Γράφει ο Σπύρος Μακρής
Το καλοκαίρι είναι μια πολύ ιδιαίτερη εποχή για τους σύγχρονους Έλληνες. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να μελετήσουμε και να δούμε, όσο πιο αναλυτικά γίνεται και όσο μπορούμε καλύτερα, το πώς περνούσαν τα καλοκαίρια τους οι αρχαίοι Έλληνες, ιδίως, οι αρχαίοι Αθηναίοι.
Σίγουρα, η ζωή και ο τρόπος που την ζούσαν ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό. Το ίδιο διαφορετικός είναι και ο τρόπος που απολάμβαναν το θέρος. Ας δούμε, εν τάχυ, που μπορεί να οφείλεται αυτή η διαφορά.
Τότε, οι αρχαίοι, ήταν πολύ δεμένοι με τους θεούς τους. Τους θεωρούσαν φίλους τους, εμπνέονταν από αυτούς, τους σέβονταν, δεν τους φοβόντουσαν και τέλος γνώριζαν (γνώριζαν – δεν πίστευαν) την ύπαρξή τους.
Η δεύτερη σημαντική διαφορά της αρχαίας εποχής είναι πως, στο σήμερα δουλεύουμε (είμαστε δούλοι – δεν εργαζόμαστε) όλο τον χρόνο, με εξαίρεση τα Σαββατοκύριακα και τις ελάχιστες αργίες, για τις οποίες μας τρώει το άγχος να προλάβουμε την παραγωγή και, στο τέλος, να πάρουμε ένα μήνα άδεια (αν είναι ολόκληρος) το καλοκαίρι, να πάμε σε ένα νησάκι, να ξεφύγουμε, να ηρεμήσουμε, να χαλαρώσουμε ή να εκτονωθούμε.
Στην αρχαία Ελλάδα, τους τελευταίους αιώνες π.Χ. από τον 1ο ώς τον 5ο ή και 6ο, το χρονικό διάστημα που εξετάζουμε, οι άνθρωποι δεν έχουν άγχος ενώ η ανάγκη για διακοπές το καλοκαίρι –με την σημερινή έννοια– είναι ανύπαρκτη.
Θα μου πείτε, τι ανάγκη είχαν οι αρχαίοι Έλληνες τις διακοπές, αφού όλη μέρα, όλο το χρόνο ήταν σε διακοπές: Είχαν τους δούλους που δούλευαν γι αυτούς, ενώ οι ίδιοι κάθονταν, ρεμπέλευαν, φιλοσοφούσαν κλπ.
Κι όμως… Δεν είναι έτσι. Όσο κι αν μας φανεί παράξενο, τα πράγματα δεν είναι όπως μας τα έμαθαν στο σχολείο, ή όπως μας τα έχουν περάσει. Δουλεία υπήρχε, σαφώς, όπως σε όλο τον αρχαίο κόσμο (όπως και σήμερα -με άλλη μορφή). Η διαφορά με τον υπόλοιπο κόσμο είναι πως η οικονομία των Αθηνών δεν στηριζόταν στην δουλοκρατία, όπως πολλές φορές έχει ειπωθεί, αλλά στην εργασία των ανεξάρτητων μικροπαραγωγών.
Σε αυτόν τον ονειρικό, για μας, τόπο ζούσαν οι πρόγονοί μας πριν 2.500 χρόνια. Αν και ζούσαν σε έναν παράδεισο, οι συνθήκες που διαβίωναν δεν ήταν πάντα το ίδιο ιδανικές.
Ο μέσος Αθηναίος έμενε σε σπίτια που οι τοίχοι ήταν λεπτοί και τρυπιούνταν εύκολα από «τοιχωρύχους». Οι πόρτες άνοιγαν προς τα έξω, γι αυτό και τις έκρουαν πριν βγουν έξω για να μην χτυπήσουν τον κόσμο που περνούσε. Οι στέγες ήταν επίπεδες, όπως οι σημερινές ταράτσες. Διέθεταν τζάμια στα παράθυρα αφού γνώριζαν το γυαλί και την υαλουργία. Υπήρχαν, όμως, και μεγάλες κατοικίες «συνοικίες» (ανάλογες με τις σημερινές πολυκατοικίες) για πολλές οικογένειες, οι οποίες έμεναν με ενοίκιο. Είχαν μαξιλάρια και σπεπάσματα, αλλά δεν χρησιμοποιούσαν σεντόνια.
Το πρωί, ο μέσος Αθηναίος, σηκωνόταν έπαιρνε το πολύ λιτό πρωινό του «ακράτισμα», που ήταν κριθαρένιο ή σιταρένιο ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί. Μερικές φορές πρόσθετε ελιές και σύκα. Και μετά πήγαινε στον εργασιακό του χώρο, είτε αυτό ήταν εργαστήριο, αγρός, χωράφι κλπ. Όλοι εργάζονταν και κόπιαζαν, όλοι γίνονταν μισθωτοί κάποιου ιδιώτη ή του δημοσίου ή είχαν δικές τους δουλειές, όπως φούρνους ή και μικρές βιοτεχνίες κλπ.
Υπάλληλους είχαν συνήθως μέσα από την οικογένεια και η τέχνη πήγαινε από γενιά σε γενιά, χωρίς αυτό να αποκλείει άλλους Αθηναίους πολίτες υπάλληλους. Τα επαγγέλματα που είχαν τότε δεν διέφεραν και πολύ από τα σημερινά, αν εξεραίσουμε την σύγχρονη τεχνολογία. Υπήρχαν βαφείς, παπουτσήδες, αμαξηλάτες, ζαχαροπλάστες, μαρμαράδες, υφαντουργοί κλπ.
Συνήθως, σε κάθε εργασιακό χώρο υπήρχε ένας αυλητής (όπως θα είχαμε το ραδιόφωνο εμείς, σήμερα) για να περνάει η ώρα πιο ευχάριστα -ακόμα και αυτό ήταν ένα επάγγελμα. Οι δούλοι έκαναν κυρίως τις «βάναυσες» εργασίες εφόσον υπήρχε η οικονομική δυνατότητα πληρωμής τους από τον μέσο πολίτη. Επειδή, όμως σπάνια υπήρχε αυτή η άνεση, συναντάμε δούλους στους πολύ πλούσιους, πολιτικούς, άρχοντες κλπ και στις δημόσιες υπηρεσίες: αστυνόμοι, λογιστές, δικαστικοί υπάλληλοι, εργάτες στο Λαύριο κλπ. Ο μέσος Αθηναίος ήταν φτωχός και τα οικονομικά του τον ανάγκαζαν πολύ συχνά στα «βάναυσα» επαγγέλματα.
Σαββατοκύριακα ξεκούρασης δεν υπήρχαν τότε. Αυτή η Ιουδαϊκή μέρα ανάπαυσης ήταν άγνωστη.
Εργάζονταν κανονικά, καθημερινά και όλο τον χρόνο εκτός από τις θρησκευτικές εορτές. Είχαν όμως, ελεύθερες ώρες που τις αξιοποιούσαν κάνοντας τον περίπατό τους, πήγαιναν στα γυμναστήρια, έπαιζαν διάφορα παιχνίδια ή ακόμα και ασχολούνταν με διάφορα σπόρ, άλλα για μικρούς ή έφηβους και άλλα για μεγάλους.
Οι δούλοι αποτελούσαν την εκτελεστική εξουσία, όπως θα λέγαμε σήμερα, και ασκούσαν τα επαγγέλματα που δεν προήγαν το μυαλό και το σώμα, εκείνα που δεν είχαν δημιουργικότητα, φαντασία και ήταν καθαρά δουλειές μηχανικές, γι’ αυτό και τα επαγγέλματα αυτά ονόμαζαν «βάναυσα» . Αντίθετα με ότι είναι γνωστό, οι Αθηναίοι πολίτες, εργάζονταν και δεν κάθονταν όλοι τους τη ζωή στα ανάκλιντρα φιλοσοφώντας. Εξ άλλου υπήρχε νόμος που απαγόρευε την ανεργία, όπως και την επαιτεία.
Είχαν όμως, ανάγκη από διακοπές;
Αν κλείσουμε τα μάτια και προσπαθήσουμε να φανταστούμε την αρχαία Ελλάδα πριν 2.500 χρόνια περίπου από σήμερα, μάλλον θα μας φανεί πως έχουμε ξαναγυρίσει στην παιδική μας ηλικία, αφού ό,τι «δούμε» θα μοιάζει παραμυθένιο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την φύση και το περιβάλλον. Χωρίς αυτοκίνητα και καυσαέριο, χωρίς γκρίζες πολυκατοικίες, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς πλαστικό.
Στην ίδια την χώρα μας όπου τα ποτάμια δεν είναι μολυσμένα αλλά περνούν μέσα από την πόλη στα περισσότερα σημεία της. Οι πηγές σε δροσίζουν και σε ξεδιψούν όπου τις συναντήσεις. Τα δέντρα και τα άλση είναι παντού, το οξυγόνο είναι τόσο πλούσιο που το αντιλαμβάνεσαι να κυλάει στο αίμα και από εκεί στον εγκέφαλο. Οι θάλασσες είναι ζωντανές και πεντακάθαρες, τα χρώματά της σε μαγνητίζουν τόσο. Η φύση γενικά είναι ζωντανή και είναι παντού και κυρίως μέσα μας, αφού μας περιέχει και την περιέχουμε.
Στεφάνι, σβούρα, κουτσό, κούνιες, γιογιό, ξυλοπόδαρα, ασκολιασμός (ισορροπία σε ασκί γεμάτο κρασί και αλειμμένο απ έξω με λάδι), ζάρια, πεττεία (τάβλι ή ντάμα), μαριονέτες και θέατρο σκιών, σφαίρα. Τέλος γνώριζαν το ποδόσφαιρο και το χόκεϊ, αλλά σαφώς όχι με τους σημερινούς κανόνες. Ανάμεσα στα άλλα έπαιζαν και χρηματιστήριο!… αφού αυτό που σήμερα το ονομάζουμε «παράγωγα» είχε επινοήσει ο Θαλής ο Μιλήσιος. Βέβαια, μην φανταστείτε ότι πήγαιναν στην Σοφοκλέους!…
Μπορεί να μην είχαν Σαββατοκύριακα ή weekends για να ξεκουραστούν, είχαν όμως μέρες αργίας σε όλη την διάρκεια του έτους. Άλλες ήταν μιας ημέρας άλλες ήταν περισσότερες. Ήταν ακανόνιστες και έτσι, άλλες έπεφταν πολλές σε ένα μήνα όπως π.χ στον μήνα Ανθεστηριών (μέσα Ιανουαρίου με μέσα Φεβρουαρίου) που ήταν σχεδόν ένας ολόκληρος μήνας αργίες οπότε και «διακοπές»! Όμως αυτές οι διακοπές όπως και όλες οι θρησκευτικές αργίες του χρόνου ήταν γεμάτες εν-θεού-ουσία (ενθουσιαμός).
Πέρα όμως από τις αργίες αυτές, διακοπές είχαν;
Αντίθετα από ότι συμβαίνει σήμερα, το καλοκαίρι, οι Αθηναίοι δεν έπαιρναν άδειες από την εργασία τους για να πάνε κάπου αλλού. Όταν το καλοκαιράκι άρχιζε να ζεσταίνει και το καύμα του Σείριου γινόταν ανυπόφορο, όσοι ζούσαν παράκτια έκαναν τα μπάνια τους στην θάλασσα καθώς και την ηλιο-θεραπεία τους.
Εκαναν κωπηλασία, λεμβοδρομίες, κολύμπι σε θάλασσες και ποτάμια.
Όσοι ζούσαν στην πόλη ή μακριά από κάποια παραλία, δεν είχαν την δυνατότητα να πηγαίνουν στην θάλασσα για μπάνιο. Αφ΄ ενός διότι μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε ενώ οι άμαξες ήταν είδος υπερπολυτελείας που το διέθεταν πολλοί λίγοι. Αφ΄ετέρου δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση να πας από την Αθήνα π.χ. στην Κόρινθο, αφού επρόκειτο για διαφορετική πόλη-κράτος. Διέθεταν όμως πισίνες στα διάφορα γυμναστήρια και εκεί έσβηναν την δίψα τους για δροσιά. Γνωστή είναι η κυκλική πισίνα του γυμναστηρίου των Δελφών.
Όσοι ζούσαν μέσα στην πόλη προτιμούσαν, τις ζεστές νύχτες, να ανεβαίνουν στην ταράτσα του σπιτιού τους για να απολαμβάνουν την νυχτερινή δροσιά και να κοιμούνται εκεί. Την ημέρα έκαναν τον περίπατό τους στην σκιά των πλατανιών ή κοντά σε ποτάμια ή πήγαιναν μία βόλτα μέχρι την Ακαδημία που βρισκόταν κοντά στον Κηφισό.
Χρησιμοποιούσαν την βεντάλια (ριπίς) για να κάνουν αέρα όταν ζεσταίνονταν και επίσης γνώριζαν την ομπρέλα (σκιάδιον) για τον ήλιο. Είχαν κρήνες με ψηλά τοποθετημένους τους κρουνούς για ένα ντους ενώ στα δημόσια λουτρά εκτός απο την χαρά του νερού επάνω τους, τους δινόταν η ευκαιρία να βρεθούν με άλλους και να κουβεντιάσουν για διάφορα θέματα.
Η θερινή άδεια, ο τουρισμός και η ανάγκη των διακοπών ήταν άγνωστη για τους αρχαίους Έλληνες, όπως διαπιστώνουμε. Πρώτον και κύριον γιατί δεν υπήρχε η ανάγκη του να ξεφύγουν από κάπου για να πάνε κάπου αλλού. Δεύτερον διότι δεν ήταν παγιδευμένοι στον ίδιο τους τον πολιτισμό και την τεχνολογία του -όπως συμβαίνει με εμας. Τρίτον, διότι δεν είχαν ανάγκη να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, ή να δουν λίγο πράσινο. Όλα αυτά τα είχαν μέσα στην πόλη τους. Τα ζούσαν και τα ένιωθαν. Ένας ακόμη λόγος ήταν η μετακίνηση από το ένα μέρος στο άλλο.
Μα θα μου πείτε ανάγκη από ξεκούραση δεν είχαν; Όλη μέρα, κάθε μέρα στα χωράφια αφού οι περισσότεροι ήταν αγρότες και έσκαβαν ή όργωναν, μα και στις άλλες δουλειές της πόλης, δεν είχαν ανάγκη ξεκούρασης;
Να σας πω, δεν ξέρω πόσο κουράζονταν, ή πόση ανάγκη ξεκούρασης είχαν. Αυτό που ξέρω είναι πως τα πνευμόνια τους ήταν καθαρά, αφ΄ενός γιατί το κάπνισμα ήταν άγνωστο, αφ΄ετέρου γιατί η ατμόσφαιρα ήταν πεντακάθαρη και δεν τους κατέβαλε. Έπειτα δεν είχαν την πίεση της παραγωγής, όπως την έχουμε σήμερα. Τους ενδιέφερε η ποιότητα και όχι η ποσότητα. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό για να συμπεράνουμε πως υπήρχε αρμονία και ισορροπία κούρασης-ξεκούρασης στην ίδια την εργασία. Κάτι που είναι άγνωστο σήμερα, παντελώς.
Τέλος έχουμε τις αργίες για θρησκευτικούς λόγους, οπότε και δεν εργάζονταν τις ημέρες αυτές.
Αλλά προσέξτε: Όταν ερχόταν η μέρα της γιορτής δεν την έβλεπαν όπως εμείς π.χ. τα Χριστούγεννα που ανυπομονούμε πότε θα έρθουν –και να μην πέσουν μέσα στο Σαββατοκύριακο –για να ξεκουραστούμε! Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ή δεν έχουμε πει «πέρασαν οι γιορτές και δεν τις κατάλαβα». Αυτό συμβαίνει, είτε επειδή δεν μας εκφράζει η συγκεκριμένη γιορτή, είτε γιατί την βλέπουμε σαν ένα μέσο ξεκούρασης. Και στις δυό περιπτώσεις μας είναι αδιάφορη, απλά έχει μείνει στην παράδοσή μας.
Στην αρχαιότητα, οι γιορτές οι αφιερωμένες στους, καταργημένους από την Εκκλησία, θεούς, είχαν ενθουσιασμό (εν-θεού-ουσία) και δεν ήταν ένα μέσο ξεκούρασης, ήταν και πάλι μία εργασία, εσωτερική αυτή τη φορά.
Όπως η εργασία στο όποιο επάγγελμα ήταν χαρά και μέσο έκφρασης για την ζωή (όσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο με τα σημερινά δεδομένα), το ίδιο χαρά και μέσο έκφρασης για την ζωή ήταν και οι γιορτές. Βάλε το email σου στην φόρμα εγγραφής για να λαμβάνεις τα άρθρα μας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου
Αριστοτέλη, Πολιτικά
Αριστοφάνη, Πολύτος & Λυσιστράτη & Νεφέλαι
Λυσίας, Υπέρ αδυνάτου
Πλουτάρχου, Λυκούργος
Ομήρου, Οδύσσεια
Καστοριάδης Κορνήλιος, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, εκδόσεις Ύψιλον, 1999