέσω περιοδείας και μάλιστα αυτή τη φορά στις Η.Π.Α., όπου άνοιγαν για τους Queen.

Στις 6 Ιουλίου 1978 μετά από συναυλία των Thin Lizzy στην Ibiza, Lynott και Robertson μαλώνουν ξανά αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Και πάλι αντικαταστάτης του είναι ο Moore. Δύο μήνες αργότερα κυκλοφορεί και επίσημα τον πρώτο του solo δίσκο, καθώς το “Grinding Stone” κυκλοφόρησε υπό την ονομασία The Gary Moore Band, “Back On The Streets”. Σε τέσσερα κομμάτια του δίσκου, συμμετείχαν και οι Phil Lynott και Brian Downey των Thin Lizzy. Στον δίσκο περιέχεται και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Moore, το “Parisenne Walkaways” το οποίο έφτασε στην 8η θέση των UK Singles Charts.

Πίσω στους Thin Lizzy και πάλι. Αυτή τη φορά ο Moore έμεινε αρκετά στο συγκρότημα ώστε να μπορέσει να κυκλοφορήσει ένα δίσκο μαζί τους. Αυτός ήταν ο δίσκος “Black Rose: A Rock Legend”, ο οποίος έφτασε στην 2η θέση των UK Charts και θεωρείται ίσως ο πιο επιτυχημένος δίσκος του συγκροτήματος. Και πάλι όμως η θητεία του ως κιθαρίστας των Thin Lizzy, δεν κράτησε πολύ. Αποχώρησε ξαφνικά στην μέση της περιοδείας τον Ιούλιο του 1979. Αρκετά χρόνια αργότερα θα δήλωνε ότι δεν το μετάνιωσε που έφυγε. “Ίσως ήταν λάθος ο τρόπος που το έκανα. Θα μπορούσα να το είχα κάνει αλλιώς. Υποθέτω. Αλλά απλά έπρεπε να φύγω.”

Ο Moore μετακομίζει στο Los Angeles και συνεχίζει την καριέρα του κυκλοφορώντας το 1980 τον δίσκο “G-Force”. Στην ουσία ο δίσκος κυκλοφόρησε από το συγκρότημα με το όνομα G-Force, που αποτελούνταν από τους Gary Moore στα φωνητικά και στην κιθάρα, Tony Newton στο μπάσο, Mark Nauseef στα drums και τον Willie Dee στα πλήκτρα. Το σχήμα περιόδευσε για την προώθηση του δίσκου ανοίγοντας για τους Whitesnake, οι οποίοι τότε περιόδευαν για τον δίσκο “Ready An’ Willing”. Λίγο αργότερα το συγκρότημα διαλύθηκε και ο Moore συνεργάζεται με τον Greg Lake των Emerson, Lake & Palmer. Μαζί του κυκλοφορεί δύο δίσκους, το “Greg Lake” το 1981 και το “Manoeuvres” το 1983.

Ο Moore όμως συνέχιζε παράλληλα και την solo καριέρα του. Έτσι το 1981 ηχογράφησε το “Dirty Fingers” που όμως κυκλοφόρησε το 1983 πρώτα στην Ιαπωνία, όπου ήδη ήταν υπερβολικά δημοφιλής και ένα χρόνο αργότερα στην Ευρώπη. Πριν την κυκλοφορία του “Dirty Fingers”, τον Σεπτέμβριο του 1982 κυκλοφορεί τον επόμενο solo δίσκο του με τίτλο “Corridors Of Power” στον οποίο συμμετέχουν οι Ian Paice (Deep Purple), Neil Murray (Whitesnake) και Tommy Eyre (B.B. King, John Mayall, Joe Cocker κ.α.).

Ο Moore συνέχισε με μία σειρά από πολύ επιτυχημένους δίσκους. Τον Φεβρουάριο του 1984 κυκλοφόρησε τον δίσκο “Victims Of The Future”, ο οποίος περιέχει μία από τις ομορφότερες μπαλάντες του, το “Empty Rooms”. Το 1985 κυκλοφόρησε ο δίσκος “Run For Cover”, που για πολλούς θεωρείται ο δίσκος που έδωσε την μεγαλύτερη ώθηση στον Ιρλανδό. Στον δίσκο αυτό ο Moore συνεργάστηκε με αρκετούς φίλους όπως ο Glenn Hughes (Deep Purple), Paul Thompson (Roxy Music) και φυσικά με τον Phil Lynott. Το single “Out In The Fields”, στο οποίο συμμετέχει ο Lynott, έφτασε στην 3η θέση στα Irish Singles Charts και στην 5η στα UK Singles Charts. Αυτή ήταν και η τελευταία συνεργασία του Moore με τον Lynott καθώς λίγους μήνες αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου 1986 ο Lynott, απεβίωσε.

Τον Μάρτιο του 1987, κυκλοφόρησε ο δίσκος “Wild Frontier”, ο οποίος είναι βαθειά επηρεασμένος από τις κέλτικες ρίζες του Moore. Ο Moore αφιέρωσε τον δίσκο στην μνήμη του Lynott με τις λέξεις “For Philip” (Για τον Philip) στο οπισθόφυλλο. Μάλιστα το ομώνυμο κομμάτι του δίσκο ο Moore το προόριζε για τον Lynott στα φωνητικά αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε.

Συνέχεια με τον δίσκο “After The War”, ο οποίος κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1989. Όπως και στον προηγούμενο δίσκο, έτσι και σε αυτόν είναι εμφανείς οι κέλτικες ρίζες του Moore. Στον δίσκο αυτό συνεργάζεται και με τον Ozzy Osbourne, ο οποίος ανέλαβε τα φωνητικά στο κομμάτι “Led Clones”. Το κομμάτι αυτό είναι μία μπηχτή σε συγκροτήματα όπως οι Whitesnake και οι Kingdome Come, τα οποία ήταν αρκετά δημοφιλή εκείνη την περίοδο και βασίζονταν κυρίως στο μουσικό στυλ αλλά και στην εμφάνιση των Led Zeppelin. Ο Moore αργότερα θα δήλωνε: “δεν ήθελα να καταλήξω στο Hollywood, να κάνω αισθητικές επεμβάσεις και να βάφω τα μαλλιά μου ξανθά για να εμφανιστώ στο εξώφυλλο του δίσκου μου.” Αυτός ήταν και ο τελευταίος rock δίσκος του Moore μέχρι το 1997 και τον δίσκο “Dark Days In Paradise.”

Το 1990 ήταν η χρονιά που σηματοδότησε την στροφή του Moore στο blues. Τον Μάρτιο κυκλοφόρησε τον δίσκο “Still Got The Blues”, ο οποίος ο πιο επιτυχημένος δίσκος στην solo καριέρα του Moore καθώς έγινε δεκτός από τους παλιούς οπαδούς του αλλά έφερε και πολλούς νέους οι οποίοι δεν τον ήξεραν μέχρι τότε. Στον δίσκο αυτόν συνεργάστηκε με ονόματα θρύλους όπως ο Albert King, ο Albert Collins και ο George Harrison.

Το 1994 είχε φτάσει ο καιρός για ακόμα μία μεγάλη συνεργασία του Moore, αυτή τη φορά με τον μπασίστα Jack Bruce (Cream) και τον drummer Ginger Baker (Cream, Blind Faith). Μαζί κυκλοφόρησαν τον δίσκο “Around The Next Dream”, ο οποίος έφτασε στην 9η θέση των UK Charts. Το σχήμα με το όνομα BBM, συνέχισε με μία μικρή περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο και κάποιες ελάχιστες εμφανίσεις σε festivals πριν διαλυθεί.

Ο Moore συνέχιζε ασταμάτητος τις κυκλοφορίες σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα, συνήθως ανά δύο χρόνια. Το 2007 συνεργάστηκε και πάλι με τον drummer Brian Downey των Thin Lizzy, ο οποίος έπαιξε σε όλα τα κομμάτια του δίσκου “Close As You Get”. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε και ο τελευταίος δίσκος του, “Bad For You Baby” .

Η καριέρα του Ιρλανδού δυστυχώς έφτασε πρόωρα στο τέλος της μετά από καρδιακή ανακοπή που υπέστη στο δωμάτιο του ξενοδοχείο που διέμενε στην Μάλαγα της Ισπανίας και ενώ βρισκόταν εκεί για διακοπές. Τώρα θα είναι κάπου εκεί πάνω στην μεγάλη μπάντα του ουρανού και θα παίζει ξανά με τον Phil.

Ο Gary Moore πέθανε σε ηλικία 58 ετών στον ύπνο του, τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Φεβρουαρίου 2011, σε ξενοδοχείο στην Ισπανία, όπου βρισκόταν για διακοπές.

Ο Gary Moore ήταν ένας άνθρωπος που έκανε την κιθάρα να κλαίει. Ένας άνθρωπος που χαίρει της αναγνώρισης όλων, ανεξαρτήτως σε ποιο μουσικό είδος ανήκουν.

tralala