Ο συγγραφέας Ηλίας Φραγκάκης απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος “Τώρα”
- Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Όταν, το μυθιστόρημά σας «Τώρα». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας είναι το πλέον κατάλληλο άτομο να περιγράψει το βιβλίο του. Στην περίπτωσή μου είναι πολύ νωπό. Θα πω σε μια πρόταση ότι πρόκειται για την Οδύσσεια του Ιούλιου Βερνίκου. Η περιπλάνηση αυτού του ανθρώπου στη μνήμη, την προσωπική και την συλλογική. Είναι ένας άνθρωπος που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, τις αλήθειες του, ένας άνθρωπος γεμάτος εμπειρίες και ταξίδια πραγματικά και νοητικά. Βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι της ζωής και πρέπει να κλείσει λογαριασμούς, πρέπει να καταλάβει. Βέβαια επειδή πρόκειται για ένα άτομο που ανήκει στη γενιά της μεταπολίτευσης αυτό όλο το επώδυνο μπλέντερ το αντιμετωπίζει με το χιούμορ, την πλάκα και τον αυτοσαρκασμό που διακρίνει τα καλύτερα παιδιά αυτής της γενιάς. Επίσης με την ευαισθησία και την ποιητικότητα που διακατείχε αυτά τα παιδιά. Ένα μείγμα λαϊκότητας, αλητείας και διανόησης. Πρόκειται για ένα «αναρχικό» μυθιστόρημα ως προς την γραφή του. Απ’ την αρχή είχα αποφασίσει να ακολουθήσω την αυτόματη γραφή. Δηλαδή να αφήσω το είναι μου να γράψει με την ελευθεριότητα που σκεφτόταν και έπραττε ο ήρωάς μου. Δεν θα μπορούσε να λειτουργεί αυτός άναρχα και μένα η γραφή μου να είναι «ατσαλάκωτη». Είναι γραμμένο λοιπόν με τον τρόπο της συνειρμικής γραφής, με δύο λόγια όπως σκεφτόμαστε ή όπως ονειρευόμαστε. Η σκέψη δεν υπακούει σε κανόνες, μας επιτρέπει ή μας επιβάλλει να πηδάμε από την μια ιστορία στην άλλη χωρίς να υπάρχει εμφανής σύνδεση. Πάντα υπάρχει όμως. Εναπόκειται στον αναγνώστη να κάνει τις συνδέσεις. Στη ζωή του ο ήρωας αυτό άλλοτε το καταλαβαίνει, άλλοτε όχι. Έτσι σιγά-σιγά συνειδητοποιεί πως αυτός ο μίτος που ακολουθεί, τον οδηγεί στο λαβύρινθο της αυτογνωσίας δηλαδή στον προσωπικό του Μινώταυρο. Αν θέλουμε να βγούμε στο όποιο φως θα πρέπει πρώτα να βρούμε και να λογαριαστούμε με τον Μινώταυρό μας. Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας επομένως όπου συνυπάρχει το χιούμορ, ο σαρκασμός, ο στοχασμός και η ποιητική διάθεση. Ο ήρωάς ανατρέχει τη ζωή του με έναν τρόπο εντελώς φανταστικό διατρέχοντας το χρόνο μπρος-πίσω σε σχέσεις, σε καταστάσεις αλλά και σε γεγονότα που άλλαξαν την ιστορία. Σε όλα είναι παρών ως δράστης ή ως «τυχαίος» παρατηρητής περνώντας από κει ακολουθώντας όμως τη δική του τροχιά και τις δικές του επιδιώξεις. Βυθίζεται στις πιο μαύρες και φρικιαστικές σελίδες του ανθρώπινου είδους, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ας πούμε και ύστερα με μια μοτοσυκλέτα διακτινίζεται στην Πατησίων τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα ή σε μια παμπ του Δουβλίνου τραγουδώντας επαναστατικά τραγούδια και απαγγέλοντας ποίηση, κι ύστερα στα μαύρα δάση της Γερμανίας παρέα με τον σκηνοθέτη Άλαν Πάρκερ ή στις όχθες του Μισισιπή ακούγοντας τα μπλουζ του Ανθρώπου. Σαν άλλος Οδυσσέας κατεβαίνει στον Κάτω κόσμο ή για την ακρίβεια ανεβαίνει αφού ο δικός του κάτω κόσμος βρίσκεται στον πιο διάσημο λόφο της Μέκκας του θεάματος.
- Σκιαγραφήστε μας τον κεντρικό ήρωα. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα του;
Ο ήρωας όπως είπαμε ονομάζεται Ιούλιος Βερνίκος. Καταλαβαίνετε τον παραλληλισμό. Ταξιδεύει με τη φαντασία του όπως και ο συνεπώνυμος συγγραφέας που όλοι λέγανε πως γράφει φανταστικά πράγματα και λίγα χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκαν τα περισσότερα. Ο Ιούλιος είναι ένας άνθρωπος πλούσιος σε εμπειρίες, έχει κάνει πολλά πράγματα στις τέσσερεις γωνιές του πλανήτη, έχει βιώσει τις μεγάλες φιλίες, τους μεγάλους έρωτες, την προδοσία, την βία, την διάψευση. Έχει να υπερασπιστεί τις ιδέες του και τις μεγάλες του αφηγήσεις. Θεωρεί πως ο ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξης είναι η μνήμη. Είναι ένας άνθρωπος που, όπως και εγώ, δεν θέλει να ξεχάσει. Και ο χρόνος μας κάνει να ξεχνάμε. Έτσι λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίσει τη λήθη. Για να το κάνει αυτό πρέπει να προσδιορίσει τον Εαυτό του και τον Χρόνο. Ξεκινάει λοιπόν ένα ταξίδι πνευματικό ή/και πραγματικό. Να ξαναβρεί τον Εαυτό του μέσα από γεγονότα που έζησε, μέσα από ανθρώπους που λάτρεψε και έχασε, να τους ξαναβρεί, να δημιουργήσει γεγονότα απ’ την αρχή. Να προσδιορίσει την έννοια του Χρόνου. Να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στην ιστορική συνέχεια. Με την έννοια αυτή είναι ένα υπαρξιακό αλλά και οντολογικό μυθιστόρημα. Στο ταξίδι αυτό πρέπει να αντιμετωπίσει την απώλεια αγαπημένων του προσώπων, που τον καθόρισαν. Να τα ξαναβρεί να καταλάβει να κλείσει λογαριασμούς. Αυτοί οι συμπρωταγωνιστές είναι ο πατέρας, ο κολλητός φίλος, οι μεγάλοι έρωτες, οι γυναίκες, οι άντρες και οι εμπειρίες που τον όρισαν, τον διαμόρφωσαν. Αλλού έχει οδηγό και συμπαραστάτη ένα σύντροφο αλλού έχει τον εαυτό του. Αλλού ούτε τον ίδιο τον ίσκιο του. Όλα αυτό το ταξίδι συνθέτει θα μπορούσα να πω μια τοιχογραφία του εικοστού αιώνα και τον αρχών του εικοστού πρώτου. Είναι μια Οδύσσεια.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Αρχικά ο αναγνώστης προσδοκώ να απολαύσει την πορεία. Να το διασκεδάσει αλλά και να συγκινηθεί. Γιατί είναι μια πορεία – αφήγηση δομημένη με ρυθμούς, δράση, έρωτα, στοχασμό, πολύ χιούμορ, μουσική, λογοτεχνία, αυτοσαρκασμό και πόνο. Όλα δηλαδή τα στοιχεία που συνθέτουν τη ζωή μας είναι παρόντα και παρουσιάζονται σε μια διαφορετική ανάμιξη με έναν παράδοξο τρόπο που αφήνει να ιδωθούν με διαφορετικό τρόπο. Ή πιο σωστά να υπαινιχθεί πως υπάρχει και άλλος τρόπος να ζήσεις την ζωή σου. Μαζί με την απόλαυση έρχεται και η επαφή με τον προβληματισμό και τα παθήματα του ήρωα. Ο αναγνώστης υποβάλλει τα δικά του ερωτήματα, φωτίζει πτυχές της πλοκής ή της ψυχολογίας του ήρωα που ακόμα και εγώ μπορεί να αγνοώ. Μέσα από αυτή την διαδικασία απόλαυσης – κρίσης των γεγονότων ευελπιστώ ότι ο αναγνώστης θα δώσει τις δικές του απαντήσεις ή ακόμα καλύτερα θα διατυπώσει τα προσωπικά του ερωτήματα για την δική του ύπαρξη.
- Τελικά ποιος είναι ο ρόλος του χρόνου για την ανθρώπινη ύπαρξη;
Ο χρόνος είναι κάτι που μπορεί να είναι φίλος μπορεί όμως να είναι και δυνάστης. Δέστε στην καταναλωτική κοινωνία τα πρότυπα ομορφιάς. Το γήρας είναι ασχήμια, πρέπει να είσαι όμορφος, πρέπει να υπακούς σε συγκεκριμένα πρότυπα. Δηλαδή αντί για μια φιλοσοφία που οδηγεί τον άνθρωπο να αποδεχθεί την διαδικασία, τη ροή, να ενταχθεί σε αυτήν, να γίνει μέρος της, να αφεθεί στο ρεύμα και να απολαύσει το ταξίδι της ζωής, ο σύγχρονος άνθρωπος τρέχει πίσω από πρότυπα κάλπικα συνήθως με το φόβο του θανάτου από την εφηβεία ακόμη. Και αυτό στον παρονομαστή του έχει ως αιτία και αφορμή το κέρδος και την χειραγώγηση. Ο Επίκουρος αν βλέπει από κάπου θα γελάει κάτω από τα μουστάκια του πικρά. Ο Χρόνος όμως είναι κάτι διαφορετικό από τον μικρό, προσωπικό και ατομικό χρόνο όπως τον ορίζουμε και μας ορίζει, μας κατατρώει, μας γεμίζει άγχος. Αυτός ο τελευταίος δεν υπάρχει, είναι δημιούργημα. Ο Χρόνος της δημιουργίας, του Σύμπαντος είναι κάτι άλλο και αυτό απασχολεί και τον Ιούλιο, τον ήρωα του μυθιστορήματος. Αυτό είναι που ψάχνει να προσδιορίσει προκειμένου να ορίσει τη θέση του στο σύμπαν.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Ω, αυτό είναι κάτι που ξεκίνησε ερήμην μου σε πολύ μικρή ηλικία. Έτσι «βγήκα» φαίνεται. Από πολύ μικρός πριν τα πέντε μου χρόνια άκουγα μια μουσική και «έβλεπα» εικόνες. Και το αντίστροφο. Έβλεπα μια εικόνα, ένα τοπίο ας πούμε ή κάτι στο μυαλό μου και δημιουργούσα μια μουσική για να το «ντύσω» ηχητικά. Επίσης άκουγα πολλές ιστορίες και έφτιαχνα και ο ίδιος μερικές. Υποθέτω πως είμαι από κατασκευής παραμυθάς. Στην πορεία, δηλαδή μετά τα 7-8 μου χρόνια μου έδωσαν τη χαριστική βολή τα βιβλία που διάβασα, οι μουσικές που άκουσα, οι ταινίες που είδα. Η οικογένεια που υπήρξε μια εστία φιλότεχνων, ήταν ένας βασικός παράγοντας διαμόρφωσης για εμένα.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Θα συμφωνούσα με τον Ρολάν Μπαρτ. Η λογοτεχνία είναι η ερώτηση χωρίς την απάντηση.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Χμ, τι να σας πω. Το κράτος, η πολιτεία, η λογοτεχνική κοινότητα, οι θεσμοί και δεν ξέρω γω ποιός άλλος καταβάλουν τεράστιες προσπάθειες με σχέδιο και πλάνο να καλλιεργήσουν την φιλαναγνωσία αλλά αυτοί τίποτα. Αγύριστα κεφάλια (γέλια). Ήμουνα πριν δύο χρόνια στη Βουλγαρία καλεσμένος του Σπιτιού Λογοτεχνίας και μια καθηγήτρια ελληνικών μου είπε «τελείωσα το μυθιστόρημά σας (το προηγούμενο «Μαρίκες», εκδ. Εστία) στο τραμ(!) και έκλαιγα. Ευτυχώς που οι περισσότεροι συνεπιβάτες διάβαζαν και δεν με αντιλήφθηκαν». Όπως καταλαβαίνετε ο πήχης είναι πολύ ψηλά. Εδώ στα καθ’ ημάς οι μισοί τουλάχιστον Έλληνες είναι ποιητές. Στην Ελλάδα οι ποιητές φύονται όπως η αγριάδα. Σχεδόν παντού. Καλό αυτό. Όμως οι ίδιοι δεν διαβάζουν. Ίσως εκτός από θέμα παιδείας και καλλιέργειας να είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας της φυλής. Ο καθένας μας έχει ένα δικό του μπαϊράκι. Καλύτερο από του άλλου. Οπότε γιατί να διαβάσει τον όποιον άλλο; Αυτό το πρόβλημα – ιδιοσυστασιακό και ιδιοσυγκρασιακό της φυλής- ίσως βρίσκεται στον πυρήνα μιας εξήγησης που ξεφεύγει από τα εξωτερικά αίτια και θεραπείες. Αν κανείς εστίαζε στο να «θεραπεύσει» αυτό τον μοναχικό ξερολισμό και απύθμενο εγωτισμό – ατομικισμό ίσως να είχαμε διαφορετικά αποτελέσματα. Όμως αν θέλουμε κάτι εντελώς διαφορετικό ποιοτικά, η συστηματική δουλειά πρέπει να ξεκινάει στους νέους ανθρώπους από το δημοτικό. Να αγαπήσουν την πεζογραφία, την ποίηση. Αλλά εδώ εννοώ ότι πρέπει να γίνει μια επανάσταση που να σαρώσει όλα τα πρότυπα, όλα τα στερεότυπα και όλα τα μοντέλα εξετάσεων, την παιδεία των ακροατών – παπαγάλων που ακολουθούν υποδείγματα (templates) και νόρμες ακόμα και για την έκθεση ιδεών. Μιλάμε επομένως ότι ζητείται μια παιδεία που καλλιεργεί κριτικούς νόες. Ποιος θα το κάνει; Ποια εξουσία ενδιαφέρεται να δημιουργήσει ανθρώπους που θα την αμφισβητήσουν;
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
‘Άλλο ένα δύσκολο θέμα. Και γίνεται ακόμα δυσκολότερο αν σκεφτούμε την επέλαση των αλγορίθμων της τεχνητής νοημοσύνης που εκπαιδεύονται εντατικά αλλά και επιλεκτικά στο τι θα καταλαβαίνουν – αποδέχονται – προβάλλουν – επιβάλλουν. Δεν είμαι καταστροφολόγος. Κάθε πράγμα κατά τη γνώμη μου περιλαμβάνει την Δυνατότητα και τον Κίνδυνο. Εξαρτάται από το ποιος το ελέγχει και που αποσκοπεί. Ακόμα και έτσι όμως πάντα θα υπάρχουν παραθυράκια και περιθώρια για βελτιώσεις, για διαφορετική σκέψη, για μικρές επαναστάσεις. Ο άνθρωπος ακόμη και ζαλισμένος από διαρκή «χτυπήματα», αποπροσανατολισμένος, θα συνεχίσει να ονειρεύεται και άρα να φτιάχνει ιστορίες – παραστάσεις – ταινίες στο μυαλό του. Όπως ακριβώς και ο ήρωας του δικού μου μυθιστορήματος. Νομίζω είναι μια διαδικασία που δεν θα πάψει όσο υπάρχουν άνθρωποι. Άρα η πεζογραφία, η ποίηση, το θέατρο, το σινεμά δεν θα πάψουν. Η μορφή τους ενδεχομένως θα αλλάξει, το μέσο που θα τα μεταφέρει ίσως, μα η ουσία, ο πυρήνας θα παραμείνει ίδιος όσο θα είναι ίδια η ανάγκη των ανθρώπων να δημιουργούν ιστορίες και να ακούν/ βλέπουν/ διαβάζουν ιστορίες.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Σε κατάσταση καραντίνας θα ήθελα να έχω μαζί μου βιβλία που λειτουργούν ομοιπαθητικά και οπωσδήποτε ιδιοσυγκρασιακής γραφής. Θα έπαιρνα λοιπόν «Το βιβλίο του Μανουέλ» του Χούλιο Κορτάσαρ, το «Η κατάρα των Ντέην» του Ντάσιελ Χάμμετ, το «Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου» του Χαρούκι Μουρακάμι, το «Όταν ο κόσμος λιγόστεψε απότομα» του Κώστα Κοντοδήμου, την «Δουβλινιάδα» του Ενρίκε Βίλα-Μάτας (να και ένα βιβλίο για το «τέλος» της λογοτεχνίας, τουλάχιστον της έντυπης). Αλλά φοβάμαι πως θα ξεμείνω πολύ γρήγορα, οπότε μετά ίσως γράψω κάτι δικό μου.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Όχι. Γενικά μου αρέσει να τα προκαλώ αυτά. Να παίζω μαζί τους. Και είναι αλήθεια πως αν υπάρχει τύχη τότε και γω από τύχη ζω.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Τα χρειαζόμαστε και τα δύο. Είναι σαν το γιν και γιανγκ. Δεν είναι αντίθετα. Συνυπάρχουν και συγκρούονται σε μια ενότητα στο θέατρο της ζωής. Χρειαζόμαστε κριτική σκέψη. Χρειαζόμαστε το Όνειρο. Βομβαρδιζόμαστε με τόση πληροφορία που καταντάμε ζαλισμένοι και απληροφόρητοι ή παραπληροφορημένοι. Η υπερβολική δόση σκοτώνει. Για να επιζήσεις σ΄ αυτό τον ωκεανό πρέπει σαν τον Οδυσσέα να ονειρεύεσαι, αλλά και να σκέφτεσαι και να σχεδιάζεις.