Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Είναι το πρώτο βιβλίο του Αθανασιάδη που υπογράφεται από την Πράγα αφότου μετοίκησε οριστικά εκεί το καλοκαίρι του 2017. Εκτός από την αλλαγή στη ζωή του συγγραφέα η έκδοση αυτού του βιβλίου σηματοδοτεί και την οριστική στροφή του στη συγγραφή, αφήνοντας πίσω του δεκαετίες στην επιμέλεια βιβλίων, την κριτική και την αρθρογραφία.
Η κεντρική ιδέα του βιβλίου τού δόθηκε από μία φίλη του όπως ομολογεί ο ίδιος και δεν είναι καν πρωτότυπη. Ένα μικρό κορίτσι που βαφτίστηκε ως Ελένη βρέθηκε να μεγαλώνει σε ένα μικρό νησάκι του Ιονίου Πελάγους ως Μέλισσα έχοντας επωμιστεί το βάρος του νοικοκυριού ενός σπιτιού που στεγάζει τους τρεις από τους τέσσερις αδερφούς της. Όλοι οι αδερφοί της είναι κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο προβληματικοί. Ο τέταρτος προς στιγμήν ζει με τη γυναίκα του στη Νέα Υόρκη. Η μητέρα της πεθαίνει αδόκητα και σε πέντε χρόνια ο πατέρας της μην αντέχοντας το χαμό της μεθάει άσχημα και παραδίδεται στη θάλασσα. Αυτοκτονεί. Μένει λοιπόν το άγουρο κοριτσάκι να παλεύει μέσα στην απέραντη φτώχεια χωρίς καμία προοπτική και στο μεταξύ να πρέπει να μεγαλώσει, να ωριμάσει, να ερωτευτεί, να ζήσει. Κάποια στιγμή φαίνεται η τύχη να του χαμογελά αλλά μόνο για να το οδηγήσει σε άλλο ένα μεγαλύτερο δράμα.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια ηθογραφία της ζωής της Ελληνικής υπαίθρου των αρχών του 20ου αιώνα.
Μέσα από την παράθεση περιστατικών από την καθημερινότητα, ο Αθανασιάδης προσπαθεί να φωτίσει χρόνια σκοτεινά, ζοφερά, εποχές δύσκολες όπου η ζωή ήταν βάρος αβάσταχτο από μόνη της και να αναδείξει ταυτόχρονα και την ηθική της εποχής. Όλοι οι ήρωές του, κύριοι και δευτερεύοντες, είναι χτυπημένοι από τη μοίρα. Καθένας κουβαλάει κι από ένα δράμα και όλοι είναι παραδομένοι στη μοίρα αυτή. Διέξοδος ή λύτρωση δεν διαφαίνονται πουθενά κι ακριβώς για να κορυφωθεί η τραγικότητα η όποια πρόσκαιρη αλλαγή προς το καλύτερο έρχεται μόνο ως μονοπάτι που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία. Αυτό αποτελεί κανόνα από τον οποίο δεν εξαιρείται κανείς.
Προσπαθώντας να αποδώσει με τα μελανότερα χρώματα την εποχή που έχει επιλέξει ο συγγραφέας δεν καταφέρνει τελικά να αποφύγει την υπερβολή. Οι περιγραφές του, κατάφορτες λυρισμού, κουράζουν κάποια στιγμή και κάποια πλατειάσματα θα μπορούσαν να είχαν εύκολα αποφευχθεί. Ο αναγνώστης, ωστόσο, αποζημιώνεται από την κλιμάκωση της αγωνίας που χτίζεται σταδιακά και με συνέπεια, και που σε κάποιο σημείο θα γίνει αντάξια καλού αστυνομικού μυθιστορήματος.
Με το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του να είναι ο «Οδηγός Συγγραφής», ο Αθανασιάδης αναλαμβάνει ως «δάσκαλος» πια να μας δείξει την εφαρμογή τους στην πράξη. Χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα εργαλεία. Πραγματικά σχεδόν εξαντλεί το συγγραφικό οπλοστάσιο. Πρώτα απ’ όλα χρησιμοποιεί το τέχνασμα «αφήγηση μέσα στην αφήγηση» αφού όλο το βιβλίο είναι μέρος της αφήγησης μιας φίλης σε μία άλλη πάνω στο ίδιο το νησί όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Εκτεταμένες περιγραφές, λυρισμός, εσωτερικοί μονόλογοι, δευτερεύουσες παράλληλες ιστορίες, ανάπτυξη των ηρώων και δευτερεύοντες ήρωες με ρόλο όμως πλήρως δικαιολογημένο, σημειολογία, αγωνία, ένταση, ανατροπές. Πραγματικά τα πάντα βρίσκονται στο μυθιστόρημα του Αθανασιάδη. Μιλώντας για σημειολογία, έχει ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε ότι όλα τα ονόματα των ηρώων είναι αρχαία. Πλην του Γιάννη του παιδικού φίλου της Μέλισσας και της ίδιας (Ελένη), τα υπόλοιπα ονόματα είναι Αχιλλέας, Διομήδης, Αγαμέμνονας, Νέστορας, Σαπφώ, Όμηρος. Υπάρχει βέβαια και μία Αντωνία αλλά θα παραδεχθεί κανείς ότι τέτοια ονόματα αποτελούν μια υπερβολή του συγγραφέα με την οποία κάτι θέλει να πει ίσως, αλλά ομολογώ ότι δεν έχω εντοπίσει τι. Ακόμη κι ο Νίκος, εκ των πρωταγωνιστών της ιστορίας, αποτελεί μέρος του σημαινόμενου, αφού σε ένα μικρό νησάκι του περασμένου αιώνα μάλλον θα ήταν Νικόλας ή έστω Νικολός, κατά τον Λια που επίσης συμμετέχει. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της «Μέλισσας» θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη χρήση λέξεων από το ιδίωμα της Ελληνικής γλώσσας που μιλιέται σε διάφορες περιοχές της περιφέρειας της Ελλάδας, και ποτέ στις πόλεις.
Με λίγα λόγια, η «Μέλισσα» αποτελεί ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.
Κυλάει γρήγορα, αν κι όχι πάντα εύκολα κι υπόσχεται ώρες αναπόλησης κι ίσως γλυκιάς μελαγχολίας. Περνώντας πια αποκλειστικά στις τάξεις των συγγραφέων, ο Κυριάκος Αθανασιάδης μας δίνει μία υπόσχεση. Ότι έχουμε ακόμη πολλά να ακούσουμε απ’ αυτόν. Η «Μέλισσα» ήταν μία καλή αρχή. Αναμένουμε όμως την καλύτερη συνέχεια.
4,0/5,0