2o Μέρος: Πελασγικές η πρωτοελληνικές λέξεις – Ετυμολογία
Γράφει ο Νίκος Μιχαλόπουλος
Παρατηρήσεις σε λέξεις: που το δεύτερο συνθετικό τελειώνει σε ΣΣΟΣ (Δωρική διάλεκτος) ή ΤΤΟΣ (Αττική διάλεκτος), χρησιμοποιείται σε βουνά, λοφίσκους, φύλες , ποταμιά που πηγάζουν η περνούν από βουνά λοφίσκους περιοχές παραθαλάσσιες κλπ τέτοιες λέξεις είναι Μολοττός, κυπάρισσος, Λύττος . Με αυτές της καταλήξεις μεταφορικά εννοούσαν τον μεγάλο τον δυνατό τον υψηλό, τον τεράστιο σε διάσταση άνθρωπο θα λέγαμε αυτός που είναι σαν βουνό ο δυνατός ο ψηλός.
Όταν στο δεύτερο συνθετικό υπάρχει η προσθήκη του ήτα (η)ττό η (η)σσό τότε σε 3 τουλάχιστον περιπτώσεις που έχουν σχέση με βουνά της αττικής σημαίνει κάτι που εμποδίζεται με το δεύτερο συνθετικό να έχει την έννοια της ήττας παραδείγματα άρδηττος υμηττός Λυκαβηττός .
Λέξεις που τελειώνουν σε ΙΝΘΟΣ ΑΝΘΟΣ έχουν μια μεταφορική σημασία με την λέξη ανθός…άνθηση μεταφορικά σημαίνει αναπτύσσω δημιουργω. Υπάρχουν και κάποιες λέξεις σε αυτήν την κατηγορία που οι έλληνες δανειστήκαν την ρίζα από άλλους Λάους και βάλανε αυτές τις καταλήξεις παράδειγμα είναι η λεξη Αλικαρνασσός η ασάμινθος.
Αφροδίτη: η Αφροδίτη έχει διττή υπόσταση δηλαδή κ γήινη κ ουράνια το διττή είναι κυριολεκτική σημασία του δεύτερου συνθετικού. Ο Κρόνος ευνούχισε τον ουρανό και τα γεννητικά του όργανα έπεσαν, βυθίστηκαν στην θάλασσα όπως το ανδρικό μόριο στον κόλπο. το σπέρμα του ουρανού έπεσε καταδύθηκε και κολύμπησε στην θάλασσα κ γεννήθηκε η Αφροδίτη (μητέρα της είναι η Διώνη μια από της Ωκεανίδες) η Αφροδίτη ξεπρόβαλε σιγά σιγά αναδύθηκε αυτή είναι η πλήρης ερμηνεία του ονόματος της. Η Ουρανία Αφροδίτη έχει σχέση με τον χρόνο δηλ ο Κρατύλος μας λέει πως βγαίνει από το δύομαι δύω…εις αφρό δύση εις θάλασσα δύση του ηλίου (δύτη που βυθίζεται η λέξη δύτη μεταφορική σημασία στον μύθο))τέλος της ημέρας κ όταν αναδύεται η αρχή. ινδοευρωπαϊκό From Middle English tide, from Old English tīd (“time, period, season, while; hour; feast-day, festal-tide; canonical hour or service”), from Proto-Germanic *tīdiz (“time, period”), from Proto-Indo-European *déh₂itis (“time, period”), from Proto-Indo-European *deh₂y- (“to divide”). Cognate with Scots tide, tyde (“moment, time, occasion, period, tide”), North Frisian tid (“time”), West Frisian tiid (“time, while”), Dutch tijd (“time”), Dutch tij, getij (“tide of the sea”), Low German Tied, Tiet (“time”), Low German Tide (“tide of the sea”), German Zeit (“time”), Danish tid (“time”), Swedish tid (“time”), Icelandic tíð (“time”), Albanian ditë (“day”), Old Armenian տի (ti, “age”), Kurdish dem (“time”). Related to time Όπως κ με το αγγλικο Day ελληνικο δυω(δυση ημερας) Middle English day, from Old English dæġ (“day”), from Proto-Germanic *dagaz (“day”), from Proto-Indo-European *dʰogʷʰ-o-s, from *dʰegʷʰ- (“to burn”).
Cognate with Saterland Frisian Dai (“day”), West Frisian dei (“day”), Dutch dag (“day”), German Low German Dag (“day”), Alemannic German Däi (“day”), German Tag (“day”), Swedish, Norwegian and Danish dag (“day”), Icelandic dagur (“day”). Cognate also with Albanian djeg (“to burn”), Lithuanian degti (“to burn”), Tocharian A tsäk-, Russian жечь (žečʹ, “to burn”) from *degti, дёготь (djógotʹ, “tar, pitch”), Sanskrit दाह (dāhá, “heat”), दहति (dáhati, “to burn”), Latin foveō (“to warm, keep warm, incubate”).
Latin diēs is a false cognate; it derives from Proto-Indo-European *dyew- (“to shine”). .
Άνθρωπος: ισως αν(ώτερο) ων που θρω… ριζα θροέω σημαινει φωνάζει δυνατά, δηλαδη μιλάει με δυνατες φωνές΄ αλλα και θροώ
παράγω ασθενικό και συνεχή, μόλις αισθητό ήχο μετά ρω.. έχει ροή ο λόγος του ανθρώπου έχει την τάση την ροπή ο άνθρωπος για ροή στον λόγο του και αποκτά “πρόσωπο όψη”.
Άμαξα άμα < αρχαία ελληνική ἅμα (ταυτόχρονα, συγχρόνως) δηλαδή που κινείται σύγχρονος με τον άξονα αμάξα…
ἄμπελος, αμπελι από το αιολικό ἀμπί (ἀμφί) + ἕλ-ιξ, από τον ελικοειδή βλαστό του
Αιγυπιός αιγ-γυπ…. ειδος γυπα οι ριζες ειναι οι λεξεις αιγαιο και γυπας το ορνιο του αιγαιακου χωρου ιδια ριζα με το αιγυπτιος
ΑΓΓΟΣ, ΑΓΓΕΙΟ ετυμολογια από το εγγιζω~ ἐγγύς ….προσέγγιση, κοντά δηλ μεταφέρω η φέρω κοντά.
Αθηνά: αθάνα δωρικό ρίζα θάνατος-αθάνατος μεταγενέστερο αθανασία… θάνατος είναι η παύση λειτουργίας οργάνων και εγκεφάλου (νόησης) και αθάνατος είναι αυτός που στερείται τα άνωθεν δηλαδή η Αθηνά στερείται τον θανάτου του εγκεφάλου της γνώσης σαν αθάνατη σωματικά.
Απόλλων είναι από τις ιδιότητες του θεού Απόλλων το όνομα από το ὄλλυμι καταστρέφω τα ονόματα βγαίνουν και από άλλες ιδιότητες του θεού.
Αμάρυνθος: ισως ρήμα αμαρύσσω που σημαίνει (λάμπω, ακτινοβολώ και του ανθός με κυριολεκτική έννοια αλλά και μεταφορική.
Άμφισσα: περιοχή της Φωκίδα η τοποθεσία όπως μας λέει ο Αριστοτέλης ονομάστηκε έτσι γιατί περιμετρικά η πόλη περιβάλλεται από βουνά ἀμφι (και ἀμφίς) (τριγύρω) ολόγυρα, και από τις δύο πλευρές σε υψόμετρο έκτισαν και αρχαία ακρόπολη και φρούρια για να έχουν την δυνατότητα καλύτερου έλεγχου της περιοχής.
Αλικαρνασσός: πιθανός η ρίζα της λέξης είναι από την χεττιτική harnas (a) i, που σημαίνει πόλη η να είναι ρίζα καρική σημαίνει φρούριο τοπωνύμιο της μικράς ασίας και την ελληνική κατάληξη ασσος που σημαίνει δυνατός, ισχυρός με μεταφορική έννοια.
Αργυρός Άργος < αρχαία ελληνική Ἄργος < ἀργός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂erǵ-: λευκός, αργυρός
Άρδηττος: από το ἄρδω και το ηττό δηλαδή ο λόφος που δεν χρειάζεται την παρέμβαση του ανθρώπου για πότισμα η άρδευση.
ἄψινθος: από το ἀψίνθιον ποώδες φυτό με πικρή γεύση που συναντάται σε χέρσα ορεινά και ξηρά εδάφη· από αυτό παράγεται το αψινθέλαιο δηλαδή απόσταξη διαφόρων φυτών, όπως των ανθών και των φύλλων τ που χρησιμοποιείται ως αιθέριο έλαιο· ως ναρκωτικό, ανήκει στην ίδια κατηγορία με τα βαρβιτουρικά και τις αμφεταμίνες
Άργος Πελασγική λέξη σημαίνει πεδιαδα, κάμπος δηλ μια μεγάλη έκταση ίσως συνδέεται το Άργος με το αρόω δηλ όργαμα δηλαδή η παρέμβαση του ανθρώπου στην πεδιάδα για όργωμα αλλά κ το ἀργέω που είναι η ακαλλιέργητη γη πιθανός συνδέεται με τις άνωθεν ρίζες είναι μια πεδιάδα, μια έκταση(γη) ακαλλιέργητη που μετά από παρέμβαση του ανθρώπου έχει καλλιεργηθεί. Πιθανών έχει διαφορά νοήματα στην πελασγική σημαίνει γη, πεδιάδα σε κάποιο ινδοευρωπαϊκο κλάδο η ρίζα σημαίνει λευκό, στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κ γρήγορα
Βυζάντιο ~ εκ του Βύζας… Βύζας με τα παράγωγα του Δία…ζας Ζευς σημαίνει καθαρός ο αίθριος χωρίς σύννεφα δηλαδή με μια μεταφορική έννοια στον μύθο αυτός ο ηγέτης η ο λαός που στον δρόμο τους δεν υπάρχουν σύννεφα δηλ είναι καθαρά. Βύζας είναι ο ηγέτης που οδηγεί μεταφορική έννοια (βους) ο βοσκός. οι Χαλκιδείς ήταν τυφλοί σύμφωνα με τον μύθο μιας κ δεν είδαν την αξία της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου στην αρχή και το μαντείο έδωσε εντολή να χτίσουν οι Μεγαρείς την πόλη τους απέναντι από τους τυφλούς
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε ένα Forum Tauri («φόρος του Ταύρου», αργότερα έγινε «του Θεοδοσίου») και, αργότερα, βρίσκουμε και το παλάτι Βουκολέων που έλαβε το όνομά του από ένα άγαλμα που έδειχνε έναν βοῦν και έναν λέοντα (βοῦς καὶ λέων > Βουκολέων). Ο Βόσπορος, παραδίπλα, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση είναι το «πέρασμα του Ταύρου» (Βοός πόρος > Βόσπορος ~ Ox-ford > Oxford).
Το σχήμα κερασφόρου κεφαλής του μυχού του Κεράτιου Κόλπου και όλες αυτές οι αναφορές σε «Ταύρους» και «Βόες» κάνουν πιθανή την ετυμολόγηση του θρακικού ανθρωπωνυμίου Βύζᾱς/Βούζης = «Ταύρος, κερασφόρο αρσενικό ζώο» εκ του ΙΕ *bhug’os = «κερασφόρο (αρσενικό) ζώο» (λ.χ. αγγλικό buck = «αρσενικό ελάφι», περσικό boz = «κατσίκα (< τράγος)», αβεστικό būza = «κριός» κλπ). κερατιος κολπος ελληνικά . ρίζες… Βύζας – βόας- όες – βοῦς – Βοός
Βαλίος: το άλογο του αχιλλεα σημαίνει ο παρδαλός. Στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης του Liddell και Scott εκδ. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ, Β΄ Έκδοση 2006, Τομ. 2ος, σελ. 219 διαβάζουμε Βαλιός –ά – όν (βάλλω) = στικτός , ποικίλος, παρδαλός. Ως παροξύτονον Βαλίος, όνομα ενός των ίππων του Αχιλλέως, «Παρδάλης».
Επίσης ο Καθηγητής Ιωάν. Σταματάκος στο Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Εκδ. 1949, σελ. 208 γράφει βαλιός – ά – όν (βάλλω) = στικτός, ποικίλος, παρδαλός, «βαλιος» (μπαλιος σημερινόν) = ο φέρων λευκόν στίγμα επί του μετώπου, πρβλ Βαλίος, όνομα ενός των ίππων του Αχιλλέως. Μεταφορικά μπορούμε να πούμε ότι έχει την έννοια του (αλλοιωμένου).
Βριληττός: Όρος και ποταμός το πρώτο συνθετικό συνδέεται με την λέξη βριάω-βριώ= έχω ισχύ και το λη όπως λένε από το λάς λιθος και -ττος που σημαίνει ισχυρός δυνατός
Γυνή: μεταφορικά μπορούμε να πούμε πως συνδέεται με την γήν Δήμητρα < αρχαία ελληνική Δημήτηρ < δᾶ (δωρικός τύπος του γῆ) + μήτηρ που είναι η θεα της γονιμοτητας.
Κατά τόν Πλάτωνα, «Οὐ γὰρ (ἡ) γῆ μεμίμηται (μιμεῖται) κυήσει καὶ γεννήσει, ἀλλά ἡ γυνή (τήν) γῆ» (Μενέξενος). Ἡ γυνή μιμεῖται τήν γῆ καί «τὸ ὄνομα γυνὴ ἐκ τοῦ γονὴ μοι φαίνεται εἶναι» (Κρατύλος).
«Γυνή, παρὰ τὸ γεννᾶν, ἥ γῇ ἐοικέναι (ὁμοιάζει μέ τήν γῆν), ἐν τῷ σπείρεσθαι καὶ γεννᾶν». Πτολεμαῖος γραμματικός.
Ἡ κοιλία τῆς γυναικός ἀποκαλεῖται καί ἄρουρα=καλλιεργήσιμη γῆ. ἄροτος=σπορά, καρπός, «ὁ ἄροτος(γονιμοποίηση) ὁ ἐν γυναικί», εἶναι ἡ παιδογονία, «παῖδες ἐπ’ ἀρότῳ»= οἱ γνήσιοι, οἱ ἐκ νομίμου γάμου.
Επίδαυρος πάντως αν τις χωρίσουμε βγαίνει το κάτωθι νόημα επι-δα-αυρα … δα=γη επί γης αύρα…επί γης και αέρα γτ έχει κ αυτή την σημασία μαγνητικά παιδια, ενέργεια όπου άυρα έχει σχέση με την ενέργεια στις διάφορες επιδαυρους υπήρχε κ ένα ιερό του Ασκληπιού κ με αυτό έχει σχέση κ η ετυμολογία.
Επίδαμνος πόλη της Αλβανίας Επι-δα-αμνος…. επί γης αμνός η δάμνημι, = δαμάζω
Ερύμανθος: το έρυμα σημαίνει οχύρωμα ο ερυμανθος ηταν μυθολογικό πρόσωπο γιος του Απόλλων υπάρχει πόταμος και βουνό με μεγάλη άνθηση από το ἔρυμα που προέρχεται από το ερυω 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας ερυμανθος μέσο για προστασία, προφύλαγμα
Ζάκυνθος: ζα~ ζας~ζευς ισως απο τα 7000 ήδη ανθέων που υπάρχουν στο νησί .
Ζας ~ νησί του ζα είναι νησί όπου γεννήθηκε ο Δίας
Ήλιος: πάμε λίγο με την μυθολογία δήλιος Απόλλων εκ της Δήλου Δήλος ετυμολογικά σημαίνει ο ορατός ο φανερός
Ήφαιστος, ηφαίστειο, ηφαιστια ΄πόλη λήμνου και φαιστός κρήτης : το όνομα βγαίνει από τις ιδιότητες του θεού. ετυμολογείται από την αρχαία ελληνική λέξη (ρήμα) “ἧφθαι” που σημαίνει αναμμένο είναι, ή κατ΄ άλλους (Μαξ Μίλλερ) από το όνομα Ήβη < αρχαίο Ἥβη (= νεότητα) κατά μετατροπή του β σε φ, αποτέλεσε την ανθρωπόμορφη ακμάζουσα θεότητα της φυσικής δύναμης του πυρός άλλη ιδιοτητα του θεου μας δείχνει η λέξη φαιός (λόγιο) σταχτής, που έχει το χρώμα της στάχτης, σκουρόχρωμος, γκρίζος παράγωγα της φωτιάς φάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰā (λάμπω) όπως και το σανσκριτικό bhās (λαμπρότητα)
Θάλαττα: ίσως, πιθανός εκ του αλς και ακταίος όπως Αττική ακτική… Απολλόδωρος και Πάριο χρονικό και θάλασσα εκ του αλς και λάσιος κυριολεκτική έννοια πυκνός αλλά και μεταφορική του πολύ δηλαδή ένας χώρος με πολύ αλάτι.
Θετταλός: ισως εκ του θέτις (Νηρηίδα) μεταφορικά η θάλασσα αλλά και η θέση διότι Τα σ και τ εναλλάσσονται. και το ἁλός με την ιδία σημασία και Θεσσαλία εκ της θέτις και αλιεύω
Ιάκυνθος: που ειναι φυτό
Ιλισσός ή ειλισσός πήγαζε στον Υμηττό πιθανολογώ πως η ριζα είναι η λέξη εἵλη = θερμότης, θερμότητα του ηλίου From Proto-Indo-European *swel- (“to shine, warm, smoulder, burn”) and cognate with English sweal, German schwelen (“to smoulder”) and Lithuanian svìlti (“to grill”). ίσως συνδέεται με τις λέξεις Ίλι-ον Τρωάδα και Ίλι-ον Αττικής και όλες αυτές συνδέονται με την λέξη ήλιος . στην όχθη του υπήρχαν ιερά και άλλα δημόσια οικοδομήματα, μεταξύ των οποίων το Ολυμπιείο (Δίας), το Πύθιο (Απόλλων) Ολύμπειο από τον Όλυμπο ολο-λαμπρός κ το Πύθιο του Απόλλων που ήταν θεός του ηλίου ίσως για αυτό φτιάξανε αυτά τα ιερά στην όχθη του.
Ιλλύριος: συνοπτικα και μαζεμενα ετυμολογια που εχει σχεση με τον μυθο… ιλλυρια εχει την εξης ετυμολογια που εχει σχεση με την μυθολογια εκ του ἴλλω άλλη μορφή του ειναι εἴλω σημαινει στρίβω, συμπιέζω, συστέλλω συμφωνα με τον μυθο προς τα τέλη της ζωής τους, οι γονείς του Ιλλυριού, αλλά και ο ίδιος, έφυγαν από τη Θήβα και πήγαν στην Ιλλυρία, έχοντας πάρει τη μορφή φιδιών ή δρακόντων αυτο ταιριαζει και στον μυθο και την μορφη των φιδιων που συμπιεζουν στριβουν το θηραμα . Εκεί πέθαναν και εκεί ενταφιάσθηκαν. Τους «τάφους» τους, τους έδειχναν στους ιστορικούς χρόνους της αρχαιότητας. σε καποιες ινδοευρωπαικες γλωσσες η ριζα ill πχ στα παλια σκανδιναβικα σημαινει κακο η μορφη του φιδιου εχει συνδεθει με το κακο αλλη ριζα ειναι εἵλη = θερμότης, θερμότητα του ηλίου From Proto-Indo-European *swel- (“to shine, warm, smoulder, burn”) and cognate with English sweal, German schwelen (“to smoulder”) and Lithuanian svìlti (“to grill”). ίσως συνδέεται με τις λέξεις Ίλι-ον Τρωάδα και Ίλι-ον Αττικής γτ απο το ειλη ο (ιλ)υσσος γραφεται και σαν ειλισσός ριζα εἵλη = θερμότης τα φιδια και γενικα τα ερπετα ειναι θερμοαιμα ζωα
ιλ… ιλλ..υριος απο το ἴλλω .. εχουμε το εἴλω αλλα και απο το ιλυ.. εχουμε το εἵλη εχω δειξει και ινδοευρωπαικα.
Κρόνος (τιτάνας)στην κρητική διάλεκτο το Χ γράφονταν κ πχ χοίρος κοίρος ίσως εκ της χοάνος κ ροής κλεψύδρα μέτρησης χρόνου.
Κόρινθος: ισως από το κόρυς και το ανθός εις κεφαλήν ανθός λόγω της Ακροκορίνθου.
Κήρινθος από την κηρήθρα και τα άνθη είναι περιοχή στην Εύβοιας.
Κνωσός, Κνωσσός αλλά και γνωσός : ίσως από το κναίω κνῶ σημαίνει τρίβω, ξύνω και το νῶ που σημαίνει πλέω κολυμπώ δηλαδή «η πόλη» που επεξεργάζεται το ξύλο δημιουργεί πλοία και πλέει. Περιγράφει Έναν λαό με ναυτοσύνη οι μινωίτες ήταν κυρίαρχοι στην θάλασσα και από το γνωσός ρίζα το γνώση δηλαδή ένας λαός με γνώση .
Κυπάρισσος: αρχαίος είναι ήρωας της ελληνικής μυθολογίας Η Αντίκυρα κατά τα μυκηναϊκά χρόνια ήταν το σημαντικότερο λιμάνι των Φωκαίων. Το όνομα «Κυπάρισσος», σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο, οφείλεται είτε στην αφθονία των κυπαρισσιών στην περιοχή, είτε στον επώνυμο ήρωα και ιδρυτή της πόλης, τον Κυπάρισσο, ο οποίος είναι γιος του Μινύα και αδελφός του Ορχομενού.
Κρήτη: το ονομα της το πηρε απο τους κουρητες ειναι δεμονες στην αρχαια ελληνικη μυθολογια ηταν αυτοι που φροντιζαν τον δια κατα την γεννηση του ριζα ινδοευρωπαικη curo < cura < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷeis- (προσέχω) η ριζα κρ σε λεξεις οπως Κράτος κραναια κραταιός κρανίο Κρόνος κροτος η ρίζα κρ δείχνει αρχικα κάτι ισχυρό δυνατό από το kre- tes
Λαβύρινθος: εκ του λα λαας σημαίνει λίθος και ανθός, άνθηση μεταφορική έννοια λίθινη ανάπτυξη, μια λίθινη δημιουργία συν την ρίζα λαβ..λαβή…η αρχαία ελληνική λαβή η η χειρώνια λαβή σε σχήμα Μαιάνδρου μια ελεύθερη ερμηνεία της λέξης είναι μια λίθινη δημιουργία σε σχήμα Μαιάνδρου
Λύττος η λύκτος : σημαίνει υψηλός Etymology: Acc. to St. Byz. also name of a town in Crete “διὰ τὸ κεῖσθαι ἐν μετεώρῳ τόπῳ”, = Λύκτος; so prob. also as appellative with Cretan assimilation κτ \> ττ (Schwyzer 316) – Isolated. After Guntert IF 45, 345 to Goth. liudan `grow’; rejected by Kretschmer Glotta 18, 236 f. Fur. 307 consider groups κτ, πτ etc. as typical for Pre-Greek. Θεωρείτε «προελληνικό» μα όπως είπαμε η κατάληξη ττος χρησιμοποιείται σε βουνά μεταφορικά μπορούμε να πούμε ότι βουνό…. εννοούσαν τον μεγάλο τον δυνατό τον υψηλό σαν βουνό.
Η λέξη λύκτος εκ (το λυκαυγές) συνδέεται με το φως.
Λυκαβηττός Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, ο λεξικογράφος του 5ου αιώνα π.Χ, ανέφερε ότι η ονομασία του Λυκαβηττού προερχόταν από την έκφραση «λυκοβατίας δρυμός», εξαιτίας των λύκων που είχαν φωλιές σε πολλά σημεία στην περιοχή των λόφων, που αργότερα ονομάστηκε Τουρκοβούνια. Άλλη εκδοχή αναφέρει πως η ονομασία προέρχεται από το λυκόφως λύκη δηλαδή το λυκαυγές,, ενώ κάποιοι ιστορικοί την αποδίδουν στην πελασγική λέξη Λουκαμπέτου. Σύμφωνα όμως με την ετυμολογία, Λυκαβηττός η είναι ο βράχος πάνω στον οποίο «βαίνει» και «άττει», δηλαδή ορμά το φως (λυκ) τη στιγμή που ο ήλιος ανατέλλει …. αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην βλέπουν το πρώτο φως οι αρχαίοι κάτοικοι της Αθήνας.
Λάρισα: Το όνομα της πόλης Λάρισας δεν έχει σχέση με την ονομασία φρούριο Ακρόπολη είναι μεταγενέστερο το όνομα αυτό έχει να κάνει με ακρόπολεις, φρούρια για εμένα προσωπικά η λεξη Λάρισα… φρούριο βγαίνει από το Λας, ρι..Ρέι ροή και το αρσις δηλαδή από την κύλιση σε κορμους κ την ανύψωση λίθων για δημιουργία παρατηρητηριου σε σημείο για έλεγχο μίας περιοχής. θα δουμε κ αλλά πράγματα σε ινδοευρωπαικες γλώσσες στην ελληνική έχουμε την άρση δηλαδή την ανύψωση γιατί συνήθως αυτά φτιάχνονταν σε ψηλά σημεία. Υπάρχει και ο λάρισσος ποταμός που πιθανόν πήρε το όνομα της από την Λάρισα.
Λάσπη ελληνική μεσαιωνική λας στα αρχαία συμβολίζει τον λίθο και τον λαό* εδω ο λαός είναι ο άνθρωπος η μυθολογία μας λέει πως Κατά τον Λουκιανό, ο Προμηθέας, με την αρωγή της θεάς Αθηνάς, δημιουργεί τον πρώτο άνθρωπο (Χρυσό Γένος) από πηλό και φωτιά (κατά άλλους με το νερό του ήρωα Πανοπέα της Φωκίδας} αυτα για να πούμε πως ο πηλός που δημιούργησαν τον άνθρωπο είναι λάσπη
* Ησίοδος λέει, μετά τον κατακλυσμό που αποφάσισε ο Θεός (αναφέρεται ως κατακλυσμός του Δευκαλίωνος στην θεογονία), εσώθησαν ο καλός άνθρωπος Δευκαλίωνας και η σύζυγός του Πύρρα. Τότε ο Θεός έστειλε σ’ αυτούς δια του αγγελιαφόρου τον Ερμή την εξής εντολή για να ξαναδημιουργηθεί η ανθρωπότητες: «Εσύ Δευκαλίων μαζί με την γυναίκα σου Πύρρα θα βαδίζεις συνεχώς μέχρι το τέλος σας και θα πετάτε πέτρες πίσω σας. Οι πέτρες που θα πετά ο Δευκαλίων θα γίνονται άνδρες και οι πέτρες που θα πετά πίσω της, η Πύρρα θα γίνονται γυναίκες». Έτσι ξαναέγινε ο λαός στον νέο κόσμο. λασ-πη λας σημαίνει…λαος λίθος πετρα και πη- απο πηλός(ειδος λασπης )
Μολοσσός: η ετυμολογία της λέξης είναι από τις λεξεις Μολο – σσος. Πρόκειται για σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό το ΜΟΛ, ΜΟΛΟ, ΜΟΛΙ, ΜΑΛ κτλ, το οποίο στην αρχαία Ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζει τον υπερθεματικό βαθμό. Ιδιαίτερα την μεταχειρίζονταν για να αποδώσουν τον ή το μεγάλο, τον ή το δυνατό, τον θορυβώδη ή το θορυβώδες, το ή τον υψηλό, το ή τον θηριώδη και κατ’ επέκταση ανώτερα μέλη του σώματος (κεφάλι), ανώτερες έννοιες (σκέψεις) και ανώτερες δυνάμεις. Μερικά παραδείγματα:
— ΜΟΛΟΣ: Ομηρικός μυθικός ήρωας, γνωστός από την πολύ ανθεκτική περιΚΕΦΑΛΑΙΑ του, αλλά και τον απόΚΕΦΑΛΙΣΜΟ του. Το έθιμο της περιφοράς του ΑΚΕΦΑΛΟΥ πτώματος υπήρχε μέχρι πρόσφατα στην Κρήτη.
— ΜΟΛΛΙΩΝ:Ο υπερίων δηλ. ο ανώτερος.
— ΜΟΛΛΙΟΝΕΣ: Οι πολύ καλοί μαχητές ή οι θηριώδεις.
— ΜΟΛΟΒΡΙΑ: Τα κουτάβια των αγρίων θηρίων.
— ΜΟΛΟΒΡΟΣ: Ο ακόρεστος τροφής δηλ. ο λαίμαργος.
— ΜΑΛΛΟΝ η ΗΤΤΟΝ: Πολύ ή λίγο.
Το δεύτερο συνθετικό ΣΣΟΣ (Δωρική διάλεκτος) ή ΤΤΟΣ (Αττική διάλεκτος), χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα σε βουνά. Π.χ. ΠαρναΣΣΟΣ, ΥμηΤΤΟΣ, ΟΣΣΑ, ΛυΤΤΟΣ κτλ. Και χαρακτηρίζει τον ή το ΟΡΕΙΝΟ. Συνεπώς η λέξη Μολοσσός όπως αποδίδεται από το λεξικό της Ελληνικής γλώσσας Liddel-Scott σημαίνει Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΡΕΙΝΟΣ δηλ. ο μεγαλόσωμος βουνίσιος. Και όπως το λεξικό ορίζει: ΜΟΛΟΣΣΟΣ ή ΜΟΛΟΤΤΟΣ, ο κατοικών στην ΜΟΛΟΣΣΙΑ-ΜΟΛΟΤΤΙΑ, ο εκ ΜΟΛΟΣΣΙΑΣ, θηλ. ΜΟΛΟΣΣΙΣ-ΜΟΛΟΤΤΙΣ και κατ’ επέκταση ΜΟΛΟΣΣΙΚΟΣ ή ΜΟΛΟΤΤΙΚΟΣ (ο ανήκων στους Μολοσσούς).
Μῆνις: Μῆνις ,μᾶνις δωρικό ,αιολικό σημαίνει οργή υπάρχει η συγγενείς λέξη μανίω υπάρχει η λέξη μένος που σημαίνει επιθετική ορμή με οργή με μένος συνήθως αλλά κ μανία που είναι ψυχική διαταραχή πιστεύω πως συνδέονται με την λέξη μέντωρ. συνδέονται σε μια βάση με την ρίζα μεν που σημαίνει μυαλό, έλεγχος σκέψης σε αρκετές γλώσσες.
Μυκαλησσός, Μύκονος, Μυκήνες: τα δυο πρώτα ίσως συνδέονται με την λέξη μυχός (= το πιο βαθύ και εσωτερικό ενός πράγματος, μιας τοποθεσίας, κλπ), δηλαδή μια περιοχή που εκτίνεται σε μεγάλο βάθος συνήθως το σημείο αναφοράς είναι παράκτιο σημείο… και δεύτερη ετυμολογία για την λέξη μήκυνες από την αρχαία ελληνική μύκης < ρίζα μυκ- όπως και στα μύσσομαι, μυκτήρ, μύξα για της μυκηνες. οι αρχαίοι Κρήτες προέφεραν κ αντί χ. Πρβλ. τα αρχαία Κρητικά: κοῖρος = χοῖρος, ἔκεν = ἔχεν Μυκ…Μυχ κλπ. Η Η Μυκαλησσός Πρώτη αναφορά στην
Μυκαλησσό γίνεται από τον Όμηρο στη ραψωδία Β’ της Ιλιάδος (Κατάλογος Νεῶν)[1], όπου απαριθμούνται οι πόλεις των Αχαιών που έστειλαν στρατό και πλοία για την εκστρατεία της Τροίας, μάλιστα της δίνεται το προσωνύμιο “εὐρύχορος”.
μαντίνεια: πηρε το ονομα της απο τον μαντινευς θα το παμε λιγο ινδοευρωπαικα η ριζα men ισως απο μάντις < μαίνομαι (Chantraine) από τον υποθετικό τύπο *μάτις, συγγενικό με το λατινικό mens και το αρχαίο ινδικό mátih (Ηofmann) διοτι ο ιερεας διάβαζε την σκέψη τα λόγια της ιέρειας
όσσα η Κίσαβος: ο ορεινός
όλυνθος: Πόλη της Χαλκιδικής από το όλο-Ανθής δηλ μια περιοχή με πολύ βλάστηση η απο ο λύθι — και αλύθι, το (Μ λύθι) 1. άγουρο ή άγριο σύκο Η Όλυνθος πιθανός περιοχή με πολλά σύκα δηλ μια περιοχή εύφορη, μια περιοχή ολο-ανθη, μεγάλης βλάστησης
Όλυμπος: από όλο-λαμπρός δηλαδή ο φωτεινός.
Πλίνθος: ίσως με τις εξής ρίζες που μπορούμε να βρούμε πλήθος, λίθος αναπτύσσω γιατί οι λίθοι αυτοί χρησιμοποιούνται σε έργα
Πύρανθος: εκ του πυρά δηλ φωτιά και ανθός(με μεταφορική έννοια και κυριολεκτική μια πόλη όμορφη λαμπερή σαν άνθος ) η πυρά ο σπόρος μια περιοχή εύφορη
Πάρνηθα, Παρνασσός, Πάρνωνας: ρίζα πάρνα ίσως η ρίζα συνδέεται με τον θεό Πάνα θεός του δάσους υπάρχει στον Παρνασσό και στην πάρνηθα Σπήλαιο Πανός ετυμολογικά στα πελασγικά ίσως σημαίνει δάσος σε ανατολικές γλώσσες σημαίνει σπίτι η ρίζα του ονόματος για εμένα είναι ο πάνας είναι θεός του δάσους το δεύτερο συνθετικό χρησιμοποιείται για να περιγράψει περιοχές ορεινές ΣΣΟΣ (Δωρική διάλεκτος) ή ΤΤΟΣ (Αττική διάλεκτος) και ποτάμια.
Παρθένα: ίσως συγγενείς λέξη με το ἀπόρθητος, πορθημενος*< πορθέω / πορθῶ < πέρθω (< ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bheredh-: κόβω) μεταφορικά * με μεταφορική έννοια αυτού που δεν έχει “παραβιάσει” η καταπατηθεί παρθένο δάσος πχ.
Παλλήνη: όπως παλλάδα η ρίζα εκ του εκ του πάλλω είναι και ένα από τα ονόματα της θeας Αθηνάς Αθηνά παλληνίδα
Πελαργικό (τείχος), πελαργός Πελασγός, πέλαγος: συνδέονται εκ του πέλας που σημαίνει πλησίον κ λάς λίθος και λαός όπως μας λέει η ελληνική ιστορία Έλληνες κ Πελασγοί είναι από το ίδιο γένος οπότε είναι πλησίον συγγενικοί λαοί από το ίδιο γένος και ήταν κ θαλάσσιοι λαοί οι Έλληνες είναι η εξέλιξη των Πελασγών όταν ενώθηκαν Έλληνες με άλλους Πελασγούς αφού είχαν αποσπαστεί πρώτα από αυτούς. Αρχικο ρημα Πάλλω που δηλώνει κίνηση επαναλαμβανόμενη,(αναπαλλώ, πάλλω , αλλά και παλμός). Εξ αυτού το ρήμα Πελάζω ,θεμα πελαδ-j εκ του επιρρ. πέλας= ο πλησιον τέλος οι Πελασγοί λέγονταν και Λέλεγες ενώ οι πελαργοί λέγονται και λέλεκες Ο Στέφανος ο Βυζάντιος μας λέει ότι ο Στράβων έλεγε πως οι Αθηναίοι ώνόμαζαν τους Πελασγους Πελαργούς διά την πλανητικήν ζωήν των. Επειδή λοιπόν οι Πελασγοί ελέγοντο και Λέλεγες όπως μας λέει ο Στέφανος ο Βυζάντιος αυτά τα τοπωνύμια έχουν σχέση μεταξύ τους πιθανός οι Τούρκοι το πήραν σαν λέξη από τους λαούς της Μικράς Ασίας διότι είναι κ πτηνά που ζουν κοντά στην θάλασσα. Στα Νέα Ελληνικά το συνώνυμο λέλεκας ή λελέκι θεωρείται ότι έχει τουρκική και απώτερη αραβική καταγωγή. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας D’Αrcy Wentworth Thompson, A Glossary οf Greek Birds, η πραγματική καταγωγή της λέξης μπορεί να ανάγεται στους Λέλεγες, καθώς οι τελευταίοι ταυτίζονταν με τους Πελασγούς, των οποίων το όνομα συνδέεται πολλές φορές από τους αρχαίους με τους πελαργούς, γι’ αυτό και το Πελασγικό Τείχος στην Αθήνα αποκαλούνταν και Πελαργικό.
Προσέληνες: ίσως συμβατικά, μεταφορικά έχουν δώσει οι αρχαίοι πως οι Αρκάδες προηγούνται της σελήνης ίσως το νόημα είναι πως οι Αρκάδες πήγαιναν στο φώς(προς σελ)εκ της λέξεως Σελλοί που σημαίνει φωτεινός σελήνη σέλας δηλαδή έφευγαν από μια προηγούμενη κατάσταση πολιτιστικού επιπέδου και πηγαίνανε σε ένα άλλο ανώτερο
Πύλας: η κυριολεκτικη σημασια της πύλης Ίσως το αρχικό πυ…π-υ δηλώνει πηλό (είδος λάσπης) και το υγρό δηλαδή λάσπη πυ-λας που είναι και τα αρχικά συστατικά για την δημιουργία μαζί με τους λίθους. ακόμα μπορούμε να πούμε πω το αρχικό π-υ από αυτά που έχω πει είναι ένα Π:πέρασμα Υ υλικών πραγμάτων Υ (ύλη) υλικής υπόστασης που περιγράφει την επίγεια πύλη την χτιστή ������ και μεταφορικά ενέργειας με την μορφή Π: πυρ μορφή φωτός που βοηθάει την ενέργειας Π:την πνευματικής του ανθρώπου(λας) σαν αύρα ας το δούμε σάν ενεργειακή πύλη που βοηθάει τον συντονισμό του ΛΑς: άνθρωπου πνευματικά .
ὕλη το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες
Ρίθυμνα ή Ρήθυμνα ή Ριθυμνία ρέθυμνο: ίσως εκ του Ρέι-ρεω δηλ κυλάει …..Ρέα(Τιτάνας) και το υμνώ δηλαδή η κίνηση του νερού
Σίδηρος πιθανόν απο την ρίζα ιερός ἱαρός δωρικός τύπος πρωτοινδοευρωπαική ish₂ros που σημαίνει ισχυρός δυνατός
σελήνη, σελλοι, σελας η ριζα σελ συνδεεται με το φωτεινω παμε να δουμε και το λας λας συμβολιζει τον λιθο και τον λαο ο Προμηθέας, με την αρωγή της θεάς Αθηνάς, δημιουργεί τον πρώτο άνθρωπο(λας) (Χρυσό Γένος) από πηλό και φωτιά (κατά άλλους με το νερό) εδω ειναι και τα παρελκομενα σελας σημαινει σελ=φωτεινω, λας εδω ειχει την εννοια της λάμψης, λαμπερής φλόγας σεληνη και σαιλανι σελ σημαινει φωτεινω δεν αλλαζει κατι λη…λα απο το λας δηλ ο φωτεινος λιθος κυριολεκτικη σημασια το φωτεινω ουρανιο σωμα.
σέλας < αρχαία ελληνική σέλας (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική aurore borealis) έντονη φεγγοβολή σελήνη < αρχαία ελληνική σελήνη < πρωτοελληνική *σελάσ-νᾱ < σέλας < πρωτοελληνική *σFελ- < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *swel- (*kswel-) = καίω..
Τριτογενής: Σχέση με Τριτωνία, Τριτογενής και Τριτογένεια είναι λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τον Τρίτωνα, την Τριτωνίδα, την Αμφιτρίτη, την τρίαινα κάποιες λέξεις στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια έχουν διττό νόημα η κ περισσότερα νοήματα. πχ στο τρτογενής επικράτησε η αθηναϊκή ετυμολογια στην ελληνικη γλωσσα σαν τρίτη στην σειρά υπάρχουν ακόμα Τρῑτο-γένεια, ἡ (γίγνομαι), όνομα της Αθηνάς, σε Όμηρ., Ησίοδ. (από τη λίμνη Τριτωνίδα στη Λιβύη, κοντά στην οποία γεννήθηκε η θεά, σε Ευρ. Άλλοι ωστόσο, μεταφράζουν το τριτογένεια ως η γεννηθείσα την τρίτη ημέρα του μήνα, ή το τρίτο κατά σειρά παιδί μετά τον Απόλλωνα και την Άρτεμη). οι Αθαμάνες ελληνική φυλή το είχαν σαν κρανίο. Τρίτωνας Αμφιτρίτη και άλλα. σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές, στον ποταμό Τρίτωνα (Απολλόδ. 1.3.6) ή δίπλα στη λίμνη Τρίτων στη Λιβύη (Ευρ. Ίων, 872), της οποίας θεός ήταν ο Τρίτων (Ηρόδ., 4, 179) -γι’ αυτό και προσδίδουν στη θεά Αθηνά τα επίθετα Τριτωνία, Τριτογενής και Τριτογένεια (Ιλ. Δ., 515· Θ, 39· Χ, 183· Οδ. γ, 378· Ης., Θεογ., 895, 924). Σύμφωνα και με τον Παυσανία (9, 33, 7) ο Τρίτωνας είναι χείμαρρος στη Βοιωτία που χύνεται στη λίμνη Κωπαΐδα. Όμως αναφέρονται λίμνες και ποτάμια με την ίδια ονομασία και στην Κρήτη, τη Θεσσαλία, την Αρκαδία. Αλλά και στην Αλίφηρα, τον κατ’ εξοχήν θεωρούμενο τόπο γέννησης της Αθηνάς, δίπλα στον βωμό του Λεχεάτη Δία, υπήρχε πηγή που λεγόταν Τριτωνίδα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο συσχετισμός της Αθηνάς με θεότητα της θάλασσας αμέσως με τη γέννησή της, κάτι που απηχεί την προολυμπιακή κοινή λατρεία της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα. Ακόμη και τα επίθετα Τριτωνία, Τριτογενής και Τριτογένεια είναι λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τον Τρίτωνα, την Τριτωνίδα, την Αμφιτρίτη, την τρίαινα (λέξεις που συνδέονται με λίμνες, ποτάμια, παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες πόλεις), κάτι που επιτρέπει την υπόθεση ότι η ρίζα τριτ- στη γλώσσα των Παλαιοελλήνων ήταν συνδεδεμένη με το νερό.
Τύρισσα: από το τύρσις πύργος, πύργος τείχους, προμαχώνας η πόλη ή οχυρωμένη μεταφορικά η κατάληξη όπως και η ρίζα εννοούν μια περιοχή με ισχυρή οχύρωση.
Υμηττός : από το ύμα που σημαίνει βρεγμένο, υγρασία δηλαδή το όρος που δεν έχει υγρασία.
Ὕλλος …η Ὕλᾱς ΓΙΟς ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ η λεξη λας έχει πολλές ιδιότητες σημαίνει πετρά λαός άνθρωπος. ο άνθρωπος συμφωνά με την ελληνική μυθολογία δημιουργήθηκε απο ΠΗΛΟ και ΦΩΤΙΑ η πηλό και ΝΕΡΟ αλλά και ὕλη το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες.