Η συγγραφέας Κατερίνα Τζημοπούλου απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων “Ιστορίες 21 γραμμαρίων”.
1. Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Άνω Τελεία, η συλλογή διηγημάτων σας “Ιστορίες 21 γραμμαρίων”. Πώς θα την περιγράφατε συνοπτικά;
Πρόκειται για είκοσι ένα μικροδιηγήματα που αφορούν τον φόβο του θανάτου και το βάρος της απώλειας. Προέκυψαν μέσα από σκέψεις και συναισθήματα που σχετίζονται με το δεδομένο του θανάτου, την αναπάντεχη φύση του και τη διαχείριση της θλίψης που προκαλεί, αλλά τελικά είναι μια αφορμή να εστιάσουμε στη ζωή και στο δώρο του χρόνου που μοιραζόμαστε με τους αγαπημένους μας.
2. Τι συνδέει τις ιστορίες και ποια κοινά χαρακτηριστικά διαθέτουν οι ήρωές τους;
Σε κάθε ιστορία συναντάμε τον θάνατο. Μπορεί να είναι δεδομένο ή πιθανότητα, φόβος ή λύτρωση, κατάσταση ή απουσία, πρόσωπο ή σκέψη. Οι ήρωες είναι άνθρωποι που, σε όποια εκδοχή κι αν τον συναντήσουν, αναμετριούνται μαζί του.
3. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Δε θα μπορούσα να απαντήσω με σιγουριά, γιατί εξαρτάται λίγο κι από το φίλτρο που θα περάσει ο κάθε αναγνώστης την κάθε ιστορία. Μου αρέσει η σκέψη ότι, κλείνοντας το βιβλίο, θα νιώσει λίγο περισσότερο ευγνώμων για τις στιγμές που ζει ή έζησε με κάποιον αγαπημένο, θα βγει μια βόλτα με φίλους, θα δώσει μια αγκαλιά παραπάνω, θα νιώσει χαρά που πέθανε και σήμερα απ’ την κούραση στη δουλειά.
4. Τελικά ο μεγαλύτερος φόβος μας είναι ο θάνατος και πώς μπορεί, αν μπορεί, να ξεπεραστεί;
Την πρώτη πρώτη φορά, τη στιγμούλα εκείνη που συνειδητοποιούμε το δεδομένο του θανάτου, νομίζω πως μπαίνει πρώτος στη λίστα με τους φόβους. Δεν ξέρω αν τον ξεπερνάμε ποτέ απόλυτα, αλλά συμφιλιωνόμαστε, κυρίως επειδή δεν έχουμε κι άλλη επιλογή. Ο καθένας αναπτύσσει μηχανισμούς διαχείρισης και βάζει τάξη στο χάος με όποιον τρόπο του ταιριάζει- με τη θρησκεία, τη φιλοσοφία ή ακόμα και την κβαντική φυσική. Ο φόβος του δικού μας θανάτου, πάντως, θεωρώ ότι είναι πιο εύκολος στη διαχείριση από τον φόβο της απώλειας των αγαπημένων μας.
5. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Νομίζω ότι επειδή έτυχε και διαβάζω αρκετά κι από μικρή ηλικία, προέκυψε κάπως φυσικά η γραφή ως τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας. Μου αρέσει να ασχολούμαι με τις λέξεις, πολύ τις αγαπάω.
6. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στον ψηφιακή μας κόσμο; Πόσο επηρεάζεται από τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη;
Αν υπάρχει βαθιά αγάπη για το βιβλίο, θεωρώ πως τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανάγκη μας για διάβασμα ή/και για γράψιμο. Κάποιοι προτιμούν την έντυπη μορφή, κάποιοι την ψηφιακή, αλλά αυτή είναι μια επιλογή που φαντάζομαι συνδέεται με το βαθμό εξοικείωσης του καθενός με την τεχνολογία γενικότερα.
Ο ρόλος της τεχνητής νοημοσύνης, σε σχέση με τη συγγραφή ειδικά, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο προβληματισμού. Από όσα μπορώ να αντιληφθώ για τις δυνατότητές της, ο μεγαλύτερος προβληματισμός που τίθεται είναι αν μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο. Αν και δεν έχω εντρυφήσει σε βάθος, θεωρώ ότι η ΑΙ μπορεί να αναπαράγει, αλλά όχι να εμπνέεται και να δημιουργεί. Μπορώ να αναγνωρίσω την αξία των εργαλείων της στο επίπεδο της έρευνας, καθώς δίνουν άμεση πρόσβαση σε απίστευτο όγκο πληροφοριών. Δε νομίζω, όμως, πως μπορεί να καθοδηγηθεί η τεχνητή νοημοσύνη με τέτοιο τρόπο ώστε να προσδώσει σε ένα κείμενο την ιδιαιτερότητα του ψυχισμού, τη μοναδικότητα της αντίληψης και το εύρος της φαντασίας ενός υπαρκτού συγγραφέα.
7. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Ο Πικάσο είπε ότι «η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας βοηθά να ανακαλύψουμε την αλήθεια». Παραφράζοντας, λοιπόν, θα έλεγα ότι λογοτεχνία είναι η τέχνη να αποκαλύπτονται μεγάλες αλήθειες μέσα από ευφάνταστα ψέματα.
8. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Η πρώτη μου σκέψη είναι πως η καθημερινότητά μας είναι τόσο απαιτητική και εξαντλητική σε τόσα επίπεδα, που δεν υπάρχει χρόνος, αντοχή, διάθεση ή ακόμα και οικονομική δυνατότητα για διάβασμα. Κι αν θεωρήσουμε τη λογοτεχνία έναν τρόπο ψυχαγωγίας, είναι ίσως πιο απαιτητικός από τη διαφυγή που προσφέρει η ενασχόληση με το διαδίκτυο ή την τηλεόραση. Το βλέπω πολύ έντονα και στα παιδιά, μέσα από την ιδιότητά μου ως δασκάλα- όσο δομημένα και προσεγμένα να προσπαθήσεις να αναδείξεις τη χαρά της ανάγνωσης, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κεντρίσεις το ενδιαφέρον τους και να τα πείσεις να ασχοληθούν. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο που η τεχνολογία τα κρατάει διαρκώς απασχολημένα και θωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο ως ενήλικες να αλλάξουν συνήθειες.
9. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Δεν πιστεύω στη μοίρα, με την έννοια ότι είναι όλα προδιαγεγραμμένα, γιατί είτε θα χάσω τα κίνητρα που εντοπίζω για να διαχειρίζομαι τα δυσάρεστα είτε θα υποβαθμίσω τη χαρά που νιώθω, όταν καταφέρνω πράγματα. Αν θέλω, όμως, να είμαι ειλικρινής, πολύ θα ήθελα να με επισκέπτεται η τύχη συχνότερα.
10. Ενας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Αν είναι να αναφερθώ σε πέντε μόνο από τα πολλά αγαπημένα μου, θα διάλεγα αυτά που με έχουν επηρεάσει περισσότερο στον τρόπο που σκέφτομαι και είναι τα εξής:
«Το άρωμα του ονείρου» του Τομ Ρόμπινς,
«Kitchen» της Μπανάνα Γιοσιμότο,
«Οχτώ» της Κάθριν Νέβιλ,
«Δεσμοφύλακας» του Αχιλλέα ΙΙΙ,
«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι» του Γελωτοποιού (Παύλος Θωμόπουλος).
11. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στην εποχή μας;
Μ’ αυτή την ερώτηση μου ’ρθαν στο μυαλό δύο φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν την ημέρα της δεύτερης μαύρης επετείου των Τεμπών. Η κοπέλα, που στέκεται στη μέση του δρόμου και χειρονομεί, και ο μουσικός με την κιθάρα αγκαλιά. Μου δίνει δύναμη κι ελπίδα η ύπαρξη και των δύο. Νιώθω ότι χρειαζόμαστε και τον ρεαλισμό και τον ρομαντισμό για να επιβιώσουμε, ειδικά όταν όλα γύρω μας μοιάζουν κάπως σουρεαλιστικά.