Η συγγραφέας Τίνα Κουτσουμπού απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας.
Κυκλοφόρησε από τις ΑΩ Εκδόσεις το μυθιστόρημά σας «Χλομά βουνά – στ’ αχνάρια του Χρηστομάννου». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Το «χλομά βουνά», είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μια μυθοπλασία σκηνοθετημένη ανάμεσα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και στο ξεκίνημα του 20ού, με κεντρικούς ήρωες πρόσωπα οι οποίοι διαπνέονται από τις υψηλές ιδέες και τα οράματα του εμβληματικού Θέοντορ Χρηστομάννου (υπαρκτού προσώπου, ελληνικής καταγωγής). Στην ιστορία μας δρουν κόντρα στα συμφέροντα και, παρά τις περιπέτειες και τα προσκόμματα, τελικά επιτυγχάνουν την μετάπλαση του τόπου τους, προσφέροντας χωρίς ανταλλάγματα στην κοινωνία όπου ανήκουν. Τα ιστορικά γεγονότα, τα προβλήματα του καιρού(κοινωνικά και πολιτικά), οι λαϊκές παραδόσεις κι οι περιγραφές της φύσης, που δίνεται απλόχερα, συμπλέκονται υποβοηθώντας την αφήγηση της ιστορίας μας. Ορμώμενοι από την όμορφη γη της Μεσσηνίας οι ήρωές μας θα φτάσουν στο Τιρόλο της Αυστροουγγαρίας όπου και θα ζήσουν. Εκεί θα συναντήσουν τον Χρηστομάννο ώστε να διασταυρωθούν η διορατικότητα, η έμπνευση και το όραμα με το ανήσυχο πνεύμα και τη σκληρή δουλειά. Η δράση κι οι πράξεις τους θα επηρεάσουν τελικά με καταλυτικό τρόπο τον τόπο και θα χαραχτούν στην ιστορία του.
Σκιαγραφήστε μας τους κεντρικούς ήρωες, και ιδιαίτερα τον Θέοντορ Χρηστομάννο. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Ο πρωταγωνιστής μας είναι ο Περικλής Μαντούδης, γόνος Καλαματιανών εμπόρων που μεταναστεύει στη Βιέννη.
Ανοιχτόμυαλος και με ήθος, φιλοπρόοδος με σεβασμό στην παράδοση, εμπνέεται από τον οραματιστή Θέοντορ και με τη σταθερότητα, ακεραιότητα και την αφοσίωση στον κοινό σκοπό θα προκόψει στον ξένο τόπο. Με τη δύναμη του χαρακτήρα του, τον αλτρουισμό του και την φιλομάθειά του θα ορίσει τελικά ο ίδιος και την τύχη του.
Από την άλλη ο Χρηστομάννος, το πρόσωπο που κινεί τα νήματα της ιστορίας μας είναι χαρισματικός. Πολυπράγμων και ευφυής, κοινωνικός και αποφασιστικός υλοποιεί το όραμά του να μετασχηματίσει μια ολόκληρη περιοχή μέσω του τουρισμού και σημαντικών έργων υποδομής(σιδηροδρομικές συνδέσεις, καταφύγια, δρόμους, ξενοδοχεία πολυτελείας).
Είναι δεινός ρήτορας, παθιασμένος με τον τόπο και τ’ όραμά του, τολμηρός και πνευματώδης, και όπως δηλώνει και το όνομά του αποδεικνύεται πραγματικά ένα δώρο Θεού για τους κατοίκους των Δολομιτών. Τον κινητοποιεί η εμμονή του κι η ευρηματικότητά του-το ελληνικό του δαιμόνιο- για τον τόπο και τη φύση, πρεσβεύει το «όλα για τους άλλους» και δεν ζητά για την προσφορά του καμία ανταμοιβή.
Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Ο βασικός μου στόχος ήταν να τοποθετήσω σε πρώτο φόντο τις αξίες του χαρακτήρα του Χρηστομάννου, να τον ανασύρω από τη λήθη και να καταδείξω το πόσο μπορεί ένα άτομο με την συμπεριφορά και τη θέλησή του να επηρεάσει θετικά την κοινότητα και να υλοποιήσει έτσι ένα κοινωνικό όραμα. Να μεταπηδήσει άνετα από το ατομικό στο συλλογικό. Αυτό θα ήθελα λοιπόν να μείνει και στον αναγνώστη: Να εντυπωσιαστεί από το πάθος του Χρηστομάννου, το δαιμόνιο πνεύμα, το πείσμα και το φιλότιμό του το συνδυασμένο με τον «αλτρουισμό, την βαθιά αγάπη για τη φύση αλλά και το sui generis επιχειρηματικό του πνεύμα που έβαζε πάνω απ’ οποιοδήποτε κέρδος τις επιπτώσεις, αισθητικές κι ουσιαστικές στο φυσικό περιβάλλον», όπως αναφέρω και στο βιβλίο.
Αρκούν οι μεμονωμένες πρωτοβουλίες, ανθρώπων με όραμα και θέληση, για να γίνει λίγο καλύτερος ο κόσμος;
«Όταν ο άνθρωπος ονειρεύεται και δρα, κι ο κόσμος αλλάζει», όπως αναφέρω στο βιβλίο.
Ο άνθρωπος, δηλαδή, είναι πλασμένος να ονειρεύεται και να αναζητά. Μια νέα ζωή, ένα καλύτερο μέλλον, έναν διαφορετικό κόσμο, ξεκινώντας από τον μικρόκοσμο που τον περιβάλλει. Οι ιδέες και τα οράματα είναι η αρχή, είναι η σπίθα που θα παρασύρει και θα κινητοποιήσει την ομάδα. Η θέληση κι η σκληρή δουλειά ακολουθεί για το σύνολο. Μπορούμε να σκεφτούμε πολλά παραδείγματα σπουδαίων ανθρώπων στην επιστήμη, την ιστορία, την πολιτική, που έσπειραν τα οράματα, γέννησαν καινοτόμες ιδέες και τις υλοποίησαν ανιδιοτελώς προς όφελος της κοινωνίας, με δουλειά με επιμονή, με πάθος. Σήμερα όσο ποτέ έχουμε ανάγκη από τέτοιους πολίτες, πολιτικούς, επιστήμονες, πνευματικούς ανθρώπους αφοσιωμένους στο καθήκον που αφουγκράζονται τα μηνύματα των καιρών και δρουν κόντρα στις σκοπιμότητες. Έτσι για να ολοκληρώσω την απάντησή μου οι μεμονωμένες πρωτοβουλίες είναι μόνο η αρχή αλλά μην ξεχνάμε πως η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Η λογοτεχνία με ενδιέφερε πάντα, από παιδί διάβαζα βιβλία. Έπλαθα ιστορίες, τις σκηνοθετούσα και υποδυόμουν τους ήρωές μου. Κάποια στιγμή λοιπόν που οι λέξεις και οι εικόνες σκάλωσαν μέσα μου έπρεπε να γίνει αποσυμφόρηση. Έτσι πειραματίστηκα. Με την πρώτη λέξη προέκυψε μια αφήγηση, προέκυψε το γράψιμο σαν μια ανάγκη. Η ενασχόλησή μου όμως με το γράψιμο ήρθε στην ώριμη ηλικία, εντελώς ξαφνικά, ξεκινώντας με άρθρα δοκιμιακής μορφής στον τοπικό τύπο όταν είχα τον χρόνο που απαιτεί η συγγραφή.
Η ευκαιρία να δημοσιεύσω διήγημα εμφανίστηκε ξαφνικά το 2012 από τον εκδοτικό οίκο του Στρατή Φιλιππότη και τα ετήσια ημερολόγιά του και ακολούθησαν οι 4 συλλογές διηγημάτων από το 2015 έως το 2021 με διηγήσεις που τροφοδοτούνται από τα βιώματα των ηρώων μου τα οποία και αποτυπώνουν στάσεις ζωής. Στόχος μου είναι πρώτιστα να αφηγούμαι τον κόσμο γύρω μου, συνδυάζοντας τη φαντασία και την πραγματικότητα. Άλλωστε η συγγραφή για μένα είναι μια μαγική διαδικασία, ένα μεγάλο ταξίδι γεμάτο περιπέτειες και καταστάσεις και με τέλος αλλιώτικο, σαν να μου χαρίζεται μια δεύτερη ζωή.
Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Η λογοτεχνία είναι κι αυτή μια τέχνη. Ζωγραφίζει τις εικόνες και τους χαρακτήρες των ανθρώπων με τις λέξεις. Για τον λόγο αυτό είναι μια διέξοδος στα αδιέξοδα της ψυχής, ένα καταφύγιο στα δύσκολα, μια μορφή έκφρασης των πιο βαθιά κρυμμένων συναισθημάτων μας.
Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Δεν ξέρω στατιστικά αν διαβάζουμε λιγότερο από τους Ευρωπαίους. Εξαρτάται από την ηλικία, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση, το επίπεδο της πνευματικής καλλιέργειάς μας. Πάντως οι νέοι βλέπω πως διαβάζουν όλο και λιγότερο, ή μάλλον ξεκινούν το διάβασμα σε μεγαλύτερες ηλικίες σε αντίθεση με εμάς τους παλιότερους που δεν είχαμε τον περισπασμό της τεχνολογίας και των υπολογιστών από πολύ μικροί. Το σχολείο αλλά και πρωτίστως η οικογένεια και το φιλικό περιβάλλον, οι συναναστροφές παίζουν καθοριστικό ρόλο στην φιλαναγνωσία. Τα τελευταία χρόνια προχωρά πολύ κι ο θεσμός των σχολικών και των δημοτικών βιβλιοθηκών αλλά και των λεσχών ανάγνωσης που δείχνει πως πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Θεωρώ πως αν και εν μέσω audiobooks και e books το βιβλίο καλά κρατεί. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, με τα δικά του προβλήματα και τα δικά του αρώματα και αισθητική. Ένας καλός σύντροφος, μέσο θεραπείας, απόλαυσης, διασκέδασης και χαλάρωσης. Πιστεύω δε πως υπερισχύει έναντι των άλλων μέσων γιατί σου επιτρέπει να συγκεντρωθείς, οξύνει την φαντασία και τον νου, σε βοηθά να ονειρεύεσαι, να σκέφτεσαι να ανασυνθέτεις εικόνες, οδηγεί στην καλλιέργεια της γλώσσας, στην αισθητική αφύπνιση. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως το βιβλίο μεταγγίζει συσσωρευμένη γνώση κι εμπειρίες που ο συγγραφέας έκανε πολύ χρόνο να συλλέξει. Ο αναγνώστης σκεφτείτε, τις αποκτά όλες με την ανάγνωση του βιβλίου και μόνο.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Δύσκολο να διαλέξω αλλά χωρίς κριτήριο, στην τύχη θα σας πω: Ορχάν Παμουκ: Ινσταμπούλ, Τόμας Χάρντυ: Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ, Φ. Ντοστογιέφσκι: Ο ηλίθιος, Ν. Καζαντζάκης: Ο τελευταίος πειρασμός, Κική Δημουλά: Ποιήματα.
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Ο άνθρωπος εξ ορισμού έχει την δυνατότητα της επιλογής στη ζωή του αν και στην πράξη κάποιες φορές είναι μοιραίο ή τυχαίο να μην την έχει. Όμως πιστεύω στη δύναμη της θέλησης και πως ο κάθε άνθρωπος έχει την εσωτερική δύναμη να αντιπαλέψει την μοίρα η την τύχη του, όπως κι ο Θεόδωρος Χρηστομάννος με τις αρετές του χαρακτήρα του το ήθος και την επιμονή του καθόρισε τις ζωές των συμπατριωτών του με τις καινοτόμες ιδέες του κι αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο γιατί αν έχουμε μόνο το πρώτο θα θεωρηθούμε μωροί, αν μόνο το δεύτερο πεζοί κι ανιαροί χωρίς αισθήματα. Και τα δυο μάς καθορίζουν ως υπόσταση και είναι τυχεροί όσοι γνωρίζουν να τα ισορροπούν και να τα χειρίζονται σωστά ανάλογα με τις περιστάσεις.