/50 χρόνια από τον θάνατο του Σεφέρη. 58 χρόνια από το Νόμπελ

50 χρόνια από τον θάνατο του Σεφέρη. 58 χρόνια από το Νόμπελ

Λόγω αυτής της διπλής συγκυρίας που αφορά τον νομπελίστα ποιητή μας Γιώργο Σεφέρη, παραθέτουμε ένα σχετικό άρθρο και την ομιλία του ιδίου κατά την παραλαβή του Νόμπελ.

Γράφει ο Χαράλαμπος Χαρίσης

Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Σαν σήμερα του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963.

Είναι γνωστό ότι πέθανε στον Ευαγγελισμό μετά από χειρουργική επέμβαση. Αυτό όμως που δεν είναι γνωστό είναι το πόσο δραματικός ήταν ο τελευταίος ενάμιση μήνας της ζωής του, όσο δηλαδή κράτησε η νοσηλεία του. Ήταν η αγάπη μου για την ποίηση του Σεφέρη που με οδήγησε να συγκεντρώσω όσα σχετικά κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί αλλά και να ψάξω στα υπόγεια του Ευαγγελισμού, όταν υπηρετούσα εκεί, προ πολλών ετών, ως ειδικευόμενος χειρουργός, στα σκονισμένα παλιά βιβλία των πρακτικών χειρουργείου, ό,τι πληροφορίες μπορούσα να βρω για τις τελευταίες αυτές μέρες του ποιητή.

Στις 22 Ιουλίου του 1971 ο Σεφέρης, 71 ετών, εισήχθη στον Ευαγγελισμό με επιπλοκή έλκους δωδεκαδακτύλου, ένα έλκος που τον ταλαιπωρούσε πολλά χρόνια.

Την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχαν ακόμα τα σύγχρονα και αποτελεσματικά φάρμακα εναντίον του έλκους, η θεραπεία ήταν συντηρητική, δηλαδή με διαιτητικά κυρίως μέτρα και διακοπή του καπνίσματος. Μία από τις πιο συχνές επιπλοκές του έλκους -ιδιαίτερα εκείνη την εποχή- είναι η διάτρηση. Εκδηλώνεται με οξύτατο πόνο στην κοιλιά και εξελίσσεται σε σηπτικό σοκ. Αυτό ακριβώς συνέβη και στο Σεφέρη. Εισήχθη λοιπόν εκτάκτως στον Ευαγγελισμό και χειρουργήθηκε επειγόντως.

Στο πρακτικό χειρουργείου ως ιδιότητα του ασθενούς αναφέρεται η λέξη «διπλωμάτης» και όχι «ποιητής» παρόλο που με την τελευταία αυτή ιδιότητα ο Σεφέρης είχε κερδίσει, πριν 8 χρόνια, το πρώτο Νόμπελ της Ελλάδας. Ιατρός του ήταν ο εξηνταπεντάχρονος διακεκριμένος χειρουργός Αλέξανδρος Στεφάνου Μάνος, διευθυντής στην Β’ Χειρουργική Κλινική του Ευαγγελισμού, προσωπικός χειρουργός του βασιλιά Παύλου και πατέρας του υπουργού Στέφανου Μάνου. Σύμφωνα με την περιγραφή του χειρουργείου από τον Α.Σ. Μάνο, επρόκειτο για μία σοβαρή περίπτωση περιτονίτιδας από διάτρηση έλκους δωδεκαδακτύλου. Όμως το έλκος του Σεφέρη ήταν μεγάλο και δεν μπορούσε να γίνει μία απλή συρραφή, όπως γινόταν στα περισσότερα έλκη. Απαιτούσε αντίθετα, μια πολύωρη και δύσκολη επέμβαση. Την τεχνική δυσκολία μάλιστα αυτής της εγχείρησης επαύξανε η παχυσαρκία του Σεφέρη, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πρακτικό της επέμβασης από τον ίδιο τον Μάνο.

Αισίως, όλα εξελίχθηκαν καλά και τις πρώτες μετεγχειρητικές μέρες, ο Σεφέρης, προς ανακούφιση όλων, ανάρρωνε ομαλά στον 10ο όροφο του Ευαγγελισμού όπου νοσηλευόταν. Στον όροφο αυτό τα δωμάτια (οι λεγόμενες «θέσεις») είναι ιδιαίτερα άνετα, μονόκλινα με δικό τους σαλόνι. Κατά καιρούς έχουν νοσηλευτεί εκεί πολλοί διάσημοι (Ελύτης κ.ά). Ξαφνικά όμως, η υγεία του Σεφέρη εμφάνισε επιδείνωση με αποτέλεσμα να απαιτηθεί και δεύτερο χειρουργείο όπου διαπιστώθηκε μετεγχειρητική επιπλοκή (διαφυγή από την αναστόμωση της ραφής του στομάχου). Μετά την δεύτερη αυτή επέμβαση, η κατάστασή του επέβαλε την μεταφορά του στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Εκεί, μετά από παρατεταμένη νοσηλεία και παρόλες τις προσπάθειες των ιατρών, ο Σεφέρης θα πεθάνει στις 20 Σεπτεμβρίου.

Ολόκληρο το διάστημα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, αποτέλεσε μια εξαιρετικά οδυνηρή κατάσταση για τον ίδιο και τους οικείους του με «ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου» όπως είχε γράψει ο ίδιος, το 1931, κατά τραγική σύμπτωση, στο ποίημα του «Το ύφος μιας μέρας».

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς σε ανέκδοτη επιστολή του γράφει: «Με επηρέασε πολύ ο θάνατος του Σεφέρη που στο τέλος πια, ύστερα από τόσο χαροπάλεμα ήρθε σα λύτρωση. Είδα από κοντά τις εναλλαγές της ελπίδας και της απελπισίας στους δικούς του. Η γυναίκα του είναι γενναίος άνθρωπος». Ο ποιητής των στίχων «Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε. […] Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας; Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» (Η τελευταία μέρα), δεν κατέληξε γαλήνια, αλλά τουλάχιστον απέφυγε την βαριά αναπηρία που συχνά συνοδεύει τα βαθιά γηρατειά.

Οι πολλές χιλιάδες Έλληνες που τον αποχαιρέτισαν στην κηδεία του, δύο μέρες αργότερα, έκαναν ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο κατά της χούντας. Η Ελλάδα δεν θα τον ξαναπλήγωνε πια.


Η Oμιλία του Γιώργου Σεφέρη στη Στοκχόλμη

Στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ (το Δεκέμβριο του 1963), ο Σεφέρης συνοψίζει τις πεποιθήσεις του, αφενός για την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (και ευρύτερα της ελληνικής ηθικής συνείδησης) από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή και αφετέρου για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο.

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα*. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν»*.

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα* του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…»*. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει* ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
– για να θυμηθώ το Σέλλεϋ*, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.