1. Κυκλοφορεί το νέο σου μυθιστόρημα “Χρακ!”. Γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο και τι ακριβώς πραγματεύεται;
Κυκλοφορεί, αμέ. Επέλεξα τον τίτλο στην τύχη, γιατί δεν ήξερα πώς να το πω και το “Γκιακ” ήταν πιασμένο, όπως και το “Κλικ!”. Είναι σύντομο βιβλιαράκι και δεν πραγματεύεται σχεδόν τίποτα, αλλά κόβει μια βόλτα από την οικογένεια, την αρχιτεκτονική, το δίπολο τέχνη/επιστήμη και τις λαμογιές στα δημόσια έργα.
2. Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης;
Οι ιδέες άλλων που έκλεψα. Αγαπώ πολύ την δημιουργική διαδικασία από μόνη της και για αυτό που είναι. Οι αφηγηματικές τεχνικές είναι εκεί, τα αρχέτυπα χαρακτήρων υπάρχουν από πάντα, κι εμείς καθόμαστε και παίζουμε με τις κούκλες μας, όπως κάναμε από καταβολής κόσμου. Δεν νιώθω την ανάγκη να κάνω κάτι παραπάνω από αυτό. Δεν θέλω (καλά, ούτε και μπορώ δηλαδή) να εφεύρω το τηγάνι ή το κρεμμυδάκι, απλά προσπαθώ να τα βάλω να παίξουν μεταξύ τους μέχρι να βγει κάτι -ελπίζω- νόστιμο.
Από κει και πέρα, τυχαίνει αυτός να είναι ο θεματικός πυρήνας της ιστορίας, αφού η αρχιτεκτονική είναι αυτή η ατυχής υβριδική επιστήμη-τέχνη, για την οποία όλοι έχουν άποψη ανεξάρτητα της παιδείας τους, και ίσως καλά κάνουν κιόλας. Σε τελική όμως ανάλυση, κάποιος πρέπει να κάτσει και να συνθέσει γνώμες και τεχνικές, υπολογισμό και συναίσθημα, γνώση και έμπνευση, μυαλό και καρδιά και να… χτίσει στο τέλος κάτι. Αλλιώς πού θα μένουμε;
3. Πώς θα χαρακτήριζες τους βασικούς ήρωες; Ποια είναι τα κίνητρά τους;
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι τσογλάνια, αλλά ορισμένοι ίσως φανούν κάπως συμπαθητικοί στον κατάλληλο αναγνώστη. Κατά κύριο λόγο όλοι τους κυνηγάνε την ευτυχία.
4. Τι θεωρείς ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, το κοινό;
Τα τεχνικά θέματα, και ειδικά τα θέματα αρχιτεκτονικής, εμφανίζονται πολύ συχνά στον δημόσιο λόγο. Συμβαίνει εκεί έξω μια διαρκής κουβέντα για το Ελληνικό, μία άλλη για τα Προσφυγικά στην Αλεξάνδρας, μία τρίτη για την αυθαίρετη δόμηση… Θέματα που τα ζούμε, τα βλέπουμε τριγύρω μας και μας απασχολούν.
Οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον κλάδο των κατασκευών, που εμπλέκονται στην ιστορία του βιβλίου, είναι σχετικά ακριβείς και ίσως κάποιοι τις θεωρήσουν ενδιαφέρουσες. Δεν αξιώνω να μάθει κανείς κάτι καινούριο εκεί μέσα, αυτή είναι δουλειά άλλων βιβλίων, πολύ πιο χοντρών απ’ το “Χρακ!”. Ίσως κάποιος αναγνώστης βρει εκεί το ερέθισμα να τα ψάξει και να μάθει. Πλάκα θα είχε αυτό.
Έχω την ελπίδα ότι θα περάσει καλά διαβάζοντας και ότι αυτό θα του είναι αρκετό όμως. Εμένα σίγουρα θα μου είναι.
5. Η κατασκευή μιας φυλακής είναι στο κέντρο της πλοκής. Ο κεντρικός ήρωας πρέπει πρώτα να γκρεμίσει την άυλη “φυλακή”, πριν βρει την ισορροπία του εγχειρήματος;
Συναγερμός για σπόιλερ εδώ, αλλά ναι, είσαι μέσα. Πρέπει να το κάνει. Η ιστορία έχει την μορφή παλινωδίας. Ο σωφρονισμός από μόνος του είναι τεράστιο θέμα. Έχουν ενδιαφέρον οι φυλακές, σαν κόνσεπτ δηλαδή, γιατί κατά τα άλλα σαν μέθοδος έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές. Φτιάχνουμε μια πολυκατοικία με τις κλειδαριές στην έξω μεριά της πόρτας κάθε σπιτιού-κουτιού και λέμε “ορίστε, εδώ θα κρύψουμε τους κακούς μας ανθρώπους”. Είναι εύκολο να κρίνεις τον άλλο όμως, όταν δεν κινδυνεύεις να είσαι αυτός.
Οι χαρακτήρες βάζουν προσωπικό στοίχημα να σχεδιάσουν αυτή τη φυλακή. Το θέμα είναι ο τρόπος. Μπορείς να σχεδιάσεις κάτι με την ψυχρή τεχνοκρατική μεθοδολογία, ή με οδηγό την ενσυναίσθηση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Ανάμεσα στις δύο προσπάθειες στέκεται ως εμπόδιο η τύφλωση, η φυλακή όπως λες, που χτίζεται από τον πόνο και φρουρείται από τη χαώδη σύγχρονη ζωή μας, που απορρίπτει το συναίσθημα ως “κριντζ”. Αν είναι όμως να χάσουμε το συναίσθημα, τι να την κάνουμε την ελευθερία;
6. Ποιον ακριβώς σχολιασμό επιχειρείς να κάνεις για τη διαπλοκή των εξουσιών;
Κανέναν απ’ όσους θα με απέκλειαν από το να συμμετέχω μελλοντικά σε αυτή!
7. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείς με τη συγγραφή;
Τα λεφτά. Καλή κι ευχάριστη η ζωή του μηχανικού, δεν λέω, αλλά σαν χόμπι. Στις μέρες μας κανείς δεν εκτιμάει τα φωτοβολταϊκά όπως κάποτε! Είναι πολύ δύσκολο λοιπόν να αναδειχθεί κάποιος και να ζήσει από τη δουλειά του σαν μηχανικός… Έτσι αναγκάστηκα για βιοποριστικούς λόγους να γράφω, όπως τόσοι και τόσοι άτυχοι συνάνθρωποι μας. Είναι πολύ λυπηρή ιστορία, Κωνσταντίνε, αν μπορούμε ας το αφήσουμε αυτό το θέμα σε παρακαλώ, με πληγώνει τόσο πολύ…
8. Ποιον ορισμό θα έδινες στην έννοια της λογοτεχνίας;
Είναι δύσκολο χωρίς αυτή την ταλαιπωρημένη λεξούλα, την “έκφραση”, κι έτσι θα προτιμούσα να μην το προσπαθήσω καν. Γιατί τι πα’ να πει έκφραση δηλαδή; Νομίζω αρχικά σήμαινε την λεπτομερή περιγραφή, συνέχισε να σημαίνει την ειλικρινή περιγραφή και κατέληξε να σημαίνει “ας δείξουμε πράγματα που αγοράσαμε για να προβάλλουμε κάτι σαν προσωπικότητα”. Όμως στη βάση της, κι αυτό δεν είναι για κανέναν λόγο απόπειρα ορισμού, η λογοτεχνία είναι έκφραση. Μία μορφή της. Μία ακόμη προσπάθεια να βγάλει νόημα “Όλο Αυτό”.
Απλά δεν είναι μόνο αυτή η ματαιόδοξη προσπάθεια αυτοπροβολής μίας περσόνας μας, που βρίσκουμε κουλ κι ευχάριστη, στους ανθρώπους που θέλουμε να εντυπωσιάσουμε. Όχι μόνο. Είναι και ένας τεράστιος κόπος να γίνουν επικοινωνήσιμα όλα τα εκείνα τα περίπλοκα κι ανώνυμα πλασματάκια που μπλέκονται μέσα μας, που άλλοτε είναι κιούτικα, κι άλλοτε τρομαχτικά. Άλλος ένας τρόπος. Ένας τρόπος με γράμματα.
9. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Αν και στην ουσία του βιβλίου δεν έχουν αλλάξει και πολλά, τόσο η μορφή όσο και το περιεχόμενο σίγουρα έχουν εξελιχθεί. Ποστάρει κανείς ένα βιβλίο (που στα κρυφά ίσως μάλιστα δεν έχει διαβάσει) στα social, σαν τμήμα της προσωπικότητας του. Η ίδια η ανάγνωση γίνεται αλλιώτικα. Κάποιοι αντέχουν και διαβάζουν από οθόνη, άλλοι ακούνε βιβλία και άλλοι παραπονιούνται ότι “οι νέοι δεν διαβάζουν πχια”, ρίχνοντας την ευθύνη στην εικόνα και τον ήχο.
Σίγουρα, το βιβλίο δεν έχει την θέση του πρωτεύοντα τρόπου μετάδοσης μεγάλου όγκου πληροφορίας που είχε πριν εκατό χρόνια (γιατί μεταξύ μας, ούτε πριν πενήντα τον είχε). Ταυτόχρονα όμως μετέχει στην εποχή μας, παίρνοντας τη θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα μέσα που αυτοαναφέρονται μέχρι να μην τους μείνει εαυτός να αναφέρουν, σπέρνοντας το meta διακειμενικό χάος. Αλλά εντάξει, δεν διαβάζαμε ποτέ μόνο για το περιεχόμενο και την πληροφορία. Διαβάζαμε και διαβάζουμε γιατί είναι ωραίο το ρημάδι. Είναι όμορφο αυτό που κάνει στο μυαλό. Αυτό οφείλει να τουμπάρει όλα τα παραπάνω.
10. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα ήθελες μαζί σου;
Διαβάζω πολύ αργά και δεν θα προλάβαινα να τα ξεπετάξω για κανένα λόγο σε τριάντα μέρες, ειδικά τριάντα καταθλιπτικές μέρες, πάντως αγαπώ μερικά βιβλιαράκια, πέντε απ’ τα οποία είναι τούτα ‘δω:
- “Το ζεν και η τέχνη συντήρησης της μοτοσυκλέτας” του Ρόμπερτ Πίρσιγκ
- ”Ο λύκος της στέπας” του Έρμαν Έσσε, ή όπως αλλιώς τελοσπάντων διαβάζεται
- “Η ζωή εν τάφω” του Στράτη Μυριβήλη
- Η “Αμερικάνικη λήθη” του Ντέηβιντ Φόστερ Γουάλας, με αγαπημένο το ανατριχιαστικό “Παλιό καλό νέον” (μπρρρ)
- “Το χαμένο νησί” του Μ. Καραγάτση
Μπορεί να μην τα θεωρούν όλοι σπουδαία βιβλία, αλλά εμένα μ’ αρέσουν πολύ και τα ξαναδιαβάζω συχνά-πυκνά. Μήπως έπρεπε να βάλω στη λίστα κανένα αδιάβαστο όμως, να μη βαρεθώ;
11. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Επειδή δεν έχω απαντήσει καμία ερώτηση ως τώρα σοβαρά, αλήθεια, Κωνσταντίνε, αλήθεια όμως, χωρίς πλάκα, και δεν μ’ αρέσει με την καμία αυτό που λέω, αλλά όντως… Δεν έχω ιδέα, φίλε.
Αλλά αν ήξερα, σίγουρα θα το έγραφα κάπου!