Η σκηνοθέτιδα Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη απαντά στις ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα με αφορμή τη θεατρική παράσταση “Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό” που παρουσιάζεται στο Αlhambra Art Theater
Το πολύ γνωστό έργο του Σαμπαχαττίν Αλί “Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό” ανεβαίνει για πρώτη φορά σκηνή σκηνοθετημένο από εσάς, σε θεατρική απόδοση της Έφης Βενιανάκη. Τι ήταν το πρώτο που σας γοήτευσε σε αυτό;
Αυτό που πραγματικά με γοήτευσε ήταν η ίδια η ιστορία και ο τρόπος που εξελισσόταν, με αποκορύφωμα το φινάλε του έργου, που είναι πραγματικά απρόσμενο και αναπάντεχο. Η ιστορία αφορά στον έρωτα δυο διαφορετικών ανθρώπων, μιας Γερμανίδας καλλιτέχνιδας και ενός Τούρκου ντροπαλού νέου, που ψάχνει το νόημα της ζωής στο Βερολίνο. Δυο διαφορετικές κουλτούρες, δυο διαφορετικές ψυχές συγκρούονται μέχρι να βρουν τη δύναμη να ξεπεράσουν τις όποιες κοινωνικές και προσωπικές προκαταλήψεις φέρουν, ώστε να βιώσουν την ομορφιά ενός δυνατού έρωτα. Η όποια μορφή προσωπικής επανάστασης εμένα προσωπικά με συναρπάζει.
Πώς αποτυπώνεταιι η μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα μέσα από την πλοκή;
Οι δυο αυτοί νέοι υπερβαίνουν όρια, εποχές, χώρες, δυσκολίες αλλά κυρίως κάνουν την υπέρβαση απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους, αφήνοντας πίσω εγωισμούς, εσωτερικούς περιορισμούς και αγκυλώσεις για να ζήσουν τον ιδανικό, μυθιστορηματικό έρωτά τους.
Με ποια σκηνοθετική ματιά προσεγγίσατε το κείμενο. Ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο που επιθυμείτε να αναδείξετε μέσα από τη δομή της παράστασης και τις ερμηνείες των ηθοποιών;
Επειδή πρόκειται για μυθιστόρημα, η διασκευή του ήταν η πρώτη ύλη για να πυροδοτήσει τη σκηνοθετική προσέγγιση. Από την αρχή με την Έφη Βενιανάκη αποφασίσαμε ότι θα έχει η παράσταση μια κινηματογραφική φόρμα και αισθητική. Πάνω σε αυτή την ιδέα λοιπόν δουλεύτηκε αρχικά η διασκευή και στη συνέχεια το στήσιμο των πολλών μικρών σκηνών, γύρω από τις οποίες χτίστηκε το έργο. Με ενδιέφερε να πειραματιστούμε πάνω σε μια λιτότητα σκηνογραφικών μέσων ώστε οι ηθοποιοί, τα σώματα και τα συναισθήματά τους να κυριαρχούν. Η ζωντανή μουσική συντελεί στο να μπούμε στον αφαιρετικό κόσμο των ηρώων και να παρακολουθήσουμε την ψυχική τους διαδρομή. Στο τέλος θέλαμε να νιώσει κανείς τη γλύκα, την προσμονή, την ένταση μιας αγάπης, που μπορεί να μην έχει αίσιο τέλος αλλά το ότι έζησε κάποιος ένα τόσο δυνατό έρωτα, από μόνο του συνιστά ολοκλήρωση.
Υπήρχαν ανάγκες προσαρμογής του έργου στη σημερινή εποχή;
Ο χρόνος και ο τόπος που αναφέρονται στο έργο, δηλαδή το Βερολίνο του μεσοπολέμου λειτουργούν ως φόντο της ερωτικής ιστορίας που διαδραματίζεται μεταξύ του Ραίφ και της Μαρίας γιατί το διακύβευμα είναι η σχέση των δυο νέων. Οπότε δεν έχει τόσο σημασία το που βρισκόμαστε όσο το τι συμβαίνει. Η σκηνοθεσία επέλεξε να μην τοποθετήσει χρονικά την ιστορία κάπου πολύ ορισμένα αλλά να μιλήσει για τον έρωτα μεταξύ δυο οποιονδήποτε ανθρώπων οποιασδήποτε εποχής. Ακολουθούμε όλες τις μεταπτώσεις, τα σκαμπανεβάσματα, τις ματαιώσεις, τις απογοητεύσεις αλλά και τις συγκινητικές στιγμές του θαύματος του έρωτα.
Πώς κρίνετε την πορεία του θεάτρου στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια. Τι το διαφοροποιεί από το παρελθόν;
Τα τελευταία χρόνια ανεβαίνουν στην Αθήνα πάνω από 1500 παραστάσεις, ένα φαινόμενο που σίγουρα χρήζει ανάλυσης σχετικά με τις συνθήκες και τους όρους, που ανεβαίνουν όλες αυτές οι παραστάσεις. Ο κόβιντ άλλαξε το τοπίο ριζικά γιατί για πολύ καιρό τα θέατρα δεν λειτουργούσαν. Επανήλθαμε νομίζω γεμάτοι ιδέες, παθιασμένοι να κάνουμε και πάλι τη δουλειά που ξέρουμε, αλλά και το κοινό παθιασμένο να ξαναζήσει τη μοναδική εμπειρία του θεάτρου. Είμαστε σε μια μεταβατική περίοδο για πολλούς λόγους και σχετικά με διάφορες συνθήκες. Το προεδρικό διάταγμα ΠΔ 85/2002 έφερε τα πάνω κάτω στον κλάδο μας και μέχρι να λυθούν όλα αυτά τα θέματα, θα πάρει πολύ χρόνο. Ελπίζω στο τέλος να γίνουν όλα για καλό.
Είστε μια βραβευμένη σκηνοθέτιδα με το βραβείο Κάρολος Κουν. Ποιο είναι το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό σας όνειρο;
Αυτό που θα ήθελα είναι να μπορώ κάθε χρονιά να σκηνοθετώ μια παράσταση που με εκφράζει. Επίσης προφανώς θα ήθελα να απευθυνθώ σε ένα ευρύτερο κοινό, μέσα από ένα μεγάλο δημόσιο φορέα, όπως αυτό του Εθνικού θεάτρου ή του ΚΘΒΕ, στα οποία δεν έχω ακόμα σκηνοθετήσει. Στόχος μου πάντως είναι να εξελίσσω την τεχνική μου και το προσωπικό μου στυλ.
Είναι το θέατρο η κυρίαρχη προτεραιότητα σας ή σας γοητεύει εξίσου κι η κινηματογραφική προσέγγιση;
Το γνωστικό μου αντικείμενο είναι το θέατρο παρόλο που λατρεύω τον κινηματογράφο και σε αρκετές περιπτώσεις έχω εντάξει τεχνικές του σε μια θεατρική παράσταση. Έχω επίσης σκεφτεί ότι θα μου άρεσε κάποτε να κάνω μια ταινία αλλά χρειάζονται και άλλες γνώσεις, που πρέπει να μαθευτούν. Ίσως στο μέλλον.