Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Φίλο μην φανταστεί κανείς σαν και δαύτους εδώ μέσα τους ψεύτικους, αλλά έναν φίλο πεθαμένο απο τα 1910. Οι καλύτεροι μου φίλοι είναι οι νεκροί. Αλλά οχι ο οποιοσδήποτε νεκρός γιατι νεκρός μπορεί να ναι και κάποιος που ανασαίνει δίπλα μας τούτες τις ώρες. Νεκρός – Ζωντανός.
Και πως είναι δυνατόν να ζωντανέψει ένας νεκρός θα αναρωτηθεί ο βλάξ σκεπτικιστής που δεν βλέπει παραπέρα απο όσα βλέπουν τα χωμάτινα του μάτια που κάποτε θα τα φάνε τα σκουλήκια.
Κι όμως ένας ζωντανός νεκρός είναι πιο ζωντανός απο έναν νεκρό ζωντανό.
Ετσι τον νιώθω τον Περικλή. Τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Έλληνα, τον Φυσιολάτρη, τον ωραίο αυτόν εστέτ κύριο που θα χε κάψει καρδιές και καρδιές στην εποχή του και θα χε αναστατώσει πολλές κυρίες κάθε τάξης, κάθε μορφής.
Μα ο φίλος αυτός ο πεθαμένος, ο Περικλής, δεν ήρθε σε τούτο τον κόσμο της ύλης για να ταράξει καρδιές γυναικών.Και πόσο μάλλον να αυτοκτονήσει για μια γυναίκα όπως διαβάζω σε γελοίες εξηγήσεις περί της αυτοχειρίας του. Τέτοιες ψυχές δεν ερωτεύονται φθαρτά σώματα, δεν αγαπούν το τώρα. Αγαπούν το αιώνιο.
Αγαπούν την αλήθεια που κρύβεται καλά φοβισμένη μέσα σε τόσο ψεύτικο κόσμο. Αγαπούν τις ιδέες που κουβαλούν μέσα στο κεφάλι τους, δεν αγαπούν με έρωτα σαρκικό καμιά και κανέναν. Αγαπούν με έρωτα πλατωνικό και νοερό όλη την γύρω πλάση.
Και αν είναι και στα κέφια τους καμιά φορά, γράφουν μέσα στο ταπεινό τους σπιτάκι που δεν υπάρχει πια, κάτω απο το φώς των κεριών και της λάμπας. Και γιατι γράφουν ; Μα για να μας δείξουν έναν άλλον κόσμο. Τον κόσμο όπως θα έπρεπε να τον βλέπουμε όλοι αλλά δεν μπορούμε να τον δούμε γιατι τα χωμάτινα μας μάτια εμποδίζουν τις ψυχές μας να δούν.
Καμιά φορά περπατώ μαζί του. Πως περπατάς με έναν νεκρό θα αναρωτηθεί ο ίδιος, επιμένω βλάξ, σκεπτικιστής. Μα διαβάζοντας τον και οχι μόνον διαβάζοντας τον, αλλά ακούγοντας τις συμβουλές του.
Έτσι, μόνος με τον φασματικό μου φίλο, περπάτησα τα βουνά και τα λαγκάδια της ατιικής γης κατά πως μου τα υπέδειξε ο ίδιος με προτροπή δική του. Λούστηκα στο αττικό φως το υπέρλαμπρο τις ώρες των μεσημεριών του καλοκαιριού και απόλαυσα έναν άλλον κόσμο. Οχι αυτόν τον κόσμο που μας έχει κλείσει στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της ύλης, αλλά μακριά.
Εκεί στον λόφο των νυμφών, στον Λουμπαρδιάρη, στα αρχαία απομεινάρια που κανείς δεν τα δίνει σημασία πια αν δεν αξίζουν να μπεί εισητήριο.
Εκεί σε έναν τέτοιο μοναχικό περίπατο θα του γράψω και το επίγραμμα του.
«ΑΙΩΝΙΟΣ ΝΕΟΣ ΕΖΗΣΕΣ
ΚΑΙ ΩΣ ΑΣΤΗΡ ΔΙΑΤΤΩΝ
ΩΣ ΕΦΙΠΠΟΣ ΕΠΕΡΑΣΕΣ
ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ !»
Επίγραμμα που δεν θα τοποθετηθεί σε καμιά πλατεία που συνάζονται οι άνθρωποι. Και ευτυχώς διότι τούτο το επίγραμμα δεν θα γίνει τροφή στην αδιαφορία και στην λησμονιά.
Επίγραμμα μνήμης προς έναν μεγάλο που ούτε καν ο τάφος του δεν υπάρχει πια. Μα τι σημασία έχει ο τάφος και μερικά κόκκαλα ακόμα αν υπήρχαν. Εδώ μιλάμε για βιβλία, για πνεύμα, για ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.
«Τὰ Ψεύδη Σας, ἐδημιούργησαν καὶ τώρα ἀποτελειώνουν τὸν Χαμόν Σας.
Παύσετε νὰ ψεύδεσθε τόσον ἐλεεινὰ πρὸς Ἑαυτούς.»