/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στη Μαρία Σχοινά

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στη Μαρία Σχοινά

Η συγγραφέας Μαρία Σχοινά απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Η Ζωή στο μπαλκόνι».

Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ρώμη το μυθιστόρημά σας «Η Ζωή στο μπαλκόνι». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά; 

Στα μέσα της δεκαετίας του 70, πολύ πριν την εποχή των σούπερ μάρκετ, δυο γυναίκες και δυο διαφορετικοί κόσμοι, συναντιούνται σε ένα μανάβικο. Δεν έχουν κανένα κοινό, η μια 20+ η άλλη 40+, η μια πλούσια και όμορφη σαλονικιά, η άλλη επαρχιώτισσα. Γίνονται πολύ γρήγορα φίλες, κι αρχίζουν να ανταλλάσσουν επισκέψεις και γνώσεις. Η μικρή μυεί την μεγάλη στα μυστικά της πόλης, τα ρούχα, τις μπουτίκ, τα κομμωτήρια ενώ και αυτή μαθαίνει τα μυστικά της κουζίνας και του νοικοκυριού. Το βιβλίο παρακολουθεί την κοινή πορεία των δυο οικογενειών για πάνω από δυο δεκαετίες. 

 

Σκιαγραφήστε μας τους κεντρικούς ήρωες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους; 

Γυναίκες τριών διαφορετικών γενιών, αντιφατικές και περίπλοκες. Γεννημένες πριγκίπισσες ή Σταχτοπούτες. Εγκλωβισμένες σε ρόλους που δεν επέλεξαν, που τους προκαθορίστηκαν λόγω καταγωγής, κοινωνικών επιταγών ή απλά τύχης. Ταλαντεύονται ανάμεσα στην αποδοχή αυτού του ρόλου, γιατί είναι το οικείο ή το βολικό ή αυτό που σηματοδοτεί την ύπαρξή τους και στη συνειδητή ή ασυνείδητη αμφισβήτησή του, σε μία προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και απελευθέρωσης.

Η Ελισάβετ, γεννήθηκε καταδικασμένη να σηκώνει τον σταυρό του μαρτυρίου της γυναίκας της ελληνικής επαρχίας του μεσοπολέμου. Άνθρωπος του καθήκοντος, πιστή φύλακας του κάστρου της, προστατεύει με πάθος τους δικούς της και μοιράζει απλόχερα αγάπη και σπιτικό φαγητό.

Η Στέλλα, πλούσια, όμορφη και έξυπνη, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Μαθημένη να έχει πάντα ότι θέλει πριν καν το ζητήσει χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της όταν ανακαλύπτει τα αγκάθια στη λουλουδένια της ζωή.

Η Ζωή γνωρίζει τον έρωτα πριν καλά-καλά ανακαλύψει τον εαυτό της. Ρομαντική αλλά πρώιμα ώριμη, θάβει βαθιά τα μυστικά που ρουφούν τη νιότη της, αλλά παλεύει να βρει τη διαδρομή προς το μέλλον της.

 

Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης; 

Το βιβλίο μου δεν αποσκοπεί σε συμπεράσματα για  να προβληματίσει τον αναγνώστη. Γύρω από τους κεντρικούς χαρακτήρες μου, ρέει ένας κόσμος γεμάτος εικόνες, μουσικές και αρώματα που στοχεύουν να μπερδευτούν με τις αναμνήσεις του αναγνώστη,  να τον  φέρουν λίγο πίσω, στην εποχή της αθωότητας.  Οι πρωταγωνιστές μου δεν ξέρουν την αλήθεια για να την μοιραστούν, δεν προσφέρουν απαντήσεις. Δεν χαρίζομαι στους ήρωές μου, δεν τους εξιδανικεύω. Τους δημιουργώ με τρυφερότητα και τους επιτρέπω να κάνουν λάθη και να τραβήξουν το δρόμο τους. Διηγούμαι την ιστορία τους χωρίς να  ερμηνεύω τα κίνητρά τους, αυτό το αφήνω στον αναγνώστη, να επιλέξει τι θέλει να κρατήσει σαν επίγευση.

 

Πώς απεικονίζονται οι αξιακές αλλαγές και ο νέος ρόλος της γυναίκας μέσω της αστικοποίησης; 

Η Λόλα, η Στέλλα, η Ελισάβετ, η Ζωή αλλά και η γιαγιά Ζωή, η παραδουλεύτρα Ματούλα, η ‘εισβολέας’ Ελεονόρα, η γκουβερνάντα Μέσκυ. Οι γυναίκες των ρετιρέ της Αγίας Σοφίας ή των υπογείων της Κασσάνδρου. 

Χωρίς να θέλει να προσομοιάσει με ένα φεμινιστικό μανιφέστο, οι γυναίκες του βιβλίου μου παλεύουν να κρατήσουν τα ηνία της ζωής τους. Η πόλη που είναι το σημείο συνάντησής τους, τους παρέχει ένα φιλόξενο περιβάλλον, τους επιτρέπει τα πάντα: να βαφτούν και να χτενιστούν, να σπουδάσουν, να μορφωθούν, να φλερτάρουν και να ερωτευτούν. Στην μεταπολεμική ελληνική επαρχία η θέση της γυναίκας ήταν δεδομένη, οι δυνατότητες περιορισμένες και οι αντιξοότητες αμέτρητες. Δεν είναι οι αξίες που άλλαξαν, αυτό είναι γνώρισμα κάθε εποχής. Οι ηρωίδες μου, έχουν βαθιά συναίσθηση του ρόλου τους, σαν γυναίκες, μητέρες, κόρες, σύζυγοι και ερωμένες, πιστές σε ένα πολυδιάστατο καθήκον, στρατιώτες και στρατηγοί της ευτυχίας των αγαπημένων τους.  Κι ενώ έχουν κληρονομήσει κακές συνήθειες, απαρχαιωμένες απόψεις και συμπλέγματα ενοχής, η σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους τις απελευθερώνει και τις χειραφετεί. 

 

Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Η συγγραφή ήταν μέσα μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σαν γονιδιακή προδιάθεση. Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες με το μυαλό μου και όσο τις δούλευα παρακολουθούσα τις ζωές των ηρώων μου σαν ηδονοβλεψίας. Στην αρχή έβλεπα από την κλειδαρότρυπα τις ιδιαίτερες στιγμές τους. Μετά τον καιρό, κατά έναν παράξενο τρόπο, αυτοί οι άνθρωποι αυτονομήθηκαν, άρχισαν να λειτουργούν αυτοβούλως, ό,τι έπρατταν ήταν δική τους απόφαση. Έτσι κάποια στιγμή αποφάσισα να καταγράψω τις στιγμές αυτών των ανθρώπων, σαν να μου το ζητούσαν οι ίδιοι. Γιατί μπορεί να μην υπήρξαν, αλλά θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει.

 

Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας; 

Η λογοτεχνία είναι μια κατάθεση ψυχής. Από τη στιγμή που οι σκέψεις μετατραπούν σε γραμμές πάνω στο χαρτί, δεν υπάρχει επιστροφή, ο συγγραφέας έχει αποκαλυφθεί, έχει δώσει το στίγμα του. 

 

Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο; 

Η ανάγνωση ενός βιβλίου προϋποθέτει ελεύθερο χρόνο και ψυχική ηρεμία, αυτά που στερείται ο μέσος Έλληνας αφού η καθημερινότητά του σε σχέση με του Ευρωπαίου είναι πολύ δύσκολή και ο αγώνας για την επιβίωση σκληρός. Πιθανόν και το εκπαιδευτικό σύστημα να μην καλλιεργεί την αγάπη για τη λογοτεχνία και γενικά για την ανάγνωση που δεν αποσκοπεί στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

 

Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Το ερώτημα ίσως πρέπει να διευρυνθεί. Γιατί πουλιούνται δίσκοι βινυλίου ενώ ζούμε στην ψηφιακή εποχή; Γιατί γυρίζονται ταινίες με πραγματικά σκηνικά και ηθοποιούς ενώ με την τεχνητή νοημοσύνη όλα αυτά δεν απαιτούνται; Η τέχνη πάντα θα επιβιώνει και θα προσαρμόζεται στα μέσα έκφρασης της εποχής. Άλλωστε, το ψηφιακό βιβλίο δεν παύει να είναι βιβλίο.

 

Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Μάλλον θα διάβαζα κάποιον συγγραφέα που δεν είχα ποτέ αρκετό χρόνο να του αφιερώσω, ίσως τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις. Και μάλλον θα συνέχιζα με τους κλασικούς: Έσσε (Ο λύκος της Στέπας), Όσκαρ Γουάιλντ (Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ). Θα ξαναδιάβαζα Φιτζέραλντ (Τρυφερή είναι η νύχτα) και ολοκλήρωνα με τον Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Ο Ουραγουανός εραστής).

 

Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη; 

Αν και είμαι ορθολογίστρια, άνθρωπος των θετικών σπουδών και τεχνοκράτης, πιστεύω στη δύναμη των συμπτώσεων. Αυτό βέβαια δεν με οδηγεί σε μια μοιρολατρική στάση, αντίθετα, ασπάζομαι με αισιοδοξία την πεποίθηση ότι το σύμπαν μου φυλάει μικρές όμορφες εκπλήξεις. 

 

Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας; 

Ο ρομαντισμός είναι αυτό που λείπει στην εποχή μας και ίσως αυτό αποζητούσα όταν έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Αφελώς ίσως, πιστεύω ότι η δύναμη που κινεί τη ζωές μας είναι το συναίσθημα και κατά βάθος όλοι μας, και οι πιο ρεαλιστές, κρύβουμε μέσα μας έναν ρομαντικό εαυτό. Αυτό βέβαια δεν είναι σε αντιδιαστολή με την ορθή οπτική της πραγματικότητας, απλά κάποιες φορές πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα να της δίνουμε μια πιο ανάλαφρη, μια πιο γλυκιά μορφή.