Βαρύ και αιώνιο αποτύπωμα
Σαν να μην πέρασε ούτε μια ημέρα. Από τότε που συναντηθήκαμε. Για πρώτη φορά. Πριν από λίγα χρόνια. Στον ίδιο χώρο η νέα αντάμωση, κι αυτή την φορά. Εξ’ ίσου ολόιδιες και οι παραστάσεις. Όπως και τότε. Κάτι σαν φωτογραφίες. Συλλεκτικές. «Παγωμένες» στον ακινητοποιημένο χρόνο. Ωστόσο, ζεστές. Ζωντανές. Ηχούσες: Το καντηλάκι σταθερά αναμμένο μπροστά στις εικόνες των αγίων. Πιο εκεί, ο χώρος του διαβάσματος. Με την μπερζέρα να κυριαρχεί. Στοίβες οι εφημερίδες και τα βιβλία στα πόδια της. Να παίρνουν την σειρά τους να διαβαστούν. Ακριβώς δίπλα από το τζάκι. Έντυπες συντροφιές για τα θερμά διαβάσματα του σπιτονοικοκύρη. Στις χειμέριες ημέρες των θερμόαιμων επιζητήσεων.
Τα έπιπλα του σπιτιού εξακολουθούν να μην ντρέπονται για τα χρόνια τους. Στέρεα η κομψότης τους. Ακόμη. Επίζηλες οι ακατάβλητες επιμονές τους. Οι απτόητες άμυνες τους. Παρά την βαριά πατίνα των χρόνων. Κατάφορτη επάνω τους. Ποιων χρόνων; Εκείνων των ξακουστών. Των αλησμόνητων. Εκείνων των εποχών των αριστοκρατών. Των ευγενών αστών. Τότε, που, «το κοινό αίσθημα συνέπιπτε με εκείνο των αρίστων»…
Ο ίδιος κοσμοπολιτισμός ολόγυρα στους τοίχους. Με τους δεκάδες αναρτημένους πίνακες ζωγραφικής. Παραδίπλα της τραπεζαρίας, το απάγκιο κρατητήριό του. Εκεί απ’ όπου απελευθερώνει τη σκέψη και την γραφίδα του. Εδώ και δεκάδες χρόνια τώρα. Ολημερίς. Ολονυχτίς. Μοναχός. Η ζωτική του περιοχή. Το γραφείο του. Τα βιβλία αμέτρητα στις βιβλιοθήκες. Μέχρι το ταβάνι. Το άθροισμα πρέπει να χάνεται στο μέτρημά τους. Ο χώρος εποπτεύεται αυστηρά. Άλλωστε τι κρατητήριο θα ήταν άνευ εικοσιτετράωρης φυλάξεως. Ο φρουρός –τι άλλο;- ένα πορτρέτο σε κάδρο. Φυσικά, ενός παγκόσμιου. Συγγραφέως. Του Ντοστογιέφσκι. Κάτι σαν φύλακας – άγγελος…
Οι κουρτίνες κάποια στιγμή ανοίγουν. Μεσημεράκι Σαββάτου. Όμορφος ο καιρός. Θελκτικός. Μαγιάτικος. Τα αγιοκλήματα στη βεράντα της Νέας Σμύρνης χαμογελούν το άρωμα τους. Αφειδώς. Όμοια η συμπεριφορά και των υπόλοιπων λουλουδιών. Συνεννοημένα κι αυτά με το έαρ. Μάλλον, περί ακραιφνούς συνομωσίας με την φύση θα πρόκειται. Με την ελληνική γραμμή. «Ογδόντα οκτώ γλάστρες μου άφησε κληρονομιά η γυναίκα μου και τις προσέχω μία – μία», θα μου πει. Θλιμμένος για την μεγάλη απώλεια. Από τον πέμπτο όροφο αξόδευτο το γαλάζιο του ουρανού. Άλλη συνομωσία κι αυτή. Θεϊκή. Επουράνια. Η θέαση, ανεμπόδιστη. Στο μάκρος της ματιάς, η ανοιξιάτικη φυλλωσιά της θάλασσας. Ο Φαληρικός όρμος. Στο βάθος του κάδρου, η Καστέλα…
Το εγκάρδιο τρατάρισμα μου. Ένα ποτήρι δροσερό νερό και σοκολατάκια. Η συζήτηση αρχίζει. Κάπου δύο ώρες. Τόσο κρατεί. Και που δεν πήγε. Ταξίδεψε μέχρι την παλιά γειτονιά και των δυο μας. Στην πλατεία Αμερικής. Στην «πρωτεύουσα των αστών», όπως συνηθίζω να αποκαλώ εκείνο το σημείο της Πατησίων. Στο κάτω μέρος της Κυψέλης και της Φωκίωνος Νέγρη. Τότε, που κυριαρχούσαν τα δεκάδες θέατρα και οι κινηματογράφοι. Με το «Άττικα» να δεσπόζει επί της πλατείας Αμερικής ή Αγάμων.
Μιλήσαμε για όλους και για όλα. Αφιερωθήκαμε για λίγο στον κοινό έρωτά μας. Στο χαρτί, βέβαια. Τις εφημερίδες. Σε αυτές της τελευταίας εικοσαετίας του 20ου αιώνος. Αναπολήσαμε τα μεγάλα ονόματα της δημοσιογραφίας. Τους ανυπέρβλητους σε πνεύμα διευθυντές. Και τους τεράστιους σε ήθος. Ρούσος, Καραπαναγιώτης, Καρκαγιάννης και λοιπούς. Εκείνος, τότε, καταξιωμένος αρθρογράφος στο «Βήμα» της Χρήστου Λαδά. Εγώ, «νεοσσός» στο επάγγελμα, στην «Βραδυνή» της οδού Πειραιώς. Και καταλήξαμε σε κοινό παρονομαστή. Στα μικρά μεγέθη των σημερινών διευθυντών. Στην έπαρση των σπιθαμιαίων. Στον εγωισμό των ημιμαθών. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, φυσικά.
Για τον φιλόσοφο Χρήστο Γιανναρά δεν χρειάζονται οι συστάσεις. Δεν χρησιμεύουν οι πολλές κουβέντες, όταν η οξυδερκής σκέψη του έχει δοκιμαστεί στην πράξη. Όταν ο φιλομαθής λόγος του έχει προηγηθεί όλων των εποχών. Προβλέποντας τα τραγικά επακολουθήσαντα. Προπορεύτηκε κατά πολύ του διανοούμενου Παναγιώτη Κονδύλη, όταν αυτός, στην δεκαετία του ’90, κάνει λόγο για «φθίνον Έθνος». Ακόμη – ακόμη προηγήθηκε του Ελύτη, όταν ο νομπελίστας ποιητής προειδοποιούσε πως ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Το 1990. Στο δοκίμιο του –άγνωστο δυστυχώς στους πολλούς, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά».
Ο Γιανναράς, πρώτος, το 1986 κρούει όλους τους κώδωνες των συνειδήσεων. Όσο πιο έντονα μπορεί η πένα ενός διανοούμενου. Η επιφυλλίδα του με τον τίτλο “Finis Graeciae”, στην εφημερίδα «Βήμα», δεν είναι απλώς κάποια πιθανολογία. Είναι ένα ευθύ προμήνυμα ιστορικού τέλους. Σειρήνα πολέμου. «Η Ελλάδα πέθανε και τη σκοτώσαμε εμείς –δεν είναι ρητορικό σχήμα», φωνάζει από την καρδιά της καρδιάς του. Ε, και. Δεν τον πρόσεξε κανείς. Ίσως κάποιοι ελάχιστοι. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που η πατρίδα δεν άκουγε. Που δεν άκουγε τους λελαμπρυσμένους…
Η σκέψη, ίσως του πιο κορυφαίου εν ζωή φιλόσοφου στη χώρα μας, προκαλεί και αντιδράσεις. Δικαιολογημένες; Αδικαιολόγητες; Πάντως έτσι γίνεται πάντα με τους πικρούς καρπούς. Με τους ανθρώπους των υψηλών θερμοκρασιών. Πικραίνουν. Λυπούν. Δυσαρεστούν. Εναντιώνουν. Όμως, είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς με την καρποφορία του λόγου του, ένα είναι βέβαιο. Αναμφισβήτητο. Αν αποφλοιώσεις τον καρπό του, βαθιά μέσα, στον πυρήνα, θα βρεις τον καημό του. Το αργόσυρτο δάκρυ του έρωτος του. Έρως για την πατρίδα, για την Ρωμιοσύνη, για τον Ελληνισμό ολόκληρο. Σε κάθε περίπτωση, είναι από τους λίγους Έλληνες που ο λόγος του αφήνει βαρύ και αιώνιο αποτύπωμα. Το αποτύπωμα της ουσίας και της αξίας…
Όταν τον ρώτησα –μπορεί και για να τον δοκιμάσω, ποιες φωτογραφίες και ποιες ζωγραφικές θα ήθελαν να διανθίσουν το κείμενο της συνεντεύξεως του, μού είπε: ό,τι θα έχει σχέση με την διαμόρφωση του χώρου της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου από τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Για ζωγράφους μου πρότεινε τον Παπαλουκά και τον Θεόφιλο.
Εκμυστήρευση: Η συνάντηση μαζί του ήταν για μένα ένα είδος αποδράσεως. Μια λυτρωτικής αποδράσεως από τα μικρά μεγέθη. Από τις ασήμαντες διαστάσεις με τις οποίες υποχρεώνομαι να συγχρωτίζομαι. Μια φυγή από την «φτήνια και μακρηγορία χωρίς αντίκρισμα». Δεν υπάρχει πιο εξαίσιο δώρο στη ζωή σου από την φιλία. Την γνωριμία. Την συναναστροφή. Με ανθρώπους ανώτερων ποιοτήτων. Υψηλότατων γνωρισμάτων. Ψυχικών και πνευματικών.
Δε λέω, φευγαλέα ήταν η συνάντηση. Δύο ωρών. Επαρκής όμως για την δημιουργία της «στιγμής». Τρεις – τέσσερις άλλωστε θα είναι όλες κι όλες οι δυνατές στιγμές που θα ομορφύνουν το επάγγελμά μου. Που θα μείνουν. Είναι το βέβαιον. Είναι οι μυσταγωγικές εκείνες στιγμές που σε εγκαρδιώνουν. Που σε κρατούν όρθιο. Όρθιο για να συνεχίσεις τον αγώνα σου. Όσο διαρκέσεις. Μέχρι να συνδεθείς απ’ ευθείας με τον Θεό…
Αγαπητοί αναγνώστες ο φιλόσοφος Κύριος Χρήστος Γιανναράς στην Boulevard.
-Πριν από περίπου τριάντα χρόνια κύριε Γιανναρά είχατε προβλέψει την σημερινή παρακμή ή χρεοκοπία που βιώνει η χώρα μας, έχοντας πει σε επιφυλλίδα σας «Η Ελλάδα πέθανε και τη σκοτώσαμε εμείς». Αυτό το «εμείς» θα θέλατε να το κάνετε πιο συγκεκριμένο; Πιο προσδιοριστικό ως προς τους πρωταίτιους. Με το όνομά τους. Και πέραν του «εμείς», ως προς τις αιτίες, μήπως θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα ίσως στο πιο παθογόνο αίτιο, στο «εγώ» του Νεοέλληνα –και να το σχολιάσετε; Και πόσο ένοχο μπορεί να είναι αυτό το «εγώ» ή, σε ποιο βαθμό το αθωώνετε ή του αναγνωρίζετε ελαφρυντικά πρότερου βίου εάν αναλογιστούμε τα όσα έχει περάσει ετούτος ο λαός;
Ευχαριστώ για το ερώτημά σας. Νομίζω με στέρεα λογική (όχι αυθαίρετα ή παρορμητικά) αδυνατώ να καταλογίσω την παραμικρή ευθύνη γενικά στον «λαό» ή αφηρημένα στους «πολίτες για το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού ή και μόνο για την ατίμωσή του, που ζούμε σήμερα.
Σκεφθείτε, σε όσες δεκαετίες του παρελθόντος ελέγχει η μνήμη σας, ποια σχολειά εκπαίδευσαν αυτόν τον λαό, με ποια εκπαιδευτικά προγράμματα και ποια βιβλία, με την επιτελική ευθύνη ποιων υπουργών Παιδείας, με δασκάλους και καθηγητές που εκπαιδεύτηκαν σε ποιες πανεπιστημιακές σχολές.
Προσθέστε στην κριτική σας αναθύμηση: σε όλες αυτές τις δεκαετίες ποια ραδιοτηλεοπτική μεθοδική εξηλιθίωση υφίσταται αυτός ο λαός, ποιον εξανδραποδισμό από τη συστηματική ποδοσφαιρολαγνεία, ποιο επίπεδο δημοσιογραφίας του προσφέρουν οι εφημερίδες, ποια «πολιτική βιβλίου» άσκησαν όλες (χωρίς εξαίρεση) οι κυβερνήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι στα σαράντα τέσσερα χρόνια της λεγόμενης «μεταπολίτευσης» συντελέστηκε στην Ελλάδα μια πραγματική γενοκτονία.
Φυσικοί αυτουργοί της γενοκτονίας, σαφέστατα και εξόφθαλμα, είναι οι επαγγελματίες της πολιτικής, το στυγνό μονοδρομικό καθεστώς της κομματοκρατίας. Έστησαν μια παρωδία κράτους με σχέσεις μόνο πελατειακούς, εξουδετέρωσαν την ίδια την έννοια του δημόσιου λειτουργού και τελικά, με τον εξωφρενικό υπερδανεισμό και τη θεσμοποιημένη διαφθορά, οδήγησαν τη χώρα σε πραγματική, ολοσχερή καταστροφή.
-Κατηγορείτε την κομματοκρατία της Μεταπολιτεύσεως ως αποκλειστικά υπεύθυνη για τα δεινά που βιώνει η Ελλάδα και οι Έλληνες. Και συγκεκριμένα την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησαν όλα αυτά τα χρόνια. Όμως, αυτά τα ίδια κόμματα είναι που κλήθηκαν το 2010 να την βγάλουν από την κρίση. Αν τώρα αυτό συνιστά πολιτική παραδοξότητα, δηλαδή ο θύτης μετά την πράξη του να θέλει να περισώσει το θύμα του, είναι κάτι το οποίο θα μας το πείτε εσείς. Ωστόσο, θέλω να ρωτήσω: αποκλείετε στα συγκεκριμένα κόμματα να έχουν κάνει την αυτεπίγνωσή τους, να διδάχθηκαν από τα λάθη τους, να διορθώθηκαν και να μετεξελίχθηκαν επί τα βελτίω; Η αυτογνωσία, η βελτίωση, η ανανέωση, ο ιδεολογικός επανακαθορισμός, η πολιτική αναβάθμιση δεν είναι στοιχεία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και των κομμάτων που το συναποτελούν;
Θα μου επιτρέψετε μια διαφορετική, νομίζω ρεαλιστική οπτική: Τα ίδια αυτά κόμματα τα υπεύθυνα για το πελατειακό κράτος, τη «διαπλοκή», την κατεστημένη διαφθορά, τον υπερδανεισμό, την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και την επιτρόπευση της χώρας, δεν «κλήθηκαν» να βγάλουν τη χώρα από την κρίση. Έσπευσαν, παραβιάζοντας κάθε λογική και κάθε στοιχειώδες αντανακλαστικό αιδημοσύνης, να απεμπολήσουν ακόμα και τα προσχήματα των δήθεν ιδεολογικών τους διαφορών και θύτες αυτοί, να αναλάβουν συνεργαζόμενοι, «χωρίς αιδώ ή λύπην», τη συνέχιση εξουσιασμού των θυμάτων τους, έστω και επιτροπευόμενοι.
Το λογικό (και αυτονόητο) θα ήταν, όταν οι διεθνείς τοκογλύφοι («εταίροι» μας) επέβαλαν στη χώρα το πρώτο «μνημόνιο», να κληθούν – επιστρατευθούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας, καταξιωμένοι στη διαχείριση κοινωνικών προβλημάτων, επιχώριοι ή της διασποράς, σε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση με τουλάχιστον διετή διάρκεια, που θα αναλάμβαναν το ηράκλειο έργο «επανίδρυσης του κράτους». Μια ισχνή απόπειρα περίπου σχετική έγινε με την κυβέρνηση Παπαδήμου, αλλά έσπευσε αμέσως να την ακυρώσει η ναρκισσιστική αδημονία του Αντώνη Σαμαρά να γευθεί την πρωθυπουργία.
Και δεν ήταν μόνο αδημονία, ήταν και συγκάλυψη τρομακτικών ευθυνών. Μια σοβαρή διαχείριση της συντελεσμένης καταστροφής θα ήταν αυτονόητο να λάβει υπ’ όψη τις εντελώς συγκεκριμένες καταγγελίες που τεκμηρίωνε η Προκαταρκτική Έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Αλήθειας για το Δημόσιο Χρέος, δημοσιευμένη στις Εκδόσεις της Βουλής των Ελλήνων. Με την κυβέρνηση Σαμαρά, οι καταγγελίες της έκθεσης επιμελέστατα αγνοήθηκαν. Στην καταστροφή της οικονομίας, στη συμφορά της ανεργίας και της εξαθλιωτικής στέρησης, προστέθηκε και η διακοπή της συνέχειας στη λειτουργία του κράτους.
Με βάση την προσωπική μου πείρα και αντιληπτική δυνατότητα, απαντώ στο ερώτημά σας: Ναι, αποκλείω ότι τα κόμματα στη χώρα μας «αποτελούν στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Συνιστούν την έμπρακτη άρνηση της δημοκρατίας. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να «διορθωθούν», να «διδαχθούν από τα λάθη τους», ουδέποτε «μετεξελίχθησαν», αγνοούν τη σημασία των λέξεων «αυτογωσία», «αυτοκριτική», «ανανέωση», «ιδεολογικός επανακαθορισμός», «πολιτική αναβάθμιση».
Τα εμφανιζόμενα ως «κόμματα» στην Ελλάδα, από την εποχή που έδωσε τον ορισμό τους ο Ροΐδης (1875) ότι σήμερα, είναι καρκινώματα του κοινωνικού βίου, οργανωμένες συσπειρώσεις ανθρώπων μανιακών για την εξουσία, το χρήμα, τη χλιδή. Η πολιτική για τους κομματανθρώπους είναι το ανάλογο της υστερίας του τζογαδόρου. Συχνά το μεταξύ τους λεξιλόγιο διολισθαίνει στην εκφραστική της σεξουαλικής επιθετικότητας, ακριβώς όπως και στους ποδοσφαιρολάγνους. Όταν κατατροπώνουν τους αντιπάλους τους, με τις ψήφους της αφέλειας των μικρονοϊκών ή ρητορικά, βακχεύονται σαν τους παθιασμένους των ποδοσφαιρικών κερκίδων.
-Από το 2015 το «πηδάλιο» της διασώσεως της χώρας έχει πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα το οποίο δεν είχε συμμετοχή στην οικονομική κρίση – χρεοκοπία καθώς ουδέποτε στο παρελθόν είχε κυβερνητικές ευθύνες. Αν οι υπαιτιότητές του ως μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού αριστερού χώρου είναι πολύ μεγάλες, γιατί ηγεμόνευσε ιδεολογικά όλα τα χρόνια της Μεταπολιτεύσεως διαμορφώνοντας ένα πεδίο, ίσως το πλέον κατάλληλο ώστε να καλλιεργηθεί με τον καρποφόρο τρόπο η παρακμή, είναι μία άλλης τάξεως συζήτηση. Τώρα, σήμερα, μετά από 3,5 χρόνια διακυβερνήσεως, τι λέτε για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Τι της λογαριάζετε; Που επέτυχε; Που απέτυχε; Ευθέως, τι λέτε για τον κ. Τσίπρα; Και επιτρέψτε μου κ. Γιανναρά, στο σημείο αυτό, να θυμίσω στους αναγνώστες της Boulevard τι είχατε πει για τον σημερινό πρωθυπουργό όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, ό,τι είναι «μεγάλη έκπληξη του ελληνικού πολιτικού βίου –σκαρί ηγέτη, στέρεος, πειστικός, ρεαλιστικός, ευφυής πολιτικός λόγος».
Να ξεκινήσω από το τελευταίο που ρωτάτε: Ναι, γράφω επιφυλλίδες, αλλά είμαι δάσκαλος, δεν είμαι δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής. Αυθόρμητα λοιπόν, όχι σκόπιμα, όταν για πρώτη φορά κάποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για τη χώρα και τη ζωή μας, νιώθω χρέος μου να προβάλω τα όσα θετικά διακρίνω σε αυτόν, να τον φιλοτιμήσω στην αξιοποίηση των προσόντων που δείχνει να έχει. Τα όσα χαρίσματα έβλεπα στον Αλέξη Τσίπρα δεν τα επινόησα για να τον κολακέψω, πιστεύω ακόμα ότι τα έχει, αν και αχρηστευμένα πια. Αν ανατρέξετε σε επιφυλλίδες μου περασμένων δεκαετιών, θα βρείτε πολύ θετικούς χαρακτηρισμούς για τον Κων. Μητσοτάκη, τους πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του, το ίδιο αργότερα και για τον Κ. Σημίτη, το ίδιο και για τον Κώστα Καραμανλή. Έγκαιρα επιφυλακτικός ήμουν για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν αφετηριακά εξόφθαλμος ο αμοραλισμός και η δοξομανία του.
Η περίπτωση Τσίπρα ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί δείχνει εναργέστατα τη δυναμική που έχει στο πολιτικό πεδίο ο «εκσυγχρονιστικός μηδενισμός». Οι πολιτικοί του αντίπαλοι είναι ολοφάνερα, το ίδιο μηδενιστές όσο και ο Τσίπρας, γαλάζιοι και πράσινοι, έστω κι αν σταυροκοπιούνται για λόγους ψηφοθηρικούς –δεν πιστεύουν σε τίποτε, δεν υποψιάζονται τη γνώση που χαρίζεται μόνο στην αυταπάρνηση, στον έρωτα, στην αυτοπροσφορά. Δηλαδή είναι όλοι τους ξένοι στον τόπο που τους γέννησε, δεν μετέχουν στον πολιτισμό που γεννάει η εμπειρική βεβαιότητα ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω».
Επομένως, ο πολιτικός τους αμοραλισμός δεν είχε ποτέ κανένα χαλινό, το απέδειξαν περίτρανα όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν μετά τη μεταπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακκιζόταν ότι είναι κόμμα ασυμβίβαστα «αριστερό», δηλαδή κοινωνιοκεντρικών, όχι ατομοκεντρικών προτεραιοτήτων. Δεν είχε διδαχθεί από την εμπειρία του 20ου αιώνα, ότι κοινωνιοκεντρισμός χωρίς ρεαλιστικό μεταφυσικό άξονα (αυτό – διαχειριζόμενη κοινότητα – εκκλησιά, έμπρακτη ελευθερία ανιδιοτέλειας) είναι εφιάλτης, κομμούνα και κολχόζ.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ο Ελληνισμός έφτασε να ζήσει την κρισιμότερη μάλλον στιγμή της ιστορικής του πορείας ως «εθνικού κράτους». Είχε πια ριζικά μετουσιωθεί, από κοσμοπολίτικη πρόταση πολιτισμού σε μιμητικό αντίγραφο ευρωπαϊκού έθνους – κράτους, είχε εγκολπωθεί ως μοναδικό όραμα επιβίωσης την ξιπασιά, αποκλειστική οδό ατομικής και συλλογικής ευτυχίας τον ολοκληρωτικό εξευρωπαϊσμό του. Είχαμε εκπορθήσει, με επαρχιώτικα γλοιώδη τεχνάσματα την είσοδό μας στην ΕΕ, είχαμε εκβιάσει με κουτοπονηριές και τη συμμετοχή μας στο ευρώ (αυτοκτονική παραφροσύνη για χώρα με ασήμαντη βιομηχανία και πρωτόγονους κρατικούς μηχανισμούς).
Ζωγραφική: Καφενείο στην Μυτιλήνη/Σπύρος Παπαλουκάς
Φυσικά οι «εταίροι» μας εντόπισαν αμέσως το εύκολο θήραμα – θύμα: μας μέθυσαν αρχικά με έναν μυθικό, εξωφρενικό υπερδανεισμό. Και ακολούθησε νομοτελειακά η εφιαλτική χρεοκοπία, οι υπογραφές παραίτησης από κάθε ίχνος εθνικής ανεξαρτησίας, η εξευτελιστική «επιτρόπευση» κάθε πτυχής της ζωής μας και του μόχθου μας από τους «εταίρους» – δανειστές μας. Τότε εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα απολειφάδι της κωμικά πολυδιασπασμένης «Αριστεράς», που όμως, με τον νεαρό, ταλαντούχο αρχηγό του, εκπροσωπούσε την αντίσταση στον εξαθλιωτικό εξανδραποδισμό. Υποσχόταν ότι «θα σκίσει τα μνημόνια», που σήμαινε: θα αντιπαλέψει το συμπλεγματικό (αιώνων σκοτεινών) μίσος της μεταρωμαϊκής Δύσης για τον μοναδικό πολιτισμικό της αντίπαλο, τον Ελληνισμό.
Για τη ρήξη με την Ευρώπη ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ την έγκριση του λαού –οργάνωσε δημοψήφισμα. Και, γεγονός απίστευτο (η κορυφαία στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας), ο λαός, παρά τον ολοκληρωτισμό, επί δύο αιώνες, της φιλοευρωπαϊκής ξιπασιάς, έδωσε την εντολή για τη ρήξη, δηλαδή για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, με ποσοστό 62%! Το πώς «πούλησε» ο ΣΥΡΙΖΑ» αυτή την ξεκάθαρη λαϊκή εντολή και με πόσο φτηνά ανταλλάγματα, είναι πράγματα – πεπραγμένα γνωστά, πολύ θλιβερά. Θλίβεται κανείς, ακόμα και προσωπικά για τον Αλέξη Τσίπρα: πως θα τον βλέπουν, στα γεράματά του, τα παιδιά και τα εγγόνια του.
-Ας αφήσουμε προς το παρόν το σημερινό πολιτικό γίγνεσθαι και να πάμε κ. καθηγητά στο ιστορικό παρελθόν. Γιατί, όπως σας έχω διαβάσει στα βιβλία σας, εκεί ακριβώς εντοπίζετε όλες τις γενεσιουργές αιτίες της σημερινής χρεοκοπίας – παρακμής. Υποστηρίζετε ότι η αρχή της φθίνουσας πορείας έγινε το 1821, καθώς η απελευθέρωση σήμαινε για τους επαναστάτες Έλληνες την οργανική συνέχεια της ιστορικής πραγματικότητας που σάρκωνε ο Ελληνισμός μέχρι την υποδούλωσή του στους Τούρκους· σήμαινε να ελευθερωθεί η Πόλη και η Άγια – Σοφιά. Κάτι βέβαια που δεν επετεύχθη. Και υποστηρίζετε ακόμη κ. Γιανναρά, ότι ο Ελληνισμός συρρικνώθηκε εξοντωτικά το 1922 όταν έπαψε να πατάει και στις δύο όχθες του Αιγαίου –πανάρχαιο δεδομένο ορισμού και ταυτότητος της παρουσίας του στο Αιγαίο. Και το 2010 είχατε πει ότι ο Ελληνισμός ιστορικά έχει τελειώσει. Εξακολουθείτε και σήμερα να το πιστεύετε αυτό, εν έτει 2018; Γίνετε σας παρακαλώ πιο αναλυτικός, υπό το πρίσμα των νέων γεωπολιτικών δεδομένων που διαμορφώνονται στην περιοχή μας, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με την χώρα μας να βρίσκεται στην μέση του κυκλώνα.
Δύσκολο να συμπυκνωθεί σε λίγες γραμμές η απάντηση σε ένα τόσο κρίσιμο και θεμελιώδες ερώτημα. Θα μου επιτρέψετε να παραπέμψω σε δύο βιβλία: Στο συναρπαστικό μελέτημα της Έλλης Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα – Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, 1830 – 1880, Αθήνα 1988. Και στο δικό μου, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το «Σχίσμα», Αθήνα («Ίκαρος») 2015.
Θα μου επιτρέψετε να προσθέσω, από ό,τι έχω ως τώρα καταλάβει: Ένας λαός τελειώνει ιστορικά, όχι όταν χάνει την εδαφική γεωγραφική κυριαρχία του στη γενέθλια γη του, ούτε όταν πτωχεύει, ούτε αν κατακτηθεί και υποδουλωθεί σε ξένο δυνάστη. Ένας λαός τελειώνει ιστορικά, όταν ατονήσει και αποσβεσθεί η χρήση της γλώσσας του, αμβλυνθεί ή χαθεί η ιστορική του συνείδηση, ξεριζωθεί από την οργανική συνέχεια θεσμών και συνηθειών που συγκροτούσαν τον τρόπο του κοινού βίου, δηλαδή τον πολιτισμό του.
Με την επιβολή της μονοτονικής γραφής, ο Ελληνισμός επέλεξε και παγίωσε μια χρηστική εκδοχή της γλώσσας –δεν κοινωνεί την εμπειρία, αποβλέπει στη χρηστική κατανόηση. Η εμπειρική σύνδεση έννοιας και νοουμένου δύσκολα βιάζεται από την αυθαιρεσία των σκοπιμοτήτων, ενώ ο συντονισμός της κατανόησης ευκολότατα (με τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας) χειραγωγούνται. Θα έλεγα, αυθαίρετα αλλά ενδεικτικά, ότι ένας Έλληνας, κάτω των 45 ετών σήμερα δεν κατανοεί τη φράση «τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια», δεν κατανοεί τη λειτουργία του απαρέμφατου και της δοτικής, δηλαδή είναι ριζικά αποκομμένος από τη γλωσσική εκφραστική τριών χιλιάδων χρόνων εμπειρικής ελληνικής συνέχειας –του είναι ξένη γλώσσα όχι ο Αριστοτέλης ή ο Ηράκλειτος, αλλά και ο Ροΐδης και ο Παπαδιαμάντης.
Ο ίδιος αφελληνισμός συντελείται και αν αποκοπεί ο Έλληνας από την τρισχιλιόχρονη πολιτική του παράδοση (της αυτόδιαχειριζόμενης κοινότητας), το ίδιο κι αν υποκαταστήσει την εμπειρία της πίστης – εμπιστοσύνης με την πίστη – πεποίθηση σαν επιλεγμένη ατομική νοητική παραδοχή.
-Από ποιον διατρέχει περισσότερο κίνδυνο η Ελλάδα, από την Τουρκία ή από την Δύση; Από τα βόρεια ή από τα ανατολικά σύνορά της; Σε ποιο χώρο κατατάσσετε την Ελλάδα; Συμμερίζεσθε την άποψη του Χάντιγκτον, ο οποίος στη θεωρία του για τον λεγόμενο πόλεμο των πολιτισμών δεν μας κατατάσσει στη Δύση, αλλά στον ορθόδοξο – σλαβικό χώρο;
Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια, η κοινωνιοκεντρική Ελλάδα (η πόλις, η πολιτική, ο πολιτισμός των Ελλήνων) αντιμάχεται τον ατομοκεντρισμό της «βαρβαρότητας» εξ Ανατολών και εκ Δυσμών. Δεν είμαστε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, έχουμε απλώς διαφορετικούς (μακραίωνες) ιστορικούς εθισμούς. Βρίσκαμε πάντοτε χαρά (πληρότητα ζωής) στο ρίσκο της κοινωνίας τω σχέσεων (στην πόλη – πολιτική – πολιτισμό της «εκκλησίας» του δήμου ή των πιστών), όχι στην εγωκεντρική κατασφάλιση με νομική προστασία «ατομικών δικαιωμάτων».
-Μήπως είναι αστόχημα να ερμηνεύουμε το παρόν μόνο με όρους και αξίες του χθες; αν και ο Ελύτης είχε πει ότι μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει και θα είναι πάντα επίκαιρο. Μήπως, δηλαδή, δεν πρέπει να αγνοήσουμε ό,τι τα έθνη, τα κράτη, οι κοινωνίες, οι εποχές μας, τα πάντα γύρω μας διαμορφώνονται με τελείως άλλα δεδομένα, με τελείως νέες «φόρμες»; Εφεξής, μήπως αυτό που χαρακτηρίζει –και αξιολογεί- τις νέες γενιές δεν είναι κατά πόσο καταλαβαίνουν την παπαδιαμαντική γλώσσα ή το πόσο ενδεές είναι το λεξιλόγιό τους, αλλά το κατά πόσο επαρκώς μιλούν την γλώσσα του διαδικτύου; Σήμερα όπως ξέρετε τα παιδιά δεν έχουν δια ζώσης φίλους, αλλά έχουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες άλλους «φίλους», άυλους, με τους οποίους «συνομιλούν» καθημερινά μέσω πλατφόρμας στο Facebook. Σε λίγο καιρό δεν θα σκεφτόμαστε εμείς για τον εαυτό μας, αλλά η τεχνητή νοημοσύνη ενός υπολογιστή. Όλα αυτά δεν εκτοπίζουν το παρελθόν, δεν αποκόπτουν με το μαχαίρι όλες τις συνέχειες και τα όποια διαχρονικά στοιχεία – αξίες που έως τώρα καθόριζαν την ταυτότητά μας, τον πολιτισμό μας και όλα τα υπόλοιπα; Τι λέτε;
Μιλάτε για το ενδεχόμενο (ή την προοπτική) μιας ανθρωπολογικής μεταβολής: για ανθρώπους που δεν θα έχουν λ. χ. όσφρηση ή δεν θα έχουν αφή. Προς το παρόν ο «πολιτισμός», που κεχηνότες θαυμάζουμε εμείς οι μεταπράτες, παράγει ανθρώπους οριστικά ανέραστους, ανίκανους να ερωτευτούν, να ζήσουν το θαύμα της αμοιβαιότητας, να παλαβώσουν από έρωτα. Λένε τις λέξεις: eros, erotic, érotique και εννοούν μόνο εμπορευματοποιημένη ηδονή, πορνεία. Αν αυτός είναι ο ανθρωπολογικός τύπος που επέρχεται, δεν ξέρω ποιες αντιδράσεις θα μπορούσαν να τον αναχαιτίσουν –προς το παρόν νιώθω σημαντικό να διασώσουμε το ελληνικό βιωματικό φορτίο των λέξεων.
-Έχετε γράψει σε επιφυλλίδα σας ότι το πολιτικό σύστημα στη σημερινή Ελλάδα συνιστά δημόσιο κίνδυνο, εφιαλτική απειλή. Ακόμη, ότι η ψήφος είναι μια ψευδαίσθηση ό,τι είμαστε πολίτες, ό,τι το πολίτευμα της χώρας είναι δημοκρατικό. Προσωπικά, μου ακούγεται ορθό αυτό που έλεγε ο Σίλλερ ό,τι «οι ψήφοι πρέπει να ζυγίζονται και όχι να μετριούνται». Αλλά δεν έχει καμία απολύτως σημασία τι πιστεύω εγώ. Εσείς είστε ο δάσκαλος και ο διανοούμενος. Έχετε νομίζω την πνευματική υποχρέωση να κάνετε ένα βήμα παραπάνω. Να μην μείνετε στις επισημάνσεις. Να προχωρήσετε στο «δέον γενέσθαι». Τι πρέπει να γίνει για να βγει η Ελλάδα από την κρίση; Τι συγκεκριμένα και εφαρμόσιμα πολιτειακά και πολιτικά μέτρα προτείνετε; Εάν αύριο το πρωί σας καλέσει ο πρωθυπουργός και ζητήσει την γνώμη σας, τι θα του πείτε;
Αυτό που έχω καταλάβει είναι, ότι μια κοινωνία ή ένα πολιτισμικό «παράδειγμα» που παρακμάζει και καταρρέει, δεν σώζεται με κάποια μαγική συνταγή ή με ευφυή πολιτικά τεχνάσματα. Οι λύσεις, όταν πρόκειται για κοινωνικό αδιέξοδο, γεννιώνται, δεν υποδείχνονται ούτε επιβάλλονται. Αν ένας φανταστικός πρωθυπουργός ζητούσε τη δική μου (άσχετη) γνώμη για το πρακτέο στη σημερινή θανάσιμη αγωνία του Ελληνισμού, θα του έλεγα: τα Αρχαία Ελληνικά, κεντρικό μάθημα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το Δημοτικό, με ετυμολογικό σαν παιγνίδι. Και ριζική αλλαγή στην τοπική αυτοδιοίκηση: επιστροφή στη μικρή, αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, με υποκείμενο φορολογικής υποχρέωσης την κοινότητα, όχι το άτομο. Από τις δύο αυτές παράπλευρες επεμβάσεις, μπορεί να γεννηθεί μια γενικότερη μεταβολή, αλλά οπωσδήποτε με διεργασίες ζύμωσης, οργανικές διεργασίες βλάστησης – άνθησης – καρποφορίας –όχι «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» ούτε με δεοντολογία προτεστάντικης (προσκοπικής) παιδαριωδίας.
-Θα αποπειραθώ με την τελευταία μου ερώτηση να εκμαιεύσω μια αισιόδοξη απάντηση. Όλα «μαύρα» κ. καθηγητά; Και στο παρελθόν η Ελλάδα πέρασε δύσκολες ώρες. Τραγωδίες ολόκληρες. Στο ιστορικό της διάβα πέρασαν από πάνω της εάν δεν κάνω λάθος 16 φυλές. Κι όμως επέζησε. Γιατί να μην επιζήσει και σήμερα; Σύμφωνοι, η γλώσσα μας μετέπεσε με την κατάργηση για παράδειγμα του πολυτονικού, αλλά η μήτρα νομίζω παραμένει η ίδια. Οι παραδόσεις μας, τα ήθη και έθιμα παραμένουν σχεδόν τα ίδια στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης. «Οι μελωδούσες καμπάνες είναι ακόμη ηχούσες στις εκκλησιές, και τα πέλαγα είναι ακόμη βυθισμένα στα γαλανά», όπως χαρακτηριστικά συνηθίζω να λέω. Μήπως, λοιπόν, θα πρέπει η βαθιά σας σκέψη να αφήσει για το μέλλον ένα παραθυράκι απαντοχής; Άλλωστε ο ίδιος έχετε γράψει, το 1985, «είναι αυθαίρετο να λες πως δεν υπάρχει ελπίδα για τον τόπο. Είναι υπερβολή, ακρότητα, φθάνουμε στον μηδενισμό αν δεχτούμε πως τέλειωσε η ιστορική μας πορεία, πως κηδεύουμε την πατρίδα».
Είχα πολλά χρόνια να αντιμετωπίσω σε συνέντευξη τόσο γόνιμα ερωτήματα, κύριε Παρασκευόπουλε, και σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε. Γι’ αυτό και ξαφνιάζομαι λίγο με την τελευταία ερώτησή σας. Οι έννοιες «αισιοδοξία» – «απαισιοδοξία» απηχούν μόνο υποκειμενικές ψυχολογικές καταστάσεις. Ούτε φωτίζουν κανένα πρόβλημα ούτε ανιχνεύουν λύσεις. Απλώς χειραγωγούν την ψυχολογία των κομματικών οπαδών, για να τους κρατούν πειθήνιους στο κομματικό μαντρί.
Η αρχοντιά της απέριττης “ελληνικής γραμμής”. Ο χώρος του Φιλοπάππου διαμορφωμένος από τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη
Η «αισιοδοξία» είναι το πιο ηδονικό παραισθησιογόνο, εξασφαλίζει σίγουρη την παραίτηση από κάθε ενεργό αντίσταση, εξέγερση, αμφισβήτηση, αποδοκιμασία της αγυρτείας, που με την ψήφο μας, κατευθυνόμενη από την διαφήμιση, δυναστεύει τη χώρα. Δεν ξέρω αν είναι «όλα μαύρα», πάντως οι Τράπεζες έχουν δεσμεύσει, τρία χρόνια τώρα, τις καταθέσεις της όποιας αιματηρής αποταμίευσης των πολιτών. Υπουργεία, Τράπεζες, δημόσιοι οργανισμοί επιτροπεύονται από τους δανειστές μας. Κάθε παραμικρή πολιτική απόφαση ελέγχεται από τους εντεταλμένους των «αγορών». Τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, το οδικό δίκτυο, η ηλεκτροδότηση, η ύδρευση, οι τηλεπικοινωνίες έχουν παραχωρηθεί σε ιδιώτες. Αρχαιολογικοί χώροι και φυσικές καλλονές της χώρας έχουν υποθηκευθεί για τα επόμενα ενενήντα χρόνια. Αν προσθέσετε και τη δραματική καταστροφή της γλώσσας, τη μεθοδική διαστροφή της ιστορικής συνείδησης, τη «θρησκειοποίση» του εκκλησιαστικού γεγονότος, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι πλέον μια χώρα χωρίς χωριά, δεν ξέρω άλλη περίοδο του Ελληνισμού με περισσότερη «μαυρίλα».
Δεν έχουμε ακόμα αρκετά απελπιστεί. Αν γίνει συνεπής ο απελπισμός μας, ίσως γεννηθεί λύση.
-Εδώ κ. Γιανναρά τελείωσε η άκρως ενδιαφέρουσα συζήτησή μας. Για λογαριασμό των αναγνωστών της Boulevard θέλω να σας ευχαριστήσω από καρδιάς που είχατε την ευγένεια και την καλοσύνη να ταξιδέψετε τον προβληματισμό μας σε ανοικτούς ορίζοντες. Σε ορίζοντες γεμάτους Ελλάδα. Να είστε καλά και δυνατός, σας σφίγγω το χέρι.