/Πεπερασμένος χρόνος: Ένα έργο που διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα μας για πολύ καιρό.

Πεπερασμένος χρόνος: Ένα έργο που διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα μας για πολύ καιρό.

Ο Δημήτρης Βεντουράκης (πιάνο) και ο Σωκράτης Τσέντογλου (drums) ντύνουν με τη jazz μουσική αισθητική τους, την απαγγελία κειμένων κλασικής και σύγχρονης ποίησης, όπως τα ιαπωνικά χάικου, οι Λιτανείες του Ρόδου και τα ποιήματα του Γιάννη Λειβαδά στην παράσταση “Πεπερασμένος χρόνος”. Η απαγγελία είναι της ηθοποιου, σεναριογράφου και σκηνοθέτρια, Άρτεμις Γρύμπλα και τα φωνητικά της Κατερίνας Ρουσιάκη. Για όλα αυτά, και όχι μόνο, μιλούν στον Κωνσταντίνο Μανίκα.

1.Παρουσιάζεται τη μουσικοθεατρική παράσταση “Πεπερασμένος χρόνος”, από τις 21 Μαρτίου στον.χωρο Τζάμια Κρύσταλλα. Ποια είναι η δομή και το κεντρικό θέμα της παράστασης; 

Σωκράτης: Από καιρό είχα σκεφτεί να κάνουμε ένα πρότζεκτ με μουσική και ποίηση και κάποια στιγμή έπεσα πάνω στον ποιητή Γιάννη Λειβαδά, τον οποίο προσέγγισα και ξεκινήσαμε κουβέντες επί τούτου. Αυτός μας πρότεινε ορισμένα κείμενα με τα οποία θα μπορούσαμε να δουλέψουμε και κατόπιν ξεκινήσαμε να στήνουμε την παράσταση με τον Δημήτρη. Είναι ένα έργο που διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα μας για πολύ καιρό.

 

Δημήτρης: Ο Σωκράτης είχε μια κεντρική ιδέα γύρω από την έννοια του λαβυρίνθου. Λίγο πιο συγκεκριμένα, γύρω από την συνειδητοποίηση του θανάτου και το βάρος της ύπαρξης, κάτι από το οποίο κανένα άτομο δεν μπορεί να ξεφύγει. Με βάση αυτό επιλέξαμε ως πυρήνα τις “Λιτανείες του Ρόδου” του Remy de Gourmont, και σιγά σιγά καταλήξαμε στα τρία μέρη της παράστασης – 1ο μέρος: αθωότητα/Χάικου κλασικών Ιαπώνων ποιητών, 2ο: αδιέξοδο/Λιτανείες, 3ο: αποδοχή/Ποιήματα Κελύφους του Γιάννη – και στην κεντρική ιδέα του πεπερασμένου χρόνου και την συνειδητοποίηση ότι η γέννηση κάθε πράγματος, συμβολίζει ταυτόχρονα και το τέλος του.

 

2. Γιατί επιλέξατε τόσο διαφορετικές μορφές ποίησης και πώς συνδέονται με τη τζαζ μουσική που τις “ντύνει” στην παράσταση; 

Σ: Η επιλογή των κειμένων δεν έγινε σύμφωνα με τη σχέση που έχουν μεταξύ τους, αυτό δεν μας απασχόλησε καθόλου. Έγινε με γνώμονα την περιγραφή του πεπερασμένου χρόνου. Μας ενδιέφερε να αποτυπώσουμε την συνειδητοποίηση του θανάτου και το βάρος της ύπαρξης. Αυτό από μόνο του ξεπερνάει τα όρια ειδών, στυλ, μορφών, ιδιωμάτων και πολιτισμών. Παράλληλα, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ποίηση και την τζαζ μουσική στην εν λόγω παράσταση είμαστε εμείς ως περφόρμερς.

 

Δ: Για εμάς η τζαζ είναι απλώς μια γλώσσα έκφρασης. Λειτουργεί ως κοινό μας μέσο επικοινωνίας, το οποίο αγαπάμε και προτιμούμε ναι, αλλά από μόνο του δεν λέει κάτι. Εξίσου πετυχημένα θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε αυτό το πρότζεκτ μέσα από άλλες μουσικές γλώσσες και ιδιώματα, δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο πρότζεκτ που συνδυάζει ποίηση με μουσική ή που ασχολείται με την συγκεκριμένη θεματική εξ’ άλλου. Το ζήτημα είναι το περιεχόμενο της ιδέας, η ιδέα καθ’ αυτή, όχι τα υλικά που την αποτελούν.

 

3. Πόσο δύσκολο είναι να δέσουν αρμονικά διαφορετικές μορφές τέχνης και διαφορετικοί πολιτισμοί; 

Σ: Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια δυσκολία για να δέσει κάτι, όπως επίσης και δεν μας απασχολεί καθόλου να είναι κάτι αρμονικό. Αυτό που μας απασχολεί είναι το τι θα συμβαίνει κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια της παράστασης, αυτό που θα συμβαίνει εκείνη την φορά και κάθε φορά θα είναι κάτι μοναδικό.

 

Δ: Θα γυρίσω πίσω στην έννοια του περιεχομένου. Για μένα αυτό είναι ουσιαστικά το βίωμα, συλλογικό και ατομικό. Αυτό που νιώθεις. Όπως και να το περιγράψουμε, να το αναλύσουμε ή να το οριοθετήσουμε, η εμπειρία του είναι κάτι το άμεσο και πανίσχυρο. Πιστεύω πως εκεί οφείλει να γίνει η μεγαλύτερη σύνδεση του καλλιτέχνη με το έργο του, στα επίπεδα όπου τα συναισθήματα είναι πλούσια και καθαρά και η ευθύνη της θέσης σου απέναντι σε αυτά είναι ύψιστη. Έχουμε μεγαλώσει με φόβο και δυσπιστία απέναντι στο προσωπικό μας κριτήριο, αλλά εκεί βρίσκεται το πολύτιμο στην δημιουργική διαδικασία και όταν κανείς το αισθάνεται αυτό, γίνεται πολύ πιο εύκολο να συνδυάσεις πράγματα που φαινομενικά διαφέρουν, αλλά επί της ουσίας, συνδέονται ήδη.

 

4. Η τζαζ έχει στην Ελλάδα την αποδοχή που της αξίζει; 

Σ: Οτιδήποτε στην Ελλάδα δεν είναι mainstream, δεν χαίρει καμίας αποδοχής. Δεν θα θελα να πω κάτι άλλο πάνω σε αυτό το θέμα, γιατί θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο να αναπτυχθεί γραπτώς εδώ και θα χρειαζόμουν δυο σελίδες. Πραγματικά όμως η αίσθηση που έχω είναι αυτή.

 

Δ: Θα πω και γω συμπληρώνοντας ότι αναρωτιέμαι τι σημαίνει καν αποδοχή. Δεν είμαι σίγουρος ότι ο κόσμος που ζητάει κάτι, είτε είναι οι καλλιτέχνες είτε το όποιο κοινό αν καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλάει. Θέλουμε πράγματα, αλλά χωρίς να εμβαθύνουμε στις επιπτώσεις αυτών και την δουλειά που απαιτείται για να γίνουν. Και το λέω με σεβασμό αυτό, όχι ως κατηγορία. Η συνθήκη καθαυτή δεν είναι γόνιμη ούτε απέναντι στο κοινό, ούτε στους καλλιτέχνες. Οι όποιες δομές όταν υπάρχουν καν, δεν φαίνεται να έχουν στηθεί με κάποιο σοβαρό όραμα και στόχο, χωρίς να αναιρώ ότι σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτές  κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Βέβαια δείξε μου έναν άνθρωπο εν έτη 2025 – ακόμη και εκτός Ελλάδας πιθανώς – που αισθάνεται υποστήριξη και ασφάλεια αυτή τη στιγμή, οπότε δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα του χώρου μας. Υπάρχει όμως και το ζήτημα της προσωπικής επιθυμίας και αυτό σπάνια το αγγίζουμε σοβαρά. Δεν θέλουν όλα τα άτομα να τα κάνουν όλα. Συνεπώς τι θα σήμαινε περισσότερη αποδοχή; Να έχεις περισσότερες συναυλίες, περισσότερα μαθήματα; Και αν δεν σ’αρέσει τόσο να κάνεις μαθήματα; Ή η ιδέα του να είσαι σε περιοδείες για μήνες σε τρομάζει; Αν νομίζεις ότι θα ήθελες να παίζεις 5 μέρες τη βδομάδα, αλλά όταν πας να το κάνεις συνειδητοποιείς ότι σου λείπει η οικογένεια σου και ότι παίζεις όλο τα ίδια και τα ίδια και σε θίγει κάτι τέτοιο, ή κάνοντας συνεχώς μαθήματα σου λείπει η διάθεση να παίξεις και σου έχει φύγει η ελευθερία; Δεν μιλάμε τώρα να υπάρξουν τρία παραπάνω φεστιβάλ και να βγάζουμε αντί για 20 ευρώ την συναυλία 40 ή να έχουμε δεκαπέντε παραπάνω άτομα στο κοινό δυο φορές τον χρόνο, αυτά δεν αλλάζουν κάτι ουσιαστικά, είμαστε πάρα πολλοί οι μουσικοί και οριακά αντίστοιχα πολλοί οι δάσκαλοι, χρειάζονται ουσιαστικές απαντήσεις. Όπως είπε και ο Σωκράτης είναι πολύπλοκο θέμα, πολύ δύσκολο να το αναπτύξουμε, ακόμη και αν οι ερωτήσεις και οι προβληματισμοί γύρω από αυτό είναι πάντα χρήσιμες. Ορίστε, δίκιο είχε, τρεις παράγραφοι απάντηση και ούτε την επιφάνεια δεν αισθάνομαι ότι έξυσα.

 

5. Λείπουν οι πρωτότυπες, συνδυαστικες ιδέες στις παραστατικές τέχνες; 

Σ: Η πρωτοτυπία είναι ένα δημιούργημα του μάρκετιν και όχι μια ανάγκη των καλλιτεχνών. Κατά τα άλλα, δεν θεωρώ ότι λείπουν ιδέες από τις παραστατικές τέχνες. Αυτό που λείπει είναι ότι δεν έχουν χώρο και κοινό για να τις παρακολουθήσει. Αυτό απαντιέται και από την προηγούμενη ερώτηση, λόγω του ότι συνήθως δεν θεωρούνται αρκετά mainstream.

 

Δ: Και γω με την λέξη πρωτοτυπία δεν τα πάω καλά. Έχω καλλιτέχνες που αγαπώ και κάνουν τα ίδια πράγματα με ελάχιστη εώς καθόλου πρωτοτυπία επί της ουσίας και άλλους που θέλανε να καταπιάνονται με κάτι διαφορετικό σε κάθε τους έργο. Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να δούμε την διαδικασία της πρωτοτυπίας περιοριστικά και ως κάτι που οφείλει να κάνει ένας καλλιτέχνης, γελάω λίγο όταν ακούω απόψεις περί ξεπερασμένης τέχνης και τα συναφή, ας κάνουν όλα τα άτομα αυτό που τα καλεί η εσωτερική τους ανάγκη. Πέρα από ότι μιλάμε για μικρά χρονικά διαστήματα στην πραγματικότητα, η δράση ενός καλλιτέχνη μέσα σε 30-50 χρόνια – λέω τώρα, μπορεί να μην φτάσει ποτέ τέτοια μεγέθη – είναι ήδη μια κουκίδα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτός ο άνθρωπος αν έχει αξιοποιήσει την προσωπική του φωνή, μιλάμε για κάτι ήδη υπέροχο και πολύτιμο, θα βάλουμε και τον παράγοντα “ε έπρεπε να αλλάζεις συνεχώς αυτό που κάνεις και να μεταμορφώσεις την τέχνη σου”; Ώρες ώρες τις απόψεις περί πρωτοτυπίας τις αισθάνομαι ως άλλη μια δικαιολογία/ανασφάλεια που μας απομακρύνει από την ουσία και τον εαυτό μας.

 

6. Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας και ποιο το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό όνειρό σας;

Σ: Καλλιτεχνικό όνειρο ε; Under construction. Το καλλιτεχνικό όνειρο θα το βάλω σε ένα πλαίσιο του να μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί, όσο το δυνατόν το επιτρέπουν και οι συνθήκες, και λέγοντας συνθήκες εννοώ το τι συμβαίνει γύρω μας στην κοινωνία, γιατί συμβαίνουν πάρα πολλά και δεν μπορούμε να μένουμε ανεπηρεάστοι από αυτό.

 

Δ: Όσον αφορά τα σχέδια έχουμε ένα πρότζεκτ που τελειώνει την Κυριακή 16 Μαρτίου στον χώρο Baumstrasse. Λέγεται ‘Cycle of 4ths’ και είναι ταυτόχρονα ένα live εγχείρημα και μία κίνηση συλλογικότητας. Συμμετέχουν 5 μουσικοί της avant-garde πειραματικής σκηνής της Αθήνας και σε αυτό αποδεικνύουμε ότι αν επί σκηνής παρουσιάζεται κάτι που αγαπάμε και εκπροσωπούμε ολόψυχα, τότε οποιοδήποτε άτομο στο κοινό μπορεί να συνδεθεί με αυτό και να το εκτιμήσει, ακόμη και αν δεν είναι εξοικειωμένο με τα συγκεκριμένα ακούσματα. Ύστερα θα πάρουμε ένα διάλειμμα και θα ασχοληθούμε με νέες ιδέες και την δυνατότητα να επαναλάβουμε και να εξελίξουμε τα δυο βασικά – τον Πεπερασμένο Χρόνο και το Cycle of 4ths δηλαδή.  Όσον αφορά τα όνειρα, θα πω ότι επιθυμώ να μην σταματήσω ποτέ τα όνειρα και την προσπάθεια να τα πραγματώνω με ανθρώπους που θέλουν να κάνουν το ίδιο, είτε οι συνθήκες είναι ενάντιά μας, είτε όχι.